Η ελευθερία ήρθε το Μάη


Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Οι πολεμιστές μάς κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι…

Καλά που κάνανε και μείνανε έκει ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ’ τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε.

Ξαφνικά άρχισαν ανάμεσά μας να φυτρώνουν σημαίες. Αμερικάνικες, ρώσικες, εγγλέζικες, ισπανικές της Δημοκρατίας, τσέχικες, πολωνέζικες, ελληνικές, γιουγκοσλάβικες, ιταλικές… Όλες καμωμένες από ματισμένα κουρέλια και χοντροβελονιά. Οι πιο πολλές μυρίζανε λαδομπογιά. Οι σημαίες μάς ανάψανε ακόμα πιο πολύ. Πηδούσαμε, αλαλάζαμε. Ταυτόχρονα στα χαμηλά γίνονταν
άλλες δουλειές. Ένιωσα δυο χέρια να γατζώνονται στο πόδι μου. Έσκυψα να δω. Δυο Ισπανοί, τον έναν τον ήξερα, είχαν ρίξει μπρούμυτα έναν επιστάτη και τον πετσοκόβανε με σουγιάδες. Είδα κι έπαθα να λευτερώσω το πόδι μου απ’ τα χέρια του. Άμα το κατάφερα να τραβηχτώ, πάτησα πάνω στην κοιλιά ενός άλλου επιστάτη που τον είχαν πνίξει μ’ ένα λουρί. Άλλοι είχαν αποκάμει απ’ το συνωστισμό, πέσανε, ποδοπατηθήκανε και ξεψυχούσανε στα πόδια μας.

Χυθήκαμε προς τα έξω με τις σημαίες ψηλά. Ήταν κι άλλο τανκ έξω απ’ την γκρεμισμένη πύλη και πιο πέρα άλλο. Κοντά στο Διοικητήριο σταματήσαμε, πάψαμε να φωνάζουμε, ξανοίξαμε σε μάκρος και κοιτάζαμε το τι γινόταν εκεί… Οι γυναίκες του Μαουτχάουζεν ανεβαίνανε το δρόμο, ουρά ατέλειωτη, ενώ οι πρώτες είχαν κιόλας μπει στα χτίρια. Στριμώχνονταν στις πόρτες, σπάζανε τα τζαμιλίκια στα παράθυρα, άλλες για να μπουν, άλλες για να βγουν. Αυτές που βγαίνανε κρατούσανε σφιχταγκαλιαστά κουρτίνες, στόφες από τα έπιπλα, τσόχες από μπιλιάρδα, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, σεντόνια, μαξιλαρόφυλλα, κουρτινάκια. Περνούσανε με τα λάφυρά τους ανάμεσά μας κι ανάμεσα απ’ τις σημαίες. Και καθώς εμείς είχαμε σωπάσει και τις κοιτάζαμε σώπαιναν κι αυτές. Τα πρόσωπά τους ήταν μαλλιαρά απ’ την αδυναμία, τα μαλλιά κουρεμένα, φορούσαν πανταλόνια και σακάκια γεμισμένα με κουρέλια για να κρατούν ζέστα.

Δεν περιμένανε να βρεθούνε έτσι ξαφνικά τόσο κοντά σε άντρες. Σα να ντρεπόντανε που ήταν άφτιαχτες. Τα μάτια τους που φέγγανε αρχίσανε να πεταρίζουν, τα πόδια τους πασχίζανε να περιορίσουν το σαματά από τα ξυλοπάπουτσα και με όλα τους τα σουσούμια και το περπάτημα ήταν σα να λέγανε «περιμένετε και θα δείτε». Απ’ τ’ αριστερά ερχόταν πλήθος από άντρες. Ήταν αυτοί που μένανε έξω απ’ τον περίβολο. Έρχονταν απ’ τ’ οπλοστάσιο και την αποθήκη τροφίμων. Κουβαλούσαν ντουφέκια, αυτόματα, σακιά ζάχαρη, ντενεκέδες με τυρί, κιβώτια σφαίρες. Μας είπανε να πάμε στην αποθήκη τροφίμων να δούμε.

Πήγαμε. Ο Ες‐Ες αποθηκάριος ήταν κρεμασμένος στην πόρτα μ’ ένα παλούκι μπηγμένο στο στήθος. Δυο δικοί μας του χώνανε κομμάτια πατάτα στις τρύπες των ματιών. Ένας άλλος φώναζε: «Τώρα δε θα ξαναπεί πια “νιχτς καρτόφελν”». Φύγαμε ευχαριστημένοι. Πήραμε ελεύθεροι τον περιφερειακό δρόμο. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να τρεχολογούν πάνω‐κάτω.


