Το κόμμα των μνηστήρων


Αργαλέον δε
ανδράσι και πλεόνεσσι μαχαίσασθε περί δαιτί.

Οδύσσεια, β΄, 244-245

Το Ομηρικό απόσπασμα στο μότο του άρθρου θα το μετέφραζα, σε κάπως ελεύθερα νεοελληνικά, ως εξής:

Κι είναι βαρύ και δύσκολο
με αντρειωμένους και πολλούς
να τσακώνεσαι για το φαΐ.

Πρόκειται για προειδοποίηση του μνηστήρα Λεώκριτου προς όποιον τολμήσει να ενοχλήσει την δωρεάν ευωχία των μνηστήρων στα δώματα του αγνοούμενοι ήρωα Οδυσσέα.

Λίγα λόγια για τις περιστάσεις της Λεωκρίτειας ως άνω προειδοποίησης.

Είμαστε στην δεύτερη Ραψωδία, στο β΄ της Οδύσσειας. Βρισκόμαστε στην συνέλευση της Ιθάκης. Την συνέλευση έχει συγκαλέσει ο Τηλέμαχος, κι εκεί δημοσίως καλεί τους μνηστήρες της μάνας του να αποχωρήσουν από το σπίτι του, στο οποίο είχαν κάνει ένα είδος «κατάληψης».

Να υπενθυμίσουμε τα βασικά του μύθου; Ο Οδυσσέας λείπει από την Ιθάκη είκοσι χρόνια. Έχει πάρει μαζί του μια πρώτη φουρνιά από τους νέους άντρες της Ιθάκης. Τους πολεμιστές. Καθώς ο Τρωικός ο πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και δέκα χρόνια, και από τον Οδυσσέα ούτε φωνή ούτε ακρόαση, στο παλάτι του μαζεύονται γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών από την Ιθάκη και τα γύρω νησιά. Είναι οι γνωστοί «μνηστήρες της Πηνελόπης».

Ενενήντα τον αριθμό (κατά την αρίθμηση της ραψωδίας π, στ. 245-253), προερχόμενοι από την Ιθάκη και άλλα τρία γειτονικά νησιά, με δέκα υπηρέτες μόνιμο προσωπικό, εκ των οποίων ορισμένους τους έχουν φέρει από τα σπίτια τους, και ορισμένοι είναι του Οδυσσέα και έχουν «πάει μαζί τους», ή αναγκάζονται να τους υπηρετούν, μεταξύ άλλων και ο τραγουδιστής ο Φήμιος. Όλοι αυτοί, έχουν εγκατασταθεί με το «έτσι θέλω» στο παλάτι του Οδυσσέα και τρωγοπίνουν τζάμπα, εκβιάζοντας έτσι την Πηνελόπη: ή θα παντρευτείς κάποιον από εμάς, ή εμείς θα τρωγοπίνουμε στο σπίτι σου (βίοτόν τε τεόν έδουσι) μέχρι να μη μείνει τίποτα.

Στην ουσία δεν πρόκειται για ερωτική ιστορία, αλλά για πολιτική: οι μνηστήρες σκοπούν με αυτόν τον τρόπο στην βασιλεία της Ιθάκης, που είναι, για την ώρα, ακέφαλη. Η Ομηρική Ιθάκη, με τον Οδυσσέα κατ’ ουσίαν «άφαντο», στην ουσία της είναι μια «Έρημη Χώρα» (Waste Land). Το μοτίβο της Wasteland, ως αυτόνομο θέμα,θα αναπτυχθεί σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, λαϊκά και λόγια, ανάμεσά τους και στο γνωστό ομώνυμο ποιητικό έπος του Τ.Σ. Έλιοτ του 1922.

Η Πηνελόπη καθυστερεί τους μνηστήρες με τεχνάσματα, ξέροντας ότι, αν συνομολογήσει τον «στυγερόν γάμον», πολύ γρήγορα ο τυχερός γαμπρός (μάλλον ο Αντίνοος) θα σκοτώσει τον Τηλέμαχο, και θα γίνει απόλυτος κυρίαρχος της Ιθάκης, σκοπεύοντας στα πλούτη και την δόξα που συνεπάγεται η βασιλική εξουσία. Όλοι οι άλλοι, που τον υποστηρίξανε, θα έχουν το μερίδιό τους στην συννομή της εξουσίας.


Κάποια κίνηση γίνεται να σταλεί η Πηνελόπη πίσω στον Ικάριο, τον πατέρα της, να την παντρέψει αυτός, αλλά, όπως παρατηρούν και οι αρχαίοι σχολιαστές, ο Ικάριος δεν είναι καν ντόπιος (κατά την παράδοση, είναι από την Λακωνία). Όλη η συζήτηση περί της επιστροφής της Πηνελόπης στον Ικάριο – και υπάρχει αρκετή στην Οδύσσεια – είναι άνευ ουσίας.

Η Οδύσσεια ξεκινάει όταν, στα είκοσι χρόνια της απουσίας του Οδυσσέα, ο Τηλέμαχος γίνεται 21 χρονών, δηλαδή ενηλικιώνεται, και αναλαμβάνει αυτός την ευθύνη του σπιτιού του. Με την προτροπή της Αθηνάς (στην α΄ Ραψωδία), ανακοινώνει στην μάνα του, μπροστά στους μνηστήρες ότι, από δω και μπρος αναλαμβάνει αυτός (μύθος δ’ άνδρεσσιν μελήσει / πάντεσιν. Μάλιστα δ’ εμοί. Του γαρ κράτος εστ’ ενί οίκω: και για τις υποθέσεις που μας αφορούν θα συζητήσουμε οι άντρες μεταξύ μας, όλοι, και κυρίως εγώ, γιατί εγώ είμαι το αφεντικό εδωμέσα), και, ευθέως, καλεί τους μνηστήρες να φύγουν – τηρώντας τους νόμους της φιλοξενίας, για εκείνο το βράδυ: «απόψε τρώμε και πίνουμε και ακούμε τον τραγουδιστή μας, από αύριο μην ξανάρθετε». Οι μνηστήρες τον ειρωνεύονται και τον αγνοούν και ο Τηλέμαχος, πάντα με προτροπή της Αθηνάς, συγκαλεί την άλλη μέρα συνέλευση των «καρυκομοώντων Αχαιών» – δηλαδή των πολιτών που έχουν μαλλιά και γένια, όπως άφηναν τότε οι πολίτες με πολιτικά δικαιώματα – και καλεί δημοσία τους μνηστήρες να φύγουν από το παλάτι του.

Της Ιθακήσιας αυτής συνέλευσης έχουμε εικόνα: υπάρχουν «θόωκοι», ή «θρόνοι», για τους γέροντες. Μεταξύ τους, και ο θρόνος του βασιλιά – στον οποίο θα κάτσει ο Τηλέμαχος, προκαλώντας ακόμα εντονότερα τους μνηστήρες, που έχουν, κι αυτοί, μαζευτεί. Η συνέλευση είναι ανοιχτή – προφανώς στους πολίτες (εδώ: «ήρωες Αχαιοί» σημαίνει «πολίτες με πολιτικά δικαιώματα»). Οι μνηστήρες είναι στην συνέλευση αυτή, με δικαίωμα ομιλίας. Ο ομιλητής στέκεται στη μέση της «αγορής», και υπάρχει κλητήρας (κήρυξ, στη συγκεκριμένη συνέλευση είναι ο Πεισήνωρ), ο οποίος δίνει στον ομιλητή ένα σκήπτρο, το οποίο ο τελευταίος βαστάει όσο μιλάει. Ο μόνος που παίρνει στο χέρι του το σκήπτρο στην συγκεκριμένη συνέλευση είναι ο Τηλέμαχος. Στο τέλος της ομιλίας του το πετάει, «χοώμενος» (θυμωμένος, χολωμένος) στο έδαφος, και δεν φαίνεται να το ξανασηκώνει κανείς στην συζήτηση που ακολουθεί. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει την συνέλευση «πολύφημο», όπου λέγονται πολλά λόγια (ο Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα, δεν φαίνεται να έλεγε πολλά: το όνομά του σημαίνει ότι μάλλον είχε βροντερή φωνή). Ο ρόλος της συνέλευσης των Ιθακησίων φαίνεται να είναι συμβουλευτικός και ενημερωτικός. Δεν λαμβάνεται απόφαση (χωρίς να αποκλείεται ρητά κάτι τέτοιο, ή κάποια έγκριση πρότασης από κάποιον αγορητή) και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πλειοψηφική αρχή. Μετά τη συνέλευση, και την ανταλλαγή απόψεων, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Επειδή, όμως, ο Τηλέμαχος, στη συνέχεια, κάνει ό,τι θέλει – ως ιδιώτης – θα το τονίσει: «η υπόθεση για την οποία μιλάω είναι ιδιωτική, όχι του δήμου» (πρήξις δ’ ήδ’ ιδίη, ου δήμιος, ήν αγορεύω, στο γ΄, 82).

Ο Ομηρικός ποιητής, ήδη στο ξεκίνημα της συνέλευσης αυτής, μας δίνει μια δημογραφία της Ιθάκης. Ο πρώτος ομιλητής είναι ο γέρων Αιγύπτιος (καταρχάς, από την Αίγυπτο, αλλά να σημειωθεί ότι αιγυπιός είναι ο γύπας), σκυφτός απ’ τα γεράματα και με μεγάλη πείρα, ο οποίος έχει τέσσερις γιους (και άγνωστο αριθμό θυγατέρων): ο πρώτος έχει πάει με τον Οδυσσέα στην Τροία (και τον έφαγε ο Κύκλωπας στην επιστροφή), ο δεύτερος «μνηστήρσιν ομίλει», δηλαδή είχε προσχωρήσει στο κόμμα των μνηστήρων, και «δύο δ’ αιέν έχον πατρώια έργα», οι άλλοι δύο συνέχιζαν τις επιχειρήσεις του πατέρα τους.

Στην συνέλευση αυτή, ο Τηλέμαχος καλεί τους μνηστήρες να αποχωρήσουν από το παλάτι του. Τρεις μνηστήρες παίρνουν τον λόγο, ο Αντίνοος, ο Ευρύμαχος και ο Λεώκριτος.

Ο Αντίνοος, εκ μέρους των μνηστήρων, απαντά και αρνείται, ο Τηλέμαχος απαντά και επαναλαμβάνει την πρόσκλησή του για αποχώρηση επικαλούμενος τους θεούς, και στο σημείο εκείνο, εμφανίζονται δυο αετοί, οι οποίο κάνουν κύκλους πάνω από την συνέλευση και ξεσκίζουν με τα νύχια τους τα πρόσωπά τους και τους λαιμούς τους – πριν φύγουν ανατολικά («δεξιώ ήιξαν» για τον Όμηρο «δεξιά» είναι «Ανατολικά») για το σπίτι τους και την δική τους πολιτεία (δια τ’ οικία και πόλιν αυτών»).

Τον χρησμό ερμηνεύει ο «γέρων ήρως», δηλαδή προύχοντας και μέλος της Συνέλευσης, Αλιθέρσης, ότι προμαντεύει επιστροφή του Οδυσσέα και θάνατο των μνηστήρων, και καλεί τους μνηστήρες να φύγουνε, τον Αλιθέρση αποκρούει με συκοφαντίες, ύβρεις και απειλές ο Ευρύμαχος, στο σημείο εκείνο ο Τηλέμαχος αποσύρει το αίτημά του και δηλώνει ότι θα πάει στα ξένα να ψάξει για τον πατέρα του, σηκώνεται ο Μέντωρ, επίσης παλιός φίλος του Οδυσσέα, και κατηγορεί την Συνέλευση ως συνένοχη των μνηστήρων επειδή σιωπά, και αφήνει τους μνηστήρες να παρανομούν ανοιχτά, και την συνέλευση κλείνει ο Λεώκριτος, ο οποίος βρίζει τον Μέντορα, και προειδοποιεί τους πάντες –ακόμα και τον ίδιο τον Οδυσσέα, αν σώσει κι έρθει στην Ιθάκη – ότι με πολλούς και αντρειωμένους, όταν πρόκειται για το φαΐ, όποιος τα βάλει θα φάει το κεφάλι του. Από εκεί και το απόσπασμα της αρχή αυτού του κειμένου.

Εκεί λύεται η συνέλευση.

Το όλο επεισόδιο της πρώτης συνέλευσης των Ιθακησίων (μία δεύτερη, στην ω – τελευταία – ραψωδία, θα συγκληθεί μετά τη μνηστηροφονία), είναι σημαντικό γιατί δίνει μια παραστατική εικόνα της ποιότητας της αντέγκλησης με λόγια, η οποία, όμως, κατευθύνεται στην απαγόρευση του λόγου, με την επιβολή κυρώσεων. Ένα ζήτημα απολύτως σύγχρονο.

Ας εστιάσουμε στο επεισόδιο των αετών. Οι αετοί είναι προφανώς χρησμός, και αυτός που σηκώνεται να τον ερμηνεύσει είναι ένας γέρος της συνέλευσης, ο μόνος που γνώριζε από χρησμούς ανάμεσα στους γέροντες, ο Αλιθέρσης, ο οποίος είχε μαντέψει στον Οδυσσέα ότι θα’ ρθει τον εικοστό χρόνο, και τώρα ξαναμαντεύει «εΰ ειδώς», δηλαδή με γνώση του πράγματος: έρχεται ο Όδυσσέας, και θα σκοτώσει τους μνηστήρες. Φύγετε όσο είναι καιρός!

Απαντάει ο Ευρύμαχος, ο «κυβερνητικός εκπρόσωπος», τρόπον τινά των μνηστήρων. «Γέρο, γύρνα σπίτι σου, και μάντευε στα παιδιά σου, μην πάθουνε αυτά κανα’ κακό».

Ξεκινώντας έτσι με απειλές, συνεχίζει με συκοφαντίες: «αυτά τα λες περιμένοντας να σου φέρει δώρο ο Τηλέμαχος στο σπίτι σου – αν περάσει!»), και καταργεί τον λόγο του Αλιθέρση, απαγορεύοντάς τον δια … προστίμου!!!

«το τι θα γίνει εγώ θα σου μαντέψω, και πολύ καλύτερα από σένα: ο Οδυσσέας έχει πεθάνει μακριά από εδώ (ώλετο τήλε). Αν αρχίσεις και λες αντίθετα, και τίποτα δεν θα κατορθώσεις – είμαστε δύναμη εδώ – και σ’ εσένα θα σου βάλουμε πρόστιμο που «θα σε πονέσει».

Εδώ φτάσαμε, εδώ ας σταθούμε, καθώς κορυφώνονται οι απειλές του Ευρύμαχου στον Αλιθέρση (β΄, 192-193):

Σοι δε, γέρον, θωήν υποθήσωμεν, ήν ενί θυμώ
τινων ασχαλλέης, χαλεπόν δε τοι έσται άλγος.

Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον:

Και σ’ εσένα, γέρο, θα σου βάλουμε ένα πρόστιμο, που μέσα σου
θα δυσανασχετήσεις να το πληρώσεις, και πολύ θα σε πονέσει.

Συνεπώς, ο Ευρύμαχος απειλεί με πρόστιμο. Αυτό γιατί; Για να πάψει να διαδίδει ο βουλευτής Αλιθέρσης – ανακοίνωση στη συνέλευση έκανε, ο άνθρωπος – ότι ο Οδυσσέας όπου να’ ναι έρχεται (ου γαρ Οδυσσεύς / δην απάνευθε φίλων ών έσσεται, αλλά που ήδη / εγγύς εών…: γιατί ο Οδυσσέας δεν θα είναι για καιρό μακριά από τους φίλους του, αλλά όντας κάπου κοντά…) και συνεπώς οι μνηστήρες πρέπει να φύγουν.

Για τους μνηστήρες η αλήθεια είναι μία:

αυτάρ Οδυσσεύς / ώλετο τήλε: όμως ο Οδυσσέας, κάπου μακριά έχει χαθεί.

Εάν, συνεπώς, κάποιος, λέγοντας το αντίθετο, δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα, έχει πρόστιμο!

Τα παραπάνω ηχούν, βέβαια, οικεία. Καιροί που αντιγράφουν αλλήλους. Αντιγράφω από το δικόγραφο (αγωγή) πρώην δημάρχου προς υποψήφιο δήμαρχο (δήμος όνομα και μη χωριό, λόγω ανωνυμοποιήσεως). Μια νύξη για το αντικείμενο της διαφοράς: είχε προηγηθεί μαχητική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών για το αν ήταν νόμιμη ή όχι μια συμπληρωματική σύμβαση σε έργο αποχέτευσης. Ο εδώ ενάγων υποστήριζε ότι ήταν νόμιμη. Η άλλη παράταξη υποστήριζε ότι ήταν παράνομη. Οπότε γίνεται αυτό που λέμε στο ποδόσφαιρο «αλλαγή γηπέδου», ή «αλλαγή παιχνιδιού», ή «συνέχισις της πολιτικής δι’ άλλων μέσων», κατά τον Κλάουζεβιτς, και η συζήτηση μεταφέρεται από τις εφημερίδες στα δικαστήρια (γνωστά και παρ’ ημίν, από άλλες υποθέσεις!). Ο ενάγων απευθύνεται στα δικαστήρια με αγωγή και γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Μου δημιουργεί την εντύπωση ότι με όσα ισχυρίζεται η εναγομένη σε βάρος μου είναι σαν να … παρακαλεί να της … φορέσουμε χειροπέδες! […] Όμως ΔΕΝ θα υποβάλλω μήνυση! […] Δεν θα αφήσω όμως ατιμώρητη την αντίδικο. Η υποχρέωση πληρωμής χρημάτων σε αποζημίωση της προσγενόμενης σε μένα ηθικής βλάβης ίσως την … «πονέσει» περισσότερο!».

Ήδη, με όσα έχουν προηγηθεί, ο αναγνώστης θ’ ακούει τον λόγο του Ευρύμαχου να ασχημονεί μέσα από το αρχείο όπου φυλάσσονται οι αγωγές κάποιου Πρωτοδικείου.

Ένας μικρός σχολιασμός. Πρόκειται, σημειώνω, για λόγο πολιτικό, όχι νομικό. Στους παροικούντας την δικαστηριακή Ιερουσαλήμ είναι φανερό ότι το ύφος το κειμένου της αγωγής, εδώ, δεν είναι δικηγορικό. Δεν είναι του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο. Ο υπογράφων το δικόγραφο, ασφαλώς, «χρεώνεται» με την σύνταξη μέρους της αγωγής (για την οποία και πληρώνεται). Βεβαίως και υπάρχουν «νομικούρες» στο κείμενο του δικογράφου, οι οποίες χρεώνονται στον υπογράφοντα δικηγόρο, αλλά είναι σε άλλο μέρος της αγωγής, επίσης ευκόλως εντοπίσιμες για την παροικούντα την δικαστηριακή Ιερουσαλήμ. Έχουν αντιγραφεί από κάποια άλλα δικόγραφα, είναι «ξύλινες», αλλά από το δικό τους ξύλο.

Αλλά το συγκεκριμένο κομμάτι δεν είναι «ξύλινο». Σπαρταράει! Είναι δείγμα γραφής. Είναι του ίδιου του ενάγοντος. Δηλαδή είναι κείμενο πολιτικού. Είτε ο πολιτικός έστειλε σημείωμα στον δικηγόρο, το οποίο ο τελευταίος μετέφερε στο συγκεκριμένο σημείο του δικογράφου του, είτε τα είπε προφορικά, τηλεφωνικά ή σε επίσκεψη στο γραφείο του, είτε σε κάποια καφετέρια, και ο δικηγόρος συγκράτησε στη μνήμη του και μετέφερε στο δικόγραφο, λόγω της ιδεολογικής δύναμης του συγκεκριμένου λόγου, είτε ο πολιτικός είπε στον δικηγόρο «γράψτα όπως τα λέω» ή κάτι τέτοιο. «Η αγωγή θα σε πονέσει», και το «πονέσει» σε εισαγωγικά. Λεφτά θα σου ζητήσουν να δώσεις. Χαλεπόν δε τοι έσται άλγος.

Σημασία έχει, εδώ, ότι το απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω προέρχεται όχι από νομικό, αλλά από πολιτικό. Είναι όχι λόγος νομικός, αλλά πολιτικός, δηλαδή προ-νομικός λόγος. Από τον πολιτικό αυτό λόγο θα αποσπαστεί, ως χλωμό αντικατόπτρισμα, ο νομικός λόγος που θα τον στηρίξει (αν τα καταφέρει).

*  *  *

Τώρα, στον αναγνώστη των δύο κειμένων, του λόγου του Ευρύμαχου και της σύγχρονης αγωγής μεταξύ δύο δημάρχων θα «χτυπήσει» η ταυτότητα του περιεχομένου: ο λόγος που επιτρέπεται είναι ο δεδομένος ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ (αντίστοιχα, εκεί: ζει ή πέθανε ο Οδυσσέας, εδώ: έπρεπε ή όχι να υπογραφεί η συμπληρωματική σύμβαση αποχέτευσης). Όποιος πει κάτι άλλο απειλείται με πρόστιμο, το οποίο θα τον «πονέσει», κατά το σύγχρονο δικόγραφο, «χαλεπόν δε [αυτώ] έσται άλγος» κατά το ομηρικό κείμενο.

*  *  *

Ολοκληρώνουμε με ορισμένες παρατηρήσεις:

(α) Συνιστά παρανάγνωση του Ομηρικού κειμένου το να θεωρούνται οι «μνηστήρες της Πηνελόπης» ερωτευμένα παλικάρια που ανταγωνίζονται για τα μάτια της συζύγου του απόδημου ναυτικού. Αν διαβαστούν προσεκτικά ορισμένες ραψωδίες της Οδύσσειας, και ιδίως οι πρώτες (γνωστές ως «Τηλεμάχεια»), θα αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι πρόκειται για πολιτικό κόμμα, ίδιο με τα σημερινά.

– Μια ιδεολογία, ένα πρόσχημα και μια αυθαιρεσία (να παντρευτεί η Πηνελόπη κάποιον από εμάς)

– Μια εν τοις πράγμασι δύναμη, που στηρίζεται στον αριθμό και στον τσαμπουκά (παρακρατική, όσο και κρατική).

– Μια νομή της εξουσίας (τρωγοπίνουν «νήποινοι», δηλαδή τζάμπα, την περιουσία του Οδυσσέα)

– -Μια πολιτική προοπτική (με τον γάμο της Πηνελόπης, θα σκοτώσουν τον Τηλέμαχο και θα γίνει βασιλιάς ένας από αυτούς – διάβαζε: «Αντίνοος», με τους υπόλοιπους να νέμονται την εξουσία λόγω της θέσης τους στο κόμμα «μνηστήρσιν ομίλει, ήτανε στον όμιλο, στο κόμμα τους, το λέει ο Όμηρος)

– Κομματική δομή (αρχηγός – Αντίνοος – εκπρόσωπος Τύπου, επιτελικός και πρωτοπαλίκαρο – Ευρύμαχος –

– Κομματική ενότητα και αλληλεγγύη – συμπεριφέρονται ως ομάδα, όταν μιλάνε ο Αντίνοος ή ο Ευρύμαχος, χρησιμοποιούν το «εμείς».

– Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ τους «ομαδίζουν», δηλαδή καβγαδίζουν, για τις θέσεις στις οποίες θα κάτσουν! (μνηστήρες δ’ ομάδησαν ανά μέγαρα σκιόεντα / πάντες κ’ ηρήσαντο παραί λεχέεσι κλιθήναι: οι μνηστήρες τσακώθηκαν μέσα στο σκιερό παλάτι / γιατί όλοι ήθελαν να ξαπλώσουν στα ανάκλιντρα (κι όχι να κάτσουν σε πολυθρόνες, τα ανάκλιντρα ήταν πιο άνετα), μας πληροφορεί ο Όμηρος στην α΄.

– Πολιτική υποστήριξη, βασισμένη ιδίως σε οικογενειακούς δεσμούς: οι γονείς τους είναι βουλευτές, και καμία απόφαση δεν μπορεί να περάσει από την συνέλευση εναντίον τους (ούτως ή άλλως, όπως προαναφέρθηκε, συνέλευση ούτε συγκαλείται, ούτε λαμβάνει αποφάσεις).

– Και, όσον αφορά το απόσπασμα που σχολιάζεται εδώ, διαφέρει κυρίως – δύναμη να επιβάλλουν πρόστιμα σε πολιτικούς αντιπάλους, και να τα εκτελούν αναγκαστικά, δηλαδή δύναμη ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.

(β) Η Ομηρική «Ιθάκη», ως δείγμα Ομηρικής πολιτείας (διαφορετικής, προφανώς, από την ουτοπική «Σχερία» του Αλκίνοου, την «Χώρα των Φαιάκων»), διαπνέεται από αυτό που άνετα θα χαρακτηριζόταν, με την σημερινή πολιτική αισθητική, ως «μικροαστισμός». Ο καθένας το σπίτι του, τη δουλειά του, την πολιτική φιλία του, και την πολιτική χυδαιότητα, και την απειλή με οικονομικές κυρώσεις, που «πονάνε περισσότερο».

Η παρατήρηση αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί βασική σε κάθε δοκιμή να χαραχτεί η παραλληλία των παλαιών καιρών με τους σημερινούς. Το Ομηρικό «υποκείμενο» (subtext) της Ιθάκης υπό το κράτος των μνηστήρων, και ιδίως, το ζήτημα της αντιπαράθεσης ενός μικροαστικού κόσμου με τον ηρωϊκό κόσμο στην Οδύσσεια έχει τεράστιο ενδιαφέρον, όμως δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ.

*  *  *

Δεν θα πρέπει να διαφύγει η ουσία του «τι κάνει» ο Ευρύμαχος, απαγορεύοντάς του τον λόγο. Στην όλη στάση των μερών, κυριαρχεί μια διαχείριση της αβεβαιότητας: ζώει ό δ’ ή τέθνηκε ο Οδυσσέας; Με σημερινούς όρους: θα συμβιβαστούν οι δανειστές αν τους απειλήσουμε ότι θα φύγουμε απ’ το ευρώ, ή όχι; Ή για το αντικείμενο της αγωγής που είχε σκοπό να «πονέσει» την πολιτική αντίπαλο: αν ο ενάγων «ήξερε να διεκδικεί», δηλαδή εάν, με μια παράνομη σύμβαση, αν την πέρναγε δικαστικά, θα έπαιρνε «τα λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η «διαχείριση της αβεβαιότητας» απαιτεί σιωπή, και η σιωπή «απομείωση της πολυπλοκότητας», δηλαδή απαλοιφή των αντιθέτων απόψεων.

Αυτή είναι η ουσία της συζήτησης, τελικά, στην συνέλευση του β΄ της Οδύσσειας: στο πλαίσιο της «διαχείρισης της αβεβαιότητας», η επίθεση του Ευρύμαχου στον Αλιθέρση επιχειρεί μιαν «απομείωση της περιπλοκότητας», κατά την έννοια του Nicklas Luhmann (“Legitimation durch Verfahren, α΄ έκδοση 1969, Ελλ. Έκδ. Κριτική, μετάφραση Κωνσταντίνος Βαθιώτης, Αθήνα 1999). Η «απομείωση της πολυπλοκότητας», στην οποία κατ’ εξοχήν στοχεύει η πολιτική οργάνωση – και κατά φύση τα δικαστήρια – στοχεύει στην κατάργηση διαφορετικών απόψεων που διατυπώνονται για το ίδιο πράγμα και, μ’ αυτόν τον τρόπο, στην εξάλειψη των διαφωνιών με την επιβολή μιας άποψης, η οποία νομιμοποιείται όχι από την ουσιαστική της «αλήθεια», αλλά από την διαδικασία με την οποία εκδίδεται (βουλευτική, δικαστική, διοικητική κ.τ.λ.).

Πολυπλοκότητα συνιστά, στην περίπτωση του β΄ της Οδύσσειας, το εάν ζει ή όχι ο Οδυσσέας, εάν οι αετοί προλέγουν τα μέλλοντα ή όχι, και εάν θα μιλάει και ο Αλιθέρσης ή μόνο οι μνηστήρες (και όσοι συμφωνούν μ’ αυτούς), εάν θα ακούγεται μόνον ότι ο Οδυσσέας πέθανε ή θα ακούγεται και ότι ο Οδυσσέας ζει.

Ο Τηλέμαχος αφήνεται να μιλήσει, όχι μόνο επειδή πήρε τον λόγο χωρίς να ρωτήσει κανένα, αλλά κυρίως στο πλαίσιο αυτής της «νομιμοποίησης μέσω διαδικασίας»: η συμμετοχή του υποκειμένου νομιμοποιεί την επιβολή, σ’ αυτόν, της οποιασδήποτε απόφασης: «κύριε, σου δόθηκε η ευκαιρία να πεις τις απόψεις σου, τις είπες, σε ακούσαμε, απορρίπτονται». Εφόσον του Τηλέμαχου τρώγανε το βιος, ο δικός του λόγος καλούσε για μια διαδικαστική διαχείριση αυτής της τάξεως.

Αντίθετα με τον Τηλέμαχο, όμως ο οποίος δέχεται μια σχετικά συγκροτημένη απάντηση από τον Αντίνοο («μην τα βάζεις μ’ εμάς, με τη μάνα σου να τα βάζεις, που μας κοροϊδεύει»), ο Αλιθέρσης, που σηκώνεται και συμφωνεί με τον Τηλέμαχο, δέχεται τους αφρούς, τις απειλές και τις συκοφαντίες του Ευρύμαχου. Αυτοί που στοχεύονται, στο πρόσωπο του Αλιθέρση, είναι οι τυχόν «σύμμαχοι» του λόγου του Τηλέμαχου. Ούτε νέος, ούτε γέρος μπορεί να συμμεριστεί τις απόψεις του Τηλέμαχου. Ο λόγος αυτός ακούγεται στην αγορά μόνο για να αποκλειστεί, και έτσι να απομειωθεί η πολυπλοκότητα των γνωμών των Ιθακησίων. Μερικοί λόγοι βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως οι κεφαλές της Λερναίας Ύδρας, μόνο και μόνο για να κοπούν. Αυτό που κάνει ο Ευρύμαχος, είναι μια δραστήρια ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ του λόγου, με την περικοπή όλων των «ενοχλητικών» για το κόμμα του διαστάσεων.

 Η απειλή του προστίμου – και η «αλλαγή παιχνιδιού», από το πεδίο της αγόρευσης στην αγορά στο πεδίο της επιβολής προστίμου αποδεικνύεται, ως απαίτηση, περίπου «φυσιολογική συνέχεια» κάθε απαίτησης «απομείωσης της πολυπλοκότητας». Η δικαστική εξουσία στον Ομηρικό κόσμο αποτελεί ιδιότυπο – πλην απαραίτητο – συμπλήρωμα της πολιτικής.

*  *  *

Αλλά εδώ θα κλείσουμε με μια παρατήρηση: υπάρχει πολύ μεγαλύτερη συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία κοινωνία και τη σημερινή, ανάμεσα στην αρχαία νοοτροπία και τη σημερινή, απ’ ό,τι κοινώς γίνεται αντιληπτό.

Η συνέχεια αυτή, ανομολόγητη αλλά αισθητή, γίνεται αμέσως ορατή όταν εστιάσει κάποιος όχι σε καθαυτόν τον Ομηρικό ήρωα, λ.χ., προκειμένης της Οδύσσειας, στον Οδυσσέα, αλλά στον κόσμο που μυρμηγκιάζει κάτω απ’ αυτόν, και προκειμένης της Ομηρικής Ιθάκης: ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ.

