Ονορέ ντε Μπαλζάκ – Σχετικά με τη Συντεχνία των Κλεφτών

FRANCE - HONORE DE BALZAC


Σκέψεις – Ηθικές, πολιτικές, λογοτεχνικές, φιλοσοφικές, νομικής, θρησκευτικής και οικονομικής φύσης, σχετικά με τη Συντεχνία των Κλεφτών.

Οι κλέφτες αποτελούν μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα πού συμβάλλει στην εξέλιξη τής κοινωνίας: είναι το λάδι ατούς τροχούς της. Σαν τον αέρα γλιστρούν παντού- οι κλέφτες είναι ένα ξεχωριστό έθνος μέσα στήν καρδιά του έθνους.

Ακόμη δέν τούς έχουμε αντιμετωπίσει μέ ψυχραιμία καί αμεροληψία. ’Άλλωστε ποιοί είναι αυτοί πού ασχολούνται μαζί τους; Οι δικαστές, οι επίτροποι του βασιλιά, οι σπιούνοι, οι χωροφύλακες καί όσοι έπεσαν θύματά τους.

Ο δικαστής βλέπει στον κλέφτη τό αντιπροσωπευτικότερο είδος εγκληματία, εκείνον πού ανάγει σέ επιστήμη τήν αντίπραξη στο νόμο, καί τον τιμωρεί. Ό εισαγγελέας τον παραπέμπει καί τον κατηγορεί. Καί οι δύο αυτοί, δικαίως, ιόν απεχθάνονται.

Οι άνθρωποι τής αστυνομίας καί τής χωροφυλακής είναι επίσης άμεσοι εχθροί των κλεφτών καί πάντα τούς αντιμετωπίζουν μέ εμπάθεια.

Οι έντιμοι άνθρωποι, τέλος, αυτοί πού πέφτουν θύματα κλοπής, δέν έχουν φυσικά την παραμικρή όρεξη νά πάρουν τό μέρος τους.

onore7Θεωρήσαμε λοιπόν αναγκαίο, προτού επιχειρήσουμε νά αποκαλύψουμε τα τεχνάσματα των προνομιούχων καί μη κλεφτών όλων τών κοινωνικών τάξεων, νά εκφράσουμε ορισμένες αμερόληπτες σκέψεις πάνω στους κλέφτες· ίσως μόνον εμείς μπορούμε νά τούς εξετάσουμε απ’ όλες τις πλευρές τους μέ ψυχραιμία- καί σίγουρα δέν θα μάς κατηγορήσουν ότι θέλουμε νά τούς υπερασπιστούμε, εμείς πού τούς παίρνουμε τήν μπουκιά από τό στόμα, επισημαίνοντας όλα τους τα μηχανεύματα κι ορθώνοντας μέ τό βιβλίο αυτό έναν φανό πού τα καταυγάζει.

Ο κλέφτης είναι σπάνιος άνθρωπος, χαϊδεμένο παιδί τής φύσης- πάνω του συγκεντρώνεται κάθε είδους τελειότητα: ακατάβλητη ψυχραιμία, δοκιμασμένη τόλμη, ή τέχνη τού νά αρπάζει τις ευκαιρίες, τόσο μακροπρόθεσμα όσο καί βραχυπρόθεσμα, ακρίβεια, θάρρος, καλή σωματική διάπλαση, διαπεραστικό βλέμμα, ευκίνητα δάχτυλα, πρόσωπο ευχάριστο καί ευμετάβλητο, όλα αυτά τα προτερήματα δέν είναι τίποτε γιά έναν κλέφτη καί όμως αποτελούν τό σύνολο τών ταλέντων ενός ‘Αννίβα, ενός Κατιλίνα, ενός Μάριου, ενός Καίσαρα.


Καί μήπως δέν είναι απαραίτητο νά γνωρίζει επίσης ό κλέφτης τούς ανθρώπους, τό χαρακτήρα τους, τα πάθη τους; Νά ψεύδεται μέ δεξιότητα, νά προβλέπει τα γεγονότα, νά κρίνει τό μέλλον, νά είναι πνεύμα οξύ καί γρήγορο, νά έχει ταχεία αντίληψη, επιτύχεις εκλάμψεις, νά είναι καλός ηθοποιός, καλός μίμος; Νά μπορεί νά αντιλαμβάνεται τό σφυγμό καί τούς τρόπους τών διαφόρων κοινωνικών τάξεων: νά παριστάνει τον εμπορικό αντιπρόσωπο, τον τραπεζίτη, τό στρατηγό, νά γνωρίζει τις συνήθειές τους, νά μπορεί στήν ανάγκη νά ενδύεται τήν τήβεννο του διευθυντή της αστυνομίας ή τήν κίτρινη κυλόττα του χωροφύλακα;

Τέλος, πράγμα δύσκολο, απίστευτο, τό χάρισμα πού θεμελιώνει τή φήμη ενός ‘ Ομήρου, ενός ’Αριστοτέλη, ενός τραγικού ή κωμικού ποιητή, τή φαντασία, τή λαμπρή φαντασία, μήπως δέν είναι απαραίτητο νά τήν έχει καί ό κλέφτης; Δέν οφείλει νά επινοεί (ασταμάτητα καινούργια τερτίπια; Γιατί γι ’ αυτόν ή αποτυχία σημαίνει κάτεργο.

“Αν όμως αναλογιστούμε μέ πόση τρυφερή Αγάπη, μέ πόση πατρική στοργή φυλάει καθένας αυτό πού ψάχνει ό κλέφτης, τό χρήμα, αυτό τον άλλο Πρωτέα, αν δούμε μέ ψυχραιμία πώς τό κλωσάμε, τό σφίγγουμε, τό ασφαλίζουμε καί τό κρύβουμε, θα συμφωνήσουμε τό δίχως άλλο ότι, εάν ό κλέφτης χρησιμοποιούσε έπ ’ άγαθώ τα θαυμαστά προτερήματα πού έχει συνεργούς του, τότε θα ήταν ένα εξαιρετικό πλάσμα πού παρά τρίχα δέν έγινε ένας μεγάλος άνδρας.

back-to-godhead-honor-among-thievesΠοιό είναι λοιπόν αυτό τό εμπόδιο; Δέν είναι άραγε τό γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτής τής κατηγορίας, νιώθοντας κατ ’ αρχάς μέσα τους μεγάλη ανωτερότητα, έχοντας επιπλέον έντονη κλίση προς τήν οκνηρία —μόνιμο χαρακτηριστικό τών ταλαντούχων — καί ζώντας μέσα στήν ανέχεια ενώ συγχρόνως θάλπουν αχαλίνωτης τόλμης επιθυμίες —χαρακτηριστικό τής ιδιοφυίας— καί τρέφουν βαθύ μίσος γιά τήν κοινωνία πού τούς περιφρονεί γιά τή φτώχεια τους, όντας, τέλος, ανίκανοι νά συγκρατηθούν εξαιτίας τής εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας τους απαλλάσσονται από κάθε είδους δεσμά καί υποχρεώσεις καί βλέπουν τήν κλοπή ως μέσον ταχείας απόκτησης αγαθών. ’Ανάμεσα στο σφοδρά ποθούμενο αντικείμενο καί στήν απόκτηση του δέν διακρίνουν πλέον τίποτε, βυθίζονται ηδονικά στο κακό, κι εκεί εγκαθίστανται, γαντζώνονται, συνηθίζουν καί δημιουργούν μιά δική τους, ισχυρή άλλα περίεργη αντίληψη τών συνεπειών πού επιβάλλει ή κοινωνία.

Αν αναλογιστούμε όμως ποιά είναι τα κίνητρα πού οδηγούν έναν άνθρωπο σέ ένα τόσο δύσκολο επάγγελμα όπου τα πάντα είναι είτε κέρδος είτε θανάσιμος κίνδυνος, όπου o κλέφτης, σαν τον πασά πού οδηγεί τό στρατό του σουλτάνου στή μάχη, πρέπει νά νικήσει ή νά υποστεί τό βούρδουλα, τότε ίσως νά γεννηθούν υψηλότερες σκέψεις στήν καρδιά των πολιτικών ανδρών καί των ηθικολόγων.

Στήν επιθυμία γιά κατάλυση των φραγμών μέ τούς οποίους οι νόμοι προστατεύουν τα αγαθά τών άλλων οφείλουμε νά αναγνωρίσουμε μιά ακατανίκητη ανάγκη, ένα είδος νομοτέλειας· γιατί, έντέλει, ή κοινωνία δέν δίνει καν ψωμί σέ όλους όσοι πεινούν- κι όταν δεν έχουν κανέναν τρόπο νά βγάλουν τό ψωμί τους, τί περιμένετε νά κάνουν; Όταν λοιπόν ή μάζα τών φτωχών γίνει πιο ισχυρή από τή μάζα τών πλουσίων ή κοινωνία θα χτιστεί σέ άλλη βάση. Αύτη τή στιγμή από μιά τέτοιου είδους επανάσταση απειλείται ή Αγγλία.

