Αρνιόταν κάθε σχέση με έρευνες που δεν έτειναν προς το ασυνήθιστο, ακόμη και προς το φανταστικό.
Δρ. Τζέιμς Γουότσον
Ο Ντέιβιντ Μίλνερ, νευροψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα στο Φάιφ της Σκωτίας, ανυπομονούσε τόσο πολύ να πάει στο νοσοκομείο για να εξετάσει τη νέα ασθενή του, που ξέχασε να πάρει μαζί του τις σημειώσεις που περιέγραφαν την κατάστασή της. Ο γιατρός γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του κάτω από μια κρύα χειμωνιάτικη βροχή, για να πάρει τον φάκελο που περιέγραφε την Νταϊάνα Φλέτσερ.
Τα γεγονότα ήταν απλά αλλά τραγικά: η Νταιανα είχε μετακομίσει πρόσφατα στη βόρεια Ιταλία για να εργαστεί ως ανεξάρτητη μεταφράστρια επί εμπορικών θεμάτων. Μαζί με τον σύζυγό της βρήκαν ένα από τα υπέροχα εκείνα παλαιά διαμερίσματα κοντά στο μεσαιωνικό κέντρο της πόλης, φρεσκοβαμμένο, με καινούργιες ηλεκτρικές συσκευές — στην κουζίνα και με ανακαινισμένο μπάνιο, ένα σπίτι σχεδόν τόσο πολυτελές όσο και η μόνιμη κατοικία τους στον Καναδά. Το εγχείρημά τους, όμως, κράτησε πολύ λίγο. Ένα πρωινό η Νταλιάνι μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ντους, χωρίς να έχει καμία ένδειξη ότι ο εξαερισμός του θερμοσίφωνα, που λειτουργούσε με αέριο, δεν γινόταν κανονικά. Όταν το προπάνιο άναψε για να ζεστάνει το νερό που περνούσε διαμέσου των πυρακτωμένων καυστήρων, στον μικρό εκείνο χώρο σχηματίστηκε μονοξείδιο του άνθρακα. Η Νταϊάνα έλουζε τα μαλλιά της όταν το άοσμο αέριο την κατέκλυσε σταδιακά, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις της και να πέσει στο δάπεδο με τα πλακάκια, έχοντας ένα φωτεινό ροζ χρώμα στο πρόσωπό της εξαιτίας της μη αναστρέψιμης δέσμευσης του μονοξειδίου του άνθρακα στην αιμοσφαιρίνη του αίματος. Η Νταϊάνα είχε μείνει στο πάτωμα ίσως επί είκοσι λεπτά της ώρας, ενώ το νερό κατέβρεχε το ακίνητο κορμί της, όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι για να πάρει κάτι που είχε ξεχάσει. Αν ο σύζυγός της δεν είχε επιστρέψει, η Νταϊάνα σε λίγο θα είχε πεθάνει. Παρ’ ότι, όμως, η Νταϊάνα επέζησε και είχε εκπληκτική ανάρρωση, οι άνθρωποί της σύντομα κατάλαβαν ότι κάτι από αυτήν είχε χαθεί για πάντα στις περιοχές εκείνες του εγκεφάλου που είχαν υποστεί μη αναστρέψιμη βλάβη.
Όταν η Νταϊάνα ξύπνησε από το κώμα ήταν εντελώς τυφλή. Μετά από δύο ημέρες μπορούσε να αναγνωρίσει χρώματα και την υφή των αντικειμένων βλέποντάς τα, δεν μπορούσε, όμως, να αναγνωρίσει τα σχήματα των αντικειμένων ή πρόσωπα, λόγου χάριν, το πρόσωπο του συζύγου της ή και το δικό της, όταν της δώσαμε έναν καθρέπτη του χεριού για να το κοιτάξει. Η ασθενής, όμως, δεν είχε καμία δυσκολία να αναγνωρίσει διάφορα άτομα από τη φωνή τους και ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τα αντικείμενα που της δίναμε να πιάσει.
Η οικογένεια της Νταϊάνα απευθύνθηκε στον Μίλνερ, διότι ο γιατρός αυτός ήταν γνωστός για τις πολύχρονες μελέτες του με προβλήματα της όρασης μετά από εγκεφαλικά αγγειακά επεισόδια και εγκεφαλικές κακώσεις. Στον γιατρό είπαν ότι η Νταϊάνα είχε έρθει στη Σκωτία, όπου ζούσαν οι γονείς της, για να διερευνήσει αν θα μπορούσε να γίνει κάτι που να τη βοηθήσει. Ο Μίλνερ χρησιμοποίησε τα συνήθη οπτικά τεστ για να την εξετάσει- έγινε αμέσως φανερό ότι η Νταϊάνα ήταν τυφλή, με οποιονδήποτε καθιερωμένο τρόπο και αν χρησιμοποιούσε κανείς τη λέξη. Η ασθενής δεν μπορούσε να διαβάσει τα μεγάλα γράμματα στην ειδική οθόνη που χρησιμοποιούν οι οφθαλμίατροι ούτε να δει πόσα δάχτυλα της έδειχνε ο γιατρός.
Κάποια στιγμή ο Μίλνερ της έδειξε ένα μολύβι. «Τί είναι αυτό;», τη ρώτησε.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Νταϊάνα σάστισε- κατόπιν έκανε κάτι αναπάντεχο. «Μια στιγμή, αφήστε με να το δω», είπε, απλώνοντας το χέρι της και παίρνοντας με επιδεξιότητα το μολύβι από το χέρι του γιατρού. Ο Μίλνερ έμεινε άναυδος, όχι από την ικανότητα της ασθενούς να αναγνωρίσει το αντικείμενο με την αφή, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο πήρε το μολύβι από το χέρι του. Καθώς η Νταϊάνα άπλωσε το χέρι της προς το μολύβι, τα δάχτυλά της κινήθηκαν με ταχύτητα και ακρίβεια προς το αντικείμενο, το έπιασαν και το τράβηξαν προς το μέρος της με μία μόνο αβίαστη κίνηση. Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει, αν την έβλεπε, ότι η Νταϊάνα ήταν τυφλή. Ήταν σαν ένα άλλο πρόσωπο —ένα ζόμπι χωρίς συνείδηση μέσα της— να οδήγησε την κίνηση του χεριού της (όταν λέω ζόμπι εννοώ ένα ον χωρίς συνείδηση, που όμως δεν κοιμάται- είναι πανέτοιμο και ικανό να επιτελεί σύνθετες, επιδέξιες κινήσεις, όπως και τα πλάσματα στην καλτ ταινία Η νύχτα των ζωντανών νεκρών).
Ο Μίλνερ βρήκε ενδιαφέρουσα την ενέργεια αυτή της Νταϊάνας και αποφάσισε να κάνει ορισμένα πειράματα για να ερευνήσει την κρυμμένη της ικανότητα. Ο γιατρός έδειξε στην Νταϊάνα μια ευθεία γραμμή και τη ρώτησε: Νταϊάνα, η γραμμή αυτή είναι κατακόρυφη, οριζόντια ή πλάγια;».
«Δεν ξέρω», απάντησε η ασθενής.
Κατόπιν, ο γιατρός έδειξε στην Νταϊάνα μια κατακόρυφη σχισμή (για την ακρίβεια, το άνοιγμα ενός γραμματοκιβωτίου) και της ζήτησε να περιγράφει τον προσανατολισμό της. Η ασθενής απάντησε και πάλι ότι δεν γνώριζε.
Όταν ο γιατρός της έδωσε ένα γράμμα και της ζήτησε να το ρίξει στο γραμματοκιβώτιο, η Νταϊάνα υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο.
«Έλα, προσπάθησε», της είπε ο γιατρός. «Προσποιήσου ότι ταχυδρομείς ένα γράμμα».
Η Νταϊάνα δίστασε. «Προσπάθησε», της είπε ξανά ο Μίλνερ.
Η Νταϊάνα πήρε το γράμμα και κίνησε το χέρι της περιστρέφοντάς το με τρόπο που το γράμμα παραλληλίστηκε απόλυτα με τη σχισμή. Με μια ακόμη επιδέξια κίνηση η Νταϊάνα έβαλε με άνεση το γράμμα στη σχισμή, παρ’ ότι δεν ήταν σε θέση να πει αν η σχισμή ήταν κατακόρυφη, οριζόντια ή πλάγια. Η ασθενής εκτέλεσε τη συγκεκριμένη εντολή χωρίς να έχει επίγνωση της κίνησης που έκανε- ήταν σαν εκείνο το πολύ μικρό ζόμπι μέσα της να είχε αναλάβει την ευθύνη του εγχειρήματος και χωρίς καμία προσπάθεια κατηύθυνε το χέρι της προς τον στόχο.
Οι ενέργειες αυτές της Νταϊάνα είναι εκπληκτικές, διότι συνήθως η όραση θεωρείται ως ενιαία διεργασία. Όταν ένα εμφανώς τυφλό άτομο είναι σε θέση να απλώσει το χέρι του, να πιάσει ένα γράμμα, να το περιστρέφει προς τη σωστή κατεύθυνση και να το ταχυδρομήσει, ρίχνοντάς το μέσα στο γραμματοκιβώτιο από ένα άνοιγμα το οποίο δεν μπορεί να «δει», είναι άτομο με ικανότητα σχεδόν παραφυσική.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τί νιώθει η Νταϊάνα, πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε έννοια της κοινής λογικής για το τί είναι η όραση. Στις επόμενες λίγες σελίδες του βιβλίου αυτού, θα ανακαλύψουμε ότι η αντίληψη είναι κάτι πολύ περισσότερο από διεργασία που περιορίζεται στον οφθαλμό.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, ίσως και ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού, θεωρούν την όραση δεδομένη. Ξυπνούμε το πρωί, ανοίγουμε τα μάτια σας, και, voilà, τα πάντα είναι μπροστά μας. Το να βλέπει κανείς φαίνεται ότι γίνεται τόσο ξεκούραστα και αυτόματα, ώστε αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε πως η όραση είναι απίστευτα σύνθετη —και, ακόμη και σήμερα, πολύ αινιγματική— διεργασία. Ας σκεφθούμε, όμως, για μια στιγμή, τί συμβαίνει κάθε φορά που βλέπουμε ακόμη και την απλούστερη σκηνή. Όπως επισήμανε ο συνάδελφός μου Ρίτσαρντ Γκρέγκορυ, η μόνη πληροφορία που μας δίνεται είναι δύο μικροσκοπικές, ανεστραμμένες, δισδιάστατες εικόνες στον οφθαλμό, όμως αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι ένας ενιαίος πανοραμικός, ανορθωμένος, τρισδιάστατος κόσμος. Πώς γίνεται η θαυμαστή αυτή μεταμόρφωση;
Απόσπασμα από το βιβλίο των Βιλαγιανούρ Ραματσάντραν και Σάντρα Μπλακσλι “Φαντάσματα στον εγκέφαλο ” των Εκδόσεων Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com