***

Κωστής Δεμερτζής

Πρώτη δημοσίευση: «Καθημερινή Εύβοια», 24/10/2017 και 26//10/2017

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

7 CommentsΣχολιάστε

  • Ακατανόητο πώς ο συγγραφέας (;), ομιλητής (;), καθηγητής κάπου (;) συγχέει, παραλληλίζει και συγκρίνει την αντιδικία επί μιας προφητείας (την επιστροφή του Οδυσσέα) με την επί Δικαστηρίου αντιδικία επί γραπτών κειμένων (συμβάσεων, εν προκειμένω)!
    Ταυτίζοντάς τα και απαξιώνοντας και λοιδορώντας τα συλλήβδην φαίνεται να προσπαθεί να ευτελίσει και να ¨καταργήσει¨ το έγκλημα της συκοφαντίας!
    Δεν καταλαβαίνει την τεράστια διαφορά αυτών που συγκρίνει;

    Είναι να απορεί κανείς……..

    • Αγαπητε κ. Πανου κατα τη γνωμη μου δεν καταλαβατε το αρθρο η το διαβασατε πολυ επιφανειακα. Εσεις μιλατε για συμβασεις και ο συγγραφεας συζηταει για την ουσια και για τα πραγματικα κινητρα της ιστοριας που ειναι τοσο αναλλοιωτα οσο και και η φυση του ανθρωπου.
      Χαιρετω με εκτιμηση

      • Αναφέρομαι σε συμβάσεις γιατί το κάνει ο συγγραφέας, ενώ δεν θάπρεπε. Πρέπει να προσέχουμε τα παραδείγματα και τις συγκρίσεις μας ώστε να είναι κατάλληλα. Άλλως δημιουργούνται παρεξηγήσεις με επιζήμιες προεκτάσεις και επιπτώσεις (κατά τη γνώμη μου).

  • Επέχων θέσιν συγγραφέως του άρθρου, κύριε Πάνου, κι επειδή έχοντας ξανασυζητήσει με εσάς απ’ αυτήν εδώ την στήλη αλληλογραφίας, επ’ ευκαιρία άλλου άρθρου, άσχετου, να σας θυμίσω ότι ο μυαλό και το αλεξίπτωτο λειτουργούν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά.
    Αν δεν βλέπετε αναλογία ανάμεσα στον μνηστήρα που απειλεί: “συ, δε, γέρον θωήν υποθήσωμεν / χαλεπόν δε τι έσται άλγος” (και σ’ εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε ένα πρόστιμο – που πολύ θα σε πονέσει”) και στον σημερινό δήμαρχο, που απειλεί την αρχηγό της δημοτικής αντιπολίτευσης “αντί να της κάνω μήνυση, θα της πάρω λεφτά, θα την “πονέσει” περισσότερο”, τότε κάπου έχετε “κατεβάσει τα ρολά”.
    Παναπεί: πέφτετε από αεροπλάνο με το αλεξίπτωτό σας κλειστό.

    Αλλά – δεν ξέρω αν θα σας βοηθήσει – διερωτηθείτε: με ποια λογική ενασμενιζόμαστε, εμείς οι Νεοέλληνες, ότι είμαστε απόγονοι του Αχιλλέα (και βαφτίζουμε τα παιδιά μας Αχιλλείς), του Οδυσσέα (και βαφτίζουμε τα παιδιά μας Οδυσσείς), του Τηλεμάχου (και βαφτίζουμε τα παιδιά μας Τηλεμάχους – ένας, βαφτισμένος Τηλέμαχος, είχε διατελέσει και Δήμαρχος κάπου κάποτε – καλή του ώρα – τον είχα μάρτυρα σε μια δίκη), και αρνούμαστε ότι οι πιθανότητες είναι να είμαστε απόγονοι των … μνηστήρων της Πηνενόπης;
    Κι εκείνοι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήτανε.
    Το ότι τους σκότωσε ο Οδυσσέας;
    Αυτά τα λέει ο Όμηρος!
    Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, τους την χάρισε, και πήρε και αποζημίωση για τα …. φαγωμένα. Και κατ’ άλλες παραλλαγές, η Πηνελόπη πήγαινε μαζί τους, και γι’ αυτό, όταν ο Οδυσσέας γύρισε και το’ μαθε, την έδιωξε, και πέθανε κάπου στην Πελοπόννησο, όπου δείχνανε τον τάφο της.
    Πώς το ξέρετε;
    Ε;

    (κι αν όχι βιολογικά … πολιτικά τουλάχιστον – ο Παππάς, ας πούμε (επώνυμο) σας “φέρνει” περισσότερο για … Μενέλαος (ποιμένας λαών); Ή για … Ευρύμαχος;)

  • p.s. Αν και ο Ευρύμαχος, σήμερα, θα γινόταν … Πρωθυπουργός μάλλον (παρά τα όσα πιστεύονται, αυτός ήταν ο επικρατέστερος μνηστήρας της Πηνελόπης, ως πλουσιότερος, κι όχι ο Αντίνοος – και, μάλιστα, μόλις ο Αντίνοος έπεσε κάτω, τρυπημένος από το βέλος του Οδυσσέα, ο Ευρύμαχος έσπευσε να τον πουλήσει: “αυτός φταίει για όλα, τώρα άσε μας εμάς να φύγουμς” – σας θυμίζει τίποτα;). Ο τσαμπουκάς Αντίνοος; Άστον … αυτός ήταν … καμμένος (εξαρχής). (αν και, από τον λόγο του, στην β΄ ραψωδία, δεν φαίνεται τόσο βλαξ, αλλά και με τους αιώνες, τα γονίδια εκφυλίζονται – το πάχος είναι τέτοιο δείγμα…).

    Και κάτι ακόμα: ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Τα σχόλιά σας. Και τους δύο. Η έλλειψη διαλόγου είναι παγερή, ενώ μια heated συζήτηση … σε ζεσταίνει (κι έρχεται και χειμώνας!)

  • (πάντα κατά τη γνώμη μου)
    Δεν καταλαβαίνω τί δεν γίνεται κατανοητό στη διαφωνία μου ως προς την αναντιστοιχία αφορμής και παραδείγματος;!.
    Αφορμή είναι η αντίδραση του μνηστήρα σε μιά προφητεία που δεν τον συμφέρει. Και ξαφνικά η στάση έναντι μιας προφητείας εξισώνεται με την εξαντλητική και διεξοδική αντιπαράθεση (δημόσια και με αυστηρούς ¨δικονομικούς¨ κανόνες) επί γραπτών ή οπωσδήποτε αποδείξεων (;!)
    Το αν πχ υπάρχει Θεός και αν θα συμβεί Δευτέρα Παρουσία Του δεν αποδεικνύεται επιστημονικά (γι αυτό και διαφωνώ πως η Θεολογία πρέπει να υποβαθμίζεται στο επίπεδο της επιστήμης). Η Πίστη είναι ή δεν είναι εσωτερική ψυχική προσωπική – ατομική αναγκαιότητα. Και υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν άθεοι και ένθεοι με αμοιβαία και αναπόδεικτα (;) επιχειρήματα.
    Αν όμως μια συμφωνία (σύμβαση) – σχέση – συμπεριφορά είναι άτιμη – εγκληματική μπορεί και πρέπει να αποδεικνύεται. Αν δεν αποδεινύεται συνιστά συκοφαντία. Δεν αντιλέγω ότι πολλές φορές είναι δύσκολη η απόδειξη. Δυστυχώς τότε η συζήτηση οφείλει να περιορίζεται σε στενότατο – ιδιωτικό κύκλο. Αυτό επιβάλλει όχι απλώς το δ(Δ)ίκαιο αλλά η λ(Λ)ογική. Τί να κάνουμε;
    Αυτό εννοώ και υποστηρίζω.

  • Καλημέρα,κύριε Πάνου
    Η σύγκριση γίνεται πάντα ανάμεσα σε παραμέτρους δύο συστημάτων, οι ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ – δηλαδή, τρόπον τινά, απομονώνονται από τα συστήματα στα οποία ανήκουν – και δείχνουν κοινά σημεία και διαφορές ανάμεσα στα συστήματα.
    Έχετε, λοιπόν, δύο συστήματα, το πολιτικό σύστημα της Οδυσσαϊκής Ιθάκης (χωρίς τον ίδιο τον Οδυσσαϊκό ήρωα να βάλει μια τάξη) και το σημερινό, των σημερινών πολιτικών, ή “μνηστήρων της εξουσίας” (γιατί, εδώ που τα λέμε, κανένας δεν την παντρεύεται, ούτε ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Επιβήτορες προσωρινοί είναι, μέχρι να εκδιωχθούνε, ο καθένας από αυτούς, για να περάσει ο επόμενος!)
    Η σύγκριση ανάμεσα στους μνηστήρες, παλιούς και νέους, είναι ότι ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ, απαγορεύσανε, σε μια στιγμή, την αντίθετη άποψη, δηλαδή την άποψη του άλλου κόμματος, της άλλης παράταξης, με απειλή προστίμου, έχοντας προσβάσεις στην δικαστική εξουσία. Οι μνηστήρες γίνονταν οι ίδιοι δικαστές, και επιβάλανε το πρόστιμο οι ίδιοι. Ο δήμαρχος που λέμε, είχε δεδομένη την ευνοϊκή κρίση της δικαιοσύνης (είχε προσβάσεις, να μην είμαι πιο αναλυτικός εδώ, όχι επειδή δεν “αποδεικνύεται”, αλλά επειδή κανένας δεν είναι “έτοιμος” να ακούσει κάτι τέτοιο από αυτή τη θέση στην σημερινή Ελλάδα).
    Από αυτήν την άποψη, η αρχαϊκή και η σημερινή εποχή είναι tale quale, ταυτόσημες σχεδόν. Ούνα φάτσα ούνα ράτσα (αρχαίοι μνηστήρες και σύγχρονοι πολιτικοί).
    Εσείς, μου φαίνεται, επεκταθήκατε στο “ποιες απόψεις” απαγορεύτηκαν (αν μπορούν να “αποδειχθούν” ή όχι, κ.τ.λ.), εδώ χρησμός, εκεί ένα δημοτικό έργο κ.τ.λ., κάτι το οποίο βεβαίως δεν ήταν το θέμα του άρθρου.
    Έτσι, κατά την άποψή μου, η άποψή σας ήταν εκτός θέματος. Κάτι που βοηθάει κι εμένα να διευκρινίσω καλύτερα ποιο ήταν το θέμα, αλλά κι εσάς, με την διευκρίνισή μου, να διείτε τι λέει το κομμάτι μου.
    Και πάλι ευχαριστώ για τον διάλογο.