Στήν Αγγλία ή φορολογία θα γίνει αβάσταχτη γιά τούς φτωχούς, καί τήν ήμερα πού είκοσι εκατομμύρια στά τριάντα θα πεθαίνουν από πείνα οι κίτρινες κυλόττες, τα κανόνια καί τα άλογα δέν θα μπορούν νά κάνουν τίποτε πια. Μιά τέτοια κρίση δημιουργήθηκε καί στή Ρώμη: οι συγκλητικοί σκότωσαν τούς Γράκχους, σύντομα όμως ό Μάριος καί ο Σύλλας ήρθαν καί καυτηρίασαν τήν πληγή αποδεκατίζοντας τή Δημοκρατία.

Δέν θα μιλήσουμε γιά τον εκ πεποιθήσεως κλέφτη, τού όποιου τή δυστυχία απέδειξε ο γιατρός Γκάλ* εξηγώντας πώς τό ελάττωμα του αυτό είναι αποτέλεσμα τής ψυχοσύνθεσής του. Θα βρισκόμαστε σέ πάρα πολύ δύσκολη θέση εάν οφείλαμε νά παραδεχθούμε πώς πρόκειται γιά κάτι προκαθορισμένο από τον Θεό, όταν μάλιστα σκοπός μας δέν είναι νά υποστηρίξουμε τήν κλοπή, αλλά μόνο νά αφυπνίσουμε τήν ευσπλαχνία καί τή δημόσια πρόνοια.

Πράγματι, οφείλουμε τουλάχιστον νά αναγνωρίσουμε στον κοινωνικό άνθρωπο ένα είδος απέχθειας προς τήν κλοπή καί, μέ αύτη τήν προϋπόθεση, οφείλουμε νά παραδεχθούμε ότι προηγείται μιά μεγάλη εσωτερική πάλη, ότι ή ανέχεια γίνεται αβάσταχτη καί ότι οι τύψεις κλιμακώνονται μέχρις ότου ή συνείδηση πνίξει τήν ίδια της τή φωνή· κι αν έχει πράγματι υπάρξει αύτη ή πάλη, πόσες καταπιεσμένες επιθυμίες, πόσες φριχτές ανάγκες, πόσο πόνο δέν θα ανακαλύπταμε από τήν αθωότητα ως τήν κλοπή.

Οι περισσότεροι κλέφτες είναι καλλιεργημένοι, τό πνεύμα δέν τούς λείπει: έχουν ξεπέσει σταδιακά, έχουν περάσει, μετά από ατυχίες ξεχασμένες απ’ τον κόσμο, από τήν αίγλη στή μιζέρια, διατηρώντας τις συνήθειες καί τις ανάγκες τους. Πόσοι έξυπνοι υπηρέτες δέν καταφέρνουν νά ζουν πένητες δίπλα στον πλούτο ενώ άλλοι αφήνονται έρμαιο τών παθών τους, τής τράπουλας, τού έρωτα, καί τελικώς υποκύπτουν στήν επιθυμία νά γίνουν πλούσιοι γιά όλη τους τή ζωή, κι αυτό διά μιας, σέ μία μόνο στιγμή.

“Όταν τό πλήθος βλέπει έναν άνθρωπο στο σκαμνί τον θεωρεί εγκληματία καί τον εχθρεύεται” καί όμως ό ιερέας, ερευνώντας τήν ψυχή του, βλέπει συχνά νά γεννιέται ή μεταμέλεια. Τί τεράστιο θέμα! Ή χριστιανική θρησκεία είναι μεγαλειώδης όταν, αντί νά αποστρέψει τό βλέμμα μέ φρίκη, δίνει τό χέρι καί κλαίει μαζί μέ τον εγκληματία.

Μιά μέρα φώναξαν έναν αγαθό ιερέα νά εξομολογήσει έναν κλέφτη πού βάδιζε προς τήν αγχόνη: τό γεγονός συνέβη στή Γαλλία τήν εποχή πού κρέμαγαν τον κόσμο γιά ένα κλεμμένο σκούδο καί ή σκηνή διαδραματίστηκε στή φυλακή τού Άνζέ.

Ο φτωχός ιερέας μπαίνει, βλέπει έναν άνθρωπο υποταγμένο στή μοίρα του, τον ακούει. Ήταν οικογενειάρχης χωρίς δουλειά καί είχε κλέψει γιά νά ταΐσει τα παιδιά του καί νά στολίσει τή γυναίκα πού αγαπούσε, καί τήν ήθελε ακόμη τή ζωή του, όσο σκληρή κι αν είχε φανεί γι ’ αυτόν. Ικετεύει λοιπόν τον παπά νά τον σώσει. Τα παράθυρα ήταν χαμηλά, ό κατάδικος δραπετεύει κι ό κληρικός φεύγει βιαστικά.

Εφτά χρόνια αργότερα ο ιερέας, πού βρισκόταν σέ ταξίδι, έφτασε τό βράδυ σ ’ ένα χωριό στά βάθη του Μπουρμποναί καί ζήτησε νά τον φιλοξενήσουν σέ μιά αγροικία.

Ο νοικοκύρης, ή γυναίκα του καί τα παιδιά του κάθονταν στο τραπέζι καί έπαιζαν ή ευτυχία καθρεφτιζόταν στά μάτια τους. Ό άνδρας υποδέθηκε τον ιερέα καί τον παρακάλεσε νά πει εκείνος τήν προσευχή τό βράδυ μετά τό δείπνο. ‘ Ο ιερέας παρατήρησε αληθινή ευλάβεια. Όλα έδειχναν πώς στο σπίτι αυτό υπήρχε δουλειά καί ευημερία.

Σέ λίγο ό οικοδεσπότης μπήκε στο δωμάτιο πού είχαν δώσει στον ξένο καί έπεσε στά γόνατα αναλυόμενος σέ δάκρυα. Ό ιερέας είδε τον κλέφτη πού κάποτε είχε σώσει νά του φέρνει τα λεφτά πού είχε κλέψει καί νά τον παρακαλεί νά τα επιστρέψει. Ήταν ευτυχισμένος πού ή τύχη του επέτρεψε νά φιλοξενήσει τον ευεργέτη του. Τήν επομένη γιόρτασαν τό γεγονός άλλα ή αφορμή τής γιορτής έμεινε μυστική ανάμεσα στον άνδρα, τή γυναίκα καί τον καλό ιερέα.

Αύτη όμως δέν είναι παρά μιά εξαίρεση. Οι κλέφτες υπάρχουν από καταβολής κόσμου καί πάντα θα υπάρχουν. ’Αποτελούν απαραίτητο προϊόν κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Πράγματι, οι άνθρωποι σέ όλες τις εποχές είχαν μεγάλο πάθος γιά τα πλούτη. Λέμε πολύ συχνά: «Σήμερα τό χρήμα είναι τό παν όποιος έχει λεφτά έχει τον κόσμο στά πόδια του». Πάψτε όμως νά επαναλαμβάνετε αυτές τις κοινοτοπίες γιατί δείχνετε απλοϊκοί. Εκείνοι πού έχουν παραφράσει τον Γιουβενάλη, τον ‘ Οράτιο καί τούς συγγραφείς όλων των εθνών πρέπει νά γνωρίζουν ότι τό χρήμα τό λάτρεψαν καί τό αποζήτησαν οι άνθρωποι μέ τήν ίδια ζέση σέ όλες τις εποχές.

honoerebalzactapisserieΣτις μέρες μας όλοι ψάχνουν έναν τρόπο νά φτιάξουν στά γρήγορα μία λαμπρή περιουσία γιατί ξέρουν πώς όταν πλέον τήν αποκτήσουν κανείς δέν θα δυσανασχετήσει- τό μέσον γιά νά τήν αποκτήσουν είναι ή κλοπή, καί ή κλοπή είναι κάτι τό συνηθισμένο.

Ο έμπορος πού κερδίζει εκατό τοις εκατό κλέβει. Ό σιτιστής πού ταΐζει τριάντα χιλιάδες άνδρες μέ μία δεκάρα τήν ήμερα, συνυπολογίζοντας τούς απόντες, αραιώνει τό αλεύρι μέ πίτουρα καί δίνει κακή τροφή, κλέβει. ’Άλλος εξαφανίζει μία διαθήκη- ένας τρίτος μπερδεύει τούς λογαριασμούς σέ μιά υπόθεση κηδεμονίας. Είναι χιλιάδες οι τρόποι κλοπής πού θα αποκαλύψουμε. Καί τό πραγματικό ταλέντο είναι νά κρύβει κανείς τήν κλοπή κάτω από κάποια επίφαση νομιμότητας. Νά πάρουμε τα αγαθά του άλλου αποκλείεται-πρέπει νά έρθει ό ’ίδιος νά μάς τα δώσει: αύτη είναι ή επιτηδειότητα.

