Μια μέρα, τρεις άνθρωποι, που πηγαίνανε μαζί, βρήκανε στο δρόμο ένα σακί καρύδια, κι επειδή δε μπορούσαν να συμφωνήσουν στη μοιρασιά, πήγανε στο Νασρ-εν-Ντιν Χότζα και του είπαν:
— Σε παρακαλούμε, Χότζα, καλό να΄χεις, μοίρασέ μας αυτά τα καρύδια.Περισσότερα
“Η ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη όπως τα μαθε από τους Καραγκιοζοπαίχτες και πρώτα από τον Παντελή Μελίδη ο Τζούλιο Καίμης”είναι ο τίτλος ενός υπέροχου βιβλίου που εκδόθηκε το 1937 (η ορθογραφία διατηρήθηκε αυτούσια)
Ξένος του κόσμου και της σάρκας κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη, αφού μάζεψε τις φτερούγες, όπως τις κρύβει θεϊκός άγγελος. Έφερνε δώρα από τα πάνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης.
Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε, και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί, μπήκε να πιει ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μάστρο Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, υβρισμένος από την πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίνα τη σπιτονοικοκυρά του, και φασκελωμένος από το μικρό τρίχρονο γιο του, που ο προκομμένος θείος του τον δίδασκε με επιμέλεια, όπως κάνουν και γονείς ακόμα στα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλαστημάει και να κατεβάζει κάτω σταυρούς, Παναγίες, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Με τα παιδιάτικα μάτια μου έβλεπα, πίσω απ’ το τζάμι, τη σημαία του Παλαμηδιού, του κάστρου τ’ Αναπλιού, ψηλά, και το σκοπό τυλιγμένο στο μανδύα του να πηγαινοέρχεται στην τάπια*, με το τουφέκι στον ώμο. Στο φόντο του ουρανού, η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική. Κάμποσες οργιές πιο κάτω, σάλευαν χαμόκλαδα κι οι φραγκοσυκιές πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο, πάνω από τη βενετσιάνικη σκάλα – 999 σκαλοπάτια.
Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων παρακολούθησα με προσοχή, αλλά και γεμάτος ανησυχία, τα γεγονότα και τις συζητήσεις που έγιναν και που αφορούν τη λεγάμενη μηχανή της αλήθειας.
Στο σπίτι του αρχιεισπράκτορα Στίτσκιν, μια από τις μέρες που είχε ρεπό, είχε πάει, ύστερα από πρόσκληση του, η Αγάπη Γκριγκόριεβνα, μια γεροδεμένη και με πλούσια περιφέρεια κυρία γύρω στα σαράντα. Ήταν προξενήτρα, αλλά έκανε και πολλές άλλες δουλειές, για τις οποίες μιλούσε μόνο ψιθυριστά. Ο Στίτσκιν τα είχε λίγο χαμένα, αλλά, όπως πάντα, ήταν σοβαρός, θετικός και αυστηρός. Περπατούσε μέσα στο δωμάτιο, κάπνιζε το πούρο του κι έλεγε:
Μια μέρα, ένας χωρικός έπιασε μιαν άγρια χήνα, και την πήγε πεσκέσι του Χότζα. Γιατί είπε μέσα του: «Ποιος ξέρει; Άνθρωπος που ανακατεύεται με τους μεγάλους είνε, και μπορεί, καμμιά ώρα, να τόνε λάβω ανάγκη!»
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩ εδώ δεν είναι ένα πραγματικό παραμύθι αλλά, μάλλον, ένας καθοδηγούμενος στοχασμός σχεδιασμένος σε μορφή ονείρου, που στόχο έχει να εξερευνήσει τις πραγματικές αιτίες των αποτυχιών μας. Παίρνω το θάρρος να σου προτείνω να το διαβάσεις με προσοχή, προσπαθώντας να σταματάς λίγα δευτερόλεπτα σε κάθε φράση και να φαντάζεσαι την κάθε εικόνα.
Πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής, αφού μας συστήθηκε και μας καλωσόρισε, πρότεινε να γνωριστούμε μεταξύ μας, πλησιάζοντας κάποιον συμφοιτητή που μας ήταν εντελώς άγνωστος. Σηκώθηκα να ρίξω μια ματιά, όταν ένιωσα ένα απαλό χτύπημα στον ώμο. Γύρισα. Η ακτινοβολία ενός ζεστού διάπλατου χαμόγελου έκανε ολόκληρη τη μικροσκοπική παρουσία της να λάμπει. Περισσότερα
Αν μία οποιαδήποτε καχεκτική, φυματική αμαζόνα, καθισμένη πάνω σ’ ένα ταλαντευόμενο άλογο, μπροστά σ’ ένα άπληστο κοινό και σ’ ένα σκληρό αφεντικό που κουνά χωρίς διακοπή το μαστίγιό του, έκανε γύρους χωρίς σταματημό μήνες ολόκληρους πάνω στην πλατεία του τσίρκου’ αν τρανταζόταν πάνω στο άλογο, σκόρπιζε φιλιά, έσπαζε τη μέση της κι αν το θέαμα αυτό συνεχιζόταν μέσα στα ασταμάτητα βουητά της ορχήστρας και των ανεμιστήρων κι ολοένα προχωρούσε στο ανοιχτό και σκοτεινό μέλλον με χειροκροτήματα πού σβήνουν και πάλι δυναμώνουν ζωηρά -ίσως τότε να ορμούσε κάποιος νεαρός από τη γαλαρία, να δρασκελούσε τη μακριά σκάλα και φτάνοντας στην πλατεία να κραύγαζε «σταματήστε!». Περισσότερα
Τρεις πεζοπόροι βρέθηκαν μπροστά σε μια πηγή που ανέβλυζε μέσα από το βράχο. Πάνω του υπήρχε επιγραφή που έγραφε: «Η πηγή είναι το πρότυπό μας». Αυτό έγινε αφορμή ν’ αρχίζουν μια συζήτηση μεταξύ τους, δίνοντας ο καθένας τη δική του ερμηνεία. Περισσότερα
Ο Λέων Μπατής ήταν ο παππούς μου. Πατέρας του πατέρα μου. Είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα, όπου και ζούσε με την οικογένειά του, μέχρι που μετακόμισαν στην Αθήνα, για να σωθούν από τους Γερμανούς.