Σύμφωνα μ’ έναν λαϊκό κινέζικο μύθο, τον πολύ παλιό καιρό, γη και ουρανός ήταν χωρισμένα μεταξύ τους αλλά ήταν ακόμα πολύ κοντά. Θεοί κατέβαιναν κι άνθρωποι ανέβαιναν όποτε τους έκανε κέφι.
Κατηγορία -Διδακτικές ιστορίες και μύθοι
Ιστορία
“Κάθε ημέρα ξυπνάμε ελαφρώς αλλαγμένοι κι ο άνθρωπος που ήμασταν χτες, έχει πεθάνει”, έγραψε ο John Updike, “τότε γιατί φοβόμαστε τον θάνατο, αφού έρχεται πάντα;”
Μια μέρα, ένας σοφός ρώτησε τους μαθητές του:
«Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;»
Η πασίγνωστη και πανταχού παρούσα φράση «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις» έχει επικρατήσει ως κινέζικη παροιμία. Είναι, όμως, πολύ πιθανό να μην αντλεί από την Κίνα την καταγωγή της.
ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΜΕΡΑ. ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ κρήνες γλυκοκοιμότανε η αύρα. Ο μικρός Γλαύκος έπαιξε μέσα στις στοές. Ήτανε γιος βασιλιά. Πατέρας του ήταν ο Μίνωας και μητέρα του η Πασιφάη. Η παραμάνα του τον είδε να κυνηγά το τόπι του, άκουσε το θόρυβο από τα σανδάλια του να χάνεται στις πλάκες. Εξαφανίστηκε πίσω από μια κολόνα. Η γυναίκα τον φώναξε. Εκείνος δεν απάντησε. Περισσότερα
… γύρω στο 464 π.χ., στα Άβδηρα…
Ο Δημόκριτος γυρίζει σπίτι του, ευτυχισμένος αλλά άφραγκος. Επιστρέφει από μια μεγάλη περιοδεία, που τον οδήγησε σχεδόν έως τα πέρατα του κόσμου. Έχοντας πλέον ξοδέψει την πατρική κληρονομιά, πρέπει να ζει μια λιτή ζωή, απαλλαγμένη από ότι περιττό. Χρειάζεται, παρ’ όλα αυτά, για να συνεχίσει το έργο του, έναν νεαρό πολύ προικισμένο, ικανό να τον βοηθήσει. Πώς να τον διαλέξει; Ο Δημόκριτος δεν μπορεί να τον πληρώνει. Πρέπει να υπάρχει κάπου ένα αγόρι χωρίς εκπαίδευση, που θα μπορέσει να το μυήσει στη φιλοσοφία.
”Εμένα μου φαίνεται πως οι γονείς μου γέρασαν και το ‘χουν χάσει”.
”Και μένα μου φαίνεται πως εσύ τους κοιτάς με διαφορετικά μάτια”.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δυο αδέρφια που είχαν ορφανέψει από πολύ μικρά. Όταν παντρεύτηκε ο μεγάλος, ο μικρός ήταν ακόμη παλικαράκι. Η γυναίκα του μεγάλου δεν ήταν καλός άνθρωπος, κι ο μεγάλος αδερφός δε σκοτιζόταν και πολύ – πολύ για το σωστό και τ’ άδικο. Τον είχαν, λοιπόν, το μικρό σαν απόπαιδο, να φυλάει τα ζωντανά, κι ούτε με τ’ όνομά του δεν τον φώναζαν, ώσπου ξέχασαν όλοι πώς τον έλεγαν, και τον φώναζαν ‘Γελαδάρη’(Niúláng 牛郎).
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ; ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΙΚΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ άνθρωπος. Μια μέρα, από λύπηση, και μόνο, άρπαξε από τα νύχια ενός γερακιού δυο νεογέννητα φίδια. Τα ζωντανά, για να τον ευχαριστήσουν που τα έσωσε, έχωσαν τη γλώσσα τους στο δεξί του αυτί, έπειτα στο αριστερό, έδιωξαν κάτι σκόνες και κάτι κόκκους άμμου και του είπαν:
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που πίστευε πως ήτανε φωτισμένος και σοφός. Ονειρευότανε να φέρει την ευημερία και την ευτυχία στους υπηκόους του, το Νόμο και την τάξη στον βασίλειό του. Ήθελε, όταν περιδιάβαινε τους δρόμους με την αστραφτερή του άμαξα, ο λαός να τον επευφημεί, να εκδηλώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Έτσι και συνέβαινε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα λιοντάρι. «Βασιλιά των ζώων” τολεγαν, γιατί ζώα ήσαν αυτοί πού τολεγαν βασιλιά.
Πριν από χρόνια ένας σπουδαίος γιατρός ταξίδευε με την οικογένειά του στην έρημο με ένα τροχόσπιτο. Ξαφνικά, μετά από ένα απότομο τράνταγμα, το αυτοκίνητο στρίβει δεξιά στο πλάι του δρόμου.
Περισσότερα
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Θα ’θελε πολύ να είχε μια ευχάριστη και πιστή γυναίκα. Από την πόρτα του πέρασαν πολλές, καμία όμως δε σταμάτησε. Περισσότερα
Μια δασκάλα που δίδασκε στην τάξη της, αποφάσισε να πει στα παιδιά μια καταπληκτική ιστορία.
Περισσότερα