Το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα το 2024, πέραν του ότι δεν έχει κατακτήσει ακόμα την «έξωθεν καλή μαρτυρία», λόγω της συνεχιζόμενης τακτικής της εκλογής της ηγεσίας του θεσμού από την εκτελεστική εξουσία, εξακολουθεί να έχει και άλλα σοβαρά θέματα που πλήττουν την αξιοπιστία του, όπως γίνεται δεκτό και από όλους τους λειτουργούς του[1].
Το αποτέλεσμα είναι να αντιμετωπίζεται με εξαιρετικά μεγάλη δυσπιστία εκ μέρους των πολιτών, που φτάνει και το 70%[2], πράγμα που ισοδυναμεί περίπου με διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου στον κρίσιμο, ακόμα και για την ύπαρξη της Δημοκρατίας, θεσμό.
Περαιτέρω, οι πρόσφατες αλλαγές που έγιναν στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης και του άμεσα εκτιτέου των ποινών, καθώς και τον περιορισμό των πολυμελών συνθέσεων στα ποινικά δικαστήρια, δημιούργησαν εκ νέου προβληματισμούς που επαναφέρουν, επιτακτικά πλέον, την ανάγκη να ξαναδούμε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται ακριβώς με την αξιοπιστία και έχουν να κάνουν κυρίως με τη φιλοσοφία του συστήματος. Γιατί σε αυτήν βρίσκονται οι λύσεις που μπορούν να προκαλέσουν άμεσα το απαιτούμενο ποιοτικό άλμα στη Δικαιοσύνη και να οικοδομήσουν την σχέση εμπιστοσύνης που επιβάλλεται μεταξύ των πολιτών και των λειτουργών που υπηρετούν το θεσμό. Έτσι, με δεδομένο ότι όσον αφορά τους δικηγόρους ήδη εξαγγέλθηκε η πιστοποίηση της ικανότητας λήψης της δικηγορικής ιδιότητας μέσω ΑΣΕΠ, πρέπει να οπωσδήποτε να ξαναδούμε :
- Τα κριτήρια ανάληψης και άσκησης της δικαιοδοτικής εξουσίας από τους δικαστικούς λειτουργούς και αντιστοίχως και τους ενόρκους[3], ήτοι το ηλικιακό, της προηγούμενης εργασιακής εμπειρίας και της καλής ψυχικής υγείας.
- Τα κριτήρια αξιοπιστίας των αιτιολογιών των δικαστικών αποφάσεων που είναι το σημαντικότερο ζήτημα.
- Την ανυπαρξία ελέγχου από τον Άρειο Πάγο, των ποινικών και πολιτικών αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας[4], όταν παραβιάζονται σε αυτές τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπ’ όψιν των δικαστών. Μέχρι σήμερα στη χώρα μας η παραβίαση αυτή (της κοινής λογικής), δε θεωρείται σημαντικό πρόβλημα για να ασχολείται με αυτό ο Άρειος Πάγος, δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως συμβαίνει π.χ. στη Γερμανία.
- Τη λειτουργία του Συνταγματικού θεσμού (αρ. 87 παρ. 3 Σ) της Επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Ο θεσμός αυτός επειδή διαλαμβάνει από τη φύση του την Συνταγματική εγγύηση για την ορθή και αδέσμευτη απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα, θα έπρεπε να διαθέτει αδιαμφισβήτητο κύρος, το υψηλότερο από όλους τους θεσμούς της Δημοκρατίας, ούτως ώστε να υπάρχει αποφασιστικός παράγοντας που να δικαιολογεί στη συνείδηση των πολιτών την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Αλλά δεν έχει καμία αξιοπιστία, όπως είναι πασίγνωστο στο νομικό κόσμο και γίνεται ρητά αποδεκτό και από τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς[5].
Πέραν των ζητημάτων αυτών, (οι ειδικές προτάσεις για το καθένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενων άρθρων), είναι απαραίτητο να δούμε και ορισμένα ζητήματα της πολιτικής και της ποινικής δίκης, καθώς υπάρχουν απλές λύσεις που είναι ικανές να καταστήσουν τη διαδικασία αξιόπιστη, ταχεία και αποτελεσματική και στην μία και στην άλλη περίπτωση, με την αξιοποίηση και των δυνατοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης, που έχει και τα καλά της. Ένα από αυτά είναι η δημιουργία ηλεκτρονικού φακέλου για κάθε υπόθεση ξεχωριστά, που εξαγγέλθηκε προ λίγων ημερών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα ζητήματα αυτά θα αποτελέσουν επίσης αντικείμενο επόμενων άρθρων.
Ως υστερόγραφο εδώ παραθέτω σε μετάφραση τρία εξαιρετικά εύστοχα αποσπάσματα από το έργο του Επίκουρου[6] , που αφορούν τη φιλοσοφία του δικαίου και πρέπει οπωσδήποτε να τα έχουμε υπ’ όψιν μας όταν ασχολούμαστε με τη Δικαιοσύνη. Γιατί συγκροτούν τα βασικά κριτήρια:
- Το φυσικό δίκαιο είναι η συμφωνία για το κοινό συμφέρον, να μη βλάπτει ο ένας τον άλλον, ούτε και να βλάπτεται[7].
- Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει ως κάτι αυθύπαρκτο, αλλά αποτελεί συνθήκη σύμφωνα με την οποίαν στις επαφές των ανθρώπων μεταξύ τους, σε οποιοδήποτε τόπο και χρόνο, κανένας δε θα βλάπτει τον άλλον και κανένας δε θα βλάπτεται[8].
- Από όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον εκείνο που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας … εάν, όμως, κάποιος … θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος της κοινωνίας, αυτό δεν έχει τη φύση του δικαίου[9]
Αντώνης Μπιλίσης – Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
***
[1] Ενδεικτικά οι δικαστές (Μάϊος – Απρίλιος 2024) : α) Ζαφειρούλα Βασιλάτη πρόεδρος Εφετών ΔΔ (ε.τ) και β) Λέανδρος Ρακιτζής του αρεοπαγίτη (ε.τ.)
[2] Public issue (Απρίλιος 2024), metron analysis (Νοέμβριος 2022)
[3] Αυτοί κληρώνονται και συμμετέχουν ως δικαστές στις δίκες για βαριά κακουργήματα. Τα σχετικά δικαστήρια λέγονται μικτά ορκωτά, είναι επταμελή με 4 ενόρκους και 3 δικαστές.
[4] Τα δικαστήρια της ουσίας είναι αυτά τα εφετεία και τα δικαστήρια 1ου βαθμού που εξετάζουν την υπόθεση ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών των διαδίκων, ερευνούν δηλαδή αν συνέβησαν ή όχι τα περιστατικά που αυτοί επικαλούνται. Ο Άρειος Πάγος δεν έχει την αρμοδιότητα αυτή. Η αποστολή του είναι να ελέγχει τα νομικά σφάλματα των αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας. Δηλαδή αν τήρησαν το νόμο.
[5] Ενδεικτικά ο νυν πρόεδρος του ΣτΕ Μ. Πικραμένος και 5 δικαστές (2021) και ο πρώην επιθεωρητής (2014) αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης
[6] Αντίθετα με την πλήρως εσφαλμένη εντύπωση που υπάρχει αυτός ήταν εξαιρετικά λιτός. ‘Ελεγε ότι αν έχει κανείς ψωμί και νερό, είναι σε θέση να παραβγεί με το Δία στην ευτυχία. [«…έλεγε δε (Επίκουρος) ετοίμως έχειν και τω Διί ύπερ ευδαιμονίας διαγωνίζεσθαι , μάζας έχων και ύδωρ…» Αιλιανός – Ποικίλαι Ιστορίαι IV.13 ( 602 Us.)].
[7] Τὸτῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι.
[8] Οὐκ ἦν τι καθ’ ἑαυτὸ δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἐν ταῖς μετ‘ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ’ ὁπηλίκους δή ποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι.
[9] Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχειν τοῦ δικαίου χώραν (δ)εῖ͵ … · ἐὰν δὲ (νόμον) μόνον θῆταί τις͵ μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας͵ οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου φύσιν ἔχει.
Πρώτη δημοσίευση: ethnos.gr
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Κατά τη γνώμη μου,
1/ Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον λάτρη των ειδώλων Επίκουρο για να συναντήσουμε και να αποδεχτούμε την αρχή να μη βλάπτουμε ο ένας τον άλλον. Το διατυπώνει απλά και κατανοητά στον καθένα το “Αγαπάτε αλλήλους” του Ιησού Χριστού.
2/ Μεταγενέστερα και βάσει των Αρχών που συνέτειναν, ώστε να αποτελέσουμε Κοινωνίες των έλλογων όντων, διατυπώθηκε η Αρχή ότι “η ελευθερία καθενός φτάνει μέχρι εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου” και έτσι να καταρτίζονται οι Κανόνες Δικαίου.
3/ Φτάσαμε, όμως, στην εποχή μας, όλες αυτές τις Αρχές που μας έφτιαξαν Κοινωνίες, να τις αμφισβητούμε και να επιδιώκουμε να τις αναθεωρήσουμε μη συμφωνώντας ούτε μεταξύ μας ήδη στη βάση των προτεινόμενων “νέων”, που κάποιες είναι τόσο ρηξικέλευθες, που συγκρούονται αμφισβητώντας τες με τη Φύση και την κοινή Λογική, που, όπως γράφεται και στο εν όψει άρθρο, θα πρέπει να αποτελούν το γνώμονα του Δικαίου.
4/ Συμφωνώ, πως δεν πρέπει να είναι η Εκτελεστική η Εξουσία που θα ορίζει τους επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων ούτε όμως και η επετηρίδα. Λογικότερο και δικαιότερο θα ήταν η επιλογή τους να γίνεται από τη Νομοθετική Εξουσία και εν τέλει, επί ασυμφωνίας, βάσει κληρώσεως μεταξύ των προτεινόμενων.
5/ Τέλος, για να μη πλατειάζουμε, έχοντας όλοι μας επίγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας δεν βλέπω τον τρόπο να συμφωνήσουμε σε “νέες” Αρχές, οπότε γιατί δεν αρκούμεθα στις ήδη γνωστές και διαμορφωμένες από πράγματι σοφούς ανθρώπους και όχι του συρμού ή αγκυλωμένων σε ήδη κριθείσες και παρωχημένες ιδεολογίες ;