Α.Παπαδιαμάντης – Το γράμμα στην Αμερική

letterΚάθε φορά που έφτανα στην πατρίδα μου, κάθε τρία-τέσσερα χρόνια, με συναντούσε και μου πρόσφερε πλουσιοπάροχη τη φιλοξενία του ο Μπεφάνης ο Γιαλένιος. Όχι όμως πιο πλούσια από έναν δεύτερο θείο μου, τον καπετάν-Γεωργό τον Αγαγά, ο οποίος θυσίασε κάποτε μια ολόκληρη χήνα και άνοιξε προς τιμή μου ένα μεγάλο βαρέλι ροδίτη οίνου, που σε χτύπαγε στο κεφάλι. Τη θυσία αυτή την έκανε μία και μοναδική φορά για όλους τους ερχομούς μου, τους παρελθόντες και τους μέλλοντες, για να μην έχω πια απαιτήσεις.


Ο περί ου ο λόγος Μπεφάνης ήταν παλιός φίλος μου. Άλλοτε, στα νιάτα του, είχε μαγαζί στην αγορά. Ήταν «εμποροράφτης». Όταν ήθελες να ψωνίσεις και ήθελες να κάνεις ψιλά, αν του έδινες μισή ρηγίνα, ίση με 5,90, σου την άλλαζε σωστά: σου κρατούσε 20 λεπτά για τις βελόνες, την κουβαρίστρα και τις κλωστές, και σου έδινε ρέστα 5,60. Αν ήταν μισό γαλλικό τάλιρο, σου έδινε 5,40. Σε λίγο καιρό το έκλεισε. Ευτυχώς, είχε προφτάσει να παντρευτεί και πήρε καλή προίκα. Κατόπιν, απέκτησε δυο γιους, ύστερα χήρεψε. Ξαναπαντρεύτηκε, και πάλι πήρε κτήματα ως προίκα. Έκανε πάλι παιδιά, και γέρασε με τη δεύτερη γυναίκα του.

Εκείνα τα χρόνια, όταν με συναντούσε, μόλις είχα πάει στο χωριό, αφού μου έκανε τη συνηθισμένη υποδοχή, έπειτα, συνήθως στη δεύτερη συνάντησή μας, άρχιζε πάντοτε την ίδια συζήτηση και ζητούσε την ίδια απαράλλαχτη χάρη.

– Ξέρεις ότι τα δυο παιδιά μου, ο Γιωργής κι ο Παυλάκης, είναι από χρόνια στην Αμερική και δεν μου γράφουν τι γίνονται. Πρόκειται να κάνουμ’ ένα γράμμα, εσύ ξέρεις πού θα το στείλουμε, στον πρόξενο της Ελλάδας ή στην αστυνομία της Αμερικής. Θα μου το γράψεις γαλλικά, εγγλέζικα, σπανιόλικα, εσύ ξέρεις σε ποια γλώσσα.

Εγώ δεν ήξερα τίποτε απ’ όλα αυτά «ξέρεις, ξέρεις» που μου απέδιδε. Αλλά όπως κυβερνάται, ή μάλλον όπως λειτουργεί ο κόσμος με την ψευτομανία, με την τυφλή πρόληψη, με την κουφή φήμη, είχε διαδοθεί και είχε γίνει πιστευτό στο χωριό ότι τάχα εγώ ήξερα πολλές γλώσσες.

«Όλες με τα γράμματά τους και τις μιλιές φαρσί»!

Κι εγώ στην πραγματικότητα δεν ήξερα ούτε μισή γλώσσα να μιλήσω, είχα μελετήσει μόνος μου ό,τι είχα μάθει από τις ξένες γλώσσες για φιλολογική απόλαυση και ύστερα από βιοποριστική ανάγκη και εργαζόμουν ως μεταφραστής στις εφημερίδες, ουδέποτε όμως ως κομιστής μηνυμάτων στα ξενοδοχεία -αλλά ούτε είχα ανατραφεί με γκουβερνάντα-, για να μιλώ ξένες γλώσσες.


Ευτυχώς, ο Μπεφάνης, συνήθως την Κυριακή, έλεγε μία ημέρα να κάνει αυτό, το ξανάλεγε μάλιστα πολλές φορές μέσα στην ίδια μέρα, κατόπιν την άλλη μέρα δεν είχε πλέον κέφι, δεν ήθελε να θυμηθεί ό,τι είπε την προηγούμενη, ίσως γιατί του φαινόταν ανιαρό, και καθόταν ήσυχος για να χωνέψει, επειδή ήταν «αποκαής», όπως λένε.

Την Τρίτη πήγαινε στον ελαιώνα, όπου είχε εργάτες να ποτίζουν τα δένδρα, την Πέμπτη στο αμπέλι, όπου είχε αργολόι ή θειάφισμα κ.λπ., το Σάββατο το βράδυ, όταν επέστρεφε από το χωράφι, ήταν πολύ κουρασμένος και την Κυριακή μετά τη λειτουργία είχε συνεδρίαση, γιατί ήταν δημοτικός σύμβουλος. Το απόγευμα έπαιζε κοντσίνα ή πρέφα και το βράδυ, αν τον συναντούσα μπροστά σε άλλους πολλούς, η συζήτηση θα ήταν μακρά και θορυβώδης και δεν υπήρχε πια χρόνος και χώρος για να μου ξαναπεί ό,τι μου είχε πει άπαξ.

writing1Μετά απο τρία χρονιά πάλι, όταν επέστρεψα στο μικρό νησί, ο Μπεφάνης μού έκανε το τραπέζι και άρχισε να μου λέει:

–              Ούτε γράμμα ούτε ενθύμηση… με ξέχασαν κείνα τα παιδιά. Έχουν εφτά χρόνια που λείπουν, τέσσερα έχουν να μας γράψουν. Να πιάσεις να μου συντάξεις ένα γράμμα αγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, εσύ ξέρεις τι γλώσσα περνά σ’ εκείνο το μέρος που είν’ αυτά τα παιδιά· στο Μπουέν’ς Αιρς, στο Μεξικό ή στη Βραζιλία. Να γράψουμε στον πρόξενό μας εκεί, γιατί μπορεί να μην ξέρει ρωμαίικα, ίσως να είναι ντόπιος από κει. Θέλετε πάλι να το στείλουμε στον διευθυντή της αστυνομίας; Εσύ ξέρεις. Να μου το σκαρώσεις καλά, να το κουρδίσεις και να το στείλουμε. Πότε λες να το κάνουμε;

–              Όποτε θέλεις.

–              Καλά, έχουμε καιρό.

Το βέβαιο είναι ότι η κακή και αστεία φήμη με είχε ενοχλήσει πολύ. Γυναίκες, γέροντες της αγοράς, θαλασσινοί και στεριανοί, όπου μ’ έβρισκαν, μου φορτώνονταν να τους κάνω τη «σύσταση», να τους γράψω δηλαδή αγγλικά πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση για τις διάφορες Πολιτείες και πόλεις της Βόρειας Αμερικής. Υπομονή! Αλλά ερχόντουσαν στο πατρικό μου σπίτι και με πολιορκούσαν. Άλλος πατριώτης είχε πεθάνει σε κείνα τα μέρη ή είχε πνιγεί σε κείνα τα πέλαγα και στέλνονταν δικαστικά ξενόγλωσσα έγγραφα και μου τα έφερναν, για να τα μεταφράσω. Άλλος ήταν αγράμματος, είχε χαθεί σε κάποια μακρινή πόλη, κι έβαζε κάποιον Αμερικανό φίλο του να του γράψει γράμμα προς τους συγγενείς του στα αγγλικά. Άλλος είχε γεννηθεί από πατέρα πατριώτη μου στην Αυστραλία ή την Καλκούτα και δεν ήξερε ελληνικά· άλλος είχε ξεχάσει τη γλώσσα σαράντα χρόνια που έλειπε κι έγραφε αγγλικά. Άλλος είχε παντρευτεί Αμερικανίδα, και αυτή θέλοντας να φανεί ειρωνικά ευγενική προς την πεθερά της που δεν γνώριζε -και ευτυχώς και για τις δύο δεν υπήρχε ελπίδα να γνωριστούν ποτέ- έγραφε αγγλικά. Όλα αυτά όφειλα να τα μεταφράσω. Θεέ μου! Και ήταν τόσοι και τόσοι στο χωριό, σχολάρχες, καθηγητές, μισθωτοί επιστήμονες με διπλώματα, μορφωμένοι, ωραίοι, περιποιημένοι. Και τόσοι άλλοι ξενιτεμένοι επέστρεφαν κάθε χρόνο από την Αμερική και κανείς δεν ήταν ικανός να διαβάσει σωστά ένα γράμμα. Αχ, τι βάσανο!

Είναι αλήθεια ότι σχεδόν καμιά και κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε ότι αυτό ήταν κόπος κι ούτε σκέφθηκε αν έπρεπε να πληρώσει για τον κόπο. Όμως το πιο αξιοπρεπές για μένα θα ήταν να μην δεχόμουν ποτέ αμοιβή, αλλά το απείρως καλύτερο που ευχόμουν ήταν να με αφήσουν στην ησυχία μου, στην ολιγάρκειά μου. Εγώ είχα δουλειές να κάνω και βιαζόμουν να τις αφήσω, για να κάνω τις ξένες. Είχα εγκαταλείψει τις δικές μου υποθέσεις, έχοντας παραιτηθεί προ πολλού από κάθε δικαίωμα κληρονομιάς, ιδιοκτησίας κ.λπ., για να φροντίζω τις υποθέσεις των άλλων. Υπήρξαν και άνθρωποι που ήρθαν να με συμβουλευτούν για δικαστικές υποθέσεις. Και όταν ομολόγησα ότι δεν καταλάβαινα «σκρα» απ’ αυτά τα πράγματα, κουνούσαν το κεφάλι τους και μονολογούσαν μόνοι τους: «Και τι γράμματα ξέρει λοιπόν;».

Το κρούσμα που αντιπροσώπευε ο Μπεφάνης ο Γιαλένιος όσον αφορά την υπόθεση επιστολής προς τον Έλληνα πρόξενο ή προς την «αστυνομία της Αμερικής», σε πόλη που ούτε και αυτός ήξερε ούτε ήταν βέβαιος για την ονομασία της, την είχε πάρει με αφορμή κάποιας δοκιμής, που έγινε πράγματι προ πολλών ετών, το 188…, οπότε ένας συγγενής μου, Μανώλης Παπαγιάννης ονόματι, είχε χαθεί εδώ και πέντε-έξι χρόνια και δεν υπήρχαν νέα του, αν ζούσε ακόμη ή όχι στη Φιλαδέλφεια, όπου ήταν ο τελευταίος γνωστός τόπος διαμονής του. Τότε, η μητέρα του, μια γριά θεία μου, με παρακάλεσε επίμονα «να γράψω γράμμα», κι εγώ μέσα στην αμηχανία μου για να την παρηγορήσω, επειδή θα ήταν αδύνατον να της εξηγήσω διαφορετικά και να την πληροφορήσω, ή και να μαλακώσω τον μητρικό της πόνο, αυτοσχέδιασα ένα είδος επιστολής προς την αστυνομία της Φιλαδέλφειας, παρακαλώντας εκ μέρους της μητέρας να αναζητήσει τον ξεχασμένο άνθρωπο, αν ζούσε, και να πείσει τον ίδιο να απαντήσει στη μητέρα του. Αυτή την επιστολή την έστειλα ή μάλλον την έριξα σαν σαΐτα στον αέρα. Κι όμως, παρ’ ελπίδα, μετά από δύο μήνες σχεδόν, ήρθε η ευχάριστη απάντηση και από την αστυνομία της πόλης και από τον ξενιτεμένο ξάδελφό μου. Κι αυτό ανέλπιστα εντελώς, διότι δεν το πίστευα, όταν έγραφα την ξενόγλωσση επιστολή.

Έκτοτε, κάθε φορά που επέστρεφα στο νησί που γεννήθηκα, δεν υπήρχε μητέρα χήρα ή γριά, ξεχασμένη καιρούς και χρόνια από τον ξενιτεμένο γιο της, που να μην ήρθε σε μένα ζητώντας «να της γράψω γράμμα» προς όλες τις αστυνομίες και προξενικές Αρχές του κόσμου, για να τις παρακαλέσω να αναζητήσουν τον χαμένο γιο της. Και άνδρες πολλές φορές μού φορτώθηκαν με παρόμοιες απαιτήσεις. Ένας από αυτούς τους πολλούς, ο πιο επίμονος, αλλά και ο πιο ασταθής και αναποφάσιστος απ’ όλους, ήταν ο Μπεφάνης. Γι’ αυτό έλεγε «Εσύ ξέρεις, ξέρεις». Υπαινισσόταν αυτό που γνώριζε.

ΣΤΑ 189… είχα μείνει στην Αθήνα για επτά συναπτά έτη αυτή τη φορά, και όταν επέστρεψα στην πατρίδα, μου λέει:

–              Τώρα, σώθηκαν πια τα ψέματα, θα μου το κάμεις το γράμμα.

Μου φαινόταν περίεργο πώς και μετά από τόσα χρόνια ο πατέρας που είχε χάσει τα παιδιά του, ήλπιζε να ξαναβρεί τους γιους του με αυτή την εμπειρική μέθοδο, αφού αυτοί, αν ζούσαν βέβαια ακόμη, θα τον είχαν «ξεπονέσει», όπως ο ίδιος έλεγε.

–              Ακούγοντ’ εδώ κι εκεί, μου είπε ο Επιφάνιος, σαν να μάντευε τη σκέψη μου* τους συνάντησαν πρόπερσι άνθρωποι, αλλά δεν εννοούν να μου γράψουν. Κοίταξε τώρα, εσύ ξέρεις πώς θα το σταμπάρεις το γράμμα και που θα το στείλουμε· στο Μπουέν’ς Αιρς, στο Μεξικό ή στην Αργεντίνα;… Στην αστυνομία ή στον πρόξενο, πώς λες να το στείλουμε; Κι έχει τάχα εκεί ελληνικό προξενείο;

–              Φίλε μου, Επιφάνιε, του είπα, ούτε τα προξενεία ξέρω, ούτε παγκόσμιος χάρτης είμαι, ούτε πήγα ποτέ μου στην Αμερική. Να πώς θα γίνει, αν θέλεις, για να τελειώσει ύστερα από δώδεκα χρόνια κι αυτή η υπόθεση. Έχεις τον ξάδελφό σου τον Γιώργη τον Ζ., άνθρωπο έμπειρο, που έκανε και ναυτικός, και γραμματέας της Δημαρχίας είναι και κάνει και τον δικολάβο. Αυτός ξέρει από διοικητικά, από προξενικά και άλλα* ίσως και να βρει κάπου στα αρχεία, αν ψάξει, κανέναν κατάλογο των ελληνικών προξενείων στο εξωτερικό. Βάλε τον να σου κάνει ένα είδος επιστολής στη γλώσσα μας κι ας το απευθύνει αυτός όπου ξέρει και όπου πρέπει* φέρε μου το γράμμα, αυτό το σχέδιο, να σου το μεταφράσω όπως μπορώ. Έτσι, γλυτώνω κι εγώ από σκοτούρες και κάνω μόνο έναν μικρό κόπο* για τον κόπο δεν με μέλει, δεν θέλω όμως σκοτούρες και μπελάδες.

Ο φίλος μου συμφώνησε. Έμεινα πέντε μήνες εκεί, αλλά δεν μου έφερε κανένα τέτοιο γράμμα για μετάφραση.

(1910)

papadiamantis

Αλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΔιηγήματα της αγάπης και της ξενιτιάς

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Αλ.Παπαδιαμάντης – Η άκληρη

Μικρές ιστορίες για τον Παπαδιαμάντη

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

12 CommentsΣχολιάστε

  • (συνέχεια προηγουμένου) … Είναι αρκετά όσα, λαθρεπιβάτες κάτω από μια «μετάφραση» του Παπαδιαμάντη, περνάνε στην ζωή μας και τα βρίσκουμε μπροστά μας.
    – Το ένα είναι να θεωρείς ότι ο Παπαδιαμαντική Ελληνική είναι «ξένη γλώσσα» και να την … μεταφράζεις. Εδώ ελλοχεύει και μια δημοτικιστική ψώρα, δηλαδή ότι η καθαρεύουσα «δεν υπάρχει» ως γλώσσα, but this is another story. Η ουσία είναι ότι, και όποια ουσία είχε ο δημοτικισμός ενός, λ.χ., Δελμούζου, δηλαδή το να έρχεσαι σε επαφή με το γνήσιο συναίσθημα της ομιλουμένης παράδοσης (η «καθαρεύουσα» ήταν κατά κύριο λόγο γραπτή), εδώ έχει στεγνώσει σαν τον πατημένο ποντικό στην κάψα της ασφάλτου. Εν πάση περιπτώσει, εδώ έχεις και μια «προοδευτική» ψώρα (την λέξη «ψώρα» την χρησιμοποιούσε ασμένως και ο Κοραής αν κάτι δεν του άρεζε, λ.χ. ομοιοκαταληξία).
    – Ένα δεύτερο είναι να υποβιβάζεις την γλωσσική μορφή σε «άνευ σημασίας». Δεν είναι μόνο το αισθητικό κομμάτι, δηλαδή η γλωσσική ποιητική και η ποιητική δια της γλώσσας. «Στο βάθος κήπος» είναι μια μορφή αποεθνικοποίησης. Όπως στο soul kitchen, του Φατίχ Ακίν, ρώταγαν τον Τούρκο πρωταγωνιστή (μετανάστη στη Γερμανία): «πώς μιλάς έτσι τα Τούρκικα; Τι τα’ κανες τα Τούρκικά σου;» «Τα πέταξα!», απαντάει ο ήρωας, εδώ πετάμε την Ελληνική. Μαζί και την λογοτεχνία (πες μας την υπόθεση να τελειώνουμε), αλλά ποιος χ…ται….
    Και το τρίτο που θα θίξω εδώ (που δεν έχει αρκετά διερευνηθεί), είναι ότι «διαπαιδαγωγείς» τον νέο, επιστρέφοντάς του σαν εικόνα τον εαυτό του. «Ποια γλώσσα μιλάς παιδί μου; Αυτήν. Ε, πάρε κι άλλη δόση». Μη χολωθεί ο … σουλτάνος! (και διαμαρτυρηθεί για την γλωσσική μορφή του μαθήματος: “έτσι ε; διήγημα στην καθαρεύσουσα; Ε, κι εγω δεν διαβάζω! Για να μάθεις!”). Δεν είναι μόνο ότι η εκπαίδευση παραιτείται από κάθε προσπάθεια ‘διδασκαλίας», δηλαδή να σου δώσει «κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι και ξέρεις» (με αποτέλεσμα να την έχουν υποκαταστήσει τα social media, να τα πούμε medea … Ελληνιστί μέζεα, εξ ού και ο μεζές!), αλλά είναι και η καθήλωση του μαθητή σ’ έναν ναρκισσισμό, να στήνεις τον μαθητή σ’ έναν καθρέφτη, και να «τοποθετείς» την «εκπαίδευση» in a wildernis of mirrors, σε μια ερημία καθρεπτών. Ουδείς να απορεί αν το άνθος μιας τέτοιας κουλτούρας είναι να γίνεται σχολικό ανάγνωσμα η 1η τάξη δημοτικού που κάνει καζούρα σ’ έναν καθηγητή που χρησιμοποιεί το «οσάκης», δεδομένου ότι «ο Σάκης» είναι ένας 25-χρονος ηλεκτρολόγος που is dating μια 12χρονη συμμαθήτριά τους, για την σχετική της μύηση (η οποία δεν θα έχει αξία, σε λίγο, αν δεν βιντεοσκοπείς και την πράξη).
    Πρόκειται για την αυτοκτονία της εκπαίδευσης, άξια για μια θέση στο βιβλίο Γκίνες της ανθρώπινης βλακείας, όπως η χθεσινή «διαπραγμάτευση» από έναν Πρωθυπουργό – προϊόν ΑΥΤΗΣ ακριβώς της εκπαίδευσης, μας ανακήρυξε τους χειρότερους διαπραγματευτές του 2015. Είναι κι άλλα. Ας μείνουμε εκεί.

  • εντάξει: “οσάκις”! (είχα στον νου μου τον Σάκη, εν βρασμώ ψυχικής ορμής).

    • Καλώς ή κακώς την ιστορία αυτή την έχω σ αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου Κωστή. Τι θεωρείς ότι έπρεπε να κάνω δηλαδή; να ξόδευα μια ώρα και βάλε από τη ζωή μου ΄-αντιγράφοντας την ιστορία κι ετοιμάζοντας το άρθρο – ευελπιστώντας ότι θα την κοινωνήσω και σε άλλους ή να μην την αντέγραφα καθόλου γιατί θα ενοχλούσε κάποιους η γλώσσα;
      Είστε συχνά υπέρμετρα αυστηροί ξεχνώντας ότι πιίσω απ αυτό είναι κάποιοι που δουλεύουν αφιλοκερδώς για να προσφέρουν (έτσι νομίζουμε τουλάχιστο) κάτι το διαφορετικό

  • Νομιζω οτι οταν “μεταφραζει” κανεις τη γλωσσα του Παπαδιαμαντη, εν μερει κανει “Παραχαραξη” του αληθινου κειμενου. Ισως επρεπε να το πειτε οτι “μεταφρασατε” και να δωσετε και μια εξηγηση. Απο την αλλη, φοβαμαι οτι οι νεωτεροι ημων, αγαπητε μου Κωστη, δεν ειναι προθυμοι να κουραστουν με την γλωσσα του Παπαδιαμαντη και ενδεχομενως να μην το διαβαζανε. Δεν ηξερα το κειμενο αυτο και με συγκινησε. Δεν ειναι Παπαδιαμαντης, αμα δεν ειναι στη γλωσσα του Παπαδιαμαντη, αλλα φερει το περιεχομενο, διχως να εχει το υφος. Ποσο επηρεαζει η μορφη το περιεχομενο ειναι φιλοσοφικο θεμα. Ουτε ασχημο ειναι το κειμενο. Ειναι Μοτσαρτ σε ποπ-version? Με τι να το προσομοιασουμε?. Τυπικα δεν ειναι σωστο, αλλα δεν πληρωσαμε οπως λεει και ο συντακτης γι αυτο και οπως λενε οι Γερμανοι:
    Ruhe auf den billigen Plätzen!

    Χαιρετω ευχαριστωντας για την φιλοξενια,
    Annie ( απο τις “φτηνες κερκιδες” )

  • Πέφτουμε, βλέπω, σε “τυφλή κηλίδα του νου”. Το να βρεις το πρωτότυπο κείμενο, που μου λέει ο ενταύθα αρχισυντάκτης, ήταν μισού λεπτού δουλειά. Το να ρωτάει “τι να’ κανα”, είναι ότι δεν δίνει a damn, που λένε οι αγγλοσάξωνες, για τη γλώσσα του κειμένου. Περισσότερο από το “τι συνέπειες” μπορεί να έχει αυτό, οι αιτίες, που σκιαγράφησα παραπάνω, αξίζουν μια δεύτερη ανάγνωση. Οι “φτηνές κερκίδες” εύστοχες – “τι πληρώνεις”, στο κάτω-κάτω (αν το Αντικλείδι θέλει να αυτοτοποθετηθεί ως πνευματικό junk-food … – γιατί αυτό κάνει με το “το βρήκα, το δημοσίευσα, …” ή, όπως λέει ο λαός: “βαφτίζω, κουρεύω ,θέλει ας ζήσει θέλει ας ψοφήσει”). Ο “Παπαδιαμάντης σε μετάφραση” είναι απλώς ένα εξάνθημα. Οι αιτίες είναι σοβαρότερες – και αυτοσυντηρούμενες, of course! Συνεπώς, μην το πάρει κανείς προσωπικά. Αυτά που σκιαγράφησα παραπάνω αξίζουν μια δεύτερη ανάγνωση – είναι και συμπυκνωμένα, σεβόμενος τον χώρο… (αν, όμως, βγάλει κανείς πρωθυπουργό να αγορεύει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άκουσον μεν πάταξον δε, και να λέει η Χίος, η Μυτιλήνη και τα άλλα νησιά, μη ρωτήσει μετά τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε).

    • προσπαθούμε να έχουμε μια αναλογία πρωτότυπου υλικού μεγαλύτερη από το 50% των άρθρων. Δεν έχουμε κάποιο ρομποτ που αναδημοσιεύει ανεξέλεγκτα άρθρα, ή κανένα φασονατζίδικο όπως κάνουν οι περισσότεροι. Μισό λεπτό δρόμος εξάλλου δεν μου φαίνεται μακρυά για να πεταχτεί κάποιος αν τον ικανοποιεί περισσότερο κάτι άλλο. Στο διαδίκτυο η ύπαρξη με την ανυπαρξία είναι μόνο ένα κλικ μακρυά, δεν υπάρχουν δεσμεύσεις

  • Ο.Κ., και κανείς μην το πάρει προσωπικά. Οι Ήρκος και Στάντης Ρ. Αποστολίδηδες επιγράφουν τον πρόλογό τους στο βιβλίο τους για τις πηγές του Μεγαλέξανδρου: “το κακό βιβλίο εξίσου έναυσμα για το στοχασμό όσο και το καλό”. Αν δεν εκτιμούσα το “Αντικλείδι”, απλώς θα το έβαζα στα spam. Το εκτιμώ (ό,τι δεν μ’ ενδιαφέρει απλώς δεν το διαβάζω) και, επειδή ο “Παπαδιαμάντης σε μετάφραση” είναι μια πράξη που δίνει αφορμή για ορισμένες σκέψεις, τις έστειλα τοις αναγνώσταις. Ομολογώ, μάλιστα, ότι το “γράμμα στην Αμερική”, αυτή η Παπαδιαμαντική αριστουργηματική μπαγκατέλα (και τόσο διδακτική) μου ήταν άγνωστο, και μόνο, καθώς πήγα να το διαβάσω από τη δημοσίευσή σας, ανιηθείς από τη γλώσσα άνοιξα το ιντερνέτι, το βρήκα στο πρωτότυπο (αμέσως) και το διάβασα από εκεί. Όσο για τις σκέψεις …

    • Δεν θελω να κανω καταχρηση του χωρου γι αυτο θα προσπαθησω να μην πω πολλα! Ολες αυτες οι σκεψεις και τα επιχειρηματα σου Κωστη ειναι σωστα. Αλλα η απολυτη “ορθοτητα” ειναι καμμια φορα και μια μορφη “αγγιλωσης”! Ισως δεν ειναι σωστη η μια προς μια συγγριση, αλλα κατα συμπτωση διαβαζα χτες σε ενα επιστημονικο φορουμ μια συζητηση αν μπορει να υπαρχει Μαγνητικο πεδιο χωρις την υπαρξη Ηλεκτρικου πεδιου! Γραψανε διαφορα οι διαφοροι οχι ασχετοι με τη φυσικη αναγνωστες. Την καλιτερη απαντηση την εδωσε λακωνικα ενας Καθηγητης Πανεπιστημιου και μεντορας του φορουμ: Ειπε το εξης: ” Για εναν δικηγορο δεν υπαρχει μαγνητικο πεδιο χωρις ηλεκτρικο πεδιο, οπως δεν υπαρχει και επιφανεια χωρις μηχανικη τριβη, και σε αυτο ο δικηγορος εχει δικηο! Αλλα χωρις να μπορεις να κανεις approximations δεν μπορεις να κανεις Φυσικη!”
      Δηλαδη επιστημη.
      Πραγματι η ορθοτητα η λαθος εξαρτωνται απο την κλιμακα της μετρησης και απολυτα δεν μπορουμε να μιλαμε για σωστο η λαθος. Στο ζητημα της γλωσσας που ειναι και συμβολο ταυτοτητας, αρα και ζητημα πολιτικης, εχουν διεξαχθει και διεξαγονται μεγαλοι πολεμοι, οπως σιγουρα ξερεις καλιτερα απο μενα. Αλλα ο συντακτης εδω δεν συμμετεχει σε κανεναν. Οχι “συνειδητα” τουλαχιστον 😉
      Μια αποδειξη ειναι το οτι δημοσιευει τα σχολια μας.
      Καλημερα απο Γερμανια,
      Annie

      • Στο αντικλείδι δεν λογοκρίνουμε σχόλια, όσο τουλάχιστον είναι μέσα στα όρια της ευπρέπειας.
        Πόσο μάλλον σε 2 τόσο καλούς φίλους του site κι ενεργούς σχολιαστές από τους οποίους έχουμε να πάρουμε πράγματα, κυρίως από τις διαφωνίες τους. Σας διαβάζουμε πάντα με προσοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πάντα ότι συμπορευόμαστε με τις απόψεις σας.
        Η πολιτική μας είναι να αναρτούμε (όσο το δυνατόν) ποιοτικά πράγματα με όσο γίνεται (ή νομίζουμε) εκλαικευμένο τρόπο κάνοντας ένα άνοιγμα πέρα από τα στενά πλαίσια μιας μικρής ομάδας σκεπτόμενων αναγνωστών. Αν πράττουμε καλά ή όχι είναι μια άλλη κουβέντα, που δεν γίνεται ν αναπτυχθεί μέσα από δημόσια σχόλια. Το σίγουρο είναι ότι το εγχείρημα είχε ανταπόκριση πέρα από το αναμενόμενο
        Καλημέρα

  • Εὐχαριστοῦμε πολύ γιὰ τὶς ἀναρτἠσεις , ἐποικοδομητική ἡ προσπάθεια σας …. Ὅσον άφορᾶ τὸ κείμενο μὲ ξάφνιασε ἀρνητικά τὸ <> κειμενο τοῦ Παπαδιαμάντη… Καλὴ δύναμη , Καλή συνέχεια μέ Ὑγεία και δημιουργικότητα….