Οι Έξι Κηδείες Της Αλίκης Βάλμα

mt-3_thumb


Στο συνεργείο του Γελωτοποιού  παίχτηκε πρόσφατα ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι , το οποίο μπορείτε να παίξετε κι εσείς με τους φίλους ή την οικογένειά σας. Το θέμα μπορεί να ήταν λίγο μακάβριο αλλά το γέλιο άφθονο και οι ιστορίες υπέστησαν μεγάλες ανατροπές. Ας δούμε πως το περιγράφει ο κος Καθηγητής:

(Αυτά τα έξι κείμενα είναι προϊόντα ενός παιχνιδιού γραφής που ονομάσαμε: Συνεργιστικό Πτώμα.

Επιλέξαμε ως βάση το φύλο και το όνομα του «πρωταγωνιστή»: Αλίκη Βάλμα.

Και ένα ακόμα στοιχείο: Η ηρωίδα θα παρευρισκόταν σε μια κηδεία.

Κάθε συνεργός έγραψε την πρώτη παράγραφο, για τη δική του Αλίκη.

Ο επόμενος  έπρεπε να προσθέσει μια παράγραφο, να συνεχίσει την ιστορία, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είχε στον νου του ο προηγούμενος.

Μετά ο τρίτος, ο τέταρτος κοκ.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργίας είναι Οι έξι κηδείες της Αλίκης Βάλμα.)

1)                        Diamonds are forever, καριόληδες

2)                        Το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει

3)                        Γιατί γελάει η γιαγιά;

4)                        ΖΩ!

5)                        Μια τελευταία αγκαλιά για τον Ρένο Ροφακιάν

6)                        Η σπερματεγχύτρια στο φως της μέρας

alice

Diamonds are forever, καριόληδες

Χτύπησε τα πόδια της κάτω για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Τους χαμογέλασε και τύλιξε μια τούφα στο δάκτυλο της. Τόσο αθώα! Μόλις στράφηκαν προς το φέρετρο η Αλίκη είπε δυνατά: «Καριόληδες! Αρχίδια! Γαμιόληδες!»

Ο πάστορας της ζήτησε να κάνει ησυχία, πιστεύοντας ότι την είχε ταράξει η θλίψη. Δεν ήξερε ελληνικά και γι’ αυτόν οι λέξεις που είχαν ακουστεί δεν σήμαιναν τίποτα.

«Καημένο κορίτσι», σκέφτηκε, «θα τον αγαπούσε πολύ τον μακαρίτη για να ταξιδέψει ως τη Μελβούρνη.»

«Είσαι πολύ καθίκι, ρε Βαγγέλη. Μαλάκα! Κακούργε!» είπε πάλι η Αλίκη.

Τώρα τι θα έκανε, πως τα ‘βγαζε πέρα που δεν ήξερε γρι αγγλικά; Δύο μήνες ήθελε ακόμη. Είχαν προγραμματίσει να έρθει τέλη Αυγούστου, για να μη δώσει στόχο. Η μπάζα που είχαν κάνει ήταν μεγάλη. Αυτός έφυγε πρώτος για να προετοιμάσει το έδαφος. Του είχε στείλει τα διαμάντια σχεδόν αμέσως. Ο Άλκης ήταν μάστορας σ’ αυτά. Η σφραγίδα γνησιότητας του μουσείου Θεσσαλονίκης απέκρυπτε τεχνηέντως το περιεχόμενο.

Θα προτιμούσε στ’ αλήθεια ο Βαγγέλης να είχε χαθεί από προσώπου γης, ενώ η ίδια θα παράχωνε τα πολύτιμα κρυσταλλικά δάκρυα σε τόπο ασφαλή και χλοερό. Το αντίστροφο όμως, που είχε εκτυλιχτεί σαν θρίλερ: Ενώ εκείνη ήταν κάπου αλλού, σχεδιάζοντας ένα λαμπρό μέλλον, οι θεοί γελούσαν…


Ήταν στ’ αλήθεια μια γαμημένη κατάσταση.

Μετά την αναταραχή που προκάλεσε στον οίκο του Θεού έμεινε σιωπηλή να κοιτάει τον πάστορα, σαν να είχε μαζί του προηγούμενα, ενώ εκείνος της έριχνε λοξές ματιές. Η Αλίκη άρχισε να ξανατυλίγει τούφες από τα μαλλιά της και μόλις τραβούσε το δάκτυλο από εκεί μέσα το έχωνε στο στόμα της και το πιπιλούσε για λίγο.

Στη συνέχεια έβαλε το σαλιωμένο δάκτυλο στις τσέπες από το πανωφόρι της και χάιδεψε τα μικρά διαμάντια που ξεκουράζονταν εκεί μέσα. Ηρέμησε όσο ήταν δυνατόν να ηρεμήσει.

Μετά είπε, χωρίς πάθος: «Α, ρε γαμημένε Βαγγέλη, εσύ θα ‘πρεπε να ήσουν στο φέρετρο και όχι ο Άλκης.»

Ο πάστορας αγανάκτησε: «Shut the fuck up, ma’am!”

Η Αλίκη ψέλισσε: “Excuse me, sir”.

Όλοι την κοίταξαν με μίσος και ψυχράδα. Της φάνηκε ότι τους πείραξε πιο πολύ αυτό που μόλις είχε πει από τα καντήλια που έριξε στο Βαγγέλη.

Σκέφτηκε: «Αστοί…» Ή μάλλον σκέφτηκε: «Χριστιανοί αστοί». Και κούνησε αδιάφορα τους ώμους.

Τα διαμάντια στην τσέπη της φώναζαν: «Κέρδισες! Κέρδισες! Τον σκότωσες τον μπάσταρδο.»Χαμογέλασε, τύλιξε τις τούφες της ξανά, υποκλίθηκε και έφυγε ανάλαφρα και γρήγορα.

Θα γινόταν πλούσια και θα έφτιαχνε τη ζωή της, έπειτα απ’ όλα αυτά που της είχε κάνει ο γαμιόλης ο Άλκης.

Ήταν πια ελεύθερη.

                                                          ~~{}~~

scarlett-sexy-black-widow

Το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει 

Μπήκε φοβισμένη στην εκκλησία, όχι γιατί δεν άντεχε τη θέα του θανάτου, αλλά επειδή όλη την εβδομάδα ευχόταν να πεθάνει.

«Ψόφα», φώναζε μέσα στο σπίτι της, γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. «Να πεθάνεις». Δεν περίμενε η ευχή της να πραγματοποιηθεί τόσο γρήγορα. Ήταν μια απλή σύμπτωση ή τον είχε στ’ αλήθεια σκοτώσει;

Η κατάσταση τον τελευταίο χρόνο ήταν αφόρητη. Το αλκοολιλίκι του Θόδωρου ήταν σχεδόν μόνιμο. Τον κατέτρωγε, αλλά αυτός, μαζοχιστικά, το αποζητούσε από τις πρώτες στιγμές που άνοιγε τα μάτια του. Η μυρωδιά του εμετού που είχε ποτίσει τους τοίχους, ισχυρότερη και από τη χλωρίνη, θα έμενε πάντα στο μυαλό της. Τον είχε σιχαθεί.

Είναι, βλέπεις, ευκολότερο (από το να αντιμετωπίσεις το κοινωνικό βάρος και τις ευθύνες ενός διαζυγίου) να περιμένεις να σας χτυπήσει ο θάνατος, όπως επιβάλλει η κοινωνική μανιέρα. Έτσι μπορούσε να παραστήσει ότι κάποτε τον αγάπησε. Η ανακούφιση που ένιωθε μέσα της γεννούσε λυτρωτικές ενοχές, που έβαζαν παράμερα το θάνατο του άλλου, μπροστά στο πόσο έπασχε η ίδια.

Καθώς στεκόταν μπρος στον μακαρίτη, το μυαλό της πήγε σε παλιές της ευχές και επιθυμίες που είχαν πραγματοποιηθεί. Ο ιερέας έψελνε για τόπους χλοερούς.

Δεν ήταν κάτι το μεταφυσικό, εκεί κατέληξε, αλλά το κάθαρμα έπρεπε να φύγει από τη μέση, έστω κι αν η αιτία θανάτου δεν ήταν και τόσο «φυσιολογική». Το χάπι που του έριξε στο ποτό το πήρε και η ίδια. Το αλκοόλ τέλειωσε τη δουλειά που αυτή ξεκίνησε.

Ο ιερέας έψελνε για τόπους χλοερούς κι εκείνη παρακολουθούσε από έναν παράλληλο κόσμο, τόσο φυσικό όσο και αναίτιο.

Ήταν πια απαλλαγμένη από όλη του τη σκατούρα, βρόμα και δυσωδία. Είχε απαλλαχτεί πλέον και από κάθε τύψη ή φόβο μήπως την ανακαλύψουν. Ήταν αλκοολικός, αυτό το ήξεραν όλοι.

Όταν τον βρήκε πεσμένο στο πάτωμα του μπάνιου, μέσα στους εμετούς του, περίμενε λίγο για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο και αφού ήταν σίγουρη ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά από τους λυγμούς (οι θεατρικές της σπουδές δεν είχαν πάει χαμένες), πήρε την πεθερά της:

«Κυράαα Μαρίααααα…. Αυτοκτόνησε! Ναι, ΝΑΙ ΣΟΥ ΛΕΩ, τρέχα», φροντίζοντας να κάνει παύσεις για θρήνο.

Έπειτα πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό και έγραψε όσο πιο άτσαλα και ανορθόγραφα μπορούσε το σημείωμα αυτοκτονίας. Όταν μεθούσε ο Άλκης έγραφε σαν παιδί του νηπιαγωγείου με μαθησιακές δυσκολίες. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν τα γράμματα του.

Η πεθερά της έφτασε πριν από το ασθενοφόρο. Η Αλίκη, ουρλιάζοντας, όρμηξε πάνω της. Από μέσα της γελούσε χαιρέκακα και σατανικά. Ένιωθε ότι άξιζε το όσκαρ για αυτήν την ερμηνεία. Της άρεσε τόσο πολύ όλο αυτό που σκέφτηκε ότι θα το ξανάκανε άνετα.

Της άρεσε τόσο πολύ που το ξανάκανε.

Ο επόμενος άντρας της δεν ήταν αλκοολικός, αλλά τζογαδόρος. Τον εξολόθρευσε κι αυτόν χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα. Δεύτερο όσκαρ.

Ο τρίτος ήταν θρησκόληπτος. Παθιασμένος με το θεό του. Τον έθαψε φορώντας ένα μαύρο φουστάνι, με τιράντες. Ήταν καλοκαίρι, βλέπεις.

Ο τέταρτος ήταν πολύ καλός. Μάλλον δεν είχε ελαττώματα. Την αγαπούσε, την φρόντιζε, ήταν και όμορφος (δέκα χρόνια νεότερος).

Τον σκότωσε κι αυτόν. Είχε συνηθίσει πια να πενθεί. Κάθε φορά που φορούσε νυφικό φανταζόταν τον εαυτό της με μαύρα.

«Όπως και να το κάνεις, Αλίκη», έλεγε στον εαυτό της, «το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει».

                                                   ~~{}~~

 alien

Γιατί γελάει η γιαγιά; 

Προσπαθούσε μετά βίας να μη γίνει αντιληπτό το αμήχανο γέλιο της. Το πάθαινε σχεδόν σε κάθε κηδεία από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Να έφταιγε το ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός ή μήπως υπέκρυπτε την κρυφή χαρά για το ότι δεν βρισκόταν αυτή μέσα στο φέρετρο;

Είναι οπωσδήποτε μια γεύση άγριας χαράς να μετράς πόσους έχεις «θάψει», μέχρι να ‘ρθει και για σένα η αφεύγατη στιγμή. Να βλέπεις θλιμμένα τα πρόσωπα, εκείνων που έμειναν να ζουν, σε αντίθεση με την ολύμπια γαλήνη του προσώπου του νεκρού, και τα κλάματα να καλύπτουν το πνιγμένο νευρικό σου γέλιο, σάμπως η ζωή να ήταν πιο οχληρή από την ασέβεια ή τον θάνατο.

Της άρεσε ιδιαίτερα να φυτεύει στους τεθλιμμένους τούτη την ιδέα, ψιθυρίζοντας μεγαλόφωνα: «Αλίμονο σ’ αυτούς που μένουν», με μια ειρωνική σοβαρότητα που μόνο εκείνη γνώριζε τι σήμαινε.

Φεύγοντας ένιωθε σαν να είχε κλέψει τη ζωή τους, μοναδική επιβιώσασα σ’ ένα μακάβριο δυστύχημα, σε μια άδηλη μαζική σφαγή.

Όλα αυτά μέχρι που η Αλίκη Βάλμα ένιωσε το χέρι του Χάρου να την τραβάει από το μπατζάκι. Με όση ειρωνεία κι αν έντυνε τις σκέψεις της γύρω από το θάνατο ήξερε κατά βάθος ότι δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον ήλιο φορώντας γυαλιά το καταμεσήμερο.

Πόσο μικρή να φαντάζεις, Αλίκη;

Η επόμενη κηδεία που παρευρέθηκε –μετά το δυστύχημα- είχε γι’ αυτήν μια διαφορετική αίσθηση.

Το φέρετρο ήταν μαλακό, απαλό και αναπαυτικό. Ο Χάρος της χαμογέλασε.

«Δεν το ήξερες ότι κάποια στιγμή θα σε έπαιρνα κι εσένα;» Γέλασε με τη βραχνή και πονηρή φωνή του.

Ήταν όμορφο. Αληθινά όμορφο, να βλέπεις όλους τους άλλους τρομαγμένους και θλιμμένους τριγύρω σου, να αναρωτιούνται πως συνέβη.

«Βλέπεις πως είναι», της είπε ο Χάρος. «Είστε τόσο μικροί μπροστά στο θάνατο κι αυτό σας τρώει.»

«Κατάλαβα», είπε η Αλίκη. «Κατάλαβα, τώρα άσε με να φύγω.»

«Φτωχή Αλίκη», είπε ο Χάρος, σαν να πρωταγωνιστούσε σε σαπουνόπερα. «Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα. Τι νομίζεις ότι είναι; Η χριστουγεννιάτικη ιστορία; Ό,τι θα ξυπνήσεις και θα γυρίσεις πίσω στις κηδείες των άλλων; Υπάρχει καιρός για σπορά και καιρός για θερισμό. Υπάρχει καιρός για ζωή και καιρός για πένθος. Γελούσες όσο πέθαιναν οι άλλοι, γελούσες… Δεν ήξερες; Δεν ήξερες ότι θα έρθει και η σειρά σου; Είσαι νεκρή, Αλίκη.»

«Ήξερα», είπε η Αλίκη. «Γι’ αυτό γελούσα…»

Τον κοίταξε στα μάτια ή –τουλάχιστον- σε εκείνο το σημείο όπου θα έπρεπε να έχει μάτια.

«Πάμε», του είπε. «Καλά ήταν… Αγάπησα τόσο τη ζωή που, το ξέρω, θα σε αγαπήσω κι εσένα.»

Όσοι βρίσκονταν στην κηδεία της Αλίκης ισχυρίστηκαν πως διέκριναν ένα χαμόγελο, ένα μειδίαμα, να αναταράσσει την νεκρική της μάσκα.

Πρώτη η μικρή εγγονή της το παρατήρησε. Τράβηξε τη μητέρα από τη φούστα και ρώτησε με την τσιριχτή φωνή της, ραγίζοντας την νεκρική σιγή: «Μαμά, γιατί γελάει η γιαγιά;»

movies_tim_burton_career_13

ΖΩ! 

Η Αλίκη Βάλμα αγαπούσε να πηγαίνει στην εκκλησία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φανεί παραπλανητικό, αφού ήταν άθεη, φανατικά άθεη. Της άρεσαν όμως οι κηδείες, ενώ μισούσε πάνω απ’ όλα τους γάμους και ακόμα πιο πάνω απ’ όλα τα βαφτίσια.

Καθημερινά, στον καθιερωμένο μοναχικό της περίπατο στα πέριξ, όπως της είχε συστήσει ο γιατρός, τα μάτια της σάρωναν τις κολώνες και τους μαντρότοιχους για κηδειόχαρτα.

Λάτρευε την ασπρόμαυρη μπαρόκ αισθητική τους, την υπερτονισμένη μουντίλα, των σταυρών και των σκιτσογραφημένων αγγέλων.

Μα πιο πολύ λάτρευε το θρήνο των συγγενών. Οι θάνατοι των νεαρών ανθρώπων αποτελούσαν γι’ αυτήν λουκούμια. Έτσι ενθουσιάστηκε απερίγραπτα βλέποντας απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού της μια νεκρική πομπή, όπου το φέρετρο δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο.

Έσπευσε να δώσει το παρόν. Σχεδόν έτρεξε μέχρι το ναό περιμένοντας αγωνιωδώς να αντικρύσει τη χαροκαμένη μάνα.

Σχεδόν; Όχι, έτρεχε. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προφτάσει. Ήταν ανυπόμονη και νόμιζε ότι άκουγε την καρδιά της να χτυπά. Με το μαύρο της φόρεμα να ανεμίζει, το ακόμα πιο μαύρο παλτό να την αγκαλιάζει και το πρόσωπο της μαρμαρωμένο εξωτερικά, αλλά εσωτερικά να λάμπει. Δεν το πρόσεχε κανείς με το πρώτο βλέμμα, τα μάτια της όμως την προδίδανε.

Με τα πολλά έφτασε. Όλοι ήταν λουσμένοι από θλίψη και απογοήτευση για τη ζωή. Ένιωσε ζωντανή ξανά, καθώς αυτό ήταν η δόση της, αυτό την έκανε να ξαναγεννηθεί, να γίνει αθάνατη ή ακόμη και να μη γερνά.

Έκανε άκρη τους τεθλιμμένους συγγενείς για να βρεθεί κοντά στο φέρετρο, πρώτη, πρώτη να φιλήσει το νεκρό κορίτσι.

(Πως το ήξερε ότι ήταν… κορίτσι;)

Ελάττωσε ταχύτητα. Ο καπνός από τις λαμπάδες που είχε σβήσει τρέχοντας έγραφαν δυσοίωνα μηνύματα. Προχωρούσε όλο και πιο αργά, όλο και πιο αργά, σαν να ζούσε σε κάποιο όνειρο, σε ένα από εκείνα όπου προχωράς και ποτέ δεν φτάνεις.

Όμως έφτασε. Δεν ήταν όνειρο, όχι τουλάχιστον ένα από εκείνα όπου προχωράς και ποτέ δεν φτάνεις.

Κοίταξε το κορίτσι

(ναι! ήταν κορίτσι! το ήξερε ότι ήταν κορίτσι!)

και σταμάτησε να αναπνέει για μια στιγμή. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.

Οι παρευρισκόμενοι αναστατώθηκαν.

«Ποια είναι αυτή; Ποια είναι αυτή;»

Οι ψίθυροι έγιναν σούσουρο και το σούσουρο βουή. Οι θείες σταματήσανε να κλαίνε και η μάνα, με μια τούφα από τα μαλλιά της στο χέρι, πλησίαζε απειλητικά, με τον πατέρα να την τραβάει απαλά στην αρχή από το μανίκι και μετά βίαια από το μπράτσο.

Το καμπουριασμένο της κορμί σαν το στάχυ στον άνεμο δεν πρόδιδε την καταπληκτική της ευκινησία. Το σπρέι βρέθηκε ξάφνου στο χέρι της και πρόλαβε να γράψει μια λέξη πριν την πάρουν στο κυνηγητό:

«ΖΩ!»

                                                       ~~{}~~

sweeneytodd

Μια τελευταία αγκαλιά για τον Ρένο Ροφακιάν 

Ο Άγιος Ανδρέας γέμισε φωνές και ουρλιαχτά. Οποιοσδήποτε σεβασμός του χώρου είχε απωλεσθεί καθώς έξαλλοι οι παρευρισκόμενοι έτρεχαν να ξεχωρίσουν τους ζωντανούς από τους πεθαμένους.

Το φέρετρο είχε αναποδογυρίσει και η Αλίκη, χήρα στα είκοσι πέντε της, έσφιγγε τον νεκρό με χέρια και με πόδια, σχεδόν τον δάγκωνε, για να τον νιώσει ολοζώντανο κοντά της.

Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς την παρουσία του. Έτσι, προκειμένου να τον ξαναέχει κοντά της, τον έσφιγγε δυνατά, μήπως και μπορέσει να κάνει την καρδιά του να ξαναχτυπήσει.

Δεν έμαθε ποτέ αν μπορούσε να το καταφέρει. Το τσούρμο όρμηξε απάνω της, την τράβηξε, για να την ηρεμήσει δήθεν, για να την παρηγορήσει. Τους σιχάθηκε. Όλους. Δεν ήθελε να ξαναδεί κανέναν, παρά τον σύζυγο της. Πόσο τον αγαπούσε;

Όταν τον πρωτογνώρισε ήταν 19 ετών. Φοιτήτρια της φιλοσοφικής βρέθηκε στα μαθήματα ενός καθηγητή που ήταν ήδη θρύλος. Ο Ροφακιάν ήταν εκείνος που είχε ανατρέψει κάθε δεδομένο στη φιλοσοφία.

Τον φανταζόταν σαν κάποιον πύρινο, ακριβώς όπως ο Βιτγκενστάιν.

Ο Ροφακιάν ήταν ακριβώς το αντίθετο: Νερό.

Αυτό που πρόσεχε κανείς πρώτο πάνω στην Αλίκη ήταν τα μαλλιά της. Ένα κεφάλι γεμάτο σκούρες φλόγες. Αυτό ήταν που έκανε τον Ροφακιάν να την ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος του αμφιθεάτρου. Καθώς έθετε φιλοσοφικά ερωτήματα έβλεπε από την έδρα τα φλογερά ελατήρια στο κεφάλι της να πάλλονται.

Ήταν μοιραίο να γίνει η μούσα του. Η παιδική σχεδόν αθωότητα της σε συνδυασμό με την απληστία που ρούφαγε την γνώση, σαν του καπνιστή το στερνό τσιγάρο, τον τρέλαινε. Ταυτόχρονα φούντωνε και η ζήλεια του, αρρώσταινε ψυχικά.

Έτσι προέκυψε αίσθημα ανοίκειο με ευτυχή κατάληξη γάμο αταίριαστο, κατά πως πίστευαν οι άλλοι. Εκείνος ένας πορνόγερος, εκείνη μια Λολίτα, ένα ξεδιάντροπο πουτανάκι, που τύλιξε το σοφό με τα χθαμαλά της θέλγητρα.

Πόσο την μίσησαν τόσες και τόσες ώριμες, που έβλεπαν στο πρόσωπο του Ρένου τον ιδανικό γαμπρό, σαν κουπόνι δώρου του Cosmopolitan.

Θα ήθελε να είχε αποφύγει να δώσει τροφή στα κρύφια γέλια και στα φαρμακερά κακεντρεχή σχόλια τούτη τη μέρα, όμως η ταραχή που επικράτησε δεν της άφησε άλλα περιθώρια.

Δεν την ένοιαζε καθόλου. Τούτη την ώρα ήταν μόνο εκείνη κι αυτός, σαν σε μια παρένθεση στο χώρο και στο χρόνο, για μια στιγμή ήταν και πάλι ζωντανός -και μαζί ζούσε κι εκείνη.

Όλοι οι άλλοι δεν υπήρχαν. Είχαν βουλιάξει στην κινούμενη άμμο της μπουρζουαζίας κι είχαν χαθεί για πάντα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ.

                                                            ~~{}~~

spermateghitria

Η σπερματεγχύτρια στο φως της μέρας 

Η Αλίκη κοίταξε τα βιτρό. Όμορφα χρώματα και όμορφα παιχνίδια, έτσι όπως έπαιζε ο ήλιος με τις ακτίνες του και το γυαλί. Όσο θλιβερή κι αν ήταν εκείνη η μέρα για εκείνη, τόσο λαμπερή ήταν για τη φύση.

Χαμογέλασε.

Οι υπόλοιποι την κοίταξαν επιτιμητικά, μα δεν έδωσε σημασία, καθώς το είχε συνηθίσει από τα παιδικά της χρόνια ακόμα. Δεν χαμογελούσε για το θάνατο του παππού της, αλλά επειδή η ζωή ήταν τόσο μικρή και ανώφελη.

Ο παππούς της, εκείνος της το ‘χε μάθει αυτό. Τον θυμόταν να κάθεται δίπλα στη φωτιά και να ψήνει κάστανα.

«Έτσι είμαστε κι εμείς, Αλίκη», της έλεγε σχεδόν κάθε φορά. «Κάστανα που ψήνονται στη φωτιά του χρόνου.»

«Αλίκη», της ψιθύρισε μια ηλικιωμένη κυρία με μωβ-ασημί μαλλιά. «Με θυμάσαι; Ήμουν φίλη του παππού σου. Τον αγαπούσα πολύ τον παππού σου… Ερχόμουν σπίτι όταν ήσουν μικρή, το θυμάσαι; Ερχόμουν και σου έφερνα εκείνα τα μεγάλα ζαχαρωτά από τη Γερμανία και στον παππού καπνό για την πίπα του. Άναβε την πίπα και σε καμάρωνε.

Την είδες; με ρωτούσε. Αυτή μια μέρα θα γίνει πολύ σπουδαία. Δες πως σπιθίζουν τα μάτια της!

Και μετά ο παππούς σου έβγαζε τον καπνό από τη μύτη του χαμογελώντας.

Δεν θα το ‘λεγες και πολύ σπουδαία. Μετά βίας τέλειωσε το λύκειο κι εκείνη τη σχολή τυροκομίας στα Γιάννενα. Εσώκλειστη, δύο χρόνια, να αρμέγει αγελάδες, να φτιάχνει γιαούρτι και τυρί για να πάρει εκείνο το ρημάδι το πτυχίο που θα την έφερνε πιο κοντά στον Φώτη.

Ο Φώτης. Αυτόν δεν σκεφτόταν κάθε φορά που πήγαινε για την σπερματέγχυση; Τα καπούλια βέβαια της ψεύτικης αγελάδας δε θα καταπονούνταν τόσο.

Σίγουρα τούτη δεν ήταν μια δουλειά για την οποία θα μπορούσε να καυχηθεί σε μια κοινωνική συναστροφή.

«Τι δουλειά κάνεις;»

«Είμαι διευθυντής σε τράπεζα. Εσύ;»

«Είμαι σπερματεγχύτρια».

Όλοι την κοιτούσαν μπερδεμένοι, καθώς δεν ήξεραν τι σόι επάγγελμα ήταν αυτό. Κάποιοι χαμογελούσαν με νόημα. Λίγοι τολμούσαν να δείξουν άγνοια, ρωτώντας περισσότερα.

Το διασκέδαζε ιδιαίτερα να περιγράφει τη φύση της δουλειάς της, παρατηρώντας τα μέχρι τότε απαθή μάτια να γουρλώνουν από έκπληξη και τα κακεντρεχή χείλη να κρεμάνε από αμηχανία.

Τους επιφύλασσε μια πληρωμένη ατάκα, όταν τη ρωτούσαν πως νιώθει κάνοντας τούτη τη δουλειά (σαν απόφοιτοι δημοσιογραφίας του Αντένα, μπροστά σε παρανοϊκό δολοφόνο, όταν δεν ξέρουν τι να ρωτήσουν:

«Πως αισθάνεστε, κύριε Σεχίδη;»).

Τους απαντούσε: «Σαν την Ευρώπη που ερωτοτροπεί με τον Ταύρο, σαν μυθική ερωμένη».

Γύρισε προς το φέρετρο και κοίταξε τη γαλήνια μορφή που περίμενε να βαρύνει πρώτη φορά σε τεσσάρων τον ώμο.

«Α, ρε παππού, το μόνο που κληρονόμησα από εσένα είναι το διεστραμμένο χιούμορ σου… Ούτε η γιαγιά δεν το άντεξε.», είπε η Αλίκη, μισοεύθυμα-μισοθλιμμένα.

«Δεύτε τελευταίον ασπασμόν»…

Βγήκε από τις σκέψεις της, πλησίασε πρώτη και άφησε ένα φιλί στου παππού το μέτωπο. Έπειτα προχώρησε προς την έξοδο όπου λούστηκε στο φως της μέρας.

index6

   Πηγή: sanejoker.info 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Όπου Φαγί Και Πατρίς

Γάμος Και Μοιχεία – Με Επιστημονικά Στοιχεία

Ψυχοχειρουργική Vs Prozac: Ανατέμνοντας Την Ψυχή

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

1 σχόλιοΣχολιάστε