Οι επιδέξιοι κλέφτες ωστόσο γίνονται δεκτοί στον κόσμο, περνούν γιά καλοί άνθρωποι. ’Αν κατά τύχη συλληφθεί ένας διαρρήκτης πού έχει απλώς βουτήξει χρυσάφι από τό σεντούκι ενός δικηγόρου τον στέλνουν στο κάτεργο: είναι εγκληματίας, ληστής. ’Αν όμως ξεσπάσει μία μεγάλη δίκη, ό καθωσπρέπει κύριος πού ξεπουπούλιασε χήρες καί ορφανά θα βρει χίλιους συνηγόρους.

Τό αν οι νόμοι είναι αυστηροί ή επιεικείς δέν αλλάζει σέ τίποτε τον αριθμό των κλεφτών. Αυτό τό συμπέρασμα είναι εντυπωσιακό καί μάς οδηγεί στήν ομολογία ότι ή πληγή είναι ανίατη- ή μόνη γιατρειά είναι νά αποκαλυφθούν όλα τα τεχνάσματά της, καί αυτό θα προσπαθήσουμε νά κάνουμε.

Οι κλέφτες είναι μιά επικίνδυνη πανώλη τής κοινωνίας. Δέν θα μπορούσαμε ωστόσο νά αρνηθούμε τή χρησιμότητά τους όσον αφορά τή διακυβέρνηση καί τή διατήρηση τής τάξης. ’Αν παρομοιάσουμε τήν κοινωνία μέ έναν πίνακα ζωγραφικής βλέπουμε ότι οι σκιάσεις καί οι αντιθέσεις είναι απαραίτητες. Τί θα απογίνουμε τήν ήμερα πού δέν θα υπάρχουν πια παρά μόνον τίμιοι πλούσιοι, άνθρωποι μέ αισθήματα, βλάκες, πνευματώδεις, αγαθοί, υποκριτές; .Θα πεθάνουμε από ανία- θα χαθεί τό αλατοπίπερο από τή ζωή μας· τήν ήμερα πού δέν θα χρειάζονται πια κλειδαριές θα φορέσουμε πένθος.

Καί δέν είναι μόνον αυτό. Τί τεράστια ζημία μπορεί νά επιφέρει κάτι τέτοιο! ‘Η χωροφυλακή, ή δημόσια διοίκηση, τα δικαστήρια, ή αστυνομία, οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι, οι κλειδαράδες, οι τραπεζίτες, οι δικαστικοί κλητήρες, οι δεσμοφύλακες θα χάνονταν σαν τα σύννεφα όταν φυσάει άγέρι. Τί θα γινόμασταν τότε; Πόσα επαγγέλματα δέν βασίζονται στήν κακοπιστία, τήν κλοπή καί τό έγκλημα! Πώς θα περνούν τον καιρό τους αυτοί πού αρέσκονται νά ακούν αγορεύσεις, πού παρακολουθούν τις τελετουργίες των δικαστηρίων; Ή κοινωνία στηρίζεται στους κλέφτες, οι όποιοι αποτελούν μιά βάση αποδεκτή καί αρραγή. Κανείς δέν χάνει όταν υπάρχουν κλέφτες· χωρίς αυτούς ή ζωή θα ήταν μιά κωμωδία χωρίς Κρισπέν καί Φιγκαρό*.

Απ’ όλα λοιπόν τα επαγγέλματα, κανένα δέν είναι πιο χρήσιμο στήν κοινωνία από εκείνο πού ασκούν οι κλέφτες. Καί αν ή κοινωνία διαμαρτύρεται γιά τα βάρη στά όποια τήν υποβάλλουν, σφάλλει- ας κατηγορήσει καλύτερα τον εαυτό της γιά τις υψηλού κόστους άχρηστες προφυλάξεις καί γιά τήν υπερβολική φορολογία.

  • Πράγματι, ή χωροφυλακή κοστίζει … 20 εκατομμύρια
  • Τό υπουργείο Δικαιοσύνης …………. 17 εκατομμύρια
  • Οι φυλακές ……………………… 8 εκατομμύρια
  • Τα κάτεργα, τα καταναγκαστικά έργα κ.λπ. 1 εκατομμύριο
  • Η δε αστυνομία κοστίζει πάνω από …… 10 εκατομμύρια.

Καί μόνον αυτά αν εξοικονομούσαμε, θα κερδίζαμε περίπου εξήντα εκατομμύρια αφήνοντας απλώς τούς κλέφτες ελεύθερους νά κάνουν τή δουλειά τους. Καί είναι βέβαιο πώς ποτέ δέν θα έκλεβαν εξήντα εκατομμύρια τό χρόνο, γιατί έχουμε τον τρόπο, μέ βιβλία σαν τούτο δη, νά ξεσκεπάσουμε τις απατεωνιές τους. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι κλέφτες συμμετέχουν ενεργά στον κρατικό προϋπολογισμό, γιά νά μη μιλήσουμε γιά τα κράτη πού βασίζουν τήν οικονομία τους στά τεχνάσματά τους.

Ω, τί πολυμήχανη, τί προκομμένη τάξη! Πώς γεμίζει μέ ζωή ένα κράτος! Του δίνει συγχρόνως χρήμα καί κινητικότητα. Αν ή κοινωνία ήταν σαν τό ανθρώπινο σώμα, τότε οι κλέφτες θα θεωρούνταν ή χολή πού βοηθάει στήν πέψη.

‘Όσον άφορα τή λογοτεχνία, στήν περίπτωση αύτη οι κλέφτες παρέχουν υπηρεσίες ακόμη πιο εκλεκτές. Οι άνθρωποι τών γραμμάτων τούς χρωστούν πολλά, καί πράγματι δέν ξέρουμε πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν νά τούς ξεπληρώσουν, αφού δέν έχουν νά προσφέρουν ισάξια ανταμοιβή στους ευεργέτες τους. Οι κλέφτες συμμετέχουν στήν πλοκή πάρα πολλών μυθιστορημάτων στά μελοδράματα δε κατέχουν θεμελιώδη θέση. Ό Ζαν Σμπογκάρ, Οι δυο κατάδικοι κ.λπ. οφείλουν τήν επιτυχία τους ακριβώς στους δραστήριους αυτούς συνεργάτες τους.

Τελικά οι κλέφτες αποτελούν μιά ξεχωριστή κοινότητα πού έχει δικούς της νόμους καί ήθη. Δέν κλέβουν ποτέ ό ένας τον άλλον, τηρούν ευλαβικά τούς όρκους τους καί, μέ δύο λόγια, μοιάζουν, μέσα στήν κοινωνία, μέ τούς φημισμένους κουρσάρους, τών οποίων θαυμάζουμε αδιάκοπα τό θάρρος, τή δύναμη τού χαρακτήρα, τήν επιτυχία καί τα λοιπά εξαιρετικά προσόντα.

’Ακόμη οι κλέφτες έχουν ιδιαίτερη γλώσσα, δικούς τους αρχηγούς, δική τους αστυνομία. Στο Λονδίνο, όπου ή αδελφότητα τους είναι πιο οργανωμένη απ’ ότι στο Παρίσι, έχουν τούς δικούς τους αντιπροσώπους, τή βουλή τους, τούς βουλευτές τους. Θα κλείσουμε τις σκέψεις μας αυτές μέ τή διήγηση των όσων συνέβησαν στήν τελευταία συνεδρίαση της βουλής τους.

Είχαν μαζευτεί στο πανδοχείο Ρόουζμαιρη-Λέην. Ό σκοπός της συγκέντρωσης ήταν νά εγκρίνουν μία ευχαριστήρια επιστολή προς τούς δικαστές πού πρότειναν τήν κατάργηση της δημοσίευσης των αναφορών της αστυνομίας.

Ο πρόεδρος πρότεινε κατ ’ αρχάς πρόποση γιά τό βασιλιά.

Ένας κλέφτης έκανε πρόποση γιά τήν ευημερία του αγγλικού εμπορίου· ένας άλλος ήπιε στήν υγεία των δικαστών.

Μετά τό συμπόσιο ο πρόεδρος πήρε τό λόγο- συγχάρηκε τον εαυτό του πού αποτελεί μέλος μιας τόσο λαμπρής, αξιοσέβαστης καί πολυπληθούς ομήγυρης:

«Τό θέμα πού μάς απασχολεί», είπε, «σχετίζεται μέ τα υψηλότερα συμφέροντα τού επαγγέλματος μας». Ό ομιλητής έκανε στή συνέχεια μία αναδρομή στήν τέχνη τής κλοπής από τή γέννηση της μέχρι τις μέρες μας. «Αύτη ή τέχνη», είπε, «χρονολογείται από τήν αρχαιότητα. Οι τίμιοι άνθρωποι, άλλα καί οι κλέφτες, καί κυρίως οι δεύτεροι, θα πρέπει νά είναι πιο επιφυλακτικοί στήν κριτική των νόμων πού προστατεύουν τήν ιδιοκτησία-γιά μάς είναι ή μόνη εγγύηση», αναφώνησε μέ δύναμη (άκου-σον, άκουσον!) «γιατί, παρέχοντας μιά ψεύτικη κατά κανόνα ασφάλεια στο κοινό, δίνουν σ ’ εμάς τή δυνατότητα νά ασκούμε τό επάγγελμά μας.

Γιά μάς τό μοναδικό κεφάλαιο εκκίνησης είναι ή επιδεξιότητα κι όποιος τή στερείται είναι αντάξιος τής τιμωρίας του: γιατί αν δέν υπήρχαν οι σχετικοί νόμοι, οι τίμιοι άνθρωποι θα βρίσκονταν διαρκώς σέ επιφυλακή, έτοιμοι νά τιμωρήσουν αυτοπροσώπως τον κλέφτη πού θα έπιαναν επ’ αυτοφώρω. Κι εκεί πού τώρα τρώμε έναν χρόνο φυλάκιση, θα καταδικαζόμασταν σ’ έναν θανάσιμο πυροβολισμό , θα πρέπει λοιπόν νά είμαστε ευγνώμονες πού οι δικαστές καί οι νόμοι μάς προστατεύουν τόσο.

Στις μέρες μας έχουμε, σύμφωνα μέ τούς νόμους, χίλιους τρόπους νά τή γλιτώνουμε, πράγμα πού δέν θα συνέβαινε αν οι. πολίτες είχαν τό δικαίωμα νά αμυνθούν. Ευλογημένος νά ‘ναι ό νομοθέτης πού είπε ότι προτού μάς τιμωρήσουν πρέπει νά αποδειχτεί ή ένοχή μας. Μάς περιέβαλε μέ μιά τιμητική φρουρά. Κανένας πολίτης δέν τολμά νά λιγοστέψει τις (λέρες μας. ’Άλλωστε, τό ξέρετε, ένα ξεχασμένο γράμμα, ένα λάθος στά πρακτικά, ή πονηριά των δικηγόρων, όλα αυτά είναι πράγματα πού μάς σώζουν.

Από τήν άλλη μεριά της Μάγχης», είπε ο πρόεδρος, «οι κλέφτες είναι ακόμη πιο ευτυχισμένοι από μάς. Διαθέτουν χωροφυλακή μέ κίτρινες κυλόττες καί καλά ακονισμένα σπαθιά, δραστήρια αστυνομία πού εγγυάται πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια στους πολίτες. Έχουν, σέ σχέση μέ μάς, τό τεράστιο πλεονέκτημα των διαβατηρίων, θαυμαστή εφεύρεση πολύ ωφέλιμη γιά τούς ανθρώπους πού ασκούν τό δικό μιας επάγγελμα. Πρέπει λοιπόν σ’ αυτό τό σημείο νά ομολογήσω τήν ανωτερότητα των γειτόνων μας.

Είναι αλήθεια», συνέχισε ό πρόεδρος, «ότι μάς στέλνουν στά κάτεργα, στήν κρεμάλα, κι ότι μερικές φορές φτάνουν καί μέχρι τήν εξορία. Πρέπει όμως νά αναγνωρίσουμε, σεβαστοί κύριοι, τήν πρόνοια τοΰ νομοθέτη καί τήν ιδιαίτερη στοργή μέ τήν όποια μάς περιέβαλε. Βλέπετε, χωρίς τα κάτεργα καί τήν κρεμάλα, όλος ό κόσμος θα ήθελε νά κάνει τή δουλειά μας. Έχουμε όμως ένα προνόμιο: οι τιμωρίες μοιάζουν στήν πραγματικότητα μέ τούς υψηλούς φόρους πού επιβάλλει ή βουλή στά πολύ ακριβά εμπορεύματα. Έτσι έχουμε εξασφαλίσει κι εμείς τό μονοπώλιο στις δικές μας συναλλαγές.

ας αποτίσουμε φόρο τιμής στήν πρόοδο των Φώτων πού όλα τα τελειοποίησε. Το υδρογόνο κάνει τον Τζων Μπούλ* νά νιώθει ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια κι έτσι κι εμείς τελικά θα κλέβουμε ασφαλέστερα».

Ο πρόεδρος, αφού ενέκρινε τό θέμα της συγκέντρωσης, έδωσε τό λόγο στον κύριο Γουίλς, περίφημο κλέφτη, ό όποιος μέ μιά συγκινητική ομιλία απέδειξε ότι ενέδρευε μεγάλος κίνδυνος πίσω από τή δημοσιότητα πού έδιναν οι εφημερίδες στις πράξεις τους. «Νομίζω», είπε, «πώς είναι αρκετά τα πλεονεκτήματα πού έχουν έναντι μας οι τίμιοι άνθρωποι, οι νόμοι, οι αστυφύλακες, οι δικαστές, τα κάτεργα- δέν χρειάζεται νά έχουν επιπλέον καί αύτη τή φοβερή δημοσιότητα. Δέν είναι έντιμο νά αποκαλύπτονται στον κόσμο όλα αυτά τα ευρηματικότατα σχέδια πού μέ τόσο κόπο επινοούμε. Ή κατάστρωσή τους μάς στοιχίζει μήνες ολόκληρους κι ένας ατάλαντος δημοσιογράφος πού ξέρει μόνο ψέματα νά λέει είναι αρκετός γιά νά μάς εμποδίσει νά γευτούμε τούς καρπούς τους. Άς ψηφίσουμε λοιπόν υπέρ της ευχαριστήριας επιστολής πού προαναφέρθηκε. Επιπλέον ή γνώμη μου είναι ότι πρέπει νά αγοράσουμε γη στον πιο διάσημο από μάς καί νά τον βοηθήσουμε νά εκλεχτεί βουλευτής γιά νά μπορεί νά υπερασπίζεται τα δικαιώματα καί τα συμφέροντά μας…»

‘ Η πρότασή του έγινε ομόφωνα δεκτή μέ επευφημίες. “Ένα μέλος κατέθεσε πρόταση, σύμφωνα μέ τήν οποία γιά νά ανήκει κανείς στο επίσημο σώμα των κλεφτών του Λονδίνου θα πρέπει νά έχει μελετήσει νομικά. Τό θέμα γράφηκε στή διάταξη της επόμενης συνεδρίασης, κι εκεί χωρίστηκαν.

Οι λεπτομέρειες αυτής της μνημειώδους συνεδρίασης αποδεικνύουν πώς ή κλοπή είναι επάγγελμα καί προτρέπουν τούς τίμιους ανθρώπους νά βρίσκονται μονίμως σέ επιφυλακή.

Θα είμαστε ευτυχείς αν, μέ τα εφόδια τής πείρας μας, μπορέσουμε νά τούς καθοδηγήσουμε, αποκαλύπτοντας στο μικρό αυτό βιβλίο τούς πιο διαδεδομένους τρόπους άλληλοκλοπής μέσα στήν καλή κοινωνία!

****************

[*] Gall, Franz Josef (1758-1828): Γερμανός γιατρός πού θεμελίωσε τή φρενο­λογία ή κρανιοσκοπία, τή μελέτη δηλαδή τών λειτουργιών του εγκεφάλου βάσει του εξωτερικού σχήματος του κρανίου.

[*] ‘ Ο ήρωας του Μπωμαρσαί Figaro εμφανίζεται σέ τρία θεατρικά του έργα ως πανούργος υπηρέτης πού στήνει πλεκτάνες στο νομά του έρωτα, εξασφαλίζοντας τόσο τήν ευτυχία των κυρίων του όσο καί τή δική του.

[*] John Bull: Καρικατούρα του “Άγγλου αστού.

balzacΟνορέ ντε Μπαλζάκ “Κώδικας των εντίμων ανθρώπων ή Πώς να μην σας πιάνουν κορόιδο οι απατεώνες”

Ονορέ ντε Μπαλζάκ (20 Μαΐου 1799 – 18 Αυγούστου 1850): Γεννήθηκε στην πόλη Τουρ της Γαλλίας. Σπούδασε νομικά ύστερα από παρότρυνση της οικογένειας του και φιλοσοφία, σπουδές που γρήγορα εγκατέλειψε γιά να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Υπήρξε ο δημιουργός ενός κορυφαίου έργου της “Ανθρώπινης κωμωδίας”, ένα γιγάντιο έργο που αποτελείται από 100 και πλέον ιστορίες. Ένα έργο ζωής, μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε σε 24 τόμους και μέσα σ αυτό είχε φτιάξει πάνω από 2000 χαρακτήρες. Μερικές σημαντικές δουλειές του Μπαλζάκ είναι η “Ευγενία Γκράντε”, “Ο Μπαρμπα- Γκοριό”, “Χαμένα όνειρα” κ.ά. Πέθανε το 1850 σε ηλικία 51 ετών στο Παρίσι.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Ονορέ ντε Μπαλζάκ – Οι Απατεώνες

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -