Atul Gawande – Όλιβερ Σακς 


Ο κορυφαίος νευρολόγος Όλιβερ Σακς πέθανε μια μέρα σαν σήμερα στις 30 Αυγούστου 2015. Στο κείμενο αυτό ο Atul Gawande, χειρουργός και τακτικός αρθρογράφος στο περιοδικό The New Yorker (όπου και δημοσιεύθηκε το παρόν στις 14/9/2015) εκθέτει τις προσωπικές του αναμνήσεις.

Τέσσερις  εβδομάδες  πριν  από  τον  θάνατο του Όλιβερ Σακς έλαβα ένα γράμμα του. Σε όλη  τη  διάρκεια  της  βραχυχρόνιας  αλληλογραφίας μας ποτέ δεν έστειλε e-mail. Έγραφε όμορφα,  παραδοσιακά  γράμματα  σε  βαρύ κρεμ  επιστολόχαρτο  με  μπλε  πένα,  με  τον γραφικό  χαρακτήρα  να  γέρνει  προς  τα  αριστερά. Ήταν πάντα πασπαλισμένα με διαγραφές και προσθήκες που έδιναν μια όψη του μυαλού του που ξεχείλιζε από ιδέες. 

«Γράφω  ένα  άρθρο  για  ΜΑΤΙΑ  – για  όλα τα είδη, από τις μέδουσες και τα όστρακα και τις  αράχνες  και  τα  χταπόδια  μέχρι  τα  δικά μας  μάτια  (των  σπονδυλωτών)»,  ανέφερε. «Επίσης,  προσπαθώ  να  γράψω  κάτι  για  τις (θανάσιμες) συνέπειες των «κοινωνικών μέσων» όταν  αυτά  απορροφούν  τους  ανθρώπους, αποκλείοντας  οτιδήποτε  άλλο,  σε  όλες  τις ώρες της εγρήγορσής τους». Μου έλεγε πόσο χάρηκε  όταν  ανακάλυψε  ένα  διήγημα  του Ε.Μ. Forster, γραμμένο πριν από έναν αιώνα, με τίτλο Η Μηχανή Σταματάει. «Το ξέρεις;» με ρώτησε. Ο Forster, είπε, είχε προβλέψει τέτοιες πιθανότητες.  «Δεν  ξέρω  όμως  αν  θα  μπορέσω  να  συμπληρώσω τα άρθρα αυτά», συνέχισε. «Φοβούμαι ότι χάνω έδαφος πολύ γρήγορα».

Είχε δυσκολία με την αναπνοή και όλο και αδυνάτιζε. Κανένας δεν με δίδαξε περισσότερα από τον Όλιβερ Σακς για το πώς να είμαι γιατρός. Πρωτοσυνάντησα το γράψιμό του στην ιατρική σχολή, όταν έπιασα στα χέρια μου την κλασική συλλογή  του  Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με καπέλο. Οι ιστορίες του βιβλίου είχαν  ηλικία  πάνω  από  δέκα  έτη  —αρχαία ιστορία στην ιατρική επιστήμη— αλλά η φωνή του Σακς ήταν ήδη πάνω από τον χρόνο. Περιέγραφε, με απλό τρόπο, κάποιους ασθενείς που είχε δει, και τις ασυνήθιστες νευρολογικές τους παθήσεις. Το έκανε όμως με εκείνη την ερευνητική  και  παρατηρητική  δύναμη  που εγώ, ως νέος φιλόδοξος γιατρός, θα ήθελα να μιμηθώ.  Έπιανε  τόσο  το  ιατρικό  όσο  και  το ανθρώπινο  δράμα  της  αρρώστιας,  αλλά  και το έργο του γιατρού που την παρατηρούσε.  

Ο «Δρ Π.», το υποκείμενο της φημισμένης ιστορίας του τίτλου, ήταν διακεκριμένος μουσικός και  καθηγητής  σε  μουσικό  σχολείο  που  είχε χάσει την ικανότητα να αναγνωρίζει τα πρόσωπα των μαθητών του. Συγχρόνως, κατά παράδοξο τρόπο, «έβλεπε πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καλοσυνάτα, σαν τον κύριο Magoo (Σ.τ.Μ.: μύωπας ήρωας κινουμένων σχεδίων), στο δρόμο μπορεί να χάιδευε τις κορυφές των σωλήνων υδροληψίας  και  των  παρκομέτρων,  νομίζοντας  ότι είναι  κεφάλια  παιδιών,  ή  μιλούσε  τρυφερά  σε διακοσμητικά σκαλίσματα επίπλων και ξαφνιαζόταν όταν αυτά δεν του απαντούσαν».

Ο Σακς ήταν ατέλειωτα περίεργος, κι εγώ, όπως και εκατομμύρια αναγνώστες, πρόθυμα τον ακολουθούσαμε στις εξερευνήσεις του – στο γιατί η μουσική συγκινεί τους ανθρώπους, πώς  είναι  να  έχεις  αμνησία  ή  αυτισμό  ή  παραισθήσεις από φάρμακα, τι συνέβαινε με τον άνθρωπο  που  δεν  αναγνώριζε  πρόσωπα.  Ο Δρ Π. ήταν ένας γρίφος, και ο Σακς τον εξέταζε ολοφάνερα γοητευμένος. Το ίδιο και όλοι μας. 


Μερικές φορές με έκανε να νιώθω άβολα. Ο Σακς παρατηρούσε τα υποκείμενά του με την απάθεια ενός φυσιοδίφη, και όταν οι περιγραφές του με έκαναν να γελώ ή μου έπιαναν την ανάσα ή με έκαναν να γυρίζω τη σελίδα για να μάθω περισσότερα για το βάσανο του αρρώστου,  ένιωθα  συνένοχος.  Παρακολουθώντας  τον  Σακς  καθώς  εξέταζε  τον  Δρ.  Π. από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μάθαμε ότι ο Σακς δεν μπόρεσε να βρει φανερές ανωμαλίες ή  παθογνωμονικά  σημεία.  Όταν  όμως  στο τέλος είπε στον Δρ. Π. να ντυθεί, εκείνος φάνηκε να έχει δυσκολία να διαπιστώσει αν στο πόδι  του  φορούσε  παπούτσι  ή  όχι.  Έπειτα, όταν αυτό το πρόβλημα λύθηκε, «άπλωσε το χέρι, έπιασε το κεφάλι της γυναίκας του και προσπάθησε να το σηκώσει και να το φορέσει. Προφανώς είχε περάσει τη γυναίκα του για καπέλο!»  

Ως φοιτητής, ήθελα η απροκάλυπτη γοητεία που ένιωθα να λυθεί με μια αφήγηση για το πώς οι εξετάσεις του Σακς, που συχνά ήταν οπωσδήποτε προσωπικές, οδηγούσαν σε μια λύση, μια θεραπεία. Αυτό όμως δεν συνέβαινε στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι προσεκτικές παρατηρήσεις του πάνω στον Δρ. Π. βαθμιαία οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι είχε μια νόσο που προκαλούσε σοβαρή βλάβη στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται οπτικές πληροφορίες. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε γι’  αυτό.  Η  νόσος  εξελίχθηκε  ανεξέλεγκτη μέχρι  τον  θάνατο  του  Δρ.  Π.  Παρ’  όλα  αυτά όμως,  όπως  ήθελε  ο  Σακς  να  ξέρουμε,  είχε ουσιαστική σημασία απλώς να καταλάβουμε. Αυτό  ήταν  το  βαθύτερο  μάθημά  του. 

Ο  πιο σπουδαίος  ρόλος  του,  ως  γιατρού  και  συγγραφέα,  ήταν  να  δώσει  μαρτυρία  για  την πλατιά εμπειρία τού να είσαι άνθρωπος. Υπήρχε ένα τρυφερό πάθος κάτω από την απάθεια. «Μελέτες,  ναι»,  έγραφε  στον  πρόλογο, «αλλά  γιατί  ιστορίες  ή  περιπτώσεις;»  Διότι, εξηγούσε,  η  κατανόηση  της  αρρώστιας  δεν μπορεί  να  διαχωρισθεί  από  την  κατανόηση του  προσώπου.  Είναι  αλληλένδετα,  κι  αυτό έχει  λησμονηθεί  στην  εποχή  των  αξονικών, των εξετάσεων, της γενετικής και των παρεμβάσεων. Σύγκρινε τον σύγχρονο κλινικό γιατρό με  τον  άνθρωπο  που  μπέρδευε  τη  γυναίκα του  με  καπέλο  – είναι  ικανός  να  παρατηρεί πολλές  λεπτομέρειες,  αλλά  χάνει  τελείως  το πρόσωπο. «Για να επαναφέρουμε το ανθρώπινο  πρόσωπο  στο  κέντρο  —τον  άνθρωπο που  πάσχει,  υποφέρει,  μάχεται—  πρέπει  να βαθύνουμε το κλινικό περιστατικό σε αφήγηση ή σε ιστορία», έγραφε.

Συνάντησα  τον  Σακς  μόνο  δυο  φορές.  Η πρώτη φορά ήταν το 2002, όταν ως ειδικευόμενος χειρουργός και αρχάριος αρθρογράφος στο περιοδικό αυτό, πήγα να τον ακούσω να μιλάει στο φεστιβάλ του περιοδικού New Yorker. Είχε τη φήμη ότι ήταν εσωστρεφής και αδέξιος, αλλά πάνω στο βήμα ήταν ζεστός, αστείος και λιγότερο εγκεφαλικός απ’ ό,τι περίμενα. Ίδιος ήταν και όταν του μίλησα μετά. Ξαφνιάστηκα όταν έμαθα ότι είχε διαβάσει τα δοκίμιά μου, και με ρώτησε για μια ιδέα που του είχε μείνει από ένα από αυτά. Δεν θυμάμαι πλέον το θέμα. Αυτό  που  θυμάμαι  είναι  η  αλλαγή  μέσα  μου που προήλθε από τη σύντομη συνομιλία μας. Μέχρι τότε έβλεπα το γράψιμο σαν μια ευτυχή παράπλευρη  απασχόληση  στη  χειρουργική μου καριέρα, και δεν ένιωθα σαν κάποιος που άξιζε να αυτοαποκαλείται συγγραφέας. Επειδή όμως ο Σακς φαινόταν να εκτιμά περισσότερο τη  δουλειά  μου,  συνειδητοποίησα  ότι  αυτό έπρεπε να κάνω κι εγώ.  

Η  δεύτερη  περίπτωση  ήταν  τον  Μάρτιο του  2014,  όταν  ο  Σακς  ήλθε  σε  μια  διάλεξη που έδωσα στο Πανεπιστήμιο Ροκφέλλερ της Νέας  Υόρκης.  Ήταν  ογδόντα  ετών  τότε  και περπατούσε  με  μπαστούνι,  αλλά  η  επιβράδυνσή  του  ήταν  μόνο  σωματική.  Κατά  τη μακρά  συνομιλία  μας  μετά  μου  είπε  για  τα απομνημονεύματα  που  μόλις  τελείωνε,  που θα  είχαν  τον  τίτλο On the Move (Σε  κίνηση). Εγώ του είπα για το βιβλίο μου για τη γήρανση και τον θάνατο που τελείωνα. Στείλαμε ο ένας στον άλλο τα χειρόγραφά μας και αρχίσαμε αλληλογραφία.  

Αργότερα, έμαθε ότι ένας σπάνιος καρκίνος,  για  τον  οποίο  είχε  κάνει  θεραπεία  πριν εννιά  χρόνια,  είχε  επανέλθει  και  απλωνόταν σε όλο το σώμα του. Ανακοίνωσε την είδηση δημόσια τον περασμένο Φεβρουάριο, στους New York Times, στο πρώτο από τέσσερα εξαιρετικά δοκίμια, με τα οποία έστρεφε την αδίστακτη παρατηρητικότητά του στην ίδια την κατάστασή  του.  «Τώρα  βλέπω  τον  θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο», έγραφε. «Ο καρκίνος καταλαμβάνει το ένα τρίτο του συκωτιού μου, και παρ’ όλο που η εξέλιξή του μπορεί να επιβραδυνθεί, αυτό το συγκεκριμένο είδος καρκίνου δεν θεραπεύεται».

Έναν μήνα αργότερα μου έστειλε γράμμα. Είχε μόλις υποβληθεί σε έναν καθετηριασμό που  έριχνε  χημειοθεραπεία  και  σωματίδια που προκαλούσαν θρόμβωση απευθείας στο συκώτι του, με την ελπίδα να μειωθεί το φορτίο των  μεταστάσεων.  «Νιώθω  απαίσια  τώρα, αλλά  κάθε  μέρα  και  λίγο  καλύτερα»,  έλεγε. Αδημονούσε,  όπως  πάντα,  να  ξαναγυρίσει στο  γράψιμο  και  κατάφερε  να  συνεχίσει  να γράφει μέχρι τις τελευταίες μέρες του.  Στο τελευταίο γράμμα του που έλαβα, παραδέχθηκε ότι ένιωθε τον πειρασμό να σκέφτεται με «πεσιμιστικούς, ακόμη και αποκαλυπτικούς  όρους».  Αλλά  τον  συγκρατούσε, έλεγε, η σκέψη των ανθρώπων που θα συνέχιζαν  μετά  απ’  αυτόν:  «καλοί  επιστήμονες, καλοί γιατροί, που μου δίνουν ελπίδα για το μέλλον – μια ελπίδα που κανείς τη χρειάζεται πάρα πολύ όταν η ίδια η ζωή του πλησιάζει στο τέλος, και τα αρνητικά της ζωής φαίνονται να σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα». 

Ο Όλιβερ Σακς δεν έμοιαζε με κανένα άλλο κλινικό γιατρό ή συγγραφέα. Τον τραβούσαν τα σπίτια των ασθενών, τα ιδρύματα των αδύναμων και ανάπηρων, η συντροφιά των ασυνήθιστων και των «αφύσικων» ανθρώπων. Ήθελε να βλέπει την ανθρώπινη φύση στις πολλές παραλλαγές  της  και  να  το  κάνει  με  τον  δικό του σχεδόν αναχρονιστικό τρόπο – πρόσωπο με  πρόσωπο,  με  άνεση  χρόνου,  μακριά  από τον γιγαντωμένο εξοπλισμό μας με τα κομπιούτερ και τους αλγορίθμους. Και μέσα από τα γραπτά του μας έδειξε αυτά που έβλεπε. Ο Σακς με είχε ρωτήσει αν είχα διαβάσει το διήγημα Η Μηχανή Σταματάει του Forster. Δεν το είχα διαβάσει, αλλά το γράμμα του με ώθησε να το κάνω, και βλέπω γιατί τον τράβηξε  τόσο.  Μιλάει  για  έναν  κόσμο  όπου  τα άτομα ζουν απομονωμένα σε κελιά, φοβούνται την αυτοπεποίθηση και την άμεση εμπειρία, και εξαρτώνται από επίπεδες οθόνες-πιάτα, άμεσα μηνύματα, και από τις υπηρεσίες μιας παντοδύναμης Μηχανής. Ωστόσο υπάρχει ένα αγόρι που, όπως ο Σακς, βλέπει τι λείπει. Το αγόρι λέει στη μητέρα του:

«Η Μηχανή είναι σπουδαία, αλλά δεν είναι το παν. Βλέπω κάτι σαν κι εσένα στο πιάτο, αλλά δεν βλέπω εσένα. Ακούω κάτι σαν εσένα μέσα από το τηλέφωνο, αλλά δεν ακούω εσένα. Γι’ αυτό θέλω να έρθεις. Κάνε μου μια επίσκεψη για να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο και να μιλήσουμε για τις ελπίδες που υπάρχουν στο νου μου».

***

Όλιβερ Σακς - Atul Gawande Μετάφραση: Δρ Αντώνης Παπαγιάννης Πνευμονολόγος.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -