John Rawls – Δύο κατευθυντήριες ιδέες της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας.

justice1


Ο John Rawls (1921- 2002) ήταν αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος, υποστηρικτής της φιλελεύθερης παράδοσης. Η θεωρία του περί δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας αποσκοπεί σε μια κοινωνία ελεύθερων πολιτών με ίσα βασικά δικαιώματα, οι οποίοι συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός εξισωτικού οικονομικού συστήματος. Η ανάλυσή του περί πολιτικού φιλελευθερισμού αναφέρεται στη νόμιμη χρήση της πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, με σκοπό την κατάδειξη του πως μπορεί να επιτευχθεί μια ανθεκτική ενότητα, παρά τη μεγάλη ποικιλία κοσμοθεωρήσεων που επιτρέπουν οι ελεύθεροι θεσμοί. Τα συγγράμματά του περί δικαίου των λαών διευρύνουν τις θεωρίες αυτές στη φιλελεύθερη εξωτερική πολιτική, με στόχο να φανταστούμε πως θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας ειρηνικής και ανεκτικής παγκόσμιας τάξης.

 

Justice by Luca Giordano.

Justice by Luca Giordano.

Δύο κατευθυντήριες ιδέες της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας.

Η κοινωνική συνεργασία, με κάποια μορφή, είναι απαραίτητη για τους πολίτες, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή. Ωστόσο, οι πολίτες δεν είναι αδιάφοροι για το πώς τα οφέλη και τα βάρη της συνεργασίας θα κατανέμονται μεταξύ τους. Οι αρχές του Rawls περί δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας ενσαρκώνουν τις κεντρικές φιλελεύθερες ιδέες ότι η συνεργασία θα πρέπει να είναι δίκαιη για όλους τους πολίτες οι οποίοι θεωρούνται ελεύθεροι και ίσοι. Η διακριτική ερμηνεία που δίνει ο Rawls στις έννοιες αυτές μπορεί να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές ως συνδυασμός αρνητικής και θετικής θέσης.

Η αρνητική θέση είναι ότι οι πολίτες δεν αξίζουν να γεννηθούν σε μια πλούσια ή φτωχή οικογένεια, να γεννηθούν, όσον αφορά τα φυσικά τους προσόντα, πιο προικισμένοι από τους άλλους, να γεννηθούν άνδρες ή γυναίκες να γεννηθούν ως μέλη μιας συγκεκριμένης φυλετικής ομάδας και ούτω καθεξής. Δεδομένου ότι αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ατόμων είναι υπό αυτήν την έννοια ηθικά αυθαίρετα, οι πολίτες, εξαιτίας τους, σε ένα βαθύτερο επίπεδο δεν δικαιούται περισσότερο ή λιγότερο από τα οφέλη της κοινωνικής συνεργασίας. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένας πολίτης γεννήθηκε πλούσιος, λευκός, άρρεν από μόνο του δεν δημιουργεί κανένα λόγο γι’ αυτόν τον πολίτη είτε να ευνοείται είτε να παραγκωνίζεται από τους κοινωνικούς φορείς.

Αυτή η αρνητική θέση δεν εξηγεί από μόνη της πως θα πρέπει να διανέμονται τα κοινωνικά αγαθά απλώς ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η θετική θέση του Rawls για τη διανομή είναι η ισότητα που βασίζεται στην αμοιβαιότητα. Όλα τα κοινωνικά αγαθά πρέπει να κατανέμονται ισομερώς, εκτός εάν μια άνιση κατανομή θα είναι προς όφελος όλων. Η βασική ιδέα είναι ότι, δεδομένου ότι οι πολίτες είναι ουσιαστικά ίσοι, η συλλογιστική σχετικά με τη δικαιοσύνη θα πρέπει να αρχίσει από την υπόθεση ότι τα αγαθά που παράγονται συνεταιριστικά θα πρέπει να μοιράζονται ισότιμα. Η δικαιοσύνη λοιπόν απαιτεί στη συνέχεια ότι οποιαδήποτε ανισότητα θα πρέπει να ωφελεί όλους τους πολίτες και κυρίως θα πρέπει να ωφελεί εκείνους που κατέχουν τα λιγότερα. Η ισότητα ορίζει την βασική γραμμή. από εκεί οποιαδήποτε ανισότητα θα πρέπει να βελτιώνει την κατάσταση του κάθε ατόμου και ιδιαίτερα την κατάσταση αυτών που βρίσκονται σε χειρότερη θέση.

Αυτές οι  ισχυρές προϋποθέσεις της ισότητας και της αμοιβαιότητας των οφελών αποτελούν τα ορόσημα της θεωρίας του Rawls περί δικαιοσύνης.

Liberyt-v-Justice

Οι δύο αρχές της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας.

Αυτές οι κατευθυντήριες ιδέες της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας εκφράζονται στις δύο αρχές του για τη δικαιοσύνη:

Πρώτη αρχή: κάθε άτομο έχει το ίδιο απαράγραπτο δικαίωμα σε ένα απολύτως επαρκές καθεστώς ίσων βασικών ελευθεριών, το οποίο είναι συμβατό με το ίδιο καθεστώς ελευθεριών για όλους.


Δεύτερη αρχή: Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες υπάρχουν και πρέπει να πληρούν δύο προϋποθέσεις:

  • α. Θα πρέπει να αφορούν καθήκοντα και θέσεις  ανοικτά σε όλους υπό συνθήκες δίκαιης ισότητας ευκαιριών,
  • β. Θα πρέπει να προσφέρουν το μεγαλύτερο  όφελος στα λιγότερο ευνοημένα μέλη της κοινωνίας (η αρχή της διαφοράς). (JF, 42-43)

Η πρώτη αρχή των ίσων βασικών ελευθεριών  πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σχεδιασμό του πολιτικού συντάγματος, ενώ η δεύτερη αρχή ισχύει κυρίως για τους κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Η εκπλήρωση της πρώτης αρχής έχει προτεραιότητα σε σχέση με την εκπλήρωση της δεύτερης αρχής και στο πλαίσιο της δεύτερης αρχής η δίκαιη ισότητα των ευκαιριών έχει προτεραιότητα έναντι της αρχής της διαφοράς.

Η πρώτη αρχή διασφαλίζει για όλους τους πολίτες οικεία βασικά δικαιώματα και ελευθερίες: ελευθερία συνείδησης και ελευθερία συναναστροφής, ελευθερία λόγου του ατόμου, δικαιώματος ψήφου, κατοχής δημόσιου αξιώματος, αντιμετώπισης σύμφωνα με το κράτος δικαίου, κλπ. Η αρχή εκχωρεί αυτά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες σε όλους τους πολίτες ισότιμα. Άνισα δικαιώματα δεν θα ωφελήσουν εκείνους που θα πάρουν ένα μικρότερο μερίδιο των δικαιωμάτων, οπότε η δικαιοσύνη απαιτεί ίσα δικαιώματα για όλους υπό όλες τις φυσιολογικές συνθήκες.

Η πρώτη αρχή του Rawls συμφωνεί με τις ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις σχετικά με τη σημασία των ίσων βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά καθιστούν αυτήν την πρώτη αρχή διακριτή. Πρώτον, η προτεραιότητά της: τα βασικά δικαιώματα και ελευθερίες δε ανταλλάσσονται με άλλα κοινωνικά αγαθά όπως η οικονομική αυτάρκεια. Η πρώτη αρχή απαγορεύει, για παράδειγμα, μια πολιτική που θα σχεδίαζε εξαιρέσεις για τους σπουδαστές κολεγίων με την αιτιολογία ότι οι μορφωμένοι πολίτες είναι πιο πολύτιμοι για την οικονομία. Εάν το σχέδιο είναι μια δραστική καταπάτηση των βασικών ελευθεριών και αν ένα τέτοιο σχέδιο εφαρμοστεί, τότε όλοι όσοι είναι σε θέση να το υπηρετήσουν πρέπει να υπόκεινται σε αυτό με ίσους όρους.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πρώτης αρχής του Rawls είναι ότι απαιτεί τη δίκαιη αξία των πολιτικών ελευθεριών. Οι πολιτικές ελευθερίες αποτελούν ένα υποσύνολο των βασικών ελευθεριών, που αφορά τα δικαιώματα κατοχής δημόσιου αξιώματος, το δικαίωμα επηρεασμού του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών και ούτω καθεξής. Για αυτές τις ελευθερίες ο Rawls απαιτεί οι πολίτες να είναι όχι μόνο τυπικά αλλά και ουσιαστικά ισότιμοι. Δηλαδή, οι πολίτες που είναι εξίσου προικισμένοι και με ίδια κίνητρα θα πρέπει να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες κατοχής δημόσιου αξιώματος, επιρροής των εκλογών, και ούτω καθεξής, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Αυτή η πρόβλεψη της δίκαιης αξίας έχει σημαντικές επιπτώσεις για το πώς οι εκλογές θα πρέπει να χρηματοδοτούνται και να οργανώνονται, όπως περιγράφεται παρακάτω.

Η δεύτερη αρχή της δικαιοσύνης του Rawls έχει δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, η δίκαιη ισότητα ευκαιριών, απαιτεί οι πολίτες με τα ίδια ταλέντα και βούληση να τα χρησιμοποιήσουν, να έχουν τις ίδιες εκπαιδευτικές και οικονομικές ευκαιρίες, ανεξάρτητα από το αν γεννήθηκαν πλούσιοι ή φτωχοί. «Σε όλα τα πεδία της κοινωνίας οφείλουν να υπάρχουν σε γενικές γραμμές οι ίδιες προοπτικές πολιτισμού και επιτευγμάτων για όσους έχουν παρόμοια κίνητρα και προσόντα.» (JF, σ. 44) Έτσι, για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι τα φυσικά προσόντα και η προθυμία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα σε όλα τα παιδιά που γεννιούνται στο πλαίσιο των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, τότε, σε οποιοδήποτε είδος απασχόλησης (γενικά προσδιοριζόμενης) θα πρέπει να βρούμε ότι περίπου το ένα τέταρτο των ατόμων που καταπιάνονται μ’ αυτήν την απασχόληση γεννήθηκαν στην κορυφή του 25% της κατανομής του εισοδήματος, το ένα τέταρτο γεννήθηκαν στο δεύτερο υψηλότερο 25% της κατανομής του εισοδήματος, και ούτω καθεξής. Δεδομένου ότι η τάξη προέλευσης είναι ηθικά αυθαίρετο γεγονός για τους πολίτες, η δικαιοσύνη δεν επιτρέπει στην τάξη προέλευσης να μετατραπεί σε άνισες πραγματικές ευκαιρίες για την εκπαίδευση ή την ουσιαστική εργασία.

Το δεύτερο μέρος της δεύτερης αρχής είναι η αρχή της διαφοράς. Η αρχή της διαφοράς απαιτεί οι κοινωνικοί θεσμοί να διαρθρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ανισότητες του πλούτου και του εισοδήματος να λειτουργούν προς όφελος αυτών που θα είναι σε χειρότερη κατάσταση. Ξεκινώντας από μια φανταστική γραμμή βάσης για την ισότητα, επιτρέποντας ανισότητες σε μισθούς και ημερομίσθια, μπορεί να παραχθεί ένα καλύτερο συνολικό προϊόν: υψηλότεροι μισθοί μπορούν να καλύψουν το κόστος της κατάρτισης και της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, και μπορούν να παρέχουν κίνητρα για την πλήρωση των θέσεων που έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση. Η αρχή της διαφοράς απαιτεί οι ανισότητες που αυξάνουν το συνολικό προϊόν να είναι προς όφελος όλων και συγκεκριμένα προς μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο προνομιούχων.

Σκεφτείτε τέσσερις υποθετικές οικονομικές δομές Α – Δ, και τον μέσο όρο του επιπέδου των εισοδημάτων μιας ζωής που θα παρήγαγαν αντιπροσωπευτικά μέλη από τρεις διαφορετικές ομάδες:

Οικονομία  Λιγότερο Προνομιούχα Ομάδα                  Μεσαία  Ομάδα                          Πλέον Προνομιούχα Ομάδα.

Α                                10,000                                                             10,000                                             10,000

Β                                 12,000                                                             15,000                                             20,000

Γ                                 20,000                                                            30,000                                             50,000

Δ                                 17,000                                                            50,000                                           100,000

Εδώ η αρχή της διαφοράς επιλέγει την Οικονομία  Γ, διότι περιέχει την διανομή όπου η λιγότερο προνομιούχος ομάδα πηγαίνει καλύτερα. Οι ανισότητες στη Γ είναι προς όφελος όλων σε σχέση με την ίση κατανομή (Οικονομία Α), καθώς και μια πιο ίση κατανομή (Οικονομία Β). Αλλά η αρχή της διαφοράς δεν επιτρέπει οι εύποροι να γίνονται πλουσιότεροι σε βάρος των φτωχών (Οικονομία Δ). Η αρχή της διαφοράς ενσαρκώνει την αμοιβαιότητα βάσει της ισότητας: από μια ελάχιστη εξισωτική γραμμή βάσης απαιτεί ανισότητες που είναι καλές για όλους και ιδιαίτερα για τους φτωχότερους.

Η αρχή της διαφοράς εκφράζει την ιδέα ότι τα φυσικά προσόντα είναι άδικα. Ένας πολίτης δεν αξίζει περισσότερο από το κοινωνικό προϊόν απλά και μόνο επειδή είχε την τύχη να γεννηθεί με χαρίσματα που βρίσκονται σε μεγάλη ζήτηση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να λαμβάνουν το ίδιο μερίδιο. Το γεγονός ότι οι πολίτες έχουν διαφορετικά ταλέντα και ικανότητες μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να φέρει τους πάντες σε καλύτερη θέση. Σε μια κοινωνία που διέπεται από την αρχή της διαφοράς οι πολίτες θεωρούν την κατανομή των φυσικών προσόντων ως περιουσιακό στοιχείο που ωφελεί όλους. Οι περισσότερο προικισμένοι είναι ευπρόσδεκτοι να χρησιμοποιήσουν τα χαρίσματά τους για να βελτιώσουν τη μοίρα τους, εφόσον καθ’ όλη την προσπάθειά τους συμβάλλουν επίσης στο καλό των λιγότερο προικισμένων. «Στη δικαιοσύνη ως ακριβοδικία», λέει ο Rawls, «οι άνθρωποι συμφωνούν να μοιράζονται ο ένας τη μοίρα του άλλου.» (TJ, 102).

John Rawls

John Rawls

    Πηγή:  24grammata (αρχείο pdf)

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Πολιτική ανυπακοή και βία: μία πρώτη προσέγγιση

 

Μοντεσκιέ – Η παραβολή των Τρωγλοδυτών

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -