Ο πρώτος που έφραξε ένα κομμάτι γης και του ήρθε η ιδέα να πει: Αυτό είναι δικό μου και βρήκε αφελείς που τον πίστεψαν, αυτός ήταν ο αληθινός ιδρυτής της αστικής κοινωνίας. Jean-Jacques Rousseau
Κατηγορία -Φιλοσοφία
Φιλοσοφία
Παίζοντας ή λογοπαίζοντας με την έκπληξη ή ανατροπή του προσδοκώμενου, το αστείο εμπεδώνει κι αποδέχεται ή και υποβάλλει τα σέβη του στην λογική και κοινωνική, «αστική» τάξη των πραγμάτων πριν εκμαιεύσει το γέλιο του, ακυρώνοντας τις ασφαλείς προσδοκίες του λογικού και της νόρμας.
Τα κοινωνικά συστήματα της αρχαιότητας είχαν ενσωματώσει το θεσμό της δουλείας στις δομές τους. Γνωρίζουμε από πληθώρα πηγών ότι, ενώ οι ενήλικοι άνδρες συνήθως θανατώνονταν είτε στο πεδίο της μάχης είτε κατά την κατάληψη κάποιας πόλης, οι γυναίκες και τα παιδιά αιχμαλωτίζονταν και πωλούνταν ως δούλοι (ήδη από την ομηρική εποχή).[1]
Αδιαμφισβήτητα, μαθηματικά και φιλοσοφία είναι δυο διαφορετικές επιστήμες. Ειδικότερα στην εποχή μας, όπου κάθε επιστήμη εμβαθύνει όσο το δυνατόν παραπάνω στην εξειδίκευση, όπου κάθε σχολή έχει τη τάση να διαφοροποιείται από τις διπλανές της, η βαθιά και σημαντική σχέση που διατηρούσαν οι θεωρητικές και οι θετικές επιστήμες έχει αποδυναμωθεί εμφανώς.
Περισσότερα
«Μια ήρεμη και χαρωπή ιδιοσυγκρασία που απορρέει από απόλυτη υγεία και ευτυχή εσωτερική οργάνωση, ένα καθαρό, ζωηρό, διεισδυτικό, με σωστή αντίληψη των πραγμάτων μυαλό, μια μετρημένη, ήπια βούληση και συνεπώς μια ήσυχη συνείδηση – αυτά είναι προτερήματα που κανένα αξίωμα και κανένας πλούτος δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει.
Όλη η μέρα, μέσα στην απόγνωσή της από ελαφρά μουντά σύννεφα, γέμισε από τις ειδήσεις για την επανάσταση. Τα νέα αυτά, αληθινά ή ψεύτικα, μου προκαλούν πάντα μια αμηχανία ειδική, ανάμικτη με περιφρόνηση και φυσική ναυτία. Με πονάει στην εξυπνάδα μου να μαθαίνω ότι κάποιος κρίνει πως ένα πράγμα αλλάζει όταν το παρακουνάς.
Μια γενικά αποδεκτή γνώμη είναι το ότι οι ιδέες πηγάζουν ή επιβάλλονται αποκλειστικά από τις συνθήκες. Αυτή είναι μια ολότελα αστήρικτη άποψη και πιστεύουμε ότι στηρίζεται στην κοινή καταθλιπτική εντύπωση ότι ο άνθρωπος αποτελεί έρμαιο των συνθηκών ή παθητικό δέκτη των συμβάντων της κοινωνικής και φυσικής ζωής.
“Πού καιρός για επανάσταση! Και γιατί άλλωστε; Να διορθωθεί τι και με ποιο τρόπο; Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης, όπως είπαμε Κυρίας. Της Εξουσίας.
Η Ελλάδα υπήρξε πράγματι, σε όλες τις εποχές, μια χώρα στενά συνδεδεμένη με τη μουσική και τον χορό. «Η ζωή μου δεν αξίζει τίποτε χωρίς τη μουσική», τραγουδάει ο Χορός στον Ηρακλή του Ευριπίδη. Το να ζεις χωρίς μουσική για τους αρχαίους Έλληνες ισοδυναμούσε με το να είσαι ήδη νεκρός, όπως περιγράφει ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, κάνοντας μια στοχαστική αναφορά στον θάνατο: «χωρίς γαμήλιο τραγούδι, χωρίς κιθάρα και χορούς, ο θάνατος το τέλος μας θα φέρει».
Υπάρχει στο εξής ένα παγκόσμιο πρόβλημα της κούρασης, όπως υπάρχει ένα παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας. Παραδόξως, η ύπαρξη του ενός αποκλείει το άλλο: η ενδημική, ανεξέλεγκτη κούραση είναι, μαζί με την ανεξέλεγκτη βία […], χαρακτηριστικό των πλούσιων κοινωνιών, και απορρέει μεταξύ άλλων από το ξεπέρασμα της πείνας και της ενδημικής ένδειας, που παραμένει το μείζον πρόβλημα των προβιομηχανικών κοινωνιών.
Kοντεύουν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, από τότε που το πλατωνικό Συμπόσιο μας δίδασκε, πως εκείνος ή εκείνη που δεν έχουν γνωρίσει την πείρα του έρωτα αδυνατούν να δράσουν με τρόπο τέτοιο ώστε να ελευθερωθεί από μέσα τους η δυναμική της Ιδέας. Το να αναστοχαστούμε τον έρωτα θα ήταν σαν να ανακαλύπταμε απ΄την αρχή την σκέψη;
Οι κυνικοί ήταν φιλόσοφοι της αρχαιότητας που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα. Υπήρξαν μία από τις μακροβιότερες Φιλοσοφικές Σχολές. Η αποστολική και διδακτική συμπεριφορά τους γέννησε μια ολόκληρη φιλολογική παράδοση (διάλογοι, σάτιρα, παραινέσεις κλπ.) και κορυφώθηκε στο τυπικό είδος της διατριβής σε θέματα ηθικής. Οι ασκητικές συνήθειες των κυνικών εμπόδισαν την κίνησή τους να συγκροτηθεί σε οργανωμένη σχολή, ενώ ευνόησαν την επιβίωσή της παράλληλα προς τον στωικισμό.
Περισσότερα
[…] Δεν έχουμε κοινωνία. Έχουμε μια κοινωνία εν υπνώσει […] Τίποτα δεν αλλάζει από τα πάνω προς τα κάτω, κι αυτή η αλλαγή, από τα κάτω προς τα πάνω, προϋποθέτει τη δημιουργία κινημάτων από συλλογικότητες […] «Ο κόσμος έχει τόσες πιθανότητες να αυτοκαταστραφεί, όσες πιθανότητες έχει και για να αναγεννηθεί». Ελπίζω ότι θα ακολουθήσουμε τις πιθανότητες αναγέννησης και όχι τις πιθανότητες αυτοκαταστροφής […]
Αν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλά. Όσο αγαπάμε, τόσο εδραιώνεται τo παράλογο. Δεν οφείλεται διόλου σε έλλειψη αγάπης το αν ο Δον Ζουάν πηγαίνει από γυναίκα σε γυναίκα. Είναι αστείο να τον παρουσιάζουμε σαν φαντασιόπληκτο πού ζητάει την ολοκληρωτική αγάπη. Είναι, όμως, συνεπής, γιατί τις έχει αγαπήσει το ίδιο παράφορα και κάθε φορά με όλο του το είναι, πράγμα πού του επιτρέπει να επαναλαμβάνει αυτό το δόσιμο κι αυτή την αναζήτηση.
Υπάρχει μια καλλιέργεια της γνώσης, αυτή που κατεξοχήν ονομάζουμε καλλιέργεια και υπάρχει μια καλλιέργεια της κατανόησης που αποκαλούμε κουλτούρα. Υπάρχει όμως και μια καλλιέργεια της ευαισθησίας.
Το άρθρο του Ουμπέρτο Έκο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα ‘La Repubblica’ στις 14/01/2012, με τον ιταλικό τίτλο «Pericle il Populista».
Μέχρι τώρα θεωρήθηκε ο άνθρωπος ως η κορωνίδα του πλανήτη, το έσχατο όριο του πολιτισμού και η πηγή του. Είναι όμως έτσι; Θα κάνουμε μία αναφορά σε απροσδόκητους συμμέτοχους της «ανθρωπιστικής» συνείδησης, που όχι μόνον δείχνουν ότι δεν υπάρχει μονοπώλιο του ανθρώπου στην ηθική αλλά ότι αυτός, αντίθετα, έχει εκπέσει της θέσης του και των δυνατοτήτων που αυτή έχει.