Αι συνέπειαι

7ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 1


Πλατφόρμες ανοιχτές που τις έσερναν τραχτέρια στα Γιαννιτσά του φθινοπώρου. Γεμάτες νέα κορίτσια που φορούσαν άσπρα φακιόλια που άφηναν μόνο μια σχισμή για να βλέπουν. Ζούσαν σε μεγάλες αποθήκες, σε αχυρένια στρώματα και όλη μέρα μάζευαν τα μπαμπάκια. Ήταν πολλές, σε ομάδες των είκοσι, των τριάντα. Στην αποθήκη του Αρβανίτη, απέναντι απο το εκκοκιστήριο του Εφαρμοστίδη, απ΄όπου με έστελναν να φέρνω το κρασί και άδειαζα τη μισή νταμιτζάνα στο δρόμο, τις έβλεπα να κάθονται στο έβγα της σιδερένιας πόρτας, βραδάκι. Η μάνα μου έλεγε πως ήταν απο τη Σιθωνία, μια παράξενη χώρα που άκουγα γιά πρώτη φορά.

005Ο κάμπος των Γιαννιτσών ήταν απέραντος και τα νερά ρηχά, αφού αποξηράνθηκε η λίμνη και οι γκιόλες ολόγυρα και έγινε ένα τεχνητό ποτάμι που το έλεγαν Λουδία. Κανένας δεν τον έλεγε κάμπο. Βάλτος. Ηταν ο βάλτος. Σαν τον σακάτη που του έλειπε το πόδι και νόμιζε πάντα πως έχει και τα δύο. Βάλτος δεν υπήρχε απο το 1938, αλλά ήταν 1953 και κανένας δεν το πίστευε. Ζούσαν οι περισσότεροι που όταν έφευγαν τα νερά, τραβηγμένα απο την τέχνη της Φαουντέσιον, στη λίμνη και στις γκιόλες, στα σάζια και στα καλάμια ανάμεσα σκάλωναν, βγάζοντας φριχτόν συριγμό απο τη φούσκα τους, που έχανε τον αέρα και σπαρταρουσαν, τα ψάρια του γλυκού νερου. limni_loudiaΤούρνες, γριβάδια, κουτόψαρα, γατόψαρα, χρυσόψαρα, μπριάνες, ψιλαδούρα, πρεκιά, χέλια μαύρα και χέλια πράσινα. Από γόννο έως κάτι τέρατα τριάντα οκάδες και παραπάνω. Ήταν πάνω από δυο εβδομάδες που έτρεχαν απο την πόλη και τα γύρω χωριά με κάρα και με χαράρια και τσιβάλια να μαζέψουν τα πσάρια. Τον γόννο με τον τενεκέ. Ανέβαιναν στα χωριά και εκεί, νιζνάμηδες έμπειροι τα πάστωναν, διότι οι Πόντιοι και οι Καραμανλήδες, την μόνη λίμνη που είχαν δει ήταν θεωρητικώς την Αχερουσία, καθώς πλήθος αμέτρητο από αυτούς πέθαινε από ελονοσία και θέρμες. Οι Τρακατρούκηδες ήξεραν, επειδή πολλοί ήξεραν την Απολλωνιάδα λίμνη της Βιθυνίας και ζουσαν στα πρόσγεια του Βαρδάρη που πλημμύριζε συχνά τα χωρια τους, ώσπου να γίνει το φράγμα επί Καραμανλή.

007Σιθωνία, όπως λέγαμε αργότερα Τσουμπο-τσάμπο που χορεύανε μάμπο, τόσο μακρυνή. Κι όταν πήγαμε στο Μαρμαρά παραθέριση, έτος 1958, οι περισσότερες κυράδες μπορεί να μη ήξεραν τον Πολυγυρο και τα Μουδανιά και θεωρούσαν το Λιτόχωρο Τσούμπο-Τσάμπο, αλλά τα Γιαννιτσά τα ήξεραν όλες. Οι περισσότερες γυναίκες, και οι κόρες τους, εφηβίνες ακόμη, πήγαιναν —αφού δεν υπήρχε τότε παραθέριση και δεν κάτεχαν πως μπορεί να έβγαζαν λεφτά απο αυτό το νέο επάγγελμα, να τα παίρνεις απο κατι σαχλοκούδουνα που τα έλεγαν τουρίσται. Εκεί μάθαμε γιά τον τρόπο που ζούσαν, αφού οι Γιαννιτσιώτες δεν ήταν ομιλητικοί, έτσι που δεν ξέραν σε τι διάλεκτο, ιδιόλεκτο γλωσσα και προφορά θα τους έλεγε καλημέρα ο γείτων. Τους μαγείρευαν οι γυναίκες του σπιτιού του νοικοκύρη, συνήθως όσπρια αλλά και μια φορά την εβδομάδα μακαρόνια η γιοφκάδες με κυιμά. Είχε πράσινο σαπουνι και δυο βρυσάκια κρεμαστά γιά να πλενονται και πετσέτα έφερναν από την Σιθωνία. Γύρω απο τα χωράφια, και στις αποθήκες, βομβούσαν οι αγαπητικοί ντυμένοι με πουκάμισο-παντελόνι και είχαν τσιγάρα πακέτο των 10, νυχοκόπτη και το νύχι του μικρου χεριού μακρύ, ως απόδειξη πως δεν είναι χειρώνακτες αλλα χασομέρηδες, άρα η μαλαπέρδα τους ήτο ενεργός και όχι σκοτισμένη απο την μαύρη φτώχεια.

Έτσι, οι γυναίκες απο τη Σιθωνία (παραμένει γιά μένα μια ξένη χώρα, παρότι την κοιμήθηκα πολλες φορές) είχαν για τα Γιαννιτσά μιαν αγαθή συνειρμική σειρά σκέψεων, φτερουγίσματος καρδιάς και πνευμάτων της νύχτας, παρά τη δουλειά που έρριχναν.

***

54-6-thumb-largeΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 2

Αρχές δεκαετίας του 90 φάνηκαν στην Αγροσυκιά οι πρώτοι Αλβανοί. Τους βλέπαμε έως τότε σε γραμμές κατ άνδρα να ροβολάνε σε ραχουλες απο το Βόιον όρος έως το Βέρμιο και το Σινιάτσικο ή να κρύβονται στο βάλτο σε λόχμες απο θάμνους δίπλα στην λιμνοψαροταβέρνα του Ριμπά, με τα τσιμεντένια γλυπτά γριβάδια, εκεί που αγρότερα έγινε κεντρο κωπηλασίας. Είχε γέφυρα και βόλευε να πάς όπου ήθελες απο Αιγίνιο και Επισκοπή έως Κοπανό και Γαλατάδες.

Ηταν καλοκαιράκι και φάνηκαν δύο νέοι, δείχνοντας ένα παλιόχαρτο δήθεν επίσημο που μύριζε από μακριά ιδιοκατασκευή. Του ενός το χαρτί είχε και την φωτογραφία του, που την είχαν τραβήξει μάλλον όταν ζουσε ο Μάο —ήταν ίσαμε παιδιού δέκα χρονών. Στο χωριό δεν είχε δουλειές και τα τελευταία μαζέματα τα έκαμναν γύφτοι της Γουμένισσας, που πάστρευαν οικογενειακώς ολόκληρα μποστάνια η μπαμπάτσα και έπαιρναν ένα ποσοστό της παραγωγής. Οι Αλβανοί δεν είχαν δεί τέτοιες καλλιέργειες, μήτε τόσα κοτέτσια. Ήταν ζαρωμένοι και ντροπαλοί. Όλα τα σπίτια όμως είχαν ανάγκη μικροδουλειές. Οι άνδρες όταν δεν έπαιζαν βιδωτή τριανταμία με τον σαλιγκαρά, ήταν ήδη πτώματα στην κόλαση, αφου είτε είχαν μεγάλα ζώα και έδιναν το γάλα στην ΜΕΒΓΑΛ, είτε ερχόντουσαν καλυμένοι κουνούπια απο τα βραδυνά ποτίσματα γιά ένα σουβλάκι στον Στέφο με τέσσερις μπίρες. Ο ένας επισκεπτης ήταν καλός στα χτισίματα και ο άλλος στα επιχρίσματα και βαψίματα. Δεν είχαν ξαναδεί πινέλο, πλαστικό χρώμα ρεπουλίνη ή λαδομπογιά. Εκοβαν το χόρτο απο μιά παλιά σκουπα και είχαν πινέλο. Εφτιαχναν το χρώμα απο χώμα καθαρό, λιγο γύψο και σκονες, ώχρες, λουλάκια και έτσι, κατι φλωρεντινά και πομπηιανά τρομερά.


Εμείς τους δώκαμε ένα κοτέτσι, να το σκεπάσουν και ένα μονοπατάκι από την αμυγδαλιά έως τις παράγκες που ήταν τα βιβλία. Με κροκάλες από το ποτάμι και δυο σακκιά τσιμέντο, άμμο και χώμα έκαναν ένα αριστουργημα. Θυμάμαι που τους φέραμε παγωτό και όταν το δοκίμασαν, το άφησαν παραξενεμένοι στον ήλιο και έλυωσε. Ήταν τύπος και υπογραμμός. Αν βέβαια ήξεραν και τι είναι τύπος και υπογραμμός, θα ήταν καλυτερα. Τρώγαμε μαζί, και θέλησε ο χτίστης να βαφτιστεί. Εγινε κι αυτό. Μετά χάθηκε μια μπλούζα απο μιά μπουγάδα, που την εφόρειε ένας γείτονας είκοσι χρόνια όταν άρμεγε και έγινε της πουτάνας. Κάναμε δικαστήριο και ήθελαν να τους ανασκολοπίσουν. Κατάλαβα πως είχαν διαφορετική αίσθηση της ιδιοκτησίας: καθώς αν είχαν μπαχτσεδάκι στην Αλβανία έτρωγαν φυλακή, όπως και αν έβαζε κραγιόν μιά κοπέλα, πάλε φυλακη, ασκήθηκαν να αποκτούν ό,τι ήταν αφύλαχτο. Τους το εξηγήσαμε και δεν συνέβη τίποτε ποτέ απο κλεψιές.

Ηρθαν με τον καιρό πολλοί, έκαναν εργολαβίες αναλαμβάνοντας τελειώματα σπιτιών από το καραγιαπί, δέκα φορές φτηνότερα απο τους εργολαβους. Το χωριό άλλαξε όψη απο τα μερεμέτια. Μια μέρα ήρθε η αστυνομία και μάζεψε όσους βρήκε επειδή το αφεντικο που έκανε το μεγαλυτερο σπίτι και τους χρωστουσε 360 χιλιάρικα (με τα υλικά) δεν τους τα έδωσε. Εγιναν θηρία ανήμερα και ανίσχυρα. Ο βαφτισμένος ήθελε να γίνει εργολαβος. Το όνειρό του ήταν μιά μπετονιέρα. Εκανε λογαριασμους και απείχε απο τον πλούτο ίσαμε πέντε χρόνια. Τον πήρα μαζί μου Σαλονίκη με το αμάξι να δει τη θάλασσα. Νόμιζα πως θα εφρίκαρε, αλλα πρίν, στη αερογέφυρα της Μοναστηρίου σκώθκε το σασί κα είδε αναρίθμητες κίτρινες και πορτοκαλιές κυλινδρίτσες με τις δυό ρόδες τους και το χειριστήριο. Δάκρυσε. “Νουνό, μπετονιέρε!!!” ψέλλισε μέσα στους λυγμους του. Είχε δει το Ελδοράδο, το Θαβώρειο φώς της ζωής του.

Επιστρέφοντας, ήρθαν στο χωριό Βούλγαροι που έμεναν στο ρέμμα. Έφαγαν όλες τις χελώνες ψήνοντάς τες στο καβουκι τους με τα άντερα. Τους έδωσα να ρίξουν έναν τοίχο, να μεγαλώσει το δωμάτιο. Ο ένας ήταν δικαστής και οι άλλοι άπαντες επιστήμονες και της ιντελλιγκέντσιας. Φεύγοντας, απο το σπίτι έλειπε ένα σπιράλ αντικουνουπικης κοπρίας. Δεν τρωγόταν εύκολα η ρημάδα η χελώνα κάτω απο την σκόνη των πλατανιών. Αργότερα ο Αλβανός μου έφερνε να φυλάω τα λεφτά του “επειδή χάλασε νουνο η πιάτσα και έχει όλο Αλβανοί και Μπίλγκαροι”. Ήταν οι συμμορίες που πλακωσαν μετά τις Πυραμίδες. Και οι Έλληνες που στρατολογουσαν σκληρά αντράκια.

***

manolada2323ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 3

[απόσπασμα, “κείμενο με εκβλαστήσεις, προσωρινό” / ολόκληρο το ποστ]

Η παιδική και η εφηβική ηλικία της αδήλωτης εργασίας ήταν το υπόστρωμα δυο αφηγήσεων που έγραψα, με στόχο μια κατανόηση του πεδίου στρατηγικής υλοποίησης του σχεδίου που συνήθως το συνοψίζουμε στον παράξενο όρο «Νέα Μανωλάδα».

Θα έχετε προσέξει, τουλάχιστον οι χασομέρηδες που ακόμη διαβάζουν και δεν “ενημερώνονται”, ότι η δομή, ο κώδικας των σχέσεων εργασίας παρουσιάζει μιά σταθερότητα. Αυτή που επέτρεψε στον Ανταμ Σμιθ και στον Μαρξ να γίνουν οι απόστολοι μιάς νέας οπτικής. Στο δίζυγο που κράτησε μερικους αιώνες, αφέντης-δουλος-σύνεργα, ήρθε και κατσικώθηκε η σχέση αφέντης-δούλος-μηχανή.

Ο αφέντης μεταβληθηκε σε ένα διευθυντικής επίνοιας άτομο που ακολουθούσε κανόνες φανταστικούς ή πραγματικούς, ο δούλος έγινε εργαζόμενος που είχε ανάγκη άλλων κωδίκων. Όπου μηχανές, η δουλειά πήγαινε ρολόι. Αλλά υπήρχαν κενά στην διαδικασία. Ο εργάτης από έρμαιο των εργαλείων του, έγινε χειριστής μηχανών, αλλά ο αγρότης παρέμενε το μέγα πρόβλημα στην νέα κατάσταση. Η μετατροπή του εργάτη σε υπάλληλο γραφείου, δεν παρουσίασε μεγάλες αντιδράσεις —το αντίθετο. Η μετατροπή του αγρότη σε επιχειρηματία, είχε ένα προβληματάκι: οι αγρότες ήταν μιλλιούνια, οι επιχειρηματίες μπορουσαν να φτάσουν σε έναν κρίσιμο αριθμό, πάνω από τον οποίον κατέρρεε το σύστημα.

Εργάτης τον 19ο αιώνα ήταν ένας λιγόζωος χειριστής μηχανής, ενώ σήμερα είναι blue collar, ένας γκρινιαρης και αποδοτικός τυπάς. Μια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, μια εταιρεία δομικών κατασκευών, έχουν ανάγκη απο συσωρευμένη εμπειρία γιά να υπάρξουν. Το ίδιο ισχύει για ένα συνεργείο αυτοκινήτων που εξειδικεύεται σε μια μάρκα. Ο εργάτης είναι πλεον μέλος ενός στρατού. Χρειάζεται στολή. Χρειάζεται να ξέρει τι κάνει, αλλοιώς του συμβαίνει ατύχημα. Λειτουργεί σε συνθήκες χαρακώματος.

rich_poorΣε ολόκληρο τον πλανήτη, το φάντασμα του Μάλθους χασκογελάει. Το μέγα Απρόοπτο είναι η επανεμφάνιση της πλέμπας, των πληβείων. Τους λέμε και καταναλωτές. Οι αρχαίοι πολιτισμοί έζησαν μονίμως με την πλέμπα. Κι όταν γίνονταν πολλοί, τους ξαπόστελνε σε έναν αποικισμό, ή τους θέριζαν πείνες και αρρώστειες. Υπήρχε ένα μακάβριο «υπέρ» σε εκείνη τη δομή: η πλέμπα ζούσε λίγο. Λίγο παραπάνω απο εναν ευχαριστημένο σκύλο.

Με τον αιώνα των μηχανών, τα συστήματα αποχέτευσης και την κατακόρυφη άνοδο του προσδόκιμου ζωής, αλλά και λόγω δύο παγκοσμίων πολέμων, η πλέμπα έγινε γιγάντια. Στην κυψέλη των μελισσών, η πλέμπα δεν είναι οι εργάτριες ή οι κηφήνες. Είναι τα αυγά που βγαίνουν απο την κοιλιά της βασίλισσας. Είναι το μέλλον και μαζί η καταδίκη της κυψέλης.

Της πρόσφεραν παυσίλυπα. Σπορ, μεγάλες παγκόσμιες εκθέσεις, σινεμά, ελπίδες οικογένειας, μόδα, φαγητό, κατανάλωση. Η μάκινα είχε ήδη ξεκινήσει απο το 1850, αλλα το 1950 το σύστημα έδειχνε σταθερό. Με ένα προβληματάκι: σε όλους τους πολιτισμους, ειδικά τους αποδοτικούς, ο πολυς κόσμος δεν είχε τι να κάνει. Οι πολιτισμοι του χρήματος, γινόταν αποδοτικοί μόλις η ομάδα διαχείρισης έδειχνε οικονομημένη, νοικοκυρεμένη. Περίσσευαν χέρια που ήταν ανίκανα να βοηθήσουν στην βελτίωση του πολιτισμού και έλειπαν χέρια που χωρίς αυτά, ο πολιτισμός θα κατέρρεε. Αυτό που περίσσευε, οι πολιτισμοι το πελεκούσαν. Έστελναν κόσμο στους νέους κόσμους που ανακάλυπταν, στον άλλο κόσμο συχνά, σε μοναστήρια και σε μεγάλες ολιγαρκείς σέχτες. Αξίζει να σκεφτείτε πως οι Αγγλοι οδήγησαν στον θάνατο απο πείνα τους ναυτικους που νίκησαν την Ανίκητη Αρμάδα μη επιτρέποντάς τους να βγούνε στη στεριά. Οι κηφήνες της νίκησαν, η Αγγλία απογειώθηκε, οι κηφήνες δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Αυτου του τύπου ο κώδικας λειτούργησε υποδειγματικά. Στην Ελλαδα, έτσι έγινε με τους αγωνιστές του 21, με τους τραμβαγιέρηδες, με τους παλαιούς πολεμιστές, με τους πρόσφυγες.

rich-poor_1354771312_540x540Ωστόσο, η αντινομία υπήρχε: επινοώ τεχνικές που φέρνουν πλούτο στην ομάδα που τις επινόησε. Η μάζα που καταναλώνει το αποτέλεσμα των τεχνικών μου, δεν είναι καθόλου κατάλληλη γιά να στρατολογήσω μέλη της ομάδας. Αλλά εκτός από την ομάδα διαχείρισης —ή την συμμορία που έφτιαξα ή το ΔΣ ή την εμπορικη εταιρεία, ή ό,τι άλλο— χρειάζομαι, εκεί που δεν μπορώ να βάλω μηχάνημα, ανθρώπινες μηχανές. Που (προσέξτε) πρέπει να έχουν κόστος απόκτησης, λειτουργίας και συντήρησης μικρότερο ή ίσο από το ανάλογο κόστος μιάς μηχανής. Κι επειδή πλέον οι μηχανές είναι πολύ φτηνές, αφού παράγουν ψηφιακά αγαθά, δηλαδή αέρα κοπανιστόν, οι ανθρώπινες μηχανές πρέπει να έρχονται σχεδόν δωρεάν στην επιχείρησή μου.

Ξεκινά λοιπον να δουλεύει ο μηχανισμός δημιουργίας αυτής της ανάγκης. Παλιά ο καταναλωτής ήθελε σπίτι, αυτοκίνητο, οικογένεια, αργότερα διακοπές, η ομάδα του να είναι πρωταθλητρια, να έχει γκόμενες, να σπουδάζει παιδιά. Τώρα ο καταναλωτής δεν θα αποκτήσει ποτέ του όλα μαζί τα αγαθά. Το επίπεδο των ονείρων του προσεγγίζει το μηδέν. Κυρίως, ο καταναλωτής θα μείνει καταναλωτής και δεν θα γίνει ποτέ μέλος εκτελεστικής ή δημιουργικής ομάδας, παρά σε ασήμαντο ποσοστό.

του Πάνου Θεοδωρίδη

Πηγήhttp://www.tumblr.com/  ή http://silezukuk.tumblr.com/ ή http://petefris.blogspot.gr

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

118′ με τον άλλο άνθρωπο 

Στέφανο Ροντοτά : Η μάχη για τα κοινά αγαθά 

Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας σαν πρίγκιπες, που στα δύσκολα δραπετεύουν

Δεν είναι ο κόσμος που σε απογοητεύει, είναι οι δικές σου προσδοκίες γι’αυτόν… 

Η ευτυχία γράφεται με Ε και όχι με €

«Ποιος φταίει;» «Ο άλλος»!  

Η κουλτούρα της αγένειας

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -