Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…)
Κατηγορία -Βιβλία
Αν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλά. Όσο αγαπάμε, τόσο εδραιώνεται τo παράλογο. Δεν οφείλεται διόλου σε έλλειψη αγάπης το αν ο Δον Ζουάν πηγαίνει από γυναίκα σε γυναίκα. Είναι αστείο να τον παρουσιάζουμε σαν φαντασιόπληκτο πού ζητάει την ολοκληρωτική αγάπη. Είναι, όμως, συνεπής, γιατί τις έχει αγαπήσει το ίδιο παράφορα και κάθε φορά με όλο του το είναι, πράγμα πού του επιτρέπει να επαναλαμβάνει αυτό το δόσιμο κι αυτή την αναζήτηση.
Μια σύμπτωση έφερε το χήρο δίπλα στη χήρα. Ή μήπως δεν ήταν σύμπτωση αφού η ιστορία τους άρχισε το Ψυχοσάββατο; Πάντως η χήρα ήταν ήδη εκεί όταν ο χήρος σκόνταψε, παραπάτησε αλλά δεν έπεσε.
Ήμουν σε μεγάλη αμηχανία. Έπρεπε να κάνω ένα πολύ βιαστικό ταξίδι. Δέκα μίλια μακριά σ’ ένα χωριό με περίμενε ένας βαριά άρρωστος. Ο μεγάλος χώρος ανάμεσά μας γέμιζε με μια ισχυρή χιονοθύελλα. Αμάξι είχα, ελαφρό, με μεγάλες ρόδες, ότι χρειαζόταν για τους εξοχικούς δρόμους.
Υπάρχει μια καλλιέργεια της γνώσης, αυτή που κατεξοχήν ονομάζουμε καλλιέργεια και υπάρχει μια καλλιέργεια της κατανόησης που αποκαλούμε κουλτούρα. Υπάρχει όμως και μια καλλιέργεια της ευαισθησίας.
« Τι να κάνω, όταν παθαίνω οξεία…. τεμπελίτιδα;», «Πώς να ξεπεράσω το άγχος και το στρες που με έχουν καταβάλει;» Σταμάτα τη γκρίνια κι αναζήτησε τη λύση στις παρακάτω συμβουλές.
Περισσότερα
“Σ’ ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία. Περισσότερα
Στην αγορά της Αθήνας οι συζητήσεις ήταν το συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο. Ο καθένας μπορούσε να πει το κοντό του και το μακρύ του, χωρίς τους περιορισμούς και τους κανονισμούς που ίσχυαν στην Εκκλησία του Δήμου. Πολύ συχνά οι συζητήσεις κατέληγαν σε λογομαχίες και καμιά φορά σε χειροδικίες. Δεν ήταν σπάνιες και οι συζητήσεις με θέματα θεωρητικά και υπερβατικά, όπως για παράδειγμα αν υπάρχουν ή όχι θεοί. Έναν τέτοιο διάλογο μεταξύ δύο φιλοσόφων αναφέρει ο Λουκιανός στο έργο του Ζευς τραγωδός.
Θεώρησε ότι η εμπειρία είναι αρκετή για να τον διαφωτίσει: μπορεί κάποιος να διδάξει αυτό που αγνοεί εάν ο μαθητής χειραφετηθεί, δηλαδή εάν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τη νοημοσύνη του. Δάσκαλος είναι εκείνος που κλείνει τη νοημοσύνη μέσα σε έναν αυθαίρετο κύκλο απ’ όπου θα βγει μόνο εάν η ίδια κρίνει ότι είναι αναγκαίο.
Κάθε βιβλίο είναι ένα παράθυρο σε έναν νέο κόσμο. Μπορεί όμως να είναι και ένας υπέροχος τρόπος για να γνωρίσεις μια άλλη χώρα. Τους ανθρώπους της, την κουλτούρα τους, τον πολιτισμό τους, τις παραδόσεις τους, την ιστορία τους. Και φυσικά κάθε χώρα φημίζεται για τα δικά της λογοτεχνικά «διαμάντια» που ξεχωρίζουν παγκόσμιο επίπεδο ενώ η φήμη τους- και οι πωλήσεις τους- ξεπερνούν τα στενά σύνορα της χώρας καταγωγής του συγγραφέα.
Περισσότερα
Σ’ αυτήν την ιστορία, όπως και σε όλες τις παραβολές των σούφι που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, πρωταγωνιστής είναι ο απερίγραπτος Νασρεντίν: μια μοναδική προσωπικότητα, ένας άνθρωπος ικανός να πάρει άπειρες μορφές. Πότε εμφανίζεται σαν ανήμπορος γέρος και πότε σαν σβέλτος και άπειρος νεαρός. Άλλες φορές είναι ένας πεφωτισμένος σοφός, κι άλλες ένας αργόστροφος και αδαής τύπος.
Είναι νύχτα. Η νταντά Βάρικα, μια κοπελίτσα δεκατριών χρονών, κουνάει την κούνια με το μωρό και μουρμουρίζει. Ίσα που ακούγεται:
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…».
Όταν το αμαξάκι έφτασε στο ύψος της εκκλησίας του Αϊ- Βλάση, στο μεγάλο δρόμο, ο Μέντολα που γύριζε από το κτήμα του, σκέφτηκε να λοξοδρομήσει για να σκαρφαλώσει ως το νεκροταφείο και να δει με τα μάτια του αν ήταν τίποτα σωστό απ’ όσα λέγανε τα γράμματα διαμαρτυρίας που είχε λάβει το δημοτικό συμβούλιο για τον φύλακα, τον Νότσιο Παμπίνα, τον επιλεγόμενο “Πανάθεμα”.
Γεια σου, χρυσή μου Λαμπιτώ, Σπαρτιάτισσά μου. Γλυκιά μου εσύ, πώς λάμπει η ομορφιά σου. Τι χρώμα, τι κορμί γεροδεμένο! Και ταύρο πνίγεις.