Μια παρέα Ρώσοι, αιχμάλωτοι ως χθες, είχαν οικονομήσει μια μεσοφωνία και χορεύανε στη μέση του δρόμου. Πιο κάτω ο κύριος Κάντακ, αρχηγός του αυτοκρατορικού κόμματος της Αυστρίας ‐ έτσι μας έλεγε ‐ είχε ανεβεί πάνω σ’ ένα καζάνι, απ’ αυτά που κουβαλούσαν το φαΐ στα συνεργεία, κι έβγαζε λόγο: «Η δημοκρατία σκότωσε την Αυστρία. Η δημοκρατία την έκαμε δώρο στον Αδόλφο Χίτλερ. Όχι πια δημοκρατία στην Αυστρία. Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι ξαναφέρτε τους Αψβούργους στη Βιέννη…».

Μια παρέα γυναίκες που περνούσανε, φαίνεται πως τον πείραξαν κι ο Κάντακ συνέχισε το λόγο του έτσι: «στη Βιέννη… άμα παχύνεις, έλα να με βρεις…». Δυο καθολικοί παπάδες και τρεις καλόγριες διασχίζανε αργά το δρόμο μ’ ένα περίεργο αυτοκίνητο που το οδηγούσε ένας Αμερικάνος στρατιωτικός παπάς. Αργότερα μάθαμε πως το περίεργο αυτοκίνητο το λένε «τζιπ».

Απ’ τον πάνω δρόμο κατέβαινε ένα πλήθος που κρατούσε μια στενόμακρη κόκκινη σημαία και τραγουδούσε ένα τραχύ τραγούδι. Πλημμύρισε το δρόμο και το τζιπ με τις καλόγριες και τους παπάδες χάθηκε ανάμεσα. Ήταν κι ο φίλος μου ο Τεοντόρ Σβέτιτς μαζί. Μια γυναίκα που τους κοίταζε με χαρά ρώτησε: «Τι είστε σεις;». Και κάποιος φώναζε: «Είμαστε Σέρβοι παρτιζάνοι του Τίτο! Ο Μιχαήλοβιτς στη φυλακή».

Ξαναγύρισα στον περίβολο. Οι Αμερικάνοι ξεφορτώνανε τόνους φάρμακα και φαγιά. Η πλατεία ήταν πάντα γεμάτη κι ο καπνός απ’ τ’ αμερικάνικα τσιγάρα πήγαινε σύννεφο. Οι σκοτωμοί συνεχίζονταν. Στην παράγκα No 3 δυο επιστάτες κείτονταν στο τσιμεντένιο πάτωμα του καμπινέ. Τον ένα τον ντουφεκίσανε, τον άλλον τον λιντσάρανε έως θανάτου. Δυο αυτοκίνητα, απ’ αυτά που τα λένε «τζιπ», φύγανε ολοταχώς απ’ τον περίβολο φορτωμένα Αμερικάνους στρατιώτες και οπλισμένους δικούς μας. Ήρθε ένα μήνυμα πως στο χωριό Σαν Γκέοργκ ο δήμαρχος έκρυβε Ες‐Ες. Ο Αντώνης απ’ τους Αμπελοκήπους με χαιρέτησε κουνώντας ένα αυτόματο και μου φώναξε: «Θα σου φέρω έναν Ες‐Ες να παίζεις».

Στον περίβολο ήταν και κάτι γυναίκες που τις είχα ακουστά, αλλά τις έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν θρεμμένες, καλοντυμένες, βαμμένες κι είχαν και αρκετό μαλλί στο κεφάλι. Ήταν οι αγαπητικές αυτών που επιστατούσαν στα μεγάλα πόστα. Αρχιραφτάδες, αρχιμάγειροι, αρχιμαραγκοί, αποθηκάριοι. Μ’ αυτούς τους επιστάτες οι Ες‐Ες είχαν φιλίες γιατί κάνανε διάφορες κομπίνες μαζί. Κλέβανε τα τρόφιμα, τα υλικά, τα εργαλεία, βγάζανε πέντε χρυσά δόντια απ’ τους κρατούμενους δηλώνανε δύο. Οι επιστάτες οικονομούσαν απ’ όλα, ήταν αφεντικά. Μέχρι που καταφέρανε να ‘χουν τις αγαπητικές τους σε ιδιαίτερη παράγκα. Δεν μπορούσαν να κοιμούνται μαζί, όμως όλο και κάτι κάνανε. Στο μεταξύ τις ταΐζανε, τις ποτίζανε, τις ντύνανε. Τις ετοιμάζανε.

Αλλά οι πιο πολλοί επιστάτες ήταν Γερμανοί βαρυποινίτες. Όσοι δε φύγανε εθελοντικά για το μέτωπο, φοβηθήκανε να μείνουν στο ελευθερωμένο στρατόπεδο και το στρίψανε παρέα με τους Ες‐Ες. Όσοι μείνανε, άλλοι ήταν κιόλας στον άλλο κόσμο κι άλλοι δεμένοι χειροπόδαρα. Τις γυναίκες που ετοιμάσανε τις είχανε τώρα παραλάβει τα παλικαράκια. Σπανιόλοι, Έλληνες, Ιταλοί. Αυτές χαχανίζανε ευχαριστημένες και τα χαχανητά τους μπερδεύονταν με μουσική τζαζ και διάφορες υγειονομικές οδηγίες που ακούγονταν απ’ τα μεγάφωνα.

Όσο περνούσαν οι ώρες, η κίνηση κι η ζωή στο Μαουτχάουζεν άλλαζε. Το απόγεμα δεν έβλεπες πια παράτες ούτε άκουγες τραγούδια. Οι παρέες είχαν σκορπίσει, ο καθένας πήγαινε μόνος του κι οι κουβέντες που άκουγες συνέχεια ήταν:

— Πού τον πήγανε ύστερα;
— Πού φάνηκε για τελευταία φορά;
— Ποιος ήταν μαζί;
— Ποιος τον είδε;
— Υπάρχει πιθανότητα να ζει;
— Ποιος μπορεί να ξέρει;

— Ποιον να ρωτήσω;

Πολλοί κρατούσαν μολύβι και χαρτί και σημειώνανε τις πληροφορίες που μαζεύανε. Ύστερα κάνανε συνδυασμούς κι υπολογισμούς κι αποδείχνανε στον εαυτό τους πως ο δικός τους «οπωσδήποτε πρέπει να γλίτωσε».

Τη νύχτα, όσοι τα είχανε μιλημένα με τις αγαπητικές ξεκινήσανε για νυχτέρι στην παράγκα τους. Ήταν έξω απ’ τον περίβολο. Οι Αμερικάνοι τους σταματήσανε στην πύλη και δεν τους αφήσανε να βγουν. «Πάλι φερμπότεν» είπαν απορημένοι κι αλλάξανε δρόμο. Κόψανε τα συρματοπλέγματα του ανατολικού φράχτη και βγήκανε. Μάταιος κόπος. Οι Αμερικάνοι φυλάγανε τις παράγκες των γυναικών και δεν άφηναν να περάσει αρσενικός. Οι εραστές γυρίσανε πίσω έξω φρενών, δεν καταλαβαίνανε τι σόι απελευθέρωση ήταν αυτή. Οι άλλοι τους κοροϊδεύανε ή τους λέγανε «σα δεν ντρέπεστε, είναι ώρα για τέτοιες δουλειές;». Αυτοί, στα παλιά τους τα παπούτσια, δεν τους κρατούσες με τίποτα.

Πήγανε στον Αμερικάνο ταγματάρχη, τον ονομάσανε «ελευθερωτή» και κάνανε τα παράπονά τους. Ο «ελευθερωτής» τους εξήγησε ότι λόγοι υγείας και ασφάλειας επιβάλλουν αυτό το μέτρο και τους συμβούλεψε να κάνουν λίγες μέρες υπομονή. Οι εραστές πιάσαν να του εξηγούν πως οι γυναίκες που θα πάνε είναι έτοιμες και περιμένουνε. Πως πρέπει να καταλάβει τη λαχτάρα τους. Εδώ δεν πρόκειται για ένα απλό κοίμισμα με γυναίκα. Εδώ πρόκειται για παραπάνω… Ο ταγματάρχης είπε πως τους καταλαβαίνει γιατί επί δυο χρόνια που είναι στρατιώτης δεν είδε τη γυναίκα του. Πρέπει όμως να τους πει «όχι».Τότε τραβήξανε προς τη μεριά του τοίχου που έκλεινε τον περίβολο απ’ τα δυτικά. Απ’ αυτή τη μεριά οι παράγκες των γυναικών ήταν αφύλαχτες. Ο τοίχος ήταν ως πέντε μέτρα ψηλός. Σύρανε απ’ το φούρνο το καρότσι που κουβαλούσαν τους πεθαμένους, βάλανε πάνω κιβώτια, καζάνια, κρεμάσανε ένα σκοινί και περάσανε έξω. Τώρα κανείς δεν τους κορόιδευε. Ίσα‐ίσα που πολλοί μάλιστα τους βοηθήσανε να πάνε. Ήταν οι πρώτοι που θα κοιμούνταν με γυναίκες. Αρχίσαμε να τους σεβόμαστε.

Ιάκωβος Καμπανέλλης – Μαουτχάουζεν. Εκδόσεις Κέδρος 1981

***

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -