Παραβατική ανθρώπινη ομορφιά . Επ.2 – Το μάτι γης γίδας – Η μετάνοια

image1


“Ου να χαθείς ου γάδαρε ξισαμάρουτε, ου σκερβελέ, ου κάρταλ! Αι μι σι δώσου καμια ανάποδ!”

“Ψόφ’σες για παράδις αρέ; Ψόφ’σες ντιπ; “(πέθανες – ξεπουλήθηκες για τα λεφτά?)

“Γεια σου θειά” προσπάθησε να αρθρώσει , με μια φωνή σαν παιδιού που υπέφερε από πυώδης αμυγδαλές

“Που σαν ρε τομάρ τόσα χρόνια α; Έλιουσε ο μπάρμπας απ τον καημό τα ιντιλώς! “

Κι άλλα πολλά  είπε .. και μετά τις αναμενόμενες φιλοφρονήσεις τον έμπασε σπίτι , του βγαλε τσίπουρο και λίγες τσιγαρίθρες *

Σκληρός άνθρωπος η θεία , ακόμη το λεγε η καρδιά της και την βαστούσαν τα πόδια της, είχε τον κήπο και τα λουλούδια της περιποιημένα . Είχε καμπουριάσει τόσο που τα χέρια της θαρρείς κι έφταναν στο πάτωμα χωρίς να σκύψει. Θα μπορούσε να φυτέψει τα σπορόφυτα από την όρθια στάση.

Της έπιασε τα ροζιασμένα χέρια , τα χάιδεψε και τα δάκρυα πάγωσαν για λίγο το χρόνο κι απάλυναν τον πόνο

“Σ άφκαν και τα κορτσούδια έμαθα α ρε σιφουριασμένε …” (σε παράτησε η γυναίκα και τα παιδιά σου κακόμοιρε…)

Πριν 10 χρόνια θυμήθηκε ότι τον έλεγε μόνο “καμάρι μου” κι έλιωνε από χαρά, τώρα έβλεπε την απογοήτευση ανάμεσα στις ρυτίδες του προσώπου της.

Όταν ύστερα από αρκετή ώρα ένιωσε ότι μπόρεσε ν αρθρώσει μια πρόταση, τη ρώτησε πως και που είναι ο μπάρμπας .

“Που να ν, όλ τη μέρα στ γίδια είν , δεν μαζευετ σπιτ ντιπ” του είπε με παράπονο (μτφ ο θείος σου είναι στο μαντρί όλη τη μέρα με τις κατσίκες του)

Τον είχε εκθέσει ανεπανόρθωτα, τον μπάρμπα,  πριν 6 χρόνια, όταν λόγω μιας δικής του κομπίνας , και χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε αυτός, τον μπαγλαρώσανε ένα σούρουπο 3 ασφαλίτες,  με κατηγορίες για  πλαστά τιμολόγια και παράνομες επιδοτήσεις . Τον καταδίκασαν στο δικαστήριο των Τρικάλων σε 10 χρόνια φυλακή με αναστολή. Πλήρωσε αυτός την εγγύηση, ο μπάρμπας δεν τον μαρτύρησε αλλά δεν ξαναλλάξανε κουβέντα έκτοτε , του είχε πει εξάλλου να “μην ξαναπατήσ του ποδαρι τ”  .

Άφησε το καγιέν στο πίσω μέρος του σπιτιού , δίπλα στο κοτέτσι για να μη φαίνεται και ξεκίνησε για το μαντρί.

Του είπαν ότι ο μπάρμπας του, στα 80 φεύγα πλέον, τα 2 τελευταία χρόνια δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου. Μια μόλυνση στα μάτια , από τα «ζωντανά», που την αμέλησε ηθελημένα, ήταν η αιτία.

Όμως τα έβγαζε πέρα λόγω των γνώριμων ήχων και της δύναμης της συνήθειας.

“Να ωρέ , να! Χαμένα! “Τον άκουσε να φωνάζει στα λιγοστά του γίδια

Δεν τον είχε δει ακόμη.

drake-galley-licking-goatΣτο πρώτο κατσικάκι ,που πλησίασε στο φράχτη, του χάιδεψε το κεφάλι και το ξυσε απαλά στην πλάτη. Ήταν μια βιτούλα *. Έβγαλε από τη σακούλα , που κρατούσε,  ένα κουδουνάκι και του το πέρασε απαλά,  σαν να ήταν καμιά  χρυσή αλυσίδα με καρδούλα που ένας ερωτευμένος περνούσε στο λαιμό της αγαπημένης του. Κι έσκυψε αυτός λίγο ακόμη να μυρίσει  την ερωμένη του Πάνα, η οποία έφυγε χοροπηδώντας με χάρη, λες και είχε πράγματι ευχαριστηθεί από το δώρο του. Ο τράγος δαμασκού, σαν να τον  γνώρισε κι αυτός ,  άρχισε  να βελάζει γαργαριστά

Ποιος είναι αυτουπέρα; Φώναξε εκφοβιστικά ο μπάρμπας, που είχε διακρίνει τον ήχο ενός νέου κουδουνίσματος στο κοπάδι.

“Εγώ είμαι μπάρμπα”

Η τραχιά φωνή του γέρου αντιλάλησε εκκωφαντικά στα κατεβασμένα αυτιά του :

«Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος»

«Μαθημένο είναι το αρνί να του παίρνουν το μαλλί» του αντιγύρισε υποτακτικά

«Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε» –  του δίνει άλλη μια κατραπακιά

«Ότι κάνει η γίδα στο πουρνάρι το βρίσκει στο τομάρι» θέλοντας να του πει ότι έσφαλε, του φώναξε παραδομένος

(Ας συνεχίσουμε με μερική μετάφραση της ντοπιολαλιάς για να συνεννοούμαστε καλύτερα)

 a98774_bride goat

Η αναζήτηση της εξιλέωσης

Τέτοια μέρα κάθε χρόνο πήγαινες στο βουνό, θέλω να με πάρεις μαζί σου , να πάμε μια τελευταία βολά, μαζί όπως παλιά . Γι αυτό ήρθα,  η ψυχή μου έχει αρρωστήσει βαριά.  Σαν γίδα με μαστίτιδα , που νοιώθει άχρηστη, γιατί δεν παράγει γάλα, έτσι κι εγώ νοιώθω παράσιτο.

Στο βουνό έχω ν ανέβω 10 χρόνια , τώρα δεν μπορώ . Θα κουτρουβαλήσω καμιά ράχη και θα με κλαιν οι χήρες . Η θειά σου δεν μπορεί μαναχιά της, έχω και τις αγαπητικιές μ … τι θ απογίνουν;

Θα είμαι εγώ εκεί μπάρμπα, μην ανησυχείς , θα είμαι τα μάτια σου , θα φροντίσω τα ζωντανά σαν να ταν δικά μου. Εξάλλου τόσα που ναι …

Που μπορείς μωρέ εσύ γκιόσα (γέρικη γίδα) μ αυτή τη μπάκα (κοιλιά) που φτιαξες να τα κουμαντάρεις;

Μπάρμπα , είπε (παραφράζοντας λίγο τον Καζαντζάκη): Στον κόσμο αυτό, θά ‘σαι γίδα ή λύκος – αν είσαι γίδα σε τρων – αν είσαι λύκος τρως. Εγώ έγινα λύκος μπάρμπα, έφαγα κι έφαγα κι έφαγα… , μα δεν ήξερα που να σταματήσω κι έφαγα στο τέλος και τους θκουσμ ανθρωπς ( μτφ ακόμα και τους γύρω μου , ακόμη και την οικογένειά μου , ακόμη και σένα που σ είχα σαν πατέρα).

Πρέπει ν αποκτήσω και πάλι το μάτι της γίδας μπάρμπα, το μάτι της γίδας… *

 koydoyna

Έτσι κι έγινε, την άλλη κιόλας μέρα κίνησαν για το βουνό.

Κούρεψαν πρώτα το γένι του τράγου για να μη τους φεύγει. Και τι τράγος ήταν αυτός! καταπληκτικός, χαρακτηριστικό δείγμα της φυλής του , πολλοί μάταια ζήτησαν να τον αγοράσουν. Μεγαλόσωμος, με γερά πλευρά και μεγάλους γοφούς, πυκνότριχος με κοντό λαιμό και παχύ , του θύμιζε τον εαυτό του.

Ο μπάρμπας αεικίνητος, προχωρούσε με τη γκλίτσα , η οποία έπαιζε περισσότερο το ρόλο του μπαστουνιού του τυφλού πλέον παρά σαν βοήθημα για να περπατάει, κι ενώ αυτός μπάφιαζε , και ξερνοβολούσε ουκ ολίγες φορές μέχρι να φτάσουν

Ευτυχώς που είχε πληρώσει 3 αλβανούς να τους μεταφέρουν τα πράγματα γιατί δεν θα την έβγαζε καθαρή.

Η καλύβα είχε τα κακά της χάλια τόσα χρόνια παρατημένη.

Τα παλούκια του φράχτη ήθελαν επιδιόρθωση  κι αυτός ήταν ήδη κουρέλι . Έβγαλε ένα πενηντάρικο κι είπε στους εργάτες να τον συμμορφώσουν λίγο, να μην τους φύγουν τα γίδια εκείνη τη νύχτα και θα το έφτιαχνε αυτός καλύτερα τις επόμενες ημέρες.

Δύσκολα ήταν στην αρχή , αλλά σιγά σιγά θυμήθηκε τον παλιό καλό εαυτό του. Οι αντοχές του αυξήθηκαν, η επαφή με τα ζώα επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία του.

Οι μέρες περνούσαν μέσα σε γάλατα, τυριά , κουρέματα, μουνουχισμούς κι ολιγόλογες συζητήσεις με τον μπάρμπα λίγο πριν κοιμηθούν.

dr16

Ένα βράδυ ξύπνησε,  γύρω στις 3 θα ταν,  για να κατουρήσει. Τα τελευταία χρόνια έκανε διακοπτόμενο ύπνο λόγω της ανάγκης του. Εκνευριστικό, η φούσκα να σου υπενθυμίζει κάθε βράδυ ότι μεγαλώνεις …σκέφτηκε.  Πήγε λίγο παραπέρα. Το μαντρί ήταν στις παρυφές του δάσους, αλλά δεν ήθελε να το κάνει στο δέντρο σαν σκύλος που σημαδεύει την περιοχή του. Του άρεσε πολύ να παρατηρεί τ’ αστέρια την ώρα που το ζεστό του κάτουρο άχνιζε στην πρωινή δροσιά.

Την στιγμή που έψαχνε την μεγάλη άρκτο θα ταν που άκουσε το θόρυβο. Γύρισε προσεκτικά τα κεφάλι και είδε εκείνο το ζευγάρι μάτια που τον παρακολουθούσε και τη γκρίζα σκιά που τον ακολουθούσε. Ήταν ο λύκος.

Το κατούρημα του κόπηκε ξαφνικά , λερώνοντας λίγο ακόμη το πολυκατουρημένο παντελόνι και τα παπούτσια του κι έπεσε μια απότομη ησυχία. Ησυχία σχετική δηλαδή, αν εξαιρέσεις το ροχαλητό του σκύλου . Ούτε είχε πάρει  χαμπάρι ο κοπρίτης την απειλή, κοιμόταν του καλού καιρού σαν γέρος που είχε δει τα πάντα και δεν φοβόταν τίποτα. Εξάλλου ήταν πάνω από 100 σε χρόνια ανθρώπινα , 1 χρόνος ανθρώπου λέγαν οι παλιοί 7 χρόνια σκυλίσια, κι αυτός ήταν ήδη 17. Ο μπάρμπας όμως δεν έλεγε να τον αντικαταστήσει.

Ο λύκος ήταν πραγματικά τεράστιος, με μεγάλα σαγόνια και ιδρωμένο τρίχωμα. Θα χε έρθει από μακρυά.  Μάλλον είχε πάθει σιελόρροια εποφθαλμιώντας το μεζεδάκι που κρεμόταν συρρικνωμένο ανάμεσα στα πόδια του. Σχεδόν ποτέ ένας μοναχικός λύκος δεν επιτίθεται σε άνθρωπο, μόνο αν τύχει κι είναι κοπάδι, αλλά και πάλι πρέπει να πεινάνε πολύ. Όμως αυτός ο λύκος τον πλησίασε γρυλίζοντας απειλητικά . Θα χε μέρες να φάει και η πείνα του υπερκέραζε το φόβο του.

Τον κοίταξε ολόισια στα μάτια προσπαθώντας να του δείξει ποιος  είναι ο κυρίαρχος. Έκανε αυτό το κόλπο στους σκύλους από μικρό παιδί και γύριζαν το βλέμμα πρώτα αυτοί , κάνοντάς τους δούλους πειθήνιους. Το χρησιμοποίησε και στους ανθρώπους μετά.  Να όμως που εδώ φαίνεται να βρήκε το μαστορά του, το κόλπο δεν φάνηκε να πιάνει . Όταν μ  ένα πήδο ο λύκος βρέθηκε στον αέρα με το λιγουριασμένο του στόμα ανοικτό, έτοιμο να κατασπαράξει λάιμαργα το όργανό του μαζί με τα παρελκόμενα, και οι ενδορφίνες, που παράγει ο οργανισμός σε τέτοιες καταστάσεις για να μην νοιώσει τον αφόρητο πόνο, πλημμύριζαν το κορμί του , όλα φαινόταν προδιαγεγραμμένα.

Δεν θα μπορούσε φυσικά κανείς να φανταστεί ότι ένα γενναίο κατσίκι θα ρχόταν την κατάλληλη στιγμή να κοντρίσει με το κεφάλι του τον λύκο . Ήταν ανεβασμένο πάνω σ ένα βράχο ακριβώς δίπλα όταν είδε τη σκηνή*  Ο λύκος μάλλον από ξάφνιασμα παρά από φόβο το βαλε στα πόδια. Ο σκύλος στα παπάρια του… κοιμόταν ακόμη…

 Ήταν η αγαπημένη του Μπάλια, αυτή που της είχε χαρίσει το κουδουνάκι όταν πήγε στο μαντρί που του σωσε τον ανδρισμό του αν όχι και τη ζωή του.  Τη φίλησε στοργικά στο κεφάλι , της έξυσε τα σημεία που άρχισαν να σχηματίζονται τα κερατά της και κοιτάχτηκαν στα μάτια.

Ένα σπινθήρισμα , μια ηλεκτρική εκκένωση.  Το αισθάνθηκε αμέσως, είχε  ξαναποκτήσει το βλέμμα της γίδας….

goateye

*τσιγαρίθρες  : παραδοσιακό έδεσμα από τα χοιροσφάγια . Σε ένα μεγάλο καζάνι ρίχνουν τμήματα από το λίπος του χοίρου που έχει και κομμάτια κρέας πάνω του, το βάζουν στη φωτιά και αυτό αρχίζει να λιώνει. Μαζεύουν το λίπος σε τενεκέδες (δοχεία) κι αυτό που μένει στο τέλος είναι οι “τσιγαρίθρες”. 

* σε αντιστοιχία του Σταλόνε  και “το μάτι της τίγρης”

* Τα γίδια δεν βόσκουν μαζί όπως τα πρόβατα, αλλά πηδούν και τρέχουν μακριά το ένα από το άλλο και βόσκουν σε μεγάλη έκταση. Ευχαριστιούνται δε σε απόκρημνα μέρη

*  Μπάλια, η γίδα ,που έχει ένα άσπρο σημάδι στη μπάλα (μέτωπο)

* Βιτούλα ονομάζεται η γίδα ενός έτους

 Γιώργος Γιώτης 

Signs-of-midlife-crisis

Επόμενο ΕΔΩ

Προηγούμενο ΕΔΩ

Κεντρική σελίδα ΕΔΩ

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -