Aπό την κατάρα των φυσικών πόρων στην ευλογία


Οι νέες ανακαλύψεις φυσικών πόρων σε αρκετές χώρες της Αφρικής -συμπεριλαμβανομένων της Γκάνας, της Ουγκάντας, της Τανζανίας και της Μοζαμβίκης- εγείρουν ένα μείζον ερώτημα: Αυτά τα απροσδόκητα ευρήματα αποτελούν, άραγε, ευλογία που θα φέρει ευημερία και ελπίδα, ή μια πολιτική και οικονομική κατάρα, όπως έχει συμβεί σε τόσο πολλές χώρες;


Κατά μέσο όρο, οι πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες έχουν οικονομικές επιδόσεις πολύ χειρότερες από ό,τι οι χώρες άνευ πόρων. Αναπτύσσονται με βραδύτερους ρυθμούς και με μεγαλύτερες ανισότητες -ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα περίμενε κανείς. Εξάλλου, η φορολόγηση των φυσικών πόρων με υψηλό συντελεστή δεν θα οδηγήσει σε εξαφάνισή τους, πράγμα που σημαίνει ότι οι χώρες των οποίων σημαντική πηγή εσόδων είναι οι φυσικοί πόροι μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, της υγείας, της ανάπτυξης και της ανακατανομής εισοδήματος.

Είναι μεγάλη η βιβλιογραφία της οικονομικής και πολιτικής επιστήμης που προσπαθεί να επεξηγήσει αυτή την «κατάρα των φυσικών πόρων», ενώ έχουν ιδρυθεί οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (όπως οι Revenue Watch και Extractive Industries Transparency Initiative), ώστε να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη «κατάρα». Τρία από τα οικονομικά «συστατικά» της κατάρας είναι πολύ γνωστά:

– Οι πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες έχουν την τάση να εμφανίζουν ισχυρές ισοτιμίες, γεγονός που είναι εμπόδιο για άλλες εξαγωγές.

– Επειδή η εξόρυξη πόρων συχνά συνοδεύεται από τη δημιουργία περιορισμένων θέσεων εργασίας, η ανεργία αυξάνεται.

– Οι διακυμάνσεις στις τιμές πρώτων υλών προκαλούν αστάθεια στους ρυθμούς ανάπτυξης, γεγονός που τροφοδοτείται και από τις διεθνείς τράπεζες, που σπεύδουν όταν οι τιμές εμπορευμάτων είναι υψηλές και αποσύρονται κατά τις πτωτικές φάσεις (αντικατοπτρίζοντας την από καιρό καθιερωμένη αρχή ότι οι τραπεζίτες δανείζουν μόνο σε εκείνους που δεν χρειάζονται τα χρήματα).

Επιπλέον, οι πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες συχνά δεν επιδιώκουν στρατηγικές αειφόρου ανάπτυξης. Δεν καταφέρνουν να συνειδητοποιήσουν ότι εάν δεν επανεπενδύσουν τον πλούτο που προέρχεται από τους φυσικούς πόρους σε παραγωγικές επενδύσεις πάνω από το έδαφος, τότε, στην πραγματικότητα, γίνονται πιο φτωχές. Η πολιτική δυσλειτουργία οξύνει το πρόβλημα, καθώς οι διαμάχες για πρόσβαση στα συμβόλαια διαχείρισης πρώτων υλών οδηγεί στην άνοδο διεφθαρμένων και μη δημοκρατικών κυβερνήσεων.


Υπάρχουν πολύ γνωστά «αντίδοτα» σε καθένα από αυτά τα προβλήματα: μια χαμηλή ισοτιμία, ένα ταμείο σταθεροποίησης, προσεκτικές επενδύσεις των εσόδων από φυσικούς πόρους (συμπεριλαμβανομένων και των κατοίκων της χώρας), απαγόρευση στο δανεισμό και διαφάνεια (ώστε οι πολίτες να μπορούν να δουν τα χρήματα που εισέρχονται και εξέρχονται). Υπάρχει όμως ολοένα και μεγαλύτερη ομοφωνία ότι αυτά τα μέτρα, αν και απαραίτητα, είναι ανεπαρκή. Οι χώρες που ανακάλυψαν προσφάτως κοιτάσματα φυσικών πόρων χρειάζεται να προβούν σε μερικά ακόμη βήματα, ώστε να αυξήσουν την πιθανότητα μιας «ευλογίας από τους φυσικούς πόρους».

Πρώτον, αυτές οι χώρες χρειάζεται να κάνουν περισσότερα, ώστε να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες τους εξασφαλίζουν την πλήρη αξία των φυσικών πόρων. Υπάρχει μια αναπόφευκτη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των (συνήθως ξένων) εταιρειών φυσικών πόρων και των χωρών που έχουν τα κοιτάσματα. Οι πρώτες θέλουν να ελαχιστοποιήσουν αυτά που πληρώνουν, την ώρα που οι χώρες επιδιώκουν το αντίθετο. Σωστά σχεδιασμένες, ανταγωνιστικές, διαφανείς δημοπρασίες μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ περισσότερα έσοδα από συμφωνίες συμφερόντων. Τα συμβόλαια, επίσης, θα πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και θα πρέπει να προβλέπουν ότι στην περίπτωση που οι τιμές σημειώσουν μεγάλη άνοδο -όπως συμβαίνει επανειλημμένως- τα μη προβλεπόμενα κέρδη δεν θα πάνε μόνο στην εταιρεία.

Δυστυχώς, πολλές χώρες έχουν ήδη υπογράψει μη ευνοϊκά συμβόλαια που δίνουν ένα δυσανάλογο μερίδιο της αξίας των πόρων στις ιδιωτικές, ξένες εταιρείες. Υπάρχει όμως μια απλή απάντηση σε αυτό: η επαναδιαπραγμάτευση. Και, εάν αυτό είναι αδύνατο, η επιβολή φόρου εκτάκτων κερδών.

Οι χώρες σε όλον τον κόσμο το κάνουν αυτό. Φυσικά, οι εταιρείες φυσικών πόρων θα αντιδράσουν, θα δώσουν έμφαση στην «ιερότητα» των συμβολαίων και θα απειλήσουν με αποχώρηση. Αλλά το αποτέλεσμα είναι συνήθως το αντίθετο. Μια δίκαιη επαναδιαπραγμάτευση μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας καλύτερης, μακροπρόθεσμης συνεργασίας.

Η επαναδιαπραγμάτευση τέτοιου είδους συμβολαίων στην Μποτσουάνα αποτέλεσε το θεμέλιο για την εντυπωσιακή της ανάπτυξη στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών. Παράλληλα, δεν είναι μόνο οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βολιβία και η Βενεζουέλα, που επαναδιαπραγματεύονται: Το έχουν κάνει και ανεπτυγμένες χώρες, όπως το Ισραήλ και η Αυστραλία. Ακόμη και οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει φόρο επί εκτάκτων κερδών.

Εξίσου σημαντικό, τα χρήματα που έχουν κερδηθεί μέσω φυσικών πόρων πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση της ανάπτυξης. Οι παλαιές αποικιακές δυνάμεις θεωρούσαν την Αφρική απλώς ένα μέρος από το οποίο εξόρυσσαν πρώτες ύλες. Ορισμένοι από τους νέους αγοραστές έχουν παρόμοια αντιμετώπιση.

Η υποδομή (δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμάνια) έχει κατασκευασθεί με γνώμονα ένα και μοναδικό στόχο: να βγουν οι πρώτες ύλες εκτός της χώρας, πολλώ δε μάλλον για την ανάπτυξη των τοπικών βιομηχανιών που βασίζονται σε αυτές.

Η πραγματική ανάπτυξη προϋποθέτει την εκμετάλλευση όλων των πιθανών συνδέσμων: εκπαίδευση των ντόπιων εργαζομένων, ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να υπάρξει κίνητρο για τις μεταλλευτικές εταιρείες και τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, εγχώρια επεξεργασία και ενσωμάτωση των φυσικών πόρων στην οικονομική δομή της χώρας. Σήμερα, φυσικά, αυτές οι χώρες μπορεί να μην έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε πολλές από αυτές τις δραστηριότητες και ορισμένοι θα προβάλουν το επιχείρημα ότι οι χώρες θα εμμείνουν στους δυνατούς τομείς. Από αυτή την άποψη, το συγκριτικό πλεονέκτημα αυτών των χωρών είναι η εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων από άλλες χώρες.

Αυτό είναι λάθος. Αυτό που μετράει είναι το δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα ή το συγκριτικό πλεονέκτημα σε μακροπρόθεσμη βάση, το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί. Πριν από σαράντα χρόνια, η Νότια Κορέα είχε συγκριτικό πλεονέκτημα στην καλλιέργεια ρυζιού. Εάν είχε εμμείνει σε αυτή τη δυναμική, δεν θα ήταν ο βιομηχανικός «κολοσσός» που είναι σήμερα. Ισως να ήταν η χώρα με την πιο αποτελεσματική καλλιέργεια στον κόσμο, αλλά θα ήταν φτωχή.

Οι εταιρείες θα πουν στην Γκάνα, στην Ουγκάντα, στην Τανζανία και στη Μοζαμβίκη να ενεργήσουν με ταχύτητα, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτές τις χώρες να κινηθούν κατόπιν ωριμότερης σκέψης. Οι φυσικοί πόροι δεν θα εξαφανισθούν και οι τιμές εμπορευμάτων κινούνται ανοδικά. Στο μεταξύ, αυτές οι χώρες μπορούν να εδραιώσουν θεσμούς, πολιτικές και τους αναγκαίους νόμους που θα διασφαλίζουν ότι οι φυσικοί πόροι ωφελούν το σύνολο των πολιτών.

Οι φυσικοί πόροι πρέπει να είναι ευλογία, όχι κατάρα. Μπορούν να γίνουν, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί από μόνο του. Και δεν θα συμβεί εύκολα.

ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ, κάτοχος βραβείου Νόμπελ οικονομίας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Το τίμημα της ανισότητας» (The Price of Inequality: How Today’s Divided Society Endangers our Future).

     Copyright: Project Syndicate, 2012.

    Πηγή : ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ

by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Σχετικά άρθρα

Η ηθική υπεράνω του συμφέροντος  

Πώς να σώσετε τον πλανήτη, σε δύο απλά βήματα 

Λιώνουν ταυτόχρονα και πάρα πολλές «παλιές βεβαιότητες» 

Το δίλημμα του κρατουμένου και η προστασία του περιβάλλοντος 

Η τελευταία ευκαιρία 

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -