Στήβεν Ράνσιμαν – Η Ιστορία των Σταυροφοριών. Οι Εβραίοι


“Ιστορία των Σταυροφοριών” του Steven Runciman. Πρώτη Σταυροφορία:

“Κατά μήκος των εμπορικών οδών της Δυτικής Ευρώπης είχαν εγκατασταθεί εδώ και αιώνες εβραϊκές αποικίες. Οι κάτοικοί τους ήταν Εβραίοι Σεφαραδίτες, των οποίων οι πρόγονοι είχαν διασκορπισθεί μακριά από τη λεκάνη της Μεσογείου στη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Είχαν διατηρήσει επαφές με τους ομοθρήσκους τους στο Βυζάντιο και στις αραβικές χώρες, και έτσι μπόρεσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο, ειδικότερα στο εμπόριο μεταξύ μωαμεθανικών και χριστιανικών χωρών. Η απαγόρευση της τοκογλυφίας στης δυτικές χριστιανικές χώρες και ο αυστηρός έλεγχός της στο Βυζάντιο τους άφησε ελεύθερο πεδίο για την ίδρυση πιστωτικών οίκων σε όλη τη Χριστιανοσύνη. Λόγω της επιδεξιότητας και της μακρόχρονης παράδοσής τους ήταν επίσης εξαιρετικοί στην άσκηση της ιατρικής.

Δεν είχαν ποτέ υποστεί σοβαρό διωγμό στη Δύση, με εξαίρεση μια περίοδο, πριν από πολλά χρόνια, στη βισιγοτθική Ισπανία. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά τόσο οι κοσμικές όσο οι εκκλησιαστικές αρχές παρείχαν επιλεκτικά προστασία στα ιδιαιτέρως ωφέλιμα μέλη της κοινότητας. Οι βασιλείς της Γαλλίας και της Γερμανίας είχαν πάντοτε φιλικές σχέσεις μαζί τους, ενώ οι αρχιεπίσκοποι των μεγάλων πόλεων της Ρηνανίας τους έδειχναν ιδιαίτερη εύνοια.

Αλλά οι χωρικοί και οι φτωχότεροι άνθρωποι των πόλεων που είχαν ολοένα και πιεστικότερη ανάγκη χρημάτων εφόσον το νομισματικό οικονομικό σύστημα είχε αντικαταστήσει εκείνο που βασιζόταν στην ανταλλαγή υπηρεσιών, έβλεπαν τα χρέη τους προς αυτούς να αυξάνονται ραγδαία και κατά συνέπεια αισθάνονταν μεγαλύτερη μνησικακία εναντίον τους. Οι Εβραίοι, μην έχοντας νόμιμη εξασφάλιση, ζητούσαν υψηλά επιτόκια στα δάνεια που χορηγούσαν και αποκόμιζαν υπέρογκα οφέλη όταν η ευμένεια του τοπικού κυβερνήτη τους υποστήριζε.

Στη διάρκεια του 11ου αιώνα οι Εβραίοι έγιναν πιο μισητοί για το λαό, επειδή περισσότερες κοινωνικές τάξεις άρχισαν να δανείζονται χρήματα από αυτούς, και μάλιστα κάτω από την πίεση του σταυροφορικού κινήματος. Ο εξοπλισμός που χρειαζόταν ένας ιππότης για μια σταυροφορία ήταν εξαιρετικά δαπανηρός, ιδιαίτερα αν δεν είχε γη και υπάρχοντα να υποθηκεύσει, οπότε υποχρεωνόταν να καταφύγει στο δανεισμό από Εβραίους.

Ήταν όμως σωστό το ότι για να πολεμήσει κανείς για τη Χριστιανοσύνη έπρεπε να πέσει στα νύχια των μελών της φυλής που είχε σταυρώσει το Χριστό; Οι περισσότεροι από τους πιο φτωχούς σταυροφόρους ήταν ήδη χρεωμένοι σε Εβραίους. Ήταν σωστό να μη μπορούν οι χριστιανοί να εκτελέσουν το καθήκον τους απέναντι σε μια ασεβή φυλή; Το ευαγγελικό κήρυγμα της σταυροφορίας πρόβαλλε την Ιερουσαλήμ και τη σταύρωση. Αυτό αναπόφευκτα τραβούσε την προσοχή των πιστών στη στάση του λαού στα χέρια του οποίου είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Οι μωαμεθανοί ήταν ο τωρινός εχθρός, οι διώκτες των οπαδών του Χριστού. Αλλά οι Εβραίοι ήταν ασφαλώς χειρότεροι, είχαν καταδιώξει τον ίδιο το Χριστό. (…)


Κατά τα τέλη του Απριλίου του 1096 (…) ένας τρίτος στρατός είχε συγκεντρωθεί από ένα μικρό άρχοντα της Ρηνανίας, τον κόμη Έμιχ του Λάιζινγκεν, ο οποίος είχε ήδη αποκτήσει κάποια φήμη για παρανομίες και ληστείες. Τώρα, ο Έμιχ ισχυριζόταν ότι ένας σταυρός είχε αποτυπωθεί από θαύμα πάνω στο σώμα του. Συγχρόνως, επειδή είχε τη φήμη έμπειρου στρατιώτη, προσέλκυσε κάτω από το λάβαρό του μεγαλύτερη και φοβερότερη ποικιλία στρατιωτών από εκείνους που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν οι ιεροκήρυκες Βόλκμαρ και Γκότσαλκ. (…)

Ίσως το παράδειγμα του Πέτρου και του δούκα Γοδεφρείδου να έδωσε την ιδέα στον Έμιχ να χρησιμοποιήσει το θρησκευτικό φανατισμό προς όφελος δικό του και των συντρόφων του. Αδιαφορώντας για τις ειδικές διαταγές του αυτοκράτορα Ερρίκου, έπεισε τους οπαδούς του να αρχίσουν τη σταυροφορία τους στις 3 Μαΐου με μια επίθεση κατά της εβραϊκής κοινότητας του Σπιρ, κοντά στην περιοχή όπου έμενε. Δεν ήταν εντυπωσιακή επίθεση. Ο επίσκοπος του Σπιρ, τη συμπάθεια του οποίου είχαν κερδίσει οι Εβραίοι χάρη σε ένα καλό δώρο, έθεσε τα μέλη της κοινότητας υπό την προστασία του. Μόνο 12 Εβραίοι συνελήφθησαν από τους σταυροφόρους και θανατώθηκαν όταν αρνήθηκαν να ασπασθούν το χριστιανισμό, ενώ μια Εβραία αυτοκτόνησε για να σώσει την αρετή της. Ο επίσκοπος γλίτωσε τους υπόλοιπους και μάλιστα συνελήφθησαν αρκετοί από τους διώκτες που ευθύνονταν για φόνο και τιμωρήθηκαν με ακρωτηριασμό των χεριών τους.

Όσο περιορισμένη κι αν ήταν η σφαγή στο Σπιρ, είχε δώσει το έναυσμα. Στις 18 Μαΐου ο Έμιχ και οι στρατιώτες του έφτασαν στη Βορμς. Αμέσως διαδόθηκε μια φήμη ότι οι Εβραίοι είχαν πνίξει έναν χριστιανό μέσα σε νερό, άφησαν το πτώμα του να σαπίσει μέσα σ’ αυτό και κατόπιν το χρησιμοποίησαν για να δηλητηριάσουν τα πηγάδια της πόλης. Οι Εβραίοι δεν ήταν συμπαθείς στη Βορμς ούτε στη γύρω ύπαιθρο και η φήμη παρέσυρε αστούς και χωρικούς να ενωθούν με τους ανθρώπους του Έμιχ σε επιθέσεις εναντίον της εβραϊκής συνοικίας. Σκότωναν κάθε Εβραίο που έπιαναν. Όπως στο Σπιρ, έτσι κι εδώ ο επίσκοπος παρενέβη και άνοιξε το μέγαρό του στους Εβραίους που κατέφυγαν σ’ αυτόν. Αλλά ο Έμιχ και τα εξαγριωμένα πλήθη που τον ακολουθούσαν έσπασαν τις πόρτες και εισέβαλαν στο άσυλο. Εκεί, παρά τις διαμαρτυρίες του επισκόπου, έσφαξαν όλους τους Εβραίους, 500 περίπου.

Η σφαγή της Βορμς έγινε στις 20 Μαΐου. Στις 25 Μαΐου ο Έμιχ έφτασε έξω από τη μεγάλη πόλη Μάιντζ. Βρήκε τις πύλες κλειστές κατά διαταγή του αρχιεπισκόπου Ροθαρίου. Αλλά η είδηση της άφιξής του προκάλεσε αντισημιτικές ταραχές μέσα στην πόλη κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκε ένας χριστιανός. Έτσι, στις 26 Μαΐου, φίλοι του Έμιχ μέσα από την πόλη του άνοιξαν τις πύλες. Οι Εβραίοι, που είχαν συγκεντρωθεί στη συναγωγή, έστειλαν 200 ασημένια μάρκα στον αρχιεπίσκοπο και άλλα τόσα στον ανώτερο λαϊκό άρχοντα της πόλης, παρακαλώντας τους να τους επιτρέψουν να καταφύγουν στα παλάτια τους. Συγχρόνως, ένας Εβραίος απεσταλμένος απέσπασε από τον Έμιχ την υπόσχεση ότι δε θα έβλαπτε την κοινότητα, με αντάλλαγμα επτά λίβρες χρυσού. Τα χρήματα πήγαν χαμένα.

Την επομένη, ο Έμιχ επιτέθηκε στο παλάτι του αρχιεπισκόπου. Ο Ροθάριος, τρομαγμένος από την αγριότητα της επίθεσης, έφυγε με όλο το επιτελείο του. Μετά την αναχώρησή του, οι άνθρωποι του Έμιχ εισέβαλαν στο μέγαρο. Οι Εβραίοι προσπάθησαν να αντισταθούν αλλά νικήθηκαν και σφαγιάσθηκαν. Ο λαϊκός προστάτης τους, το όνομα του οποίου δε διασώθηκε, φαίνεται πως υπήρξε πιο θαρραλέος. Αλλά ο Έμιχ κατόρθωσε να βάλει φωτιά στο παλάτι του και όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό τράπηκαν σε φυγή. Αρκετοί Εβραίοι έσωσαν τη ζωή τους απαρνούμενοι την πίστη τους. Οι υπόλοιποι σφαγιάσθηκαν. Η σφαγή κράτησε ακόμη δύο ημέρες. Μερικοί από τους αποστάτες μετανόησαν για την αδυναμία τους και αυτοκτόνησαν. Ένας από αυτούς, προτού σκοτώσει την οικογένειά του και αυτοκτονήσει, έκαψε τη συναγωγή για να την περισώσει από τη βεβήλωση.

Ο αρχιραβίνος Καλώνυμος με 50 περίπου συντρόφους του, είχε διαφύγει από την πόλη ζητώντας άσυλο στο Ρουντεσχάιμ, στην εξοχική έπαυλη του αρχιεπισκόπου. Βλέποντας τον τρόμο των επισκεπτών του, ο αρχιεπίσκοπος νόμισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επιχειρήσει να τους προσηλυτίσει. Αυτό ξεπερνούσε την αντοχή και τις δυνάμεις του Καλωνύμου. Άρπαξε ένα μαχαίρι και όρμησε εναντίον του οικοδεσπότη. Τον απέκρουσαν, αλλά η προσβολή αυτή κόστισε στον ίδιο και στους συντρόφους του τη ζωή τους. Στη σφαγή του Μάιντζ χάθηκαν περίπου 1.000 Εβραίοι.

Ο Έμιχ συνέχισε σε Κολωνία, Τρίερ, Μετς, Νέους, Βεβελινγκχόφεν, Έλερ, Ξάντεν, όπου έσφαξαν όσους μπόρεσαν. Στο μεταξύ, άλλο ασκέρι υπό τον Βόλκμαρ, ζήλεψε τα κατορθώματα του Έμιχ, μπήκε στις 30 Ιουνίου στην Πράγα κι έσφαξε τους Εβραίους της πόλης. Και οι δυο βρήκαν λίγο αργότερα το μάστορή τους στην Ουγγαρία του βασιλιά Κολομάνου. Αυτοί σταμάτησαν να σφάζουν Εβραίους, το κακό όμως είχε (ξανα)αρχίσει.”

Η ιστορία των σταυροφοριών

***

Ο Sir Steven Runciman (1903-2000), ένας από τους σπουδαιότερους ιστορικούς στον κόσμο, πέθανε τον Νοέμβριο του 2000, σε ηλικία 97 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του ένα σημαντικό σε όγκο, αλλά και σε ενδιαφέρον, έργο το οποίο ταυτίζει το όνομα του με τη βυζαντινή ιστορία. Ήταν ένας φιλέλληνας, ένα από τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ύστερα από μια σύντομη θητεία στην Βρετανική Πρεσβεία της Σόφιας, στην πρεσβεία του Καΐρου και ένα πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη όπου δίδαξε Βυζαντινή Τέχνη και Ιστορία στο εκεί πανεπιστήμιο, κατέληξε στην Αθήνα, διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου από το 1945 έως το 1947. Συνεργάστηκε με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ και γνωρίστηκε με τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη. Σε ηλικία 94 ετών είχε έρθει για μια ακόμη φορά στην Αθήνα για να τιμηθεί με το βραβείο Ωνάση. Πολλά βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά, μεταξυ των οποίων: “Βυζαντινός πολιτισμός”, “Βυζαντινή θεοκρατία”, “Η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση”, “Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης” κ.ά.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

1 σχόλιοΣχολιάστε

  • Δεν τον γνώριζα. Θα είναι ενδιαφέρουσες οι αναφερόμενες μονογραφίες του.
    (Γιατί Εβραίοι και όχι Ισραηλίτες;
    Οι Ισραηλίτες σταύρωσαν τον Θεάνθρωπο, αλλά και από αυτόν το λαό προσφέρθηκε στην ανθρωπότητα ο Σωτήρας της. Προσωπικά δοξάζω το Θεό που με “προφύλαξε” ως Έλληνα από από αυτό το ανοσιούργημα, γιατί πολύ φοβάμαι ότι θα το είχα διαπράξει. Αν λάβω ως ένδειξη την περίπτωση του Σωκράτη, το λιθοβολισμό του Αποστόλου Παύλου κλπ.)