Η Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ για τη δημιουργικότητα – (TED)


Η Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, συγγραφέας του βιβλίου  ‘Eat, Pray, Love’, σε μια διασκεδαστική, προσωπική και συγκινητική ομιλία, στοχάζεται τις ανέφικτες προσδοκίες που έχουμε για τους καλλιτέχνες και τις ευφυΐες, και εξομολογείται τη ριζοσπαστική της ιδέα ότι  εκτός από τα σπάνια άτομα που είναι πραγματικά ευφυΐες, όλοι διαθέτουμε την δική μας ξεχωριστή ευφυΐα και ο καθένας μας έχει το δικό του τζίνι.

______

__________

Η ΟΜΙΛΙΑ

Είμαι συγγραφέας. Η συγγραφή βιβλίων δεν είναι μόνο το επάγγελμά μου, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η μεγάλη αγάπη και προσήλωση της ζωής μου. Και δεν νομίζω ότι αυτό θ’ αλλάξει ποτέ. Παρόλ’ αυτά κάτι παράξενο συνέβη πρόσφατα στη ζωή και στην καριέρα μου, που μ’ έχει κάνει να αναθεωρήσω όλη μου τη σχέση με τη δουλειά μου. Και το παράξενο πράγμα είναι ότι πρόσφατα έγραψα ένα βιβλίο, τις αναμνήσεις με τίτλο “Eat, Pray, Love” το οποίο σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία μου είχε για κάποιο λόγο απήχηση στον κόσμο, και δημιούργησε μια μεγάλη σούπερ-εντύπωση, έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ. Με αποτέλεσμα, όπου κι αν βρεθώ σήμερα να με αντιμετωπίζουν σαν καταδικασμένη. Αλήθεια — καταδικασμένη, καταδικασμένη! Με πλησιάζουν, ας πούμε, όλο ανησυχία, και μου λένε: “Δε φοβάσαι μήπως δεν μπορέσεις ποτέ να κάνεις κάτι καλύτερο;””Δε φοβάσαι ότι θα συνεχίσεις να γράφεις όλη σου τη ζωή αλλά δε θα ξαναμπορέσεις να γράψεις ένα βιβλίο που να ενδιαφέρει οποιονδήποτε στον κόσμο, έστω και λίγο, ποτέ ξανά;

Πολύ ενθαρρυντικό· όπως καταλαβαίνετε. Θα μπορούσε να’ναι και χειρότερα, εκτός από τότε που, θυμάμαι, πριν από 20 χρόνια, όταν πρωτάρχισα να λέω — στην εφηβεία μου — ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, συνάντησα την ίδια τρομοκρατημένη αντίδραση. Μου λέγανε “Δε φοβάσαι μήπως δεν κάνεις ποτέ επιτυχία;” Δε φοβάσαι ότι η ταπείνωση και η απόρριψη θα σε σκοτώσουν; Δε φοβάσαι μήπως δουλέψεις όλη σου τη ζωή σ’ αυτή την τέχνη και δεν επέρθει τίποτα από αυτό και καταλήξεις να πεθάνεις πάνω σ’ ένα σωρό θρυμματισμένα όνειρα με το στόμα γεμάτο πικρή στάχτη αποτυχίας; (Γέλια) Έτσι, που λέτε.

Η απάντηση — μονολεκτική απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι “Ναι”. Ναι, τα φοβάμαι όλα αυτά. Πάντα τα φοβόμουνα. Και φοβάμαι πολλά ακόμα πράγματα που κανείς δεν μπορεί να τα φαντάστει. Τα φύκια, ας πούμε, και άλλα πράγματα που είναι τρομαχτικά.Όταν όμως πρόκειται για το γράψιμο εκείνο που μ’ απασχολεί τώρα τελευταία και με κάνει ν’ αναρωτιέμαι, είναι γιατί; Ξέρετε, είναι λογικό; Είναι λογικό να θεωρούμε φυσικό ότι κάποιοςφοβάται τη δουλειά για την οποία αισθάνεται ότι είναι πλασμένος πάνω στη Γη. Ξέρετε, τι είναι αυτό στα δημιουργικά επαγγέλματα, που φαίνεται να μας κάνει ν’ ανησυχούμε ιδιαίτερα για την ψυχική μας υγεία, ενώ σ’ άλλα επαγγέλματα δεν συμβαίνει; Ο μπαμπάς μου, ας πούμε, ήταν χημικός μηχανικός και δεν θυμάμαι ούτε μία φορά στα 40 χρόνια καριέρας να τον ρωτά κανείς μήπως φοβόταν που ήταν χημικός μηχανικός. Ποτέ — ¨Με εκείνο το χημικό στοιχείο, Τζων, πώς πάει;” Δεν υπήρχε κανένα απολύτως θέμα. Για να λέμε του στραβού το δίκιο, οι χημικοί μηχανικοί ως ομάδα δεν απέκτησαν ποτέ τη φήμη, στη διάρκεια των αιώνων,ότι είναι αλκοολικοί μανιο-καταθλιπτικοί. (Γέλια)

Εμείς οι συγγραφείς, έχουμε κάπως αυτή τη φήμη κι όχι μόνο οι συγγραφείς, αλλά οι δημιουργικοί άνθρωποι σ΄ όλα τα είδη φαίνεται, έχουν αυτή τη φήμη, ότι είναι εντελώς ασταθείς ψυχολογικά. Κοιτάξτε απλώς τη φριχτή στατιστική των θανάτων μόνο στον 20ο αιώνα, άνθρωποι με εξαίσια δημιουργικά μυαλά πέθαναν νέοι και συχνά αυτόχειρες. Ακόμα κι εκείνοι που δεν αυτοκτόνησαν κυριολεκτικά φαίνονται σαν να τους διέλυσε το ίδιο τους το χάρισμα. Ο Νόρμαν Μέιλερ, μόλις πριν πεθάνει, στην τελευταία του συνέντευξη, είπε: “Κάθε βιβλίο μου μ’ έχει σκοτώσει λίγο ακόμα” Παράδοξη δήλωση για ένα έργο ζωής. Δεν ξαφνιαζόμαστε καν όταν ακούμε τέτοιες δηλώσεις γιατί τις έχουμε ακούσει τόσα χρόνια που έχουμε κατά κάποιον τρόπο συλλογικά εσωτερικέψει και αποδεχτεί αυτή την αντίληψη ότι η δημιουργικότητα και η ταλαιπωρία συνδέονται εσωτερικά και ότι η καλλιτεχνία, στο τέλος, οδηγεί πάντα στο άγχος.

Θέλω όμως να σας ρωτήσω όλους σήμερα συμφωνείτε μ’ αυτήν την ιδέα; Σας αναπαύει; γιατί λίγο να το καλοσκεφτείς και, ξέρετε, αυτή η παραδοχή δε μ’ αρέσει καθόλου. Την θεωρώ απαίσια. Είναι κι επικίνδυνη, νομίζω, και δεν θέλω να τη δω να επιβιώνει στον επόμενο αιώνα. Καλύτερα να ενθαρρύνουμε τις δημιουργικές διάνοιες να ζουν.


Και ξέρω απολύτως ότι στην περίπτωσή μου — στην κατάστασή μου — θα ‘ταν πολύ επικίνδυνο ν’ αρχίσω να ολισθαίνω σ’ αυτό το σκοτεινό μονοπάτι της προκατάληψης, δεδομένης μάλιστα και της στιγμής που βρίσκομαι τώρα στην καριέρα μου. Είμαι, για σκεφτείτε το, αρκετά νέα, γύρω στα 40. Μου μένουν ίσως άλλες τέσσερις δεκαετίες δουλειάς. Και είναι απολύτως πιθανό, ό,τι και να γράψω από δω και πέρα να κριθεί ως το έργο που ακολούθησε την τερατώδη επιτυχία του τελευταίου μου βιβλίου, έτσι δεν είναι; Θα το πω ωμά, είμαστε πια σαν φίλοι εδώ τώρα — είναι απολύτως πιθανό η μεγαλύτερη επιτυχία μου να ανήκει πια στο παρελθόν. Αμάν, τι σκέψη! Τέτοιες σκέψεις κάνουν τον άνθρωπο να πιάνει το τζιν απ’ τις εννιά το πρωί, και δε θέλω να μου συμβεί. (Γέλια) Προτιμώ να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά που αγαπώ.

Πώς λοιπόν; αυτό είναι το ερώτημα. Μου φαίνεται, κατόπιν πολλής σκέψεως, ότι, για να συνεχίσω να γράφω, πρέπει να δημιουργήσω κάποια ψυχολογική προστασία, έτσι δεν είναι;Πρέπει να βρω τον τρόπο να βρίσκεται ο εαυτός μου σε απόσταση ασφαλείας καθώς γράφω, από το απολύτως φυσικό άγχος για την υποδοχή που από δω και μπρος επιφυλάσσεται στα γραφτά μου. Κι έτσι όπως ψάχνω εδώ κι ένα χρόνο για πρότυπα, πώς να το κάνω αυτό, και ψάχνω μέσα στο χρόνο, ας πούμε, προσπαθώντας να βρω άλλες κοινωνίες για καλύτερες και πιο λογικές ιδέες απ’ τις δικές μας για το πώς βοηθάμε δημιουργικούς ανθρώπους να μανουβράρουν τους εγγενείς συναισθηματικούς κινδύνους της δημιουργικότητας.

Η έρευνά μου με οδήγησε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Περιμένετε λίγο λοιπόν, γιατί κάνει κύκλο και ξανάρχεται. Στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη πάντως δεν πιστεύανε ότι η δημιουργικότητα πηγάζει από τα ανθρώπινα όντα, εντάξει; Πιστεύανε ότι δημιουργικότητα ήταν ένα θείο υπηρετικό πνεύμα που έφτανε στους ανθρώπους από κάποια μακρινή, άγνωστη προέλευση, για μακρινούς και άγνωστους λόγους. Οι Έλληνες ως γνωστόν αποκαλούσαν αυτά τα θεία υπηρετικά πνεύματα της δημιουργικότητας “δαίμονες”. Ο Σωκράτης όπως ξέρουμε πίστευε ότι είχε ένα δαίμονα που του δίδασκε τη σοφία εξ αποστάσεως. Οι Ρωμαίοι είχαν την ίδια ιδέα, αλλά ονόμαζαν αυτό το ασώματο δημιουργικό πνεύμα ευφυΐα (τζίνιους). Έξοχα, γιατί οι Ρωμαίοι δεν πίστευαν πραγματικά ότι μια ιδοφυία ήταν ένα πολύ έξυπνο άτομο. Πίστευαν ότι η ευφυΐα ήταν μια μαγική θεϊκή οντότητα, που ζούσε κυριολεκτικά μέσα στους τοίχους στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, κάτι σαν τον Ντόμπυ, το ξωτικό του σπιτιού, και έβγαινε και βοηθούσε αόρατα τον καλλιτέχνη στη δουλειά του και διαμόρφωνε το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής.

Έκτακτα λοιπόν — να η απόσταση που σας έλεγα — η ψυχολογική κατασκευή που σε προστατεύει από τα αποτελέσματα της δουλειάς σου. Κι όλοι ήξεραν πώς έτσι ήτανε τα πράγματα. Ο αρχαίος καλλιτέχνης λοιπόν ήταν προστατευμένος από ορισμένα πράγματα,όπως από τον πολύ ναρκισσισμός, ας πούμε. Αν η δουλειά σου ήταν εξαιρετική δεν μπορούσες να δεχτείς ολόκληρον τον έπαινο όλοι ήξεραν ότι σε είχε βοηθήσει το ασώματο τζίνι. Κι αν η δουλειά σου ήταν για τα μπάζα, δεν έφταιγες κι εντελώς. Όλοι ήξεραν ότι το τζίνι σου ήταν ανεπαρκές, ας πούμε. Κάπως έτσι έβλεπαν τη δημιουργικότητα στη Δύση για μεγάλη περίοδο της ιστορίας.

Κι έπειτα ήρθε η Αναγέννηση και όλα αλλάξανε, είχαμε τη φαεινή ιδέα να βάλουμε το άτομο στο κέντρο του σύμπαντος πάνω από θεούς και μυστήρια, και χάθηκε ο χώρος για μυστικές υπάρξεις που δέχονται οδηγίες απ’ το θεϊκό. Είναι η αρχή του ορθολογικού ουμανισμού, και ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι η δημιουργικότητα πηγάζει εξ ολοκλήρου από το ατόμο.Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε πως ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι ιδιοφυΐα αντί να λένε ότι έχει ένα τζίνι.

Τεράστιο λάθος, πρέπει να σας ομολογήσω. Όταν το απλό άτομο αρχίζει να πιστεύει ότι είναι το σκεύος το δοχείο, η ουσία και η πηγή κάθε θείου, δημιουργικού, απαράγνωστου, αιωνίου μυστηρίου αναλαμβάνει υπερβολική ευθύνη για μια εύθραυστη ανθρώπινη ψυχή.Είναι σα να λες σε κάποιον να καταπιεί τον ήλιο. Τσαλακώνει και παραμορφώνει τις προσωπικότητες εντελώς και γεννά όλες αυτές τις ασυμμάζευτες προσδοκίες για απόδοση.Νομίζω ότι αυτή η πίεση σκοτώνει καλλιτέχνες εδώ και 500 χρόνια.

Κι αν αυτό στέκει, και νομίζω ότι στέκει, το ερώτημα είναι, και τι κάνουμε τώρα; Μπορούμε να πράξουμε διαφορετικά; Να πάμε ίσως πίσω σε αρχαιότερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και μυστηρίου της δημιουργίας. Ίσως όχι. Ίσως να μη μπορούμε να διαγράψουμε έτσι 500 χρόνια ορθολογικής ανθρωπιστικής σκέψης με μια ομιλία 18 λεπτών.Υπάρχουν μάλλον μέλη του κοινού που θα είχαν όντως θεμιτές επιστημονικές υποψίες για την αντίληψη, κατά βάθος, ότι νεράιδες παίρνουν τον κόσμο από πίσω περιχύνοντας με νεραϊδόζουμο τα έργα τους κ.λπ. Ίσως να μη συμφωνήσετε εντελώς μαζί μου.

Η ερώτηση όμως που θέλω κάπως να θέσω είναι — ξέρετε, γιατί όχι; Γιατί να μη το σκεφτούμε έτσι; Γιατί στέκει όσο και ό,τι άλλη εξήγηση έχω ποτέ ακούσει για την εξωφρενική δυστροπία της δημιουργικής διαδικασίας. Μια διαδικασία, πού όπως ξέρει ο κάθε άνθρωπος που έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι — δηλαδή, κατά βάθος, ο καθένας μας εδωπέρα — δεν εξελίσσεται πάντα ορθολογικά. Ορισμένες φορές μάλιστα δίνει την αίσθηση το αφύσικου.

Συνάντησα πρόσφατα την εξαιρετική Αμερικανίδα ποιήτρια Ρουθ Στόουν, που είναι τώρα στα 90 της, αλλά έγραφε όλη της τη ζωή και μου είπε ότι όταν ήταν μικρή στην αγροτική Βιρτζίνια, δούλευε στα χωράφια, και μου είπε ότι ένιωθε και άκουγε το ποίημα να της έρχεται από μακριά. Ήταν σαν ανεμοθύελλα, μου είπε. Και ριχνόταν απάνω της από το τοπίο γύρω της. Και το ένιωθε να ‘ρχεται, γιατί κουνιόταν η γη κάτ’ απ’ τα πόδια της. Ήξερε ότι ένα μόνο πράμα μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή, ‘να τρέξει σαν τρελή’, όπως είπε.Και έτρεχε σαν τρελή στο σπίτι και την κυνηγούσε από πίσω το ποίημα, και όλη η υπόθεση ήταν να πιάσει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι αρκετά γρήγορα, ώστε όταν άστραφτε και βρόνταγε μέσα της, να το μαζέψει και να το χώσει πάνω στη σελίδα. Άλλες φορές δεν ήταν αρκετά γρήγορη, κι έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε αλλά δεν έφτανε στο σπίτι και το ποίημα κυλούσε από μέσα της και το έχανε και, μου είπε, εκείνο συνέχιζε την διαδρομή του πέρα μακριά, ψάχνοντας, όπως είπε, ‘γι’ άλλον ποιητή’. Άλλες φορές — κι αυτό ποτέ δεν θα το ξεχάσω — μου είπε υπήρχαν στιγμές που παραλίγο να το χάσει, εντάξει; Καθώς τρέχει λοιπόν στο σπίτι και ψάχνει το χαρτί και το ποίημα τη διαπερνά, κι αρπάζει το μολύβι ακριβώς τη στιγμή που τη διαπερνά, και τότε, μου είπε, ήταν σαν να άπλωνε το άλλο χέρικαι το τσάκωνε στον αέρα. Το έπιανε απ’ την ουρά, και το τράβαγε πάλι μέσα στο σώμα τηςκαι το μετέγραφε στο χαρτί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το ποίημα έβγαινε στη σελίδα άψογο και άθικτο αλλά ανάποδα, από την τελευταία λέξη μέχρι την πρώτη. (Γέλια)

Μου είπε λοιπόν ότι ένιωθα — είναι παράξενο, έτσι ακριβώς είναι και η δική μου η δημιουργική διαδικασία. (Γέλια)

΄Οχι απλώς αυτό όμως — δεν είμαι ένας αγωγός! Είμαι ένα μουλάρι, και ο τρόπος που πρέπει να δουλέψω είναι ότι πρέπει να σηκωθώ την ίδια ώρα κάθε μέρα, και αρκετά αδέξια να ιδρώσω και να κουραστώ και να τρέξω όλη μέρα. Ακόμα όμως και μέσα στη μουλαροσύνη μου, το έχω αγγίξει αυτό το πράγμα, ορισμένες φορές. Φαντάζομαι ότι και πολλοί από σας επίσης. Ξέρετε, κι εγώ είχα δουλειά και ιδέες που μου κατέβηκαν από κάποια πηγή που πραγματικά δεν μπορώ να εντοπίσω. Ποιο είναι άραγε αυτό το πράγμα;Και πώς να αποκτήσουμε μια σχέση μαζί του χωρίς να μας τρελάνει, αλλά, ακριβώς το αντίθετο, να μας κρατήσει νηφάλιους;

Το καλύτερο σύγχρονο παράδειγμα που ξέρω για το πώς μπορεί να γίνει αυτό είναι ο μουσικός Τομ Γουέιτς, που μου έδωσε συνέντευξη εδώ και αρκετά χρόνια για κάποιο περιοδικό. Μιλούσαμε γι’ αυτό, και, ξέρετε, ο Τομ, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του υπήρξε η ενσάρκωση του τυραννισμένου σύγχρονου καλλιτέχνη, που προσπαθεί να ελέγξει, να διαχειριστεί και να κυριαρχήσει πάνω σ’ αυτές τις ανεξέλεγκτες δημιουργικές επιθυμίεςπου ήταν εντελώς εσωτερικευμένες.

Καθώς μεγάλωνε όμως, ηρεμούσε, και μια μέρα οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο στο Λος Άντζελες, μου είπε, και όλα άλλαξανε στη ζωή του. Εκεί που τρέχει λοιπόν, εντελώς ξαφνικά, ακούει ένα μικρό μελωδικό απόσπασμα, που του ‘ρχεται μέσα στο κεφάλι όπως συχνά η έμπνευση, φευγαλέα και προκλητική, και τη θέλει, καταλαβαίνετε, είναι πανέμορφη, και την επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να την πιάσει. Δεν έχει μαζί του χαρτί, δεν έχει μολύβι, δεν έχει μαγνητόφωνο.

Αρχίζει λοιπόν να νιώθει όλο αυτό το άγχος να φουσκώνει μέσα του του τύπου “πάει χάθηκε” ας πούμε, “και μετά θα με κυνηγάει για πάντα. Δεν είμαι αρκετά καλός, δεν μπορώ”. Αντί όμως να τον πιάσει ο πανικός, απλώς σταμάτησε. Σταμάτησε όλη αυτή την αλυσίδα των σκέψεων και έκανε κάτι εντελώς καινούργιο. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, και είπε, “Συγγνώμη, δε βλέπεις ότι οδηγώ;” (Γέλια) “Σου φαίνεται ότι μπορώ να γράψω τραγούδι αυτή τη στιγμή; Αν πραγματικά θέλεις να υπάρχεις, έλα σε καλύτερη στιγμή όταν θα μπορώ να σoυ αφιερώσω χρόνο. Αλλιώς, πήγαινε να ενοχλήσεις κάναν άλλο σήμερα.Πήγαινε να ενοχλήσεις τον Λέοναρντ Κόεν”.

Μετά απ’ αυτό όλη του η δημιουργική διαδικασία άλλαξε. Όχι η δουλειά, η δουλειά ήταν συχνά όσο σκοτεινή ήταν πάντα. Η διαδικασία όμως, η αβάσταχτη αγωνία τηςαποφορτίστηκε όταν έβγαλε από μέσα του το τζίνι, τον δαίμονα που μόνο προβλήματα του δημιουργούσε, και τον έστειλε από κει που ήρθε, και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ανάγκη να τον εσωτερικεύει και να τυραννιέται. Μπορεί να είναι μια παράξενη, θαυμαστή, παράδοξη συνεργασία ένας διάλογος ανάμεσα στον Τομ και αυτό το περίεργο, εξωτερικό πράγμα που δεν ήταν ακριβώς ο Τομ.

Μετά απ’ αυτή την ιστορία άρχισε να μετατοπίζεται λίγο και ο δικός μου τρόπος δουλειάς, και ήδη μ΄ έχει σώσει μια φορά. Αυτή η ιδέα μ’ έσωσε όταν καθώς έγραφα το “Eat, Pray, Love”, κι έπεσα στο πηγάδι, ας πούμε, της απελπισίας σ’ αυτό που πέφτουμε όλοι μέσα όταν προσπαθούμε κάτι και δεν έρχεται και αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι θα είναι μεγάλη καταστροφή, θα ‘ναι το χειρότερο βιβλίο όλων των εποχών. Όχι απλώς κακό αλλά το χειρότερο όλων των εποχών. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι θα ‘πρεπε να το παρατήσω. Αλλά θυμήθηκα τον Τομ που μίλαγε στον ουρανό και το δοκίμασα. Σήκωσα το πρόσωπό μου από το χειρόγραφο και απευθύνθηκα σε μια άδεια γωνία του δωματίου. Και είπα δυνατά, ‘Άκου δω, εσύ, ξέρουμε κι οι δυο μας ότι, αν το βιβλίο δεν βγει εξαιρετικό δεν θα φταίω μόνο εγώ, έτσι; Διότι βλέπεις ότι δίνω όλο μου το είναι, δεν έχω άλλο να δώσω. Αν λοιπόν το θες καλύτερο, τότε φανερώσου να βάλεις κι εσύ ένα χεράκι. Εντάξει; Αν όμως δεν έρθεις, ξέρεις κάτι· να πάει στο διάολο. Θα συνεχίσω να γράφω έτσι κι αλλιώς γιατί είναι η δουλειά μου.Και θα ‘θελα να γραφτεί στα πρακτικά ότι σήμερα εμφανίστηκα για το δικό μου μέρος της δουλειάς.” (Γέλια)

Γιατί — (Χειροκρότημα) έτσι είναι στο τέλος, οκ — αιώνες πριν στις ερήμους της Βόρειας Αφρικής, μαζευόταν ο κόσμος για ιερούς χορούς και μουσική στο φως της σελήνης που κρατούσαν ώρες κι ώρες, ως την αυγή. Ήταν πάντα θαυμάσιες γιορτές, γιατί οι χορευτές ήταν επαγγελματίες και ήταν απίθανοι, έτσι δεν είναι; Κάθε τόσο όμως, πολύ σπάνια, κάτι γινόταν και κάποιος από τους καλλιτέχνες αυτούς γινόταν όντως υπερφυσικός. Ξέρω ότι ξέρετε για τι πράμα μιλάω, γιατί ξέρω ότι όλοι σας έχετε δει, κάποια στιγμή στη ζωή σας, μια πράξη σαν αυτή. Σαν να σταματάει ο χρόνος, ο χορευτής περνάει μέσα από κάτι σαν πύλη και ενώ δεν κάνει τίποτα διαφορετικό απ΄ό,τι έκανε και τις προηγούμενες 1.000 νύχτες,όλα έρχονται σε αρμονία. Και ξαφνικά, παύει να φαίνεται απλά ανθρώπινος. Λάμπει από μέσα του, φωτίζεται από κάτω και λαμπαδιάζει από θεϊκότητα.

Όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε, ο κόσμος το αναγνώριζε, το έλεγε με τ’ όνομά του. Ενώνανε τα χέρια τους και άρχιζαν να ψέλνουν, “Αλάχ, Αλάχ, Αλάχ, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου.”Είναι ο Θεός, καταλαβαίνετε. Να κι ένα ιστορικό παραλειπόμενο — όταν οι Μαυριτανοί εισέβαλαν στη νότιο Ισπανία, έφεραν κι αυτή τη συνήθεια μαζί τους και η προφορά άλλαξε μέσα στους αιώνες κι έγινε από “Αλάχ, Αλάχ, Αλάχ” σε “Ολέ, ολέ, ολέ” που ακόμα ακούγεται στις ταυρομαχίες και στο φλαμένκο. Στην Ισπανία, όταν ο καλλιτέχνης κάνει κάτι αξεπέραστο και μαγικό, “Αλάχ, όλε, όλε, Αλάχ, θαυμάσιο, μπράβο” ακατανόητο, να ‘το — μια ματιά του Θεού. Και πολύ σωστά, γιατί το χρειαζόμαστε.

Τα δύσκολα όμως έρχονται το επόμενο πρωί, για τον ίδιο το χορευτή, όταν ξυπνά και ανακαλύπτει ότι είναι Τρίτη ώρα 11 και δεν είναι πια μια ματιά του Θεού. Είναι ένας θνητός που γερνάει και τα γόνατά του πονάνε, και ίσως δεν θ’ ανέβει ποτέ ξανά σ’ αυτό το ύψος.Κανείς ίσως πια δεν θα ψάλει το όνομα του Θεού καθώς φέρνει βόλτες, και τι θ΄απογίνει στο υπόλοιπο της ζωής του; Είναι σκληρό. Είναι ο πιο οδυνηρός συμβιβασμός σε μια ζωή δημιουργίας. Δεν χρειάζεται όμως να είναι τόσο γεμάτη αγωνία αν δεν πίστεψες εξ αρχής, ότι οι πιο εξαιρετικές πλευρές της ύπαρξής σου προέρχονται από σένα τον ίδιο. Ίσως αν πιστέψεις ότι σου τις έχει δανείσει μια αφάνταστη πηγή για ένα υπέροχο διάστημα της ζωής σου για να τις μεταβιβάσεις, όταν τελειώσεις, σε κάποιον άλλο. Αν το σκεφτούμε έτσι, ξέρετε, όλα αρχίζουν ν’ αλλάζουν.

Έτσι κι εγώ άρχισα να σκέφτομαι, και πραγματικά έτσι σκέφτομαι εδώ και μερικούς μήνεςκαθώς δουλεύω το βιβλίο που θα δημοσιευτεί σύντομα, ως η επικίνδυνη, τρομακτικά υπερ-αναμενόμενη συνέχεια της τερατώδους επιτυχίας μου.

Αυτό που επαναλαμβάνω στον εαυτό μου όταν μου τη δίνει, είναι, μη φοβάσαι. Μη σε πιάνει δέος. Κάνε τη δουλειά σου. Συνέχισε να εμφανίζεσαι για το δικό σου μερίδιο, όποιο κι αν είναι αυτό. Αν η δουλειά σου είναι να χορεύεις, χόρευε. Αν το θεϊκό, αποφασίσει ν’ αφήσει το θαύμα να φανεί, για μια στιγμή μέσω των κόπων σου, τότε “Ολέ!” Αν όχι, εσύ χόρευε, ούτως ή άλλως. Και “ολέ” σε σένα, έτσι κι αλλιώς. Το πιστεύω αυτό και νιώθω ότι πρέπει να το διδάσκουμε. “Ολέ!” σε σένα, έτσι κι αλλιώς, μόνο και μόνο για την απλή ανθρώπινη αγάπη και το πείσμα να συνεχίζεις να εμφανίζεσαι.

Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)

Τζουν Κοέν: Ολέ! (Χειροκρότημα)

________

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Αλαίν ντε Μποττόν: Μια πιο καλοσυνάτη και ήπια φιλοσοφική προσέγγιση της επιτυχίας. (TED)

Το μυστικό της ευτυχίας για παραγωγικότερη εργασία (TED)

Γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε (TED)

Πως να ‘αγοράσετε’ την ευτυχία

Ευπάθεια, θάρρος, αυθεντικότητα , ντροπή (TED)

Τι μας παρακινεί; (TED)

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -