Δίψασα κι οι φτέρες είχαν ξεραθεί
κίτρινα τα φυτά στις γλάστρες, σαν καλαμποκιές,
η γυναίκα μου είχε φύγει
και τ’ αδειανά μπουκάλια: πτώματα κουτσουρεμένα με κύκλωναν ανήμπορα.
Μονάχα ο ήλιος μού έμεινε’ και τότε
να ο λογαριασμός για το νοίκι:
άψογα, επαρμένα κίτρινος. Αν χρειαζόταν κάτι
κείνη την ώρα, ήτανε ένας ωραίος κωμικός, απ’ τους παλιούς,
κάνας καραγκιόζης, να σπάει πλάκα με τον παραλογισμό
του πόνου: ο πόνος είναι παράλογος μόνο και μόνο
Ξυρίστηκα προσεκτικά μ’ ένα παλιό ξυράφι.
Ανήκε σε κάποιον που κάποτε υπήρξε νέος και τον πέρασαν για ιδιοφυία όμως εδώ έγκειται η τραγωδία των φύλλων: οι ξεραμένες φτέρες, τα ξεραμένα φυτά.
Τελικά βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο.
Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή, αγριεμένη, αποφασισμένη.
Με διαολόστειλε
κουνώντας τα παχιά, κάθιδρα μπράτσα της.
«Το νοίκι!» ούρλιαξε.
Ούρλιαξε,
γιατί η ζωή μας είχε πια τσακίσει.
Τσαρλς Μπουκόβσκι – Τρόμου και αγωνίας γωνία, μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Αθήνα: Απόπειρα, 1994
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές: