Αναζήτηση αποτελεσμάτων για -τύχη

Αριστοτέλης: Η αρετή της ηδονής


«Όλοι οι άνθρωποι θεωρούν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία. Σ’ αυτό συμφωνεί τόσο ο πολύς κόσμος όσο και οι μορφωμένοι». Αυτό υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στην αρχή των Ηθικών Νικομαχείων (1195a14-27) και ξεκινά την έρευνα της ευτυχίας. Θα αφιερώσει δέκα βιβλία με σκοπό να μιλήσει ενδελεχώς για την κατάκτηση της ευδαιμονίας, του ύψιστου αγαθού της ζωής, και αυτό γιατί, (αν και συμφωνούν όλοι στην ονομασία) ο πολύς κόσμος και οι σοφοί δεν αποδίδουν στη λέξη το ίδιο νόημα. Οι πρώτοι θεωρούν ότι η ευδαιμονία είναι η ηδονή, ο πλούτος ή οι τιμές. Τα δύο τελευταία δεν θα εξεταστούν σε βάθος από τον Αριστοτέλη· είναι εμφανές ότι δεν συνιστούν την ευδαιμονία.

Περισσότερα

Francisco Mora – Η συγκίνηση είναι η ενέργεια που κινεί τον κόσμο.


Κάποιοι βασικοί εγκεφαλικοί πυλώνες

Όλα όσα είμαστε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε, κάνουμε, αποτελούν κατά βάση έκφραση της λειτουργίας του εγκεφάλου σε έναν διαρκή διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα του σώματος και, μέσω αυτού, με όλο τον περίγυρό μας. Ο εγκέφαλος λειτουργεί με κώδικες κληρονομημένους, δηλαδή κώδικες που έχουν αποκρυσταλλωθεί κατά την εξελικτική διαδικασία. Αλλά είναι επίσης ένα εύπλαστο όργανο που αλλάζει διαρκώς σε όλη την πορεία της ζωής του ανθρώπου (περισσότερο αμέσως μετά τη γέννηση, λιγότερο κατά τα γηρατειά).

Περισσότερα

Τζορτζ Όργουελ – Πυροβολώντας έναν ελέφαντα


Στο Μουλμέιν, στην Κάτω Βιρμανία, με μισούσαν πολλοί άνθρωποι. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που υπήρξα τόσο σημαντικός ώστε να μου συμβεί αυτό. Ήμουν ο τοπικός αστυνόμος της πόλης όπου, μ’ έναν άσκοπο και ανούσιο τρόπο, τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα ήταν πολύ έντονα. Κανείς δεν είχε τα κότσια να σηκώσει φασαρίες, αν όμως μια Ευρωπαία πήγαινε μόνη της στο παζάρι, κάποιος θα βρισκόταν για να φτύσει χυμό από μπετέλ πάνω στο φόρεμά της.

Περισσότερα

Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία: Το μυστικό όπλο του Κρεμλίνου;

Σύμφωνα με τον Βρετανό συγγραφέα Μάρτιν Άμις, «Ο 20ος αι, με τα πολλά εκατομμύρια των νεκρών, ονομάστηκε εποχή της ιδεολογίας. Και η εποχή της ιδεολογίας, ξεκάθαρα, ήταν απλά ένα διάλειμμα στην εποχή της θρησκείας, που δείχνει ελάχιστα σημάδια απόσυρσης». Πόσο αληθινές είναι αυτές οι γραμμές όταν αναλογιστεί κανείς τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε μια χώρα που ήταν, πιθανώς, ο πιο σημαντικός παραγωγός και προπύργιο ιδεολογίας στον εικοστό αιώνα: τη Ρωσία. Από το να είναι ο προάγγελος μιας χιλιετίας, αθεϊστικής ιδεολογίας, κομμουνισμού, μεταμορφώθηκε από τη μια μέρα στην άλλη σε ένθερμο υπερασπιστή της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Αυτό το φαινόμενο εκ πρώτης όψεως είναι σίγουρα εκπληκτικό. Ωστόσο, είναι, ίσως, λιγότερο αξιοσημείωτο όταν λαμβάνει κανείς υπόψη το ιστορικό πλαίσιο.


Όταν βλέπει κανείς τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη του ρωσικού κράτους, είναι μάλλον οι 7 δεκαετίες του κομμουνισμού που αποτελούν εξαίρεση. Σε όλη την ιστορία υπήρχε πάντα μια στενή σχέση μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του ρωσικού κράτους. Στη δύση, το κράτος και η (καθολική) εκκλησία υπερασπίστηκαν με ζήλο το καθένα τις αντίστοιχες βάσεις εξουσίας τους. Αυτό οδήγησε σε συνεχείς αγώνες και έναν ατελείωτο ανταγωνισμό, αλλά είχε το θετικό αποτέλεσμα ότι το κράτος τελικά χειραφετήθηκε από τη θρησκευτική κηδεμονία και από την άλλη η εκκλησία χειραφετήθηκε από την πολιτική κηδεμονία. Στη Ρωσία, αντίθετα και τα δύο παρέμειναν αλληλένδετα.

«Η Ορθόδοξη θρησκεία», γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «είναι η αληθινή χριστιανική θρησκεία με την έννοια ότι είναι θεοκρατική, πράγμα που σημαίνει ότι τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί ενάντια σε αυτά που λέει ο αυτοκράτορας επειδή ο αυτοκράτορας είναι η ενσάρκωση του Χριστού στη γη».  Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πάντα υποταγμένη στο ρωσικό κράτος, κι ακόμη από τον τσάρο Πέτρο τον Μέγα κατευθυνόταν από ειδικό υπουργείο. Αυτή η κηδεμονία δεν άλλαξε ούτε την κομμουνιστική εποχή, όταν, μετά από μια περίοδο καταστολής, το κράτος άρχισε να χρησιμοποιεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μέσο εξωτερικής πολιτικής. Επί Πούτιν, η συνεργασία μεταξύ κράτους και εκκλησίας έχει φτάσει σε νέα υψηλά επίπεδα. Όχι μόνο η εκκλησία έχει αποκαταστήσει την παλιά της τσαρική αίγλη, αλλά έχει γίνει, ίσως ακόμη περισσότερο από ό,τι επί τσάρων, ένα εργαλείο «ήπιας δύναμης» της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου. Ένα καλό παράδειγμα του πώς διεξήχθη αυτή η νέα «θρησκευτική» εξωτερική πολιτική μπορεί να εντοπιστεί στην Ουκρανία κατά τον τελευταίο χρόνο της προεδρίας του Βίκτορ Γιούσενκο, του δηλωθέντος αρχιεχθρού του Κρεμλίνου.

Οι επισκέψεις του Πατριάρχη Κυρίλλου στην Ουκρανία: Ένα ανεστραμμένο «φαινόμενο του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’»;

Έχοντας επίγνωση του ρόλου που έπαιξε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ στην υποστήριξη του κινήματος Αλληλεγγύης στην Πολωνία, συμβάλλοντας έτσι στην κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η ρωσική ηγεσία άρχισε να χρησιμοποιεί το ίδιο όπλο, αλλά αυτή τη φορά ανάποδα, εναντίον της Ουκρανίας. Από τις 27 Ιουλίου μέχρι τις 5 Αυγούστου 2009, ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος επισκέφθηκε την Ουκρανία. Η περιοδεία του τον έφερε όχι μόνο στο φιλορωσικό ανατολικό τμήμα αλλά και στο δυτικό τμήμα της χώρας. Ένας από τους στόχους ήταν να καταστείλει τη διάθεση υπέρ της ανεξαρτησίας της τοπικής εκκλησίας. Η ουκρανική κυβέρνηση εμφανίστηκε εμφανώς αμήχανη από αυτόν τον αυτοκαλεσμένο επισκέπτη, ο οποίος ενημερώθηκε πριν και μετά την επίσκεψή του από το Κρεμλίνο και ο οποίος στις ομιλίες του μίλησε πολύ για την «κοινή κληρονομιά» και τον «κοινό προορισμό» Ουκρανίας και Ρωσίας.

Η παρέμβαση του Κύριλλου προχώρησε περισσότερο από την απλή μετάδοση κάποιου πνευματικού μηνύματος. Σύμφωνα με τον Pavel Korduban, «Ένας από τα κυριότερα μηνύματα που έδωσε ο Κύριλλος, ήταν να απειλήσει την Ουκρανία με εμφύλιο πόλεμο σε περίπτωση που ιδρυθεί ποτέ μια εκκλησία πλήρως ανεξαρτητοποιημένη από τη Μόσχα». Ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο τότε ηγέτης του αντιπολιτευόμενου φιλορωσικού Κόμματος των Περιφερειών, χρησιμοποίησε την επίσκεψη του Κύριλλου για να τονώσει την εικόνα του. Μετά τη συνάντηση με τον Κύριλλο στο Κίεβο, τον συνόδευσε σε μια περιοδεία στο Ντόνετσκ, το πολιτικό του προπύργιο. Ο Olexandr Paliy, ιστορικός της Διπλωματικής Ακαδημίας του Ουκρανικού Υπουργείου Εξωτερικών, σχολιάζει: «Αυτό που είδαμε περισσότερο ήταν έναν Ρώσο κρατικό αξιωματούχο παρά μια θρησκευτική προσωπικότητα. . .  Η Εκκλησία χρησιμοποιείται ως όργανο στο παιχνίδι του Κρεμλίνου». Ο Όλεχ Μεντβέντεφ, σύμβουλος της Γιούλια Τιμοσένκο, τότε πρωθυπουργού της Ουκρανίας, ήταν πιο ειλικρινής. Περιέγραψε την περιοδεία του Κύριλλου «ως επίσκεψη ενός ιμπεριαλιστή που κήρυξε το νεοϊμπεριαλιστικό δόγμα του Ρωσικού Κόσμου».

Η επίσκεψη του Κύριλλου στην Ουκρανία αντέγραψε τις επισκέψεις του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στην Πολωνία τη δεκαετία του 1980, αλλά αυτή τη φορά το αντίστροφο: αντί να αποδυναμώσει τη ρωσική αυτοκρατορία, η επίσκεψή του είχε σκοπό να την ενισχύσει. Ωστόσο, πρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτή την εκ πρώτης όψεως ομοιότητα. Ο Πάπας είναι ένας ανεξάρτητος πνευματικός ηγέτης, που δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό στη Ρωσία. Είναι γνωστό ότι στη σοβιετική εποχή, η KGB είχε διεισδύσει πλήρως στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με την Hélène Blanc και τη Renata Lesnik, «Από το 1922 έως το 1991, το έτος της «επίσημης κατάργησής» της και της αναγέννησής της από τις στάχτες της στο Κρεμλίνο, η KGB διέσχισε τις δεκαετίες ως το σιαμαίο δίδυμο του Πατριαρχείου της Μόσχας.  Από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε το καθεστώς μιας οιονεί επίσημης κρατικής εκκλησίας και οι σχέσεις μεταξύ της ιεραρχίας και της πολιτικής ηγεσίας έχουν γίνει πιο στενές από ό,τι ήταν ακόμη και στην τσαρική εποχή. Η κωδική ονομασία της KGB του Πατριάρχη Αλεξέι Β΄ ήταν «Drozdov». Το κωδικό όνομα της KGB του Κύριλλου ήταν «Mikhailov».  Ο Κύριλλος εξελέγη στις 27 Ιανουαρίου 2009 ως διάδοχος του Πατριάρχη Αλεξέι Β’. Πριν από την εκλογή του, ήταν επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (DECR), το οποίο λειτουργεί ως υπουργείο Εξωτερικών του Πατριαρχείου Μόσχας. Ιδρύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό την καθοδήγηση του Στάλιν. Ο νέος εκκλησιαστικός ηγέτης, ο οποίος είναι 100% πιστός στο Κρεμλίνο κι έχει μεγάλη διεθνή εμπειρία, ήταν ο άνθρωπος της επιλογής του Πούτιν. Αναμενόταν ότι θα ήταν σε θέση να δώσει μια νέα ώθηση στην εξωτερική πολιτική της εκκλησίας στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ.

Εύρεση του Θεού: Η θαυματουργή μεταστροφή του Πούτιν και άλλων πρώην τσεκιστών της KGB

Ο εξέχων ρόλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τονίστηκε από την αρχή της πρώτης προεδρίας του Πούτιν. Ο Πούτιν όχι μόνο επισκεπτόταν τακτικά εκκλησίες και μοναστήρια για να δείξει το ενδιαφέρον του για τις θρησκευτικές υποθέσεις, αλλά ήθελε επίσης να δείξει σε όλους ότι κι ο ίδιος ήταν αληθινά ένας ορθόδοξος πιστός. Στη βιογραφία του First Person είπε πώς η μητέρα του και μια θρησκευόμενη γυναίκα που έμενε στην ίδια πολυκατοικία τον βάπτισαν μετά τη γέννησή του.

Το κράτησαν κρυφό από τον πατέρα μου, που ήταν κομματικό στέλεχος και γραμματέας της κομματικής οργάνωσης στο εργοστάσιό του. “Πολλά χρόνια αργότερα, το 1993, όταν εργαζόμουν στο Δημοτικό Συμβούλιο του Λένινγκραντ, πήγα στο Ισραήλ ως μέλος μιας επίσημης αντιπροσωπείας. Η μαμά μου έδωσε τον βαπτιστικό μου σταυρό για να τον ευλογήσουν στον Τάφο του Κυρίου. Έκανα όπως είπε και μετά έβαλα το σταυρό στο λαιμό μου. Δεν το έχω βγάλει ποτέ από τότε.”

Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε για τα λόγια του Πούτιν. Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι το “θρησκευτικό του” βγαίνει μετά το 1993, όταν ήταν ήδη τριάντα πέντε ή τριάντα έξι ετών, δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της KGB που προκάλεσε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος της κομμουνιστικής κυριαρχίας. Ο Πούτιν δεν ήταν ο μόνος πρώην κομμουνιστής που βρήκε ξαφνικά τον Θεό. Την ίδια περίοδο υπήρξε ένα μεγάλο —θα έλεγε κανείς σχεδόν «θαυματουργό»— κύμα θρησκευτικών προσηλυτισμών πρώην κομμουνιστών. Όχι μόνο ο Γέλτσιν είχε βρει τον Θεό, αλλά εξίσου ο Αλεξάντρ Ρούτσκοι, ο Ρώσος αντιπρόεδρος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης μεταξύ του Προέδρου Γέλτσιν και της Δούμας το φθινόπωρο του 1993 υποστήριξε το πραξικόπημα της KGB κατά του προέδρου. Την ίδια χρονιά που ο Πούτιν αποφάσισε να κυκλοφορεί με τον βαπτιστικό του σταυρό στο λαιμό. Ακόμη και ο ηγέτης της κομμουνιστικής παράταξης της Δούμας, Gennady Zyuganov, επέδειξε «ένα περίεργο μείγμα ορθόδοξης ευσέβειας, ρωσικού σωβινισμού και κομμουνιστικού εθνικισμού». Αυτό που συνέβαινε αυτά τα χρόνια, ωστόσο, δεν ήταν τόσο μια θαυματουργή μαζική μεταστροφή των πρώην άθεων κομμουνιστών στην πίστη των προγόνων τους, ήταν μάλλον μια υπολογισμένη αναζήτηση ενός ισχυρού συντηρητικού και αντιδυτικού συμμάχου .

Τα γεγονότα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 προκάλεσαν μια αναδιαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ της κομμουνιστικής ελίτ και της Ορθόδοξης εκκλησίας. Οι ανησυχητικές δυνάμεις της προώθησης της περεστρόικα και η απελευθέρωση διχαστικών εθνικιστικών δυνάμεων που διέλυσαν το σοβιετικό σύστημα επέφεραν βαθιές αλλαγές στη σχέση μεταξύ της Ορθόδοξης εκκλησίας και σημαντικών στοιχείων μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα. Καθώς το μακροχρόνιο και συνταγματικά κατοχυρωμένο μονοπώλιο του κόμματος στην εξουσία ξέφυγε, και ο πλουραλισμός στην πολιτική και την κοινωνία πολλαπλασιαζόταν, η σύγκλιση συμφερόντων και ενεργειών μεταξύ του παρθένου σταλινικού κομμουνισμού και των παραδοσιακά ρωσικών στοιχείων εντός της Ορθοδοξίας. . . ήρθε στο προσκήνιο.

Η καθυστερημένη μεταστροφή του Πούτιν, επομένως, θα πρέπει να τοποθετηθεί σε αυτό το πλαίσιο. Η επιδεικτική του επίδειξη μιας θρησκευτικότητας που είχε πρόσφατα ανακαλυφθεί ήταν μάλλον λιγότερο ζήτημα βαθιάς θρησκευτικών συναισθημάτων παρά μιας υπολογισμένης προσπάθειας να βελτιώσει τις επαγγελματικές του προοπτικές σε μια ρευστή και αβέβαιη κατάσταση. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανή επιρροή της θρησκευόμενης μητέρας του. Το 1999, όταν έγινε πρωθυπουργός και στη συνέχεια ασκούσε καθήκοντα προέδρου, πέρα ​​από τα προσωπικά κίνητρα, ήρθαν και νέα, πολιτικά κίνητρα. Από αυτό το σημείο, για τον νέο ηγέτη του Κρεμλίνου η συμμαχία με την εκκλησία υπαγορευόταν επίσης από τον λόγο ύπαρξης, και αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι όταν προσχώρησε στην ανώτατη εξουσία του κράτους, ο Πούτιν ακολούθησε ενστικτωδώς την επιταγή του Μακιαβέλι ότι ήταν χρήσιμο για έναν ηγεμόνα να συμπεριφέρεται σαν να ήταν θρησκευόμενος χωρίς απαραίτητα να είναι θρησκευόμενοςΟ δεύτερος λόγος ήταν ότι κατανοούσε πολύ καλά τον χρήσιμο ρόλο που μπορούσε να παίξει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην ανασύσταση της χαμένης αυτοκρατορίας. Αυτό το στοιχείο ήταν νέο. Στην περίοδο της περεστρόικα, η νέα ελευθερία που δόθηκε στην εκκλησία από τον Γκορμπατσόφ δικαιολογούνταν από το γεγονός «ότι οι χριστιανοί είχαν υψηλά ηθικά πρότυπα. Ο αχαλίνωτος αλκοολισμός, η πορνεία, η χρήση ναρκωτικών, η αυξανόμενη εγκληματικότητα και άλλες αρνητικές κοινωνικές εξελίξεις έδειχναν ότι υπήρχε κάτι λάθος στον βαθμό ηθικής που ενέπνευσε το σοβιετικό καθεστώς». O Πούτιν είδε επίσης στην εκκλησία ένα όργανο ηθικής αναγέννησης. Αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος ρόλος που της απέδωσε. Στα μάτια του, η αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν να γίνει το προνομιακό όργανο μιας νέας ήπιας δύναμης του ρωσικού κράτους στην υπηρεσία της ανασύστασης της πρώην αυτοκρατορίας.

Πώς ο Πατριάρχης Κύριλλος έμαθε να αγαπά τη βόμβα

Ο Πούτιν έχει επαινέσει τον θετικό ρόλο της εκκλησίας και τις αρετές της ορθόδοξης θρησκείας συχνά και σε διάφορες περιπτώσεις. Τον Αύγουστο του 2001, μετά από μια επίσκεψη σε ένα μοναστήρι στα νησιά Solovki στη Λευκή Θάλασσα, είπε ότι η Ρωσία είναι «ο φύλακας του Χριστιανισμού» και υπενθύμισε ότι η χώρα του ήταν παραδοσιακά γνωστή ως «Αγία Ρωσία». Χωρίς την Ορθόδοξη θρησκεία, είπε, «Η Ρωσία θα είχε δυσκολία να γίνει βιώσιμο κράτος. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να επιστρέψουμε σε αυτήν την πηγή». Τρεις μήνες αργότερα, επισκεπτόμενος τη Νέα Υόρκη αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, συμμετείχε σε μια σύντομη τελετή στο Μανχάταν στον Ρωσικό Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκε το 1902 από τον τσάρο Νικόλαο Β’. Ο Πούτιν τόνισε ότι μετά τα γεγονότα, το αμερικανικό έθνος χρειάζεται ηθική υποστήριξη, παρηγοριά και ενθάρρυνση. Και πρόσθεσε: «Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχει αυτού του είδους την υποστήριξη».

Τέσσερις μήνες αργότερα – στις 6 Μαρτίου 2002 – μια μοναδική τελετή έλαβε χώρα στη Μόσχα όταν ο Πατριάρχης Αλεξέι Β’ καθαγίασε την Εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Σοφίας του Θεού, που βρίσκεται στην πλατεία Lubyanka στην αυλή των κεντρικών γραφείων του FSB, της οργάνωσης που ήταν ο διάδοχος της KGB. Μεταξύ των αξιωματούχων που παρευρέθηκαν στην τελετή ήταν ο Νικολάι Πατρούσεφ, τότε διευθυντής του FSB. Η εκκλησία, ένα ιστορικό κτήριο που χρονολογείται από το 1480, είχε χρησιμοποιηθεί κατά τη σοβιετική περίοδο ως αποθήκη. Είχε αποκατασταθεί σχολαστικά, με χρηματοδότηση από δωρεές από το προσωπικό της FSB και άγνωστους χορηγούς. Η τελετή έγινε σε χαμηλούς τόνους. Κανένα από τα τρία εθνικά τηλεοπτικά κανάλια δεν κάλυψε το γεγονός στις βραδινές ειδήσεις, πιθανώς επειδή το να δείχνει τον Πατριάρχη να παραδίδει μια εκκλησία κοντά στην πιο διαβόητη φυλακή της Ρωσίας στους διαδόχους πρώην διωκτών της ήταν ένα ευαίσθητο θέμα. Αλλά άλλοι είπαν ότι η εμφάνιση του Πατριάρχη μέσα στα πρώην κεντρικά γραφεία της KGB έπρεπε να αποφευχθεί για άλλους λόγους. Ο ίδιος ο Πατριάρχης, σύμφωνα με τα αρχεία της σοβιετικής εποχής, είχε εργαστεί για την KGB με την κωδική ονομασία «Drozdov»; Ήταν επομένως, κατά μία έννοια, «στο σπίτι» του. Εφόσον ο Στάλιν είχε δώσει περισσότερη ελευθερία στην εκκλησία κατά τη διάρκεια του πολέμου για να τονώσει τον ρωσικό εθνικισμό και το ηθικό του λαού, η εκκλησία και η μυστική υπηρεσία είχαν εργαστεί σε πλήρη αρμονία. Αυτή η στενή συνεργασία μεταξύ της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών δεν περιοριζόταν στη Σοβιετική Ένωση. Πραγματοποιήθηκε επίσης στα γύρω κράτη – για παράδειγμα, στη Βουλγαρία, όπου τον Ιανουάριο του 2012 η λεγόμενη Επιτροπή Αρχείων, μια ειδική ομάδα που ερευνούσε τα μυστικά αρχεία του πρώην κομμουνιστικού καθεστώτος, εξέθεσε έντεκα από τους συνολικά δεκαπέντε Ορθοδόξους Μητροπολίτες επισκόπους ως πρώην πράκτορες του DS, της βουλγαρικής KGB.

Επομένως, η στενή συνεργασία μεταξύ της εκκλησίας και της μυστικής υπηρεσίας υπό τον Πούτιν δεν ήταν νέα.  Αυτό που ήταν νέο ήταν η θρησκευτικότητα του πρώην προσωπικού της KGB. «Ο Πούτιν και η Νέα KGB τελικά βρήκαν τον Θεό», είναι ο ειρωνικός τίτλος ενός άρθρου στους Times του Λονδίνου. «Τον Μάρτιο του 2002», γράφει η εφημερίδα, «η FSB (η εσωτερική υπηρεσία ασφάλειας και πληροφοριών του Πούτιν) βρήκε επιτέλους τον Θεό».  «Μολονότι η FSB δεν έχει γίνει, φυσικά, η πρώτη υπηρεσία πληροφοριών στον κόσμο που στελεχώνεται μόνο ή κυρίως από χριστιανούς αληθινούς πιστούς, έχει υπάρξει ένας αριθμός μετατροπών στην Ορθόδοξη Εκκλησία από Ρώσους αξιωματικούς πληροφοριών στο παρελθόν και στο παρόν». Όταν ο Πατριάρχης καθαγίαζε την ιδιωτική εκκλησία του FSB, οι θρησκευτικές ανάγκες των δύο άλλων τμημάτων του siloviki , του Υπουργείου Άμυνας και του Υπουργείου Εσωτερικών, είχαν ήδη ικανοποιηθεί: είχαν αποκτήσει τις δικές τους εκκλησίες πριν από το FSB. Εξάλλου, η εκκλησία είχε ήδη παρουσία στις στρατιωτικές βάσεις του στρατού. «Στα μέσα του 1997 αναφέρθηκε ότι υπήρχαν ορθόδοξες εκκλησίες στο έδαφος 88 στρατιωτικών μονάδων». Η σχέση μεταξύ των siloviki και της θρησκεία έγινε τόσο κοντά που ο Πούτιν δεν δίστασε να παρομοιάσει τις «παραδοσιακές θρησκείες» της Ρωσίας με την πυρηνική της ασπίδα, δηλώνοντας ότι «και οι παραδοσιακές θρησκείες της Ρωσικής Ομοσπονδίας και η πυρηνική της ασπίδα είναι τα στοιχεία που ενισχύουν τη ρωσική κυριαρχία και δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της χώρας». Εδώ, ο Πούτιν ήταν πολύ συνετός μιλώντας για «παραδοσιακές θρησκείες», οι οποίες στη Ρωσία —εκτός από την Ορθοδοξία— περιλαμβάνουν το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό και τον Βουδισμό.

Ωστόσο, ο Πούτιν δεν ήταν ο μόνος που συγκρίνει τη θρησκεία με την πυρηνική αποτροπή της Ρωσίας. Όταν, τον Αύγουστο του 2009, ο Πατριάρχης Κύριλλος επισκέφτηκε το βόρειο ναυπηγείο στο Severodvinsk, επιβιβάστηκε σε ένα πυρηνικό υποβρύχιο και χάρισε στο πλήρωμα μια εικόνα της Μαρίας, της Μητέρας του Θεού. «Αργότερα είπε ότι οι αμυντικές δυνατότητες της Ρωσίας πρέπει να ενισχυθούν από τις ορθόδοξες χριστιανικές αξίες. Δεν πρέπει να ντρέπεστε που πηγαίνετε στην εκκλησία και διδάσκετε την ορθόδοξη πίστη στα παιδιά σας, είπε ο Πατριάρχης στους εργάτες του Σεβεροντβίνσκ. Τότε θα έχουμε κάτι να υπερασπιστούμε με τους πυραύλους μας». «Τα σχόλια του Κύριλλου », γράφει ο Μπράιαν Γουίτμορ, «η σύνδεση της ιερής χριστιανικής πίστης και του κοσμικού πυρηνικού πυρηνικού πυρηνικού θα μπορούσε να προκαλέσουν ανησυχία, ιδιαίτερα μεταξύ των θρησκευτικών μειονοτήτων της Ρωσίας». Ο Πατριάρχης Κύριλλος ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με τους θεματοφύλακες της πυρηνικής αποτροπής της Ρωσίας που συνορεύει με μια βαθιά προσωπική στοργή. Τον Δεκέμβριο του 2009, σε μια τελετή κατά την επίσκεψή του στην Ακαδημία των Στρατηγικών Πυραυλικών Δυνάμεων στη Μόσχα, χάρισε στον διοικητή της, Αντιστράτηγο Αντρέι Σβαϊτσένκο, ένα σημαιοφόρο της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, που θεωρείται ο ουράνιος προστάτης των Ρώσων. πυρηνικής αποτροπής, με αφορμή την πεντηκοστή επέτειο της. Ο Πατριάρχης είπε, στη μετάφραση του Interfax, ήταν πεπεισμένος ότι «τέτοιο επικίνδυνο όπλο μπορεί να δοθεί μόνο σε καθαρά χέρια – χέρια ανθρώπων με καθαρό μυαλό, ένθερμη αγάπη για την πατρίδα, ευθύνη για το έργο τους ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων».

Η συνεργασία μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Στρατηγικών Πυραυλικών Δυνάμεων ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. «Ο Πατριάρχης Κύριλλος υπενθύμισε ότι μια σχολή Ορθόδοξου πολιτισμού υπήρχε στην Ακαδημία για 13 χρόνια και πάνω από 1600 αξιωματικοί και μέλη της οικογένειάς τους είχαν γίνει απόφοιτοί της». Όταν έφυγε, ο Κύριλλος ευχήθηκε στους στρατιώτες «κουράγιο, δύναμη και πνευματική δύναμη». [31]Αλλά ο Κύριλλος έδειξε μια ιδιαίτερη στοργή όχι μόνο για τους φύλακες του πυρηνικού αποτρεπτικού της Ρωσίας, επέδειξε ιδιαίτερη ευλάβεια και για το ίδιο το αποτρεπτικό. «Έτσι, υπό τον Πούτιν, πρακτικές συμπεριλαμβανομένης της ευλογίας του χαρτοφύλακα με τον κώδικα πυρηνικής εκτόξευσης του Προέδρου και του ραντίσματος με αγιασμό από έναν ιερέα ROC [Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία] σε ένα σύστημα πυραύλων εδάφους-αέρος S-400 Triumph κατά τη διάρκεια τελετής που μεταδόθηκε στο Η εθνική τηλεόραση έγινε κοινός τόπος, δήθεν για την ενίσχυση του κράτους και της κρατικής ασφάλειας». [32]Ενώ ο Πούτιν συνέκρινε τη θρησκεία με μια πυρηνική ασπίδα, ο Κύριλλος ευλόγησε την πυρηνική αποτροπή και είπε ότι ήθελε να ενισχύσει τις ρωσικές αμυντικές ικανότητες μέσω των ορθόδοξων χριστιανικών αξιών. Οι απόψεις του ηγέτη του Κρεμλίνου και του αρχηγού της εκκλησίας φαινόταν να συμπίπτουν πλήρως. Όταν ο Πούτιν τόνισε τον ρόλο της θρησκείας στην ενίσχυση του κράτους, αποκάλυψε αυτό που θεωρούσε την πραγματική σημασία της εκκλησίας: να λειτουργεί ως ασπίδα πίσω από την οποία θα μπορούσε να κρυφτεί το έθνος. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που η λέξη-κλειδί που χρησιμοποίησε το Κρεμλίνο για να προωθήσει τη νέα του θρησκευτικότητα δεν ήταν ούτε «ευσέβεια» ούτε «ευσεβεία», αλλά ασφάλεια . Για να είμαστε πιο ακριβείς: πνευματική ασφάλεια .

«Πνευματική ασφάλεια»: Μια κοινή ανησυχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Κρεμλίνου

Στη ρίζα αυτής της θρησκευτικής αναγέννησης, που συνδέει στενά τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με το Κρεμλίνο και τα «υπουργεία εξουσίας», βρίσκεται η έννοια της πνευματικής ασφάλειας .. Αυτή η ιδέα έχει γίνει τόσο κεντρική στο καθεστώς Πούτιν όσο και η έννοια της ταξικής πάλης για την πρώην Σοβιετική Ένωση. Το σκεπτικό πίσω από την έννοια της «πνευματικής ασφάλειας» είναι ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του κομμουνισμού, οι Ρώσοι πολίτες υπέφεραν από ένα ιδεολογικό και πνευματικό κενό. Η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα πλήθος οικονομικών, ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία εκφράστηκαν με εκτεταμένη διαφθορά, αυξανόμενη εγκληματικότητα, αχαλίνωτο αλκοολισμό, κατάχρηση ναρκωτικών και μια επεκτεινόμενη επιδημία HIV και AIDS. Η Ρωσία δεν ήταν ένα υγιές έθνος, αλλά μια χώρα που χαρακτηρίζεται από μείωση του προσδόκιμου ζωής και ταχεία δημογραφική παρακμή. Η νέα έμφαση της ρωσικής ηγεσίας στην «πνευματική ασφάλεια» και τις «πνευματικές αξίες» ξυπνά εκ πρώτης όψεως μνήμες του κινήματος Moral Re-Armament που εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ο Ηθικός Επανοπλισμός ήταν επίσης χριστιανός- εμπνευσμένη κίνηση. Αναπτύχθηκε από τον Όμιλο της Οξφόρδης, με επικεφαλής τον αιδεσιμότατο Frank Buchman (1878–1961). Το κίνημα τόνισε όχι τόσο την αναγκαιότητα για κοινωνική ή πολιτική αλλαγή όσο την αναγκαιότητα για προσωπικήαλλαγή. Ήταν ένα κίνημα ελίτ και είχε την υποστήριξη πολιτικών, καπεταναίων της βιομηχανίας και μελών των ευγενών. Το 1938 η Βασίλισσα Wilhelmina της Ολλανδίας εξέφρασε ανοιχτά τη συμπάθειά της για το κίνημα. Ο Frits Philips, Διευθύνων Σύμβουλος της ολλανδικής εταιρείας ηλεκτρονικών Philips, ήταν ένα εξέχον μέλος της ζωής του. Αλλά αυτή η εκ πρώτης όψεως ομοιότητα του κινήματος του Moral Re-Armament στη Δύση με την «πνευματική αναβίωση» στη Ρωσία εξαφανίζεται με μια πιο προσεκτική εξέταση. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι το Moral Re-Armament, αν και είχε χριστιανική έμπνευση, δεν συνδέθηκε ούτε με μια συγκεκριμένη εκκλησία ούτε με μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Σίγουρα δεν συνδέθηκε με την εκκλησία και την κυβέρνηση ενόςΧώρα. Η «πνευματική ασφάλεια» της Ρωσίας, αντίθετα, είναι ένα κοινό έργο του ρωσικού κράτους και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και αυτή η κοινή προσπάθεια είναι που καθορίζει τη μοναδικότητά της.

«Πνευματική ασφάλεια»: Αναπόσπαστο μέρος της έννοιας της ρωσικής εθνικής ασφάλειας του 2000

Η στρατηγική του Πούτιν να χρησιμοποιήσει τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ως όργανο ήπιας δύναμης των πολιτικών του Κρεμλίνου προηγείται της εκλογής του στην προεδρία το 2000. Η έννοια της «πνευματικής ασφάλειας» είχε ήδη εμφανιστεί στην έννοια της εθνικής ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτή η ιδέα εγκρίθηκε από τον Γέλτσιν με το προεδρικό διάταγμα αριθ. 1300 της 17ης Δεκεμβρίου 1999. Ήταν ένα από τα τελευταία διατάγματα που υπέγραψε. Δύο εβδομάδες αργότερα, θα παραιτηθεί υπέρ του Πούτιν. Η έννοια της Εθνικής Ασφάλειας είναι αξιοσημείωτη όχι μόνο λόγω του περιεχομένου της, αλλά και επειδή ήταν ένα από τα πρώτα επίσημα έγγραφα στρατηγικής στη διαμόρφωση των οποίων ο Πούτιν, υπό την ιδιότητά του ως γραμματέας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, είχε σημαντική επιρροή. Σε μια έννοια για την εθνική ασφάλεια, Θα περίμενε κανείς να βρει λεπτομερείς πληροφορίες για τη γενική κατάσταση ασφάλειας μιας χώρας, για επικείμενες απειλές, καθώς και για τις προτάσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών. Στην έννοια της εθνικής ασφάλειας, αυτές οι πληροφορίες είναι σίγουρα διαθέσιμες. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετά απροσδόκητα αποσπάσματα, όπως αυτά που γράφουν οι συγγραφείς

Η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας περιλαμβάνει επίσης την προστασία της πολιτιστικής, πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, ιστορικών παραδόσεων και κανόνων της κοινωνικής ζωής, τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των εθνών της Ρωσίας, την εκπόνηση μιας κρατικής πολιτικής στον τομέα πνευματικής και ηθικής αγωγής, η θέσπιση απαγόρευσης χρήσης του χρόνου εκπομπής των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης για την προβολή προγραμμάτων που εκλαϊκεύουν τη βία και εκμεταλλεύονται τα βασικά ένστικτα, καθώς και την αντίσταση στην αρνητική επιρροή ξένων θρησκευτικών οργανώσεων και ιεραποστόλων. [33]

Εκτός από αυτή την έκκληση να αντισταθούμε στην «αρνητική επιρροή ξένων θρησκευτικών οργανώσεων και ιεραποστόλων», θα μπορούσε κανείς να διαβάσει περαιτέρω ότι τα συμφέροντα της κοινωνίας συνοψίζονται στην «πνευματική ανανέωση της Ρωσίας» [34] και ότι «τα εθνικά συμφέροντα στην πνευματική ζωή βράζουν στη διατήρηση και ανάπτυξη των ηθικών αξιών της κοινωνίας, των παραδόσεων του πατριωτισμού και του ανθρωπισμού και του πολιτιστικού και ερευνητικού δυναμικού της χώρας». [35] «Η οικονομική αποσύνθεση, η κοινωνική διαφοροποίηση της κοινωνίας και η υποτίμηση των πνευματικών αξιών», συνεχίζει το κείμενο, «συμβάλλουν στην αύξηση των εντάσεων». [36] Λέγεται ότι οι συγγραφείς λυπούνται «για τη φθίνουσα πνευματική και ηθική δυνατότητα της κοινωνίας» [37]και «την πτώση του πνευματικού, ηθικού και δημιουργικού δυναμικού του πληθυσμού», [38] προειδοποιώντας ότι «η εμβάθυνση της κρίσης στην εσωτερική πολιτική, κοινωνική και πνευματική σφαίρα μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια δημοκρατικών επιτευγμάτων». [39] Το συμπέρασμα είναι ότι «το κράτος θα πρέπει να ενθαρρύνει την . . . πνευματική και ηθική ανάπτυξη της κοινωνίας» [40] καθώς και «η εκπαίδευση των νομοταγών πολιτών». [41]

Σε διάστημα λίγων σελίδων οι συγγραφείς αναφέρουν τις ακόλουθες έννοιες: πνευματική και ηθική κληρονομιά , πνευματική ανανέωση , πνευματική ζωή , πνευματικές αξίες , πνευματικές και ηθικές δυνατότητες (δύο φορές), πνευματικές σφαίρες και πνευματική και ηθική ανάπτυξη.. Αντί για ένα έγγραφο κυβερνητικής στρατηγικής, έχει κανείς την εντύπωση ότι διαβάζει ένα εγχειρίδιο εκκλησίας. Αλλά μόνο έτσι φαίνεται. Στην πραγματικότητα, αυτή η Έννοια Εθνικής Ασφάλειας είναι άκρως στρατηγική, όπως θα γίνει σαφές από τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε αυτή η έννοια κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πούτιν. Η προσωπική επιρροή του Πούτιν στη διατύπωση αυτής της έννοιας, προφανώς, ήταν τεράστια. Στην αυτοβιογραφική συνέντευξη που δημοσιεύτηκε το 2000, λίγο μετά την υποψηφιότητά του ως αναπληρωτής πρόεδρος από τον Γέλτσιν, διατύπωσε ανησυχίες παρόμοιες με αυτές που εκφράζονται στην ιδέα. «Θα αγωνιστούμε για να διατηρήσουμε τη γεωγραφική και πνευματική μας θέση» [42]είπε, εκφράζοντας τον μεγάλο του θαυμασμό για τον γερμανό πολιτικό Λούντβιχ Έρχαρντ, γιατί «η όλη του αντίληψη για την ανοικοδόμηση της χώρας ξεκίνησε με τη δημιουργία νέων ηθικών αξιών για την κοινωνία». [43] Αυτή η αναζήτηση του Πούτιν και της ρωσικής ηγεσίας για νέες ηθικές αξίες, από μόνη της, δεν ήταν νέα. Οι ηγέτες της περιόδου της περεστρόικα είχαν τονίσει ομοίως την ανάγκη για ηθική μεταρρύθμιση. [44]Στην περίπτωσή τους, η επιδιωκόμενη ηθική μεταρρύθμιση επρόκειτο να φέρει περισσότερη γλαστότητα —ανοιχτότητα— και εκδημοκρατισμό. Ωστόσο, η «πνευματική ανανέωση» που υποστήριζαν οι ανάδρομοι διάδοχοί τους της KGB δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Αντί να προωθούν ανοιχτά και επικριτικά μυαλά, κήρυτταν άκριτη υποταγή στον ηγέτη και υπερεθνικιστικό σοβινισμό, ενώ ανύψωσαν μια σκοταδιστική και αντιδραστική Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σε ημιεπίσημη κρατική εκκλησία. [45]

Ορθόδοξη Εκκλησία και Υπουργείο Εξωτερικών: «Δουλεύοντας χέρι με χέρι»

Η στενή συνεργασία μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ROC) και του Κρεμλίνου στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής επισημοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2003, όταν, μετά από επίσκεψη του Πατριάρχη Αλεξέι Β’ στο Υπουργείο Εξωτερικών, μια μόνιμη ομάδα εργασίας ιδρύθηκε, αποτελούμενη από εκπροσώπους της εκκλησίας και του υπουργείου. «Οι συναντήσεις χρησιμεύουν ως συνεδρίες στρατηγικής που εξετάζουν τον προγραμματισμό των διεθνών ταξιδιών του Πατριάρχη και αξιολογούν τις δραστηριότητες της ROC σε διεθνείς οργανισμούς καθώς και τις εξελίξεις στις διαθρησκευτικές της σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Βατικανού». [46]Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη δέκατη συνάντηση αυτής της ομάδας εργασίας, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεν έκρυψε τη στενή συνεργασία κράτους και εκκλησίας. Έχοντας τονίσει ότι «οι ορθόδοξες αξίες αποτέλεσαν τη βάση του ρωσικού πολιτισμού και του ρωσικού κράτους», ο υπουργός σημείωσε με ικανοποίηση ότι «η Εκκλησία ασχολείται με τα ίδια καθήκοντα με τη διπλωματία». Η διακονία του και η εκκλησία, είπε, «δούλευαν χέρι-χέρι». «Κάνουμε ένα μεγάλο έργο πολύ απαραίτητο για τη χώρα». [47] Αντιμετωπίζοντας τα ίδια καθήκοντα με το υπουργείο, δουλεύοντας χέρι-χέρι με το υπουργείο, κάνοντας μαζί ένα μεγάλο έργο. . . . Η εκκλησία φαινόταν να μην περιορίζεται πλέον στον συγκεκριμένο, θρησκευτικό της τομέα, αλλά, αντίθετα, να αναλαμβάνει όλο και περισσότερους πολιτικούς, διπλωματικούς και πατριωτικούς ρόλους που δεν διαφέρουν από αυτούς που ανατίθενται στο Υπουργείο Εξωτερικών. Και οι δύο εργάζονται χέρι-χέρι για να υπερασπιστούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας. Στη συνέντευξη Τύπου του, ο Λαβρόφ δεν έκρυψε αυτή τη συμβιωτική σχέση, χρησιμοποιώντας επαινετικά λόγια για «τον ρόλο που διαδραματίζει η Εκκλησία στην επίλυση των καθηκόντων της ενίσχυσης της Πατρίδας μας και της δημιουργίας των πιο ευνοϊκών συνθηκών για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας». [48]Ο Πούτιν έκανε παρόμοια παρατήρηση με την ευκαιρία της ενθρόνισης του Κυρίλλου ως Πατριάρχη στις 3 Φεβρουαρίου 2009. «Ο Πατριάρχης θα συμβάλει στην ενίσχυση της Ρωσίας», είπε ο Πούτιν. Και πρόσθεσε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιζε πάντα έναν «ειδικό ρόλο» στη Ρωσία, διαφορετικό από τον ρόλο της θρησκείας σε άλλες χώρες: «Ήταν πηγή ρωσικού κρατισμού». Ήταν προφανές ότι αυτή η «πηγή του ρωσικού κρατισμού» θα έπρεπε να λειτουργεί παράλληλα με το Κρεμλίνο για την προώθηση των στόχων εξωτερικής πολιτικής του κράτους. [49]

Ο Νέος Μεσσιανισμός της Μόσχας

Ο στόχος της Μόσχας, ωστόσο, δεν περιορίζεται στην ανάκτηση των καθεδρικών ναών και της εκκλησιαστικής περιουσίας και στην επαναφορά των ορθόδοξων ενοριών στο εξωτερικό στο μόσχο. Ο στόχος του Κρεμλίνου και του Πατριαρχείου Μόσχας είναι πολύ πιο φιλόδοξος: πρόκειται για την ίδρυση ενός πραγματικά παγκόσμιου εκκλησία υπό την αιγίδα της Μόσχας—όπου «Μόσχα» σημαίνει τόσο το Κρεμλίνο όσο και το Πατριαρχείο. Η οικοδόμηση νέων εκκλησιών, όπως ένας νέος καθεδρικός ναός που θα χτιστεί στην καρδιά του Παρισιού κοντά στον Πύργο του Άιφελ, είναι μέρος αυτού του προγράμματος. Είναι σαφές ότι η οικοδόμηση μιας τέτοιας παγκόσμιας εκκλησίας είναι ένα εξαιρετικά φιλόδοξο έργο, που συνεπάγεται μια τεράστια ιεραποστολική και οικονομική προσπάθεια. Το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας, ωστόσο, με τη γενναιόδωρη βοήθεια Ρώσων ολιγαρχών, φαίνεται να είναι έτοιμα να προμηθεύσουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους.

Αυτός ο νέος ιεραποστολικός ζήλος βρίσκει έκφραση σε ορθόδοξες εκδόσεις. Ο Βρετανός ορθόδοξος αρχιερέας Andrew Phillips, για παράδειγμα, γράφει ότι «με την πτώση του κομμουνισμού, η Δυτική Ευρώπη θα έπρεπε να βγει από το καβούκι της και να αντιμετωπίσει την πραγματική Ευρώπη, ιδιαίτερα την Ορθόδοξη Ευρώπη, η οποία είχε περισσότερους πιστούς Χριστιανούς από τη Δυτική Ευρώπη. είχε Ρωμαιοκαθολικούς. Η Δυτική Ευρώπη συνειδητοποίησε επιτέλους ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον εγωκεντρικό της εθνοκεντρισμό. Είχε ένα άλλο μισό – και αυτό ήταν πολύ πιο χριστιανικό από τη Δύση». [25] Ο αρχιερέας συνεχίζει περιγράφοντας τη Δυτική Ευρώπη με όρους ειδωλολατρικής ιεραποστολικής περιοχής.

Ίσως στην πραγματικότητα, η Δυτική Ευρώπη δεν είναι τόσο «μεταχριστιανική», όσο «προχριστιανική». Δεν είναι η αποστολή της Ορθοδοξίας να κηρύξει τον Λόγο του Θεού στο Ορθόδοξο πλαίσιο της στις τέσσερις γωνιές της γης πριν το τέλος του κόσμου; Η Δυτική Ευρώπη πέφτει στο επίπεδο των ζώων, από τα οποία διακηρύσσει ξεδιάντροπα ότι κατάγεται και αποκτά εμμονή με το ανθρώπινο σώμα, τα συστήματα αθλητισμού και υγειονομικής περίθαλψης, τις σεξουαλικές λειτουργίες, τις λειτουργίες φαγητού και ποτού, όπως αντικατοπτρίζεται στη συχνά κτηνώδη «τέχνη» της. και «πολιτισμός». Οι Ορθόδοξοι καλούνται να κηρύξουν την Εκκλησιαστική Αλήθεια της Ορθοδοξίας στους νέους ειδωλολάτρες. Μέσα από τη δική της αποστασία από τα ετερόδοξα απομεινάρια της Ορθοδοξίας, η Δυτική Ευρώπη έχει γίνει πλέον ιεραποστολικό έδαφος. [26]

Όσον αφορά τις πιθανότητες για αυτές τις ιεραποστολικές δραστηριότητες, ο αρχιερέας γράφει:

Από το 1989, η κατάσταση των Ορθοδόξων στη Δυτική Ευρώπη έχει μετατραπεί από μια μικροσκοπική μειονότητα προσφύγων που μόλις και μετά βίας καταγράφηκε στην πολιτική οθόνη, σε αυτή που αντιπροσωπεύει πάνω από το 8% του πληθυσμού της ΕΕ. Η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κύπρος είναι πλέον μαζί εντός της ΕΕ. Υπάρχουν περίπου δύο εκατομμύρια νέοι Ορθόδοξοι στη Γερμανία (ειδικά από το Καζακστάν), ένα εκατομμύριο στην Ιταλία, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Ορθόδοξοι στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πορτογαλία και δεκάδες χιλιάδες στην Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αυστρία, τη Σουηδία, Ισπανία και Νορβηγία. Νέοι ορθόδοξοι επίσκοποι εμφανίστηκαν και εκατοντάδες νέες ορθόδοξες ενορίες άνοιξαν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. . . . Στη συνέχεια, υπάρχουν νέα κράτη μέλη της ΕΕ με τις δικές τους Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (Πολωνία, η Τσεχία και η Σλοβακία και η Φινλανδία), στην κορυφή των οποίων υπάρχουν νέα κράτη μέλη της ΕΕ όπως η Λετονία και η Εσθονία με μεγάλες ορθόδοξες μειονότητες. Επιπλέον, γίνεται λόγος για ένταξη της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της πΓΔΜ, της Μολδαβίας και της Ουκρανίας μια μέρα στην ΕΕ.[27]

Οι προοπτικές είναι, επομένως, εξαιρετικές: «Οι Ορθόδοξοι είναι πλέον ελεύθεροι να μιλούν ως ιεραπόστολοι στη Δυτική Ευρώπη». Με τον προσηλυτιστικό του ζήλο, ο π. Ανδρέας αναφώνησε: «Χρειάζεται να χτιστούν 1.000 ορθόδοξες εκκλησίες σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Ναι, 1.000. Κάθε δυτικοευρωπαϊκή πόλη με περισσότερους από 100.000 κατοίκους θα πρέπει να έχει τη δική της Ορθόδοξη Εκκλησία, εγκαταστάσεις, αμειβόμενους κληρικούς και χορωδία». [28] Στόχος αυτής της τεράστιας προσπάθειας είναι ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης. Γιατί, γράφει ο ιερέας, «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει ένα γιγάντιο και αντιδημοκρατικό αθεϊστικό μπλοκ, κορεσμένο από το μισαλλόδοξο κύμα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού». [29]

Οι ολιγάρχες ως οικοδόμοι εκκλησιών

Αυτός ο νέος μεσσιανισμός θεωρείται από το Κρεμλίνο ότι δεν είναι καθήκον της εκκλησίας μόνο. Θεωρείται μια συλλογική πατριωτική προσπάθεια που ενώνει το Πατριαρχείο Μόσχας, το Κρεμλίνο, εθνικούς και περιφερειακούς πολιτικούς, τη ρωσική διασπορά στο εξωτερικό και φιλικούς προς το Κρεμλίνο ολιγάρχες. Ο ρόλος αυτής της τελευταίας κατηγορίας -εντός αλλά και εκτός Ρωσίας- δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Η επιχειρηματική και η πολιτική ελίτ ακολούθησαν επιμελώς τις οδηγίες για να χρηματοδοτήσουν την ανοικοδόμηση εκκλησιών που κατέστρεψαν οι Σοβιετικοί σε ολόκληρη τη χώρα», γράφει η Telegraph . [30]Ο ανταποκριτής μπορεί κάλλιστα να έχει δίκιο όταν χρησιμοποιεί τις λέξεις «ακολούθησαν οδηγίες», επειδή αυτή η οικονομική υποστήριξη σίγουρα δεν παρέχεται πάντα αυθόρμητα. Η Σβετλάνα, σύζυγος του πρώην προέδρου Μεντβέντεφ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση της συγκέντρωσης κεφαλαίων της ελίτ. Λέγεται ότι μπήκε στην εκκλησία τη δεκαετία του 1990, όταν γνώρισε τον πατέρα Βλαντιμίρ Βόλγκιν, ιερέα της Μόσχας και αξιόλογη προσωπικότητα. Ο Βόλγκιν ήταν γνωστός για το ότι έφερε στην εκκλησία την Ιρίνα Αμπράμοβιτς, τη δεύτερη σύζυγο του ολιγάρχη Ρόμαν Αμπράμοβιτς, του ιδιοκτήτη της Ποδοσφαιρικής Λέσχης Τσέλσι, που ζει στο Λονδίνο. [31]Η σχέση του πατέρα Βόλγκιν με τη γυναίκα του Αμπράμοβιτς σίγουρα δεν έκανε κακό στην εκκλησία. Στον ιστότοπο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αγγλία θα μπορούσε κανείς να διαβάσει για μια «φημολογούμενη προσφορά του Ρομάν Αμπράμοβιτς. . . να χτίσει μια νέα ρωσική εκκλησία στο Λονδίνο», σε περίπτωση που το Πατριαρχείο έχανε τον καθεδρικό ναό του στο Λονδίνο από τους «σχισματικούς». [32]

Η σύζυγος του Προέδρου Μεντβέντεφ Σβετλάνα και η σύζυγος του Αμπράμοβιτς ήταν μόνο δύο από τις υψηλού επιπέδου επαφές της εκκλησίας. Ο Nikolas K. Gvosdev αναφέρει ότι «ένας από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες στη Ρωσία, ο Igor Naivalt, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρείας της Ρωσίας (η Baltic Construction Company) είναι διάσημος για τη δωρεά ενός δέκατου από τα κέρδη του στην Ορθόδοξη Εκκλησία». [33] Ένας άλλος Ρώσος ολιγάρχης γνωστός για τα μεγαλεία του στο εξωτερικό είναι ο Ιβάν Ζαββίδη, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ομίλου Agrokom και μέλος της Δούμας της Ενωμένης Ρωσίας. Ο Ζαββίδη, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής, «όχι μόνο επένδυσε στο [ελληνικό] ποδόσφαιρο, αλλά, για παράδειγμα, στην αναστήλωση κάποιων [ορθόδοξων] εκκλησιών [στην Ελλάδα]». [34]Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Γέλτσιν, οι ρωσικές εταιρείες είχαν ήδη αρχίσει να χορηγούν εκκλησιαστικές δραστηριότητες στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, στη Ρουμανία, «το 1999, ο Πρόεδρος Emil Constantinescu συμμετείχε, μαζί με τον [Ρουμάνο] Πατριάρχη Teoctist, στον αγιασμό της εκκλησίας που έχτισε η LukOil Company στο νεκροταφείο των εργαζομένων βενζίνης στο Ploieşti». [35]Η Lukoil χτίζει εκκλησία στη Ρουμανία; Θα ήταν μεγάλη έκπληξη εάν η Shell, η BP, η ExxonMobil ή η Total συμμετείχαν σε παρόμοιες δραστηριότητες. Οι ρωσικές εταιρείες, ωστόσο, είναι διαφορετικές. «Αυτή η σημαντική εταιρεία [Lukoil]», γράφει ο Gabriel Andreescu, «συμβολίζει την αλληλεγγύη μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας -με επικεφαλής τον πρώην αξιωματικό της KGB Αλεξέι Β’, εκπρόσωπο των συντηρητικών δυνάμεων στη Ρωσία- και της μεγάλης ρωσικής ολιγαρχίας, η οποία πλήρωσε μεταξύ 2 και 3 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανέγερση του ορθόδοξου καθεδρικού ναού στη Μόσχα». [36]

Μια παρόμοια γενναιοδωρία θα μπορούσε να παρατηρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή τη φορά στο Μάντσεστερ, όπου «πριν από μια δεκαετία η εκκλησία που χρησιμοποιούσε η ρωσική ορθόδοξη κοινότητα εκεί άρχισε να καταρρέει. Η τοπική κοινότητα αγωνίστηκε να συγκεντρώσει μετρητά για ένα νέο κτίριο. Στη συνέχεια, όπως αποκαλύπτει ο ιστότοπός τους, «στα τέλη του 2001, το Building Trust έλαβε μια πολύ γενναιόδωρη δωρεά από έναν γνωστό βιομήχανο από τη Ρωσία». Αποδείχθηκε ότι ήταν ο Oleg Deripaska, ο ολιγάρχης που είχε υποστηρίξει την αποκατάσταση των ορθόδοξων εκκλησιών στη Ρωσία». [37] Deripaska, ένας βαρόνος του αλουμινίου που παντρεύτηκε τη φυλή Yeltsin και έχει υποτιθέμενους δεσμούς με τη μαφία, [38]είναι ένας από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους ολιγάρχες της Ρωσίας. Είναι στενός φίλος του Πούτιν. Η γενναιοδωρία του προς την ορθόδοξη κοινότητα στο Μάντσεστερ είχε, ωστόσο, ένα κρυφό τίμημα, το οποίο ήταν ότι ζητήθηκε από την κοινότητα να αποστασιοποιηθεί από τον φιλελεύθερο Μητροπολίτη Αντώνιο στο Λονδίνο, με τον οποίο η Μόσχα ήταν σε αντίθεση, και να τεθεί υπό την άμεση εξουσία. του Πατριαρχείου Μόσχας. Οι ενορίτες, καλή τη πίστη, συνεργάστηκαν και μόλις αργότερα κατάλαβαν ότι είχαν πέσει σε παγίδα. «Δεν καταλάβαμε τι συνέβαινε», είπε ένας αργότερα. «Πολύ αργά καταλάβαμε ότι ήταν μια πιο ενορχηστρωμένη, εσκεμμένη επίθεση». [39] «Ήταν η τακτική του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν», είπε ένας άλλος. [40]

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία

Ένας πυλώνας του ρωσικού νεοιμπεριαλισμού;

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιείται ξεκάθαρα από το Κρεμλίνο ως ένα από τα πιο εξέχοντα όργανα ήπιας εξουσίας για τη διάδοση της νέας ιδεολογίας του ρωσικού κράτους. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που πρέπει να ανησυχείτε. Οι λόγοι αυτοί είναι τουλάχιστον πέντε :

  1. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δενείναι ανεξάρτητη.
  2. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δενείναι ο παγκόσμιος ηθικός σημαιοφόρος που προσποιείται ότι είναι.
  3. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δηλωμένος αντίπαλος της θρησκευτικής ελευθερίαςκαι υποστηρίζει την καταστολή θρησκευτικών και σεξουαλικών μειονοτήτων.
  4. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι συχνά αντίπαλος της δημοκρατίας και των παγκόσμιων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
  5. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηρίζει ενεργά τη νεοιμπεριαλιστική πολιτική του Πούτινκαι η ίδια έχει αναπτύξει μια θρησκευτική παραλλαγή αυτού του νεοιμπεριαλισμού.

Αυτά τα πέντε χαρακτηριστικά αναλύονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις ακόλουθες παραγράφους.

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ανεξάρτητη

Η ROC συχνά αναφέρεται στη συνεργασία της με το κράτος χρησιμοποιώντας τον όρο symphonia . Αυτή η «συμφωνία» αναφέρεται σε μια παλιά βυζαντινή έννοια των σχέσεων εκκλησίας-κράτους, στην οποία το κράτος ασχολείται με τις εγκόσμιες υποθέσεις και η εκκλησία με τα θεία. Ενώ τα δύο θεωρούνται αλληλοεξαρτώμενα, κανένα δεν υποτίθεται ότι υποτάσσεται στο άλλο. Στην πράξη, ωστόσο, στη Ρωσία μια τέτοια αρμονική «συμφωνία» σπάνια υπήρξε, και η βασιλεία του Πούτιν είναι απλώς ένα άλλο παράδειγμα αυτού που ορισμένοι αποκαλούν «ασύμμετρη συμφωνία»: [1]συνέχιση της υποταγής της εκκλησίας στο κράτος, όπως συνέβαινε στην τσαρική και σοβιετική εποχή. Ο ρωσικός πληθυσμός δεν ξεγελιέται από τις συζητήσεις για ανεξαρτησία. Σύμφωνα με τον Roman Lunkin, διευθυντή του Ινστιτούτου Θρησκείας και Δικαίου που εδρεύει στη Μόσχα, οι περισσότεροι Ρώσοι δεν θεωρούν τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ξεχωριστή και ξεχωριστή από το ρωσικό κράτος. [2]

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι παγκόσμιος ηθικός σημαιοφόρος

Ο Μαρκήσιος Ντε Κουστίν, ο οποίος επισκέφτηκε τη Ρωσία το 1839, είχε ήδη γράψει για τη στενή σχέση μεταξύ των ορθοδόξων ιερέων και του κράτους: «Βλέπει κανείς τους ιερείς που περιφρονούνται από τον λαό, παρά την προστασία των βασιλιάδων, ή, καλύτερα, ακριβώς λόγω αυτής της προστασίας. , που τους κάνει να εξαρτώνται από τον άρχοντα, ακόμη και στην άσκηση της θείας αποστολής τους. . . . Ένας δουλοπρεπής ιερέας δεν θα διδάξει ποτέ τίποτα άλλο στους μαθητές του από το να σκύψουν το λαιμό τους κάτω από τον ζυγό». [3] Αυτή η εξάρτηση της εκκλησίας από το κράτος, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε επίσης άμεσο αντίκτυπο στον ηθικό ρόλοη εκκλησία έπαιξε στην κοινωνία. «Έχω δει στη Ρωσία μια Χριστιανική Εκκλησία, την οποία κανείς δεν επιτίθεται, την οποία όλοι σέβονται, τουλάχιστον επιφανειακά: μια Εκκλησία για την οποία δεν υπάρχουν εμπόδια στην άσκηση της ηθικής της εξουσίας, και ωστόσο αυτή η Εκκλησία δεν έχει καμία εξουσία. Καμία επιρροή στις καρδιές των ανθρώπων. μπορεί να παράγει μόνο υποκριτές ή δεισιδαίμονες». [4]Ακόμα στις μέρες μας, αντί να ενεργεί ως ανεξάρτητη ηθική φωνή και να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των αθώων θυμάτων, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν επαίσχυντα σιωπηλή όταν τα ρωσικά στρατεύματα διέπραξαν φρικτά εγκλήματα κατά του άμαχου πληθυσμού στην Τσετσενία κατά τη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου του Πούτιν σε αυτό. δημοκρατία του Βορείου Καυκάσου. Ο Michael Bourdeaux, διευθυντής του Ινστιτούτου Keston στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αποκαλώντας τον Πούτιν τον «χασάπη του Γκρόζνυ», γράφει ότι «το Πατριαρχείο Μόσχας τόνισε το καθήκον όλων των νεαρών Ρώσων ανδρών να υπηρετήσουν στο στρατό – επομένως δεν απέχουν πολύ από το να συγχωρήσουν σιωπηρά τη γενοκτονία .» [5]Αυτή η υποστήριξη για τις πολιτικές του Κρεμλίνου ήταν επίσης σαφής κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Μαϊντάν στην Ουκρανία. «Στις 26 Δεκεμβρίου [2013,] σε ένα κείμενο της Ιεράς Συνόδου, ο πατριάρχης καταδίκασε σθεναρά το Μαϊντάν ως ένα κίνημα που χειραγωγείται από τη Δύση. Στις 7 Ιανουαρίου [2014,] με αφορμή το χριστουγεννιάτικο μήνυμά του, ο πατριάρχης, στο πρώτο τηλεοπτικό κανάλι Rossiya 1, καταδίκασε και πάλι το Euromaidan». [6]Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την επακόλουθη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε σιωπηλή. Στις 18 Ιουλίου 2014, ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας τελετής μνήμης του Αγίου Σεργίου του Ραντόνεζ —μια σημαντική θρησκευτική εκδήλωση στην οποία παρευρέθηκε ο Πούτιν— ο Πατριάρχης Κύριλλος εγκατέλειψε την φαινομενική «ουδετερότητά» του, δηλώνοντας: «Θεέ μου να καταλάβουν όλοι ότι η Ρωσία δεν είναι πηγή στρατιωτική ή οποιαδήποτε άλλη απειλή για την ανθρωπότητα», και ευχαρίστησε τον Πούτιν «για τη διατύπωση σκέψεων και ιδεών που ενώνουν τους ανθρώπους». [7]Ο αρχιερέας Vsevolod Chaplin, πρόεδρος του Συνοδικού Τμήματος της ROC για τη Συνεργασία Εκκλησίας και Κοινωνίας, ήταν ακόμη λιγότερο προσεκτικός, ζητώντας μερικές ημέρες πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας «μια ειρηνευτική αποστολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», τονίζοντας ότι «η Ρωσική λαός—ένα έθνος που είναι χωρισμένο στα ιστορικά του εδάφη, έχει το δικαίωμα να ενωθεί σε ένα κράτος». [8]

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δηλωμένος αντίπαλος της θρησκευτικής ελευθερίας

Το ROC χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ριζωμένη ιδεολογία του ανελευθερισμού. Διατηρεί το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας κυρίως για τον εαυτό της, ενεργώντας συχνά ως ένθερμος εχθρός της θρησκευτικής ελευθερίας άλλων δογμάτων. Όταν, τον Οκτώβριο του 1990, επί Γκορμπατσόφ ψηφίστηκε ο φιλελεύθερος νόμος «Για την ελευθερία των θρησκευτικών δογμάτων» —ένας νόμος που εισήγαγε τη θρησκευτική ελευθερία— αυτό ήταν για τη Ρωσία ένα ιστορικό γεγονός άνευ προηγουμένου. Ήταν η πρώτη φορά στη μακρά ιστορία της Ρωσίας που πιστοί όλων των πεποιθήσεων έλαβαν εν μία νυκτί ουσιαστικά πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Ο νόμος του Στάλιν του 1929, ο οποίος είχε υποτάξει τις εκκλησίες στο κράτος, καταργήθηκε, όπως και το Συμβούλιο Θρησκευτικών Υποθέσεων, μια υπηρεσία της KGB που παρακολουθούσε κριτικά τους πιστούς. Αλλά οι ηγέτες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ήταν ευχαριστημένοι όταν, μετά την εισαγωγή του νόμου,[9] Το Πατριαρχείο Μόσχας άρχισε σύντομα μια επίθεση για την τροποποίηση του νόμου με στόχο τον περιορισμό της ελευθερίας άλλων θρησκειών, οι οποίες κατηγορήθηκαν ως επικίνδυνες αιρέσεις. Σε συνέντευξή του στη γερμανική εβδομαδιαία εφημερίδα Der Spiegel, ο Κύριλλος εξέφρασε τους φόβους που στοίχειωσαν το Πατριαρχείο Μόσχας μετά την εισαγωγή του νέου νόμου για τη θρησκεία. «Αποδυναμωθήκαμε από τον αθεϊσμό», είπε, «και μετά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα διπλό βάρος. Ήμασταν σαν έναν πυγμάχο που τριγυρνά για μήνες με το χέρι του σε γύψο και στη συνέχεια τον σπρώχνουν απότομα στο ρινγκ, συνοδευόμενο από κραυγές ενθάρρυνσης. Εκεί όμως συναντήσαμε έναν καλά εκπαιδευμένο αντίπαλο, με τη μορφή μιας μεγάλης ποικιλίας ιεραποστόλων από την Αμερική και τη Νότια Κορέα που προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τον ρωσικό λαό σε άλλες θρησκείες». [10]

Το 1992, αμέσως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και δύο χρόνια μετά την υιοθέτηση του φιλελεύθερου νόμου για τη θρησκευτική ελευθερία, το ROC άρχισε να πιέζει την κομμουνιστική Δούμα για αλλαγές. Ο Γέλτσιν, ωστόσο, αρνήθηκε δύο φορές να υπογράψει τον τροποποιημένο νόμο. [11]Η βίαιη σύγκρουση το φθινόπωρο του 1993, κατά την οποία ο Γέλτσιν και το Κοινοβούλιο βρίσκονταν σε αντιπολίτευση, οδήγησε αυτές τις προσπάθειες αλλαγής του νόμου σε πρόωρο τέλος. Ωστόσο, παρά την αντίθεση του Γέλτσιν, η εκκλησία συνέχισε την επιθετική εκστρατεία λόμπι. Για να ενισχύσει την υπόθεσή του ενάντια στους «ξένους εισβολείς», το Πατριαρχείο άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο «ολοκληρωτικές αιρέσεις» — όρος που επινοήθηκε το 1994 από τον αντι-λατρευτικό σταυροφόρο Aleksandr Dvorkin. Η χρήση του επιθέτου «ολοκληρωτικός» για να επιτύχει την καταστολή των θρησκευτικών κινημάτων ήταν, τουλάχιστον, λίγο περίεργο για μια εκκλησία που η ίδια είχε υποστεί την πίεση της δίωξης από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. «Η χρήση της ετικέτας «ολοκληρωτικός» του Ψυχρού Πολέμου», γράφει η Τζούλι Έλκνερ,[12]

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο το Πατριαρχείο Μόσχας που ανησυχούσε για την εισροή ξένων ιεραποστόλων. Παρόμοιες ανησυχίες εξέφρασαν το Υπουργείο Εσωτερικών και η FSB, κατηγορώντας τους ιεραπόστολους ότι εργάζονταν ως πράκτορες για ξένες (διαβάστε: αμερικανικές) υπηρεσίες πληροφοριών. [13]Συνεχίστηκε το συνδυασμένο λόμπι του Πατριαρχείου και των υπηρεσιών πληροφοριών. Τον Ιούλιο του 1997 η Δούμα ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία έναν νέο νόμο που περιορίζει τη θρησκευτική ελευθερία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και ο Πάπας εξέφρασαν την ανησυχία τους. Ο νέος νόμος εισήγαγε διακρίσεις για τις «μειονοτικές θρησκείες», συμπεριλαμβανομένου του Προτεσταντισμού και του Καθολικισμού, οι οποίοι έπρεπε να αποδείξουν ότι υπήρχαν «για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια» στη Ρωσία προκειμένου να καταγραφούν. Ο Γέλτσιν αρνήθηκε να υπογράψει και κέρδισε τον έπαινο από την Ουάσιγκτον. [14]Ωστόσο, οι υποστηρικτές ενός περιοριστικού νόμου είχαν τελικά επιτυχία. Ο Γέλτσιν συμφώνησε με μια τροποποιημένη έκδοση του νόμου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1997. Ο νέος νόμος έκανε διάκριση μεταξύ «παραδοσιακών θρησκειών» και «μη παραδοσιακών θρησκειών». Οι τέσσερις «παραδοσιακές θρησκείες» – η Ορθοδοξία, το Ισλάμ, ο Ιουδαϊσμός και ο Βουδισμός – έλαβαν το καθεστώς των «θρησκευτικών οργανώσεων » που είχαν νόμιμη θέση στη Ρωσία. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο για τις «μη παραδοσιακές θρησκείες», στις οποίες δόθηκε το καθεστώς των «θρησκευτικών ομάδων ». [15]Ο τελευταίος περιελάμβανε τις διάφορες προτεσταντικές ονομασίες και ακόμη και τον Ρωμαιοκαθολικισμό (ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στην ομάδα των «παραδοσιακών θρησκειών» αν και ήταν παρών στη Ρωσία από τον δέκατο έβδομο αιώνα). Το αποτέλεσμα του νέου νόμου ήταν ότι πολλά χριστιανικά δόγματα, όπως ο Στρατός της Σωτηρίας, οι Πεντηκοστιανοί και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν μπορούσαν πλέον να λειτουργούν ελεύθερα στη Ρωσία. Τα προβλήματα ξεκίνησαν με την υποχρεωτική διαδικασία εγγραφής, μια αναγκαιότητα για την απόκτηση νομικού καθεστώτος, χωρίς την οποία μια θρησκευτική ομάδα δεν μπορούσε να μισθώσει ή να αγοράσει εκκλησιαστική περιουσία, να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό, να συλλέξει δώρα, να πληρώσει μισθούς κ.λπ. Οι θρησκευτικοί σύλλογοι που είχαν ήδη εγγραφεί πριν από το 1997 έπρεπε να επανεγγραφούν.[16] Η παρενόχληση αυτής της ομάδας δεν σταμάτησε εκεί. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διώχθηκαν το 2010 με βάση έναν άλλο νόμο, τον αμφιλεγόμενο νόμο κατά του εξτρεμισμού, που εγκρίθηκε το 2002, για «υποκίνηση θρησκευτικού μίσους». [17] Αυτός ο ισχυρισμός βασίστηκε στο γεγονός ότι στα φυλλάδια τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι έχουν την αληθινή πίστη — έναν ισχυρισμό που, στην πραγματικότητα, κάνει κάθε θρησκεία. Σύμφωνα με το Κέντρο SOVA, το 2010 η απαγόρευση των βασικών κειμένων των Μαρτύρων του Ιεχωβά οδήγησε σε περισσότερες από πενήντα αστυνομικές κρατήσεις και έρευνες μόνο σε διάστημα τριών μηνών. [18] Τον Ιούνιο του 2011, η FSB και οι τοπικές αρχές παρενέβησαν στην Αγία Πετρούπολη και εμπόδισαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να οργανώσουν δύο επανασυνδέσεις σε ένα αθλητικό συγκρότημα.[19] Στις 13 Νοεμβρίου 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας ενέκρινε την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου της Σαμάρα σχετικά με την κήρυξη των Μαρτύρων του Ιεχωβά «εξτρεμιστική οργάνωση». [20] Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, το δημοτικό δικαστήριο του Κουργκάν κήρυξε τα βιβλιαράκια των Μαρτύρων του Ιεχωβά «εξτρεμιστική λογοτεχνία». Τα ανατρεπτικά φυλλάδια είχαν τίτλους «Πώς να επιτύχουμε την ευτυχία στη ζωή», «Ποια είναι η ελπίδα του λαού;», «Πώς να αναπτύξουμε στενές σχέσεις με τον Θεό;» και «Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τον Θεό και την αίσθησή του;» [21]«Θυμόμαστε τι συνέβη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά τη σοβιετική εποχή, τη δεκαετία του ’50, όταν περίπου 1.000 εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Τώρα φαίνεται ότι όλα αυτά επαναλαμβάνονται», δήλωσε ο Γκριγκόρι Μαρτίνοφ, εκπρόσωπος της ομάδας, η οποία έχει περίπου 162.000 οπαδούς στη Ρωσία. [22]

Η Εκκλησία της Σαηεντολογίας, η οποία είχε ήδη εγγραφεί επίσημα στις 25 Ιανουαρίου 1994, υπέβαλε έντεκα φορές αίτηση επανεγγραφής στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Μόσχας, το οποίο σχεδόν κάθε φορά παρήγαγε νέα επιχειρήματα για την άρνηση εγγραφής. Όταν τελικά, στις 5 Απριλίου 2007, η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το δικαστήριο αποφάσισε «ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που διαβάζεται στην φως του άρθρου 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας). [23]Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν εμπόδισε τις ρωσικές αρχές να συνεχίσουν την παρενόχληση της ομάδας. Το 2011, τέσσερα χρόνια μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο νόμος κατά του εξτρεμισμού χρησιμοποιήθηκε για την απαγόρευση του βιβλίου Τι είναι η Σαηεντολογία; από τον Ρον Χάμπαρντ, τον ιδρυτή του κινήματος, μαζί με άλλα φυλλάδια, με το σκεπτικό ότι «αυτά τα υλικά περιέχουν εκκλήσεις για εξτρεμιστική δραστηριότητα» και ότι τα μέλη του κινήματος «εκπαιδεύονται για την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων τους, πολλά από τα οποία είναι περιορίζεται στη μάχη με τον υπόλοιπο κόσμο». [24]Το δικαστήριο αποφάσισε ότι τα βιβλία έπρεπε «να συμπεριληφθούν στον ομοσπονδιακό κατάλογο εξτρεμιστικού υλικού και να απαγορευθεί η διάδοση τους στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας». [25]

Μια άλλη περίπτωση ήταν αυτή του Στρατού της Σωτηρίας, που πάλεψε για την επανεγγραφή του στα δικαστήρια της Μόσχας χωρίς επιτυχία. Σύμφωνα με έκθεση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, «Μια από τις δικαστικές αποφάσεις βρήκε ακόμη και αυτή τη διάσημη χριστιανική θρησκευτική και φιλανθρωπική οργάνωση, η οποία ταΐζει περισσότερους από 7.000 άστεγους το μήνα στη Μόσχα, ως «ξένη παραστρατιωτική οργάνωση που στοχεύει τη βίαιη ανατροπή της Ρωσικής Ομοσπονδίας». [26]Τα φάρσα και γελοία επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν τα δικαστήρια θυμίζουν μια πρώην σοβιετική εποχή που πιστεύονταν ότι είχαν τελειώσει. Η στρατηγική των ρωσικών αρχών ωστόσο ήταν ξεκάθαρη. Αφού διορθώθηκαν επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, άλλαξαν τακτική και βασίστηκαν όλο και περισσότερο στον νόμο κατά του εξτρεμισμού για την καταστολή των θρησκευτικών μειονοτήτων.

Προς το παρόν, η πιο ζωτική δύναμη της Ρωσικής Ορθοδοξίας απορρίπτει την τάση των εξελίξεων που το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης φαίνεται να αναμένει να αναδυθεί από τα ερείπια του πεσμένου σοβιετικού συστήματος. Και επειδή η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το μεγαλύτερο ενιαίο θρησκευτικό ίδρυμα στη Ρωσία, αυτό σημαίνει ότι η δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στον θρησκευτικό πληθυσμό αυτής της χώρας αντιστέκεται στη δημοκρατία, στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Αντίθετα, ευνοεί την αποκατάσταση της γεωπολιτικής ακεραιότητας της παραδοσιακής ρωσικής αυτοκρατορίας, ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος και μιας κεντρικά ελεγχόμενης οικονομίας, με τη ρωσική εκκλησία να κατέχει μια προνομιακή θέση στο κράτος και την κοινωνία. [27]

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αντίπαλος της Δημοκρατίας και των Οικουμενικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Ο περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας για άλλα δόγματα που υπερασπιζόταν η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σήμαινε διπλόπλήγμα για τη νεαρή ρωσική δημοκρατία: πρώτον, λόγω της αυξανόμενης νομικής και πολιτικής καταστολής που έβαλε τέλος στην επταετή περίοδο μεταξύ 1990 και 1997, η οποία είχε χαρακτηριστεί από άνευ προηγουμένου ελευθερία, ανεκτικότητα και διαφάνεια. και δεύτερον, επειδή αυτή η θρησκευτική «επιστροφή» είχε επίσης πιο έμμεσα αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατική ανάπτυξη της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών. Ο λόγος είναι ότι οι ευαγγελικές, «μη παραδοσιακές» θρησκείες συχνά λειτουργούν ως σημαιοφόροι της δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ο Ρομάν Λούνκιν, διευθυντής του Ινστιτούτου Θρησκείας και Δικαίου της Μόσχας. «Ο προτεσταντισμός», γράφει, «έχει γίνει ένα σημαντικό κοινωνικό κίνημα στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990.[28]

Το ρωσικό κράτος, δίνοντας προνομιακή θέση στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και κάνοντας διακρίσεις σε βάρος άλλων θρησκειών, όχι μόνο παραβίασε το Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το οποίο, στο άρθρο 14, εγγυάται τον διαχωρισμό κράτους και θρησκείας και, στο άρθρο 28, εγγυάται την ελευθερία της θρησκείας και της συνείδησης. [29] Επιπλέον, υπερασπίστηκε ακριβώς αυτή τη θρησκεία: την Ορθοδοξία, η οποία ήταν λιγότερο συμβατή με την προσωπική ελευθερία και μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η Inna Naletova γράφει:

Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι ορθόδοξες πεποιθήσεις μπορεί να περιορίσουν την ανάπτυξη του ατομικισμού και να ενθαρρύνουν τις συλλογικές αξίες. Πράγματι, η Ορθόδοξη ανησυχία για τη μυστηριακή και συλλογική σωτηρία παρά για τις προσωπικές σχέσεις των ατόμων με τον Θεό μπορεί να δημιουργήσει εμπόδιο για την ανάπτυξη του σεβασμού για το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγου, του Τύπου και της λατρείας. [30]

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναλύσαμε τον αμφίβολο ρόλο που διαδραματίζει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σε διεθνή φόρα, όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, όπου προωθεί ενεργά πολιτικές που εξαρτούν την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις λεγόμενες παραδοσιακές αξίες. Αυτή η θέση είναι λογική συνέπεια του ορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως διατυπώνεται στις «Βάσεις της Κοινωνικής Έννοιας» της ROC, η οποία αναφέρει ότι «για το χριστιανικό αίσθημα δικαιοσύνης, η ιδέα της ανθρώπινης ελευθερίας και δικαιωμάτων συνδέεται με την ιδέα της υπηρεσίας. Ο Χριστιανός χρειάζεται δικαιώματα ώστε κατά την άσκησή τους να μπορεί . . . εκπληρώνω . . . το καθήκον του. . . πριν από άλλους ανθρώπους, οικογένεια, κράτος, έθνος και άλλες ανθρώπινες κοινότητες». [31]Το ότι ένα άτομο χρειάζεται δικαιώματα για να εκπληρώσει το καθήκον του ενώπιον του κράτους είναι μια πλήρης αντιστροφή της έννοιας των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες σκοπεύουν να παραχωρήσουν στο άτομο αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα που δεν μπορούν να παραβιαστούν από κανένα κράτος, προκειμένου να αποφευχθεί η επίκληση ενός κράτους. «καθήκοντα» από το άτομο ενώπιον του κράτους. [32] Όσον αφορά τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια της ηγεσίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτά αποκαλύφθηκαν σε μια έρευνα του 2001 που «βρήκε το 37 τοις εκατό των [Ορθοδόξων] επισκόπων να υποστηρίζουν την πρόταση ότι «η δημοκρατία δεν είναι για τη Ρωσία» [33].

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία: Ένας πυλώνας της Νεοιμπεριαλιστικής Πολιτικής του Πούτιν

Ίσως ακόμη πιο ανησυχητική είναι η άνευ όρων υποστήριξη της ROC στις επιθετικές νεοιμπεριαλιστικές πολιτικές του Πούτιν στον πρώην σοβιετικό χώρο. Το Πατριαρχείο Μόσχας όχι μόνο υποστηρίζει ενεργά τις επεκτατικές πολιτικές του Κρεμλίνου αλλά έχει επίσης μια δική του επεκτατική πολιτική που υποστηρίζει και συμπληρώνει την πολιτική του Κρεμλίνου. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η κανονική επικράτεια . Η κανονική επικράτεια είναι μια κεντρική έννοια στην εκκλησιαστική οργάνωση της Ανατολικής Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Από το σχίσμα του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, η Ορθοδοξία οργανώθηκε γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. [34]Αν και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε λιγότερη εξουσία από τον πάπα της Ρώμης, ήταν ο πρώτος μεταξύ των Ορθοδόξων Πατριαρχών και μπορούσε —και μπορεί ακόμα— να διεκδικήσει τρία δικαιώματα. Αυτά είναι, πρώτον, το δικαίωμα σύστασης οριστικού εφετείου για κάθε υπόθεση στον Ορθόδοξο κόσμο. Δεύτερο είναι το δικαίωμα να κληθούν σε συνάντηση οι άλλοι Πατριάρχες και επικεφαλής των αυτοκέφαλων εκκλησιών. Και τρίτον, έχει το δικαίωμα να χορηγήσει άδεια για την ίδρυση νέων αυτοκέφαλων (κυρίως εθνικών) εκκλησιών. Μεταξύ των διαφορετικών Πατριαρχείων η αρχή της κανονικής επικράτειαςεπικυρώθηκε. Αυτό σήμαινε ότι ένας Πατριάρχης δεν είχε δικαίωμα να διαγωνίζεται ή να προσηλυτίζει στην επικράτεια ενός άλλου Πατριάρχη. Εάν οι πιστοί από ένα Πατριαρχείο μετανάστευαν στην επικράτεια άλλου Πατριαρχείου, δεν ήταν πλέον συνδεδεμένοι με το Πατριαρχείο καταγωγής αλλά με το Πατριαρχείο της χώρας υποδοχής. [35] Κατά κάποιο τρόπο, η οργάνωση έμοιαζε με ένα σύγχρονο επιχειρηματικό καρτέλ, που είχε σκοπό να αποτρέψει τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών εθνικών ορθόδοξων εκκλησιών στην ίδια περιοχή. Μια δεύτερη οργανωτική αρχή ήταν ότι κάθε ορθόδοξος πιστός που ζούσε στη διασπορά πέρα ​​από τον ορθόδοξο κόσμο (για παράδειγμα, στη Δυτική Ευρώπη) υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Και οι δύο αρχές αμφισβητήθηκαν από το Πατριαρχείο Μόσχας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν η Εσθονία αποκαταστάθηκε η ανεξαρτησία της το 1991, η χώρα ήθελε να αναστήσει την αυτονομία που απολάμβανε η Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία πριν από τη σοβιετική κατοχή το 1939. Το 1993, πενήντα τέσσερις από τις ογδόντα τρεις Ορθόδοξες ενορίες στην Εσθονία ζήτησαν να υπαχθούν στο δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης με το όνομα της Αυτόνομης Εκκλησίας της Εσθονίας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο στις 20 Φεβρουαρίου 1996 [36] .Αν και ακολουθήθηκε μια σωστή εκκλησιολογική διαδικασία, το Πατριαρχείο Μόσχας εξαγριώθηκε και κατηγόρησε την Κωνσταντινούπολη για «εισβολή στο έδαφος μιας άλλης τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». [37] Στη συνέχεια, η Μόσχα άρχισε να μποϊκοτάρει τον Οικουμενικό Πατριάρχη και δεν συμμετείχε πλέον σε συναντήσεις στις οποίες εκπροσωπούνταν η Κωνσταντινούπολη.

Μια άλλη περίπτωση είναι η Ουκρανία. Οι προσπάθειες της Ουκρανίας να ιδρύσει μια Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο Μόσχας οδήγησαν σε ανοιχτό θρησκευτικό πόλεμο. Αφού η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητο κράτος, η Μόσχα δεν αναγνώρισε τη νομιμότητα της νεοσύστατης «Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας-Πατριαρχείο Κιβάνου» (UOC-KP), η οποία είχε την υποστήριξη του πρώτου Ουκρανού Προέδρου Λεονίντ Κραβτσούκ. Ο Πατριάρχης της, Φιλάρετος, αφορίστηκε και καθαιρέθηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας, αλλά το Πατριαρχείο Κιέβου δεν αναγνώρισε την εξουσία της Μόσχας. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποθαρρύνθηκε από τη Μόσχα να πάρει το Κίεβο υπό τη δικαιοδοσία της. Ο αγώνας μεταξύ των δύο εκκλησιών αντανακλούσε τον συνεχιζόμενο πολιτικό αγώνα στην Ουκρανία μεταξύ των φιλορωσικών δυνάμεων και των υποστηρικτών της ουκρανικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος Κούτσμα (1994–2005), ο οποίος στην αρχή υποστήριξε το Πατριαρχείο της Μόσχας, πήρε αργότερα μια πιο ουδέτερη στάση. Ο διάδοχός του, Πρόεδρος Γιούσενκο (2005–2010), ήθελε να ενισχύσει την εθνική εκκλησία της Ουκρανίας και υποστήριξε ενεργά το Πατριαρχείο Κιέβου.

Ωστόσο, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή το 2010 με την εκλογή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Πατριαρχείου Μόσχας. Ο Γιανουκόβιτς άρχισε αμέσως να υπονομεύει τη θέση του Πατριαρχείου Κιέβου. Αυτό οδήγησε τη Σύνοδο των Επισκόπων να στείλει, τον Δεκέμβριο του 2010, μια ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο, ζητώντας του «να σταματήσει να ασκεί ανοιχτά πιέσεις στο UOC-MP [Πατριαρχείο Μόσχας] και την πρακτική της συνάντησης μόνο με τον κλήρο και τους ιεράρχες αυτής της εκκλησίας. ” [38]Τον Ιανουάριο του 2011 ο Πατριάρχης Φιλάρετος σήμανε συναγερμός. Παραπονέθηκε ότι «σε όλες τις περιοχές της Ουκρανίας εκπρόσωποι της κυβέρνησης ή ιερείς του Πατριαρχείου Μόσχας συνομιλούν με τους ιερείς μας. Καλούνται να έρθουν στην υπαγωγή του Πατριαρχείου Μόσχας για διάφορα είδη υποστήριξης και βοήθειας». [39] Το εβδομήντα τοις εκατό των ιερέων στην περιοχή του Ντόνετσκ φέρεται να είχε ήδη έρθει σε επαφή. «Ξεκίνησαν οι παράνομες καταλήψεις των εκκλησιών μας. . . . Και η κυβέρνηση είναι πάντα στο πλευρό της Ρωσικής Εκκλησίας», είπε ο Πατριάρχης Φιλάρετος. [40]Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι υποθέσεις είναι μέρος ενός σχεδίου». Τον Απρίλιο του 2011 ο Filaret έκανε έκκληση στον πρόεδρο να επανεξετάσει τις πολιτικές του, προσθέτοντας: «Νομίζω ότι ο σημερινός πρόεδρος θα καταλάβει επίσης ότι είναι ο Ουκρανός πρόεδρος και όχι ένας Ρώσος κυβερνήτης». [41]

Ένα από τα μήλα της έριδος ήταν ένα κυβερνητικό σχέδιο για να παραχωρήσει στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, το Πατριαρχείο Κιέβου το καθεστώς νομικής οντότητας. Αυτό το έργο αντιτάχθηκε σθεναρά από το Πατριαρχείο Κιέβου επειδή θα έδινε στην αντίπαλη εκκλησία που συνδέεται με τη Μόσχα την ευκαιρία να προσφύγει στα δικαστήρια και να διεκδικήσει τις εκκλησίες και την εκκλησιαστική περιουσία της εκκλησίας του Κιέβου. (Η υπάρχουσα κατάσταση ήταν ότι όχι η εκκλησία, αλλά μόνο οι ενορίες, τα μοναστήρια και τα εκπαιδευτικά κέντρα είχαν την ιδιότητα του νομικού προσώπου, γεγονός που δυσκόλεψε τις προσπάθειες του Πατριαρχείου Μόσχας να διεκδικήσει την εκκλησιαστική περιουσία στην Ουκρανία.) Δεδομένου του γεγονότος ότι τα δικαστήρια στην Η Ουκρανία δεν είναι ανεξάρτητη, αυτό θα οδηγούσε αναμφίβολα σε κατάληψη της εκκλησίας του Κιέβου από το Πατριαρχείο Μόσχας. «Το αξιοσημείωτο είναι . . . Το γεγονός, » γράφει ο J. Buciora, «ότι το Πατριαρχείο Μόσχας ορίζει την τοπική Εκκλησία του ως Ρωσική που αγκαλιάζει στα όριά του τις άλλες εθνικές τοπικές Εκκλησίες. Εάν η τοπική Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας ορίζεται ως Ρωσική, τότε οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες άλλων ανεξάρτητων χωρών εξακολουθούν να είναι Ρωσικές Εκκλησίες, παρόλο που οι τοπικές Εκκλησίες βρίσκονται σε κυρίαρχες και ανεξάρτητες χώρες».[42]

Ένας άλλος συγγραφέας, ο Yury Chornomorets, γράφει: «Το Πατριαρχείο Μόσχας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα μια εθνικιστική εκκλησία στη Ρωσία και μια καθολική εκκλησία στην Ουκρανία». [43] Έχει δίκιο. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει ένα παγκόσμιο μήνυμα όταν συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως μια στενή, εθνική, ρωσική εκκλησία, και σίγουρα όχι όταν ταυτίζεται απρόσκοπτα με τις νεοιμπεριαλιστικές πολιτικές του Κρεμλίνου που ποτέ δεν αποδέχτηκε πραγματικά την κυριαρχία του γειτονικά κράτη, ιδιαίτερα αυτό της Ουκρανίας.

Ο Πατριάρχης Κύριλλος επισκέφτηκε την Ουκρανία το 2008 και το 2009. Το 2010 επισκέφθηκε την Ουκρανία έως και τρεις φορές. Ομοίως, επισκέφθηκε τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Πραγματοποίησε αυτές τις επισκέψεις στο πλαίσιο του προγράμματος Russkiy Mir (Ρωσικός Κόσμος), που θεωρείται από παρατηρητές στη «γειτονιά» της Ρωσίας ως ένα νεοιμπεριαλιστικό πρόγραμμα εμπνευσμένο από το Κρεμλίνο. Το ROC, έγραψε ο J. Buciora, με την «ανεπτυγμένη θεωρία της «πανσλαβικής» ταυτότητας, που διατηρεί αυστηρά ρωσικό εθνικό χαρακτήρα και παράδοση, έχει ως κύριο στόχο της την αποκατάσταση των πρώην «φυσικών» συνόρων του ρωσικού κράτους. , αυτά είναι τα σύνορα της ΕΣΣΔ». [44]Σε μια ταινία παραγωγής του Μητροπολίτη Ιλαρίωνα, η οποία μεταδόθηκε στην εθνική τηλεόραση το 2013, έφτασε κανείς στο σημείο να συγκρίνει την «τριάδα» της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας με την Αγία Τριάδα, δίνοντας στις αναθεωρητικές εδαφικές φιλοδοξίες της Μόσχας μια οιονεί μυστικιστική λάμψη . [45] Επομένως, οι στόχοι του Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται να συμπίπτουν απρόσκοπτα με τη νεοιμπεριαλιστική στρατηγική του Κρεμλίνου. Για αυτόν τον λόγο είναι, ίσως, πολύ λογικό ότι σε μια λίστα με τις εκατό σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της Ρωσίας, που δημοσιεύτηκε από τη Nezavisimaya Gazetaτο 2010, ο Κύριλλος κατατάχθηκε στην έβδομη θέση – ακριβώς πίσω από τον Πούτιν, τον Μεντβέντεφ και τέσσερις από τους στενότερους συμμάχους τους και πριν από βαρέων βαρών όπως ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και ο Αλεξέι Μίλερ, ο επικεφαλής της Gazprom

 

Putin’s Propaganda Machine – Soft Power and Russian Foreign Policy- Marcel H. Van Herpen

Russia Today (RT): Θεωρίες συνωμοσίας και περίεργα κατασκευασμένη προπαγάνδα


Τον Μάιο του 2005, μόλις ένα μήνα αφότου ο Πούτιν είχε εκφωνήσει την περίφημη ομιλία του στην οποία χαρακτήρισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα», το Κρεμλίνο ανακοίνωσε την έναρξη ενός νέου διεθνούς τηλεοπτικού καναλιού ειδήσεων υπό την αιγίδα του ίδιου του Κρεμλίνου. Η ιδέα προήλθε από τον υπουργό Τύπου του Πούτιν, Μιχαήλ Λέσιν. Αυτό το νέο εικοσιτετράωρης μετάδοσης αγγλόφωνο κανάλι, που ονομάζεται «Russia Today» – αργότερα γνωστό με τη συντομογραφία RT – επιφορτίστηκε με το καθήκον να γίνει ένας παγκόσμιος ανταγωνιστής του CNN, του BBC World και του Al Jazeera. Η νεοδιορισθείσα αρχισυντάκτρια ήταν η Μαργαρίτα Σιμονιάν, μια εικοσιπεντάχρονη Αρμένισα που γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ της νότια Ρωσίας.

Περισσότερα

Garry Kasparov – Ο Χειμώνας έρχεται


Στις 19 Αυγούστου 1991, το CNN παρείχε 24ωρη ζωντανή κάλυψη της απόπειρας πραξικοπήματος κατά του Σοβιετικού προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι σκληροπυρηνικοί από το εσωτερικό του καθεστώτος που βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης, έχοντας ήδη συμμαχήσει με την Κα Γκε Μπε, απομόνωσαν τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο εξοχικό του σπίτι στην Κριμαία και κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο διεθνής Τύπος είχε γεμίσει με αναλύσεις ειδικών και πολιτικών που ανησυχούσαν ότι το πραξικόπημα θα σήμαινε το ξαφνικό τέλος της περεστρόικα, ή ακόμα και την έναρξη ενός εμφύλιου πολέμου, καθώς τα τανκ είχαν ήδη κατέβει στο κέντρο της Μόσχας.

Περισσότερα

Πώς να βγαίνεις κερδισμένος σχεδόν από κάθε παρτίδα παιχνιδιού !


Οι άνθρωποι κατά κανόνα είναι απελπιστικά προβλέψιμοι κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού. Αν καταφέρει κανείς να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του αντιπάλου του τότε έχει τις νικηφόρες πιθανότητες με το μέρος του σχεδόν σε όλα τα είδη των παιχνιδιών – από το ” πέτρα , ψαλίδι , χαρτί ” μέχρι τη λοταρία , σύμφωνα με ανταποκριτή του BBC.

Περισσότερα

Αριστοτέλης: Η ευδαιμονία των παιδιών


«Έχει ειπωθεί λοιπόν ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργειας της ψυχής σύμφωνα με την αρετή (εἴρηται γὰρ ψυχῆς ἐνέργεια κατ᾽ ἀρετὴν ποιά τις). […] Εύλογα λοιπόν δεν μπορούμε να ονομάσουμε ούτε το βόδι ούτε το άλογο ούτε κανένα άλλο ζώο ευδαίμον· γιατί κανένα από αυτά δεν μπορεί να συμμετέχει σε αυτή την ενέργεια. Για την ίδια αιτία ούτε ένα παιδί είναι ευδαίμον.»

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1099b25-1100a1

Περισσότερα

Ο πλούτος δεν είναι αποτέλεσμα εξυπνάδας ή εργατικότητας. Αλλού οφείλεται η επιτυχία


Έχουν γραφτεί και ειπωθεί άπειρες λέξεις για το συγκεκριμένο θέμα αλλά το μεγάλο ερώτημα παραμένει. Πώς καταφέρνουν τόσο λίγοι άνθρωποι να έχουν τόσο πολλά περιουσιακά στοιχεία;

Περισσότερα

«Η φωνή»


Ο Oswald ήταν απόφοιτος της Βασιλικής Ακαδημίας Δραματικών Τεχνών της Αγγλίας. Ηθοποιός κυρίως του θεάτρου, είχε εγκαταλείψει την υποκριτική και εργαζόταν σε μια εταιρεία που οργάνωνε ταξίδια και κρουαζιέρες. Γνωρίστηκε με την Margaret, μια Αγγλίδα γιατρό σε ένα από αυτά, το 1992 στο Μαρόκο.

Περισσότερα

Ο μικροβιολόγος που ανέπτυξε τα περισσότερα σωτήρια εμβόλια που κάνουμε σήμερα


Ο εμβολιασμός αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο μέσο της προληπτικής ιατρικής, διαφυλάσσοντας την υγεία ενηλίκων και παιδιών από σοβαρότατες νόσους που μετατρέπονταν άλλοτε σε επιδημίες και διεκδικούσαν χιλιάδες ζωές. Όλα αυτά βέβαια πριν ασχοληθεί με την ανοσολογία και εμβολιολογία ο δρ Μορίς Χίλμαν, ο οποίος ανακάλυψε τα 8 από τα 14 εμβόλια που εφαρμόζονται σήμερα στα πέρατα του κόσμου και έχουν αλλάξει το πρόσωπο της ανθρωπότητας.

Περισσότερα

Είναι ο Κυνισμός η νέα Οικολογία;


Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ζούσαν λιτά. Τα πάντα ήταν περιττά για αυτούς: εδέσματα, ενδύματα, πολυτελείς κατοικίες και ιδιοκτησίες. Σε αντίθεση με τους πολλούς, όπου τα πάντα θεωρούνται απαραίτητα για τον ευ ζην, οι φιλόσοφοι αρκούνταν στα λίγα και το διακήρυτταν με τον βίο τους. Δίχως να έχει δημιουργηθεί ακόμη η ανάγκη για οικολογικό κίνημα, συνειδητοποίησαν νωρίς ότι το να ζουν σε αρμονία με τη φύση, το «κατά φύσιν ζῆν», τους οδηγούσε στην ευδαιμονία.

Περισσότερα

Σενέκας – Η ευγένεια δεν κληροδοτείται. «Η ψυχή μάς κάνει ευγενείς».


Τι χρειάζεται για να εντρυφήσει κάποιος στη φιλοσοφία; Για τον Σενέκα τα πράγματα είναι απλά. Όλοι όσοι επιθυμούν είναι έτοιμοι να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή, ανεξαρτήτως εξωτερικών συνθηκών. Η πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας είναι και η σημαντικότερη για τον Στωικό φιλόσοφο.

Περισσότερα

Εμβόλια Αstra και J & J: Ζητείται λίγη κοινή λογική


Μια χρήσιμη ανάρτηση του γιατρού Δημήτρη Μπαλατσούρα, Διευθυντή ΩΡΛ Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά, για τις φήμες αλλά και τους τυχόν κινδύνους γύρω από τα εμβόλια της Covid-19 που ξεκαθαρίζει τα πράγματα:

Περισσότερα

Από τον λαϊκισμό στον επιστημονικό λαϊκισμό και την άρνηση της επιστήμης, τα κοινωνικά διακυβεύματα της πανδημίας


Γιατί, για μερίδα του πληθυσμού, η επιστήμη έχει χάσει την αξιοπιστία της τη στιγμή που προβλέπει, αναγνωρίζει και δίνει λύση στα προβλήματα; Ποιος ο ρόλος των δημογραφικών χαρακτηριστικών, των μέσων ενημέρωσης, της γεωπολιτικής, του λαϊκισμού, της κυβερνητικής χρηματοδότησης στην απώλεια της αξιοπιστίας της; 

Περισσότερα

Χαράρι: Τρία διδάγματα από μια αξέχαστη χρονιά


Ποια διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από την χρονιά της πανδημίας; Καταρχάς ότι «ανθρωπότητα είναι κάθε άλλο παρά αβοήθητη απέναντι στη δύναμη της φύσης» η οποία στην προκειμένη περίπτωση εκφράστηκε μέσω της εμφάνισης ενός νέου θανατηφόρου ιού. Στους προηγούμενους μήνες αποδείχθηκε πως «οι επιδημίες δεν αποτελούν πλέον ανεξέλεγκτες φυσικές δυνάμεις (καθώς) η επιστήμη τις έχει μετατρέψει σε μία διαχειρίσιμη πρόκληση».

Περισσότερα