Γκυ ντε Μωπασάν – Στο νερό


Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχα νοικιάσει στις όχθες του Σηκουάνα ένα εξοχικό σπιτάκι και κάθε βράδυ πήγαινα και κοιμόμουν εκεί, δοκιμάζοντας ξεχωριστή ευχαρίστηση γι’ αυτό. Από το Παρίσι απείχε κάμποσες λεύγες, μα ο δρόμος δεν ήταν καθόλου κοπιαστικός.

Εκεί γνωρίσθηκα μ’ έναν παράξενο άνθρωπο, που όμοιο δεν είχα ξαναδεί ποτέ ως τώρα στη ζωή μου. Ήταν παλιός βαρκάρης κι αγαπούσε τη θάλασσα με μια παράφορη μανία, με πάθος σαν να είχε γεννηθεί μέσα σ’ αυτήν. Από την αρχή ο άνθρωπος αυτός μου τράβηξε το ενδιαφέρον κι ένα βράδυ που περπατούσαμε στην όχθη του Σηκουάνα, του ζήτησα να μου διηγηθεί κάτι από τη ναυτική του ζωή. Αυτός ο αμίλητος γίνεται άξαφνα ομιλητικός, η όψις του φωτίζεται από το ωχρό αντίφεγγο των περασμένων και χωρίς να με κοιτάζει, με τα μάτια στηριγμένα στο κενόν αρχίζει την ιστορία του:

– Βλέπεις το ποτάμι αυτό, που τρέχει εδώ κοντά μας; Ε, το ποτάμι αυτό κλείνει τόσα πράγματα για μένα, που σεις δεν μπορείτε να τα νοιώσετε. Σεις δεν έχετε παρά μια κοινή ιδέα γi αυτό, αλλ’ ένας ψαράς το αισθάνεται διαφορετικά – ναι πολύ διαφορετικά. Γι αυτόν έχει κάποιο μυστήριο βαθύ, μια γοητεία κρυφή, είναι σωστό θαύμα.

Τη νύχτα βλέπεις κάποιες φανταστικές σκιές, ακούς κρότους, που σου προξενούνε μια ηδονική λαχτάρα και τρέμεις χωρίς να ξέρεις κι ο ίδιος γιατί, όπως όταν περνάς από νεκροταφείο. Για έναν ψαρά η στεριά είναι μικρή, όμως το νερό είναι απέραντο γι αυτόν. Ένας θαλασσινός δεν αισθάνεται το ίδιο πράγμα για τη θάλασσα. Είναι συχνά σκληρή και κακιά αλήθεια, μα η μεγάλη θάλασσα έχει τους δικούς της νόμους, ενώ το ποτάμι είναι ύπουλο και άπιστο. Δεν έχει βογγητά, αλλά τρέχει πάντα αθόρυβα και ήσυχα.

Κάποιοι είπανε, πως η θάλασσα κλείνει μέσα της ατέλειωτους γαλάζιους τόπους, που οι πνιγμένοι κυλούνε πλάι στα μεγάλα ψάρια, μέσα σε παράξενα δάση και σε κρυσταλλένιες σπηλιές. Το ποτάμι έχει μόνον μαύρα βάθη, που σαπίζεις μέσα στο βούρκο. Όμορφο είναι όμως, όταν λάμπει στην ανατολή του ηλίου κι όταν φλοισβίζει ήσυχα, ανάμεσα από τους όχθους του. τους σκεπασμένους από καλάμια που μουρμουρίζουν αδιάκοπα.

Ε, μάθε, λοιπόν, πως τα καλάμια αυτά κάποτε ανάμεσα στο ψιθύρισμά τους, ιστορούν κάποια βουβά και πένθιμα δράματα, θα σου διηγηθώ μια τέτοια ιστορία, αφού μου ζητάς:


Ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα 1879

Πάνε δέκα χρόνια από τότε. Καθόμουν στο σπίτι της κυρά Λαφόν κι είχα γείτονα το Λουδοβίκο Μπερνέ, που άφησε τώρα τη θάλασσα για να μπει στο Συμβούλιο της Επικράτειας. Είμαστε αχώριστοι φίλοι και τρώγαμε πότε στο σπίτι μου, πότε στο δικό του. Ένα βράδυ που μόλις είχα αφήσει το σύντροφό μου, γύριζα με τη βάρκα κουρασμένος, στο σπίτι μου. Μια στιγμή στάθηκα στις καλαμιές κοντά, καμμιά εκατοστή μέτρα πιο εδώ από τη γέφυρα του σιδηροδρόμου.

Μου ήρθε η διάθεση να καπνίσω ένα τσιγάρο. Η βραδιά ήταν γλυκιά. Το φεγγάρι έριχνε την αντιφεγγιά του στα νερά του ποταμιού κι εκείνα τρεμόλαμπαν. Σιγά-σιγά ένοιωθα τον εαυτό μου να ξεκουράζεται στην ατέλειωτη εκείνη γαλήνη. Πήρα την άγκυρα και την έριξα στο ποτάμι. Η βάρκα ύστερα από μερικούς κλονισμούς στάθηκε. Ησυχία, ατέλειωτη ησυχία κυριαρχούσε που την έκοβε κάπου-κάπου το σιγανό φλοίσβισμα του νερού στον όχθο. Πάνω τα καλάμια στέκονταν ακίνητα, σαν παράξενες φανταστικές μορφές. Οι νυχτερινοί τραγουδιστοί των βάλτων δεν ακούγονταν. Ήσυχα τραβούσα το τσιγάρο μου. Άξαφνα μου ήρθε η διάθεση να τραγουδήσω. Δοκίμασα, μα ο ήχος της φωνής μου βγήκε δύσκολα από τα χείλη μου. Σώπασα και ξαπλώθηκα στο βάθος της βάρκας, κοιτάζοντας τον ουρανό.

Πέρασε λίγη ώρα μέσα στην ατέλειωτη ησυχία. Ύστερα μου φάνηκε πως τα ελαφρά κουνήματα της βάρκας γίνονταν απότομες στροφές, σαν να τρίκλιζε πάνω σε τρικυμισμένη θάλασσα. Τώρα μου φάνηκε πως άκουγα κρότους τριγύρω μου δυνατούς… θόρυβο… Μ’ ένα πήδημα τινάχτηκα. Η ίδια ησυχία απλωνόταν γύρω. Τα νερά ήταν ατάραχα και τρεμόλαμπαν στο αργυρό φως του φεγγαριού.

Τότε είδα πως όλα αυτά που είχα αισθανθεί πρωτύτερα δεν ήταν παρά των ταραγμένων μου νεύρων αποτέλεσμα, γι’ αυτό ετοιμάσθηκα να φύγω. Πήγα στο μέρος που πιανόταν η άγκυρα και τράβηξα την αλυσίδα της. Η βάρκα κουνήθηκε, μα η άγκυρα δεν ανέβηκε πάνω. Είχε πιαστεί στο βυθό σε κάτι κι ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Δοκίμασα να τραβήξω πιο δυνατά, μα πάλι το ίδιο, αισθανόμουν αντίσταση. Πήρα τα κουπιά γύρισα τη βάρκα ενάντια στο ρέμα, μα του κάκου! Η άγκυρα έμενε ασάλευτη, θύμωσα τότε και κούνησα την αλυσίδα με μανία. Αλλ’ αυτή δεν άλλαξε θέση καθόλου. Απελπισμένος ρίχτηκα στη θέση μου κι άρχισα να συλλογίζομαι τι έπρεπε να κάνω. Μια στιγμή σκέφτηκα να σπάσω την αλυσίδα και ν’ αφήσω την άγκυρα εκεί στο βυθό του ποταμιού, έπειτα όμως επειδή ο καιρός ήταν γλυκός και ήμερος, είδα πως μπορούσα να κάτσω εκεί, περιμένοντας το πέρασμα κανενός ψαρά.

Άρχισα σιγά-σιγά να ησυχάζω. Ρουφούσα τώρα το τσιγάρο μου, σαν να μη γινόταν τίποτε. Ύστερα πήρα μια μποτίλια ρούμι και τράβηξα δυο τρεις ρουφηξιές. Όλη αυτή η περιπέτεια μούκανε τώρα κωμική εντύπωση. Άξαφνα ελαφρός χτύπος ακούσθηκε στο μπροστινό μέρος της βάρκας. Σηκώθηκα, ενώ κρύος ιδρώτας έλουζε το κορμί μου. Πήγα κοντά στην αλυσίδα κι άρχισα να την τραβάω με τόση δύναμι, ώστε νόμιζα πως θα σηκωνόταν τώρα σίγουρα η άγκυρα. Αλλ’ εκείνη έμενε πάντα βαριά κι ασάλευτη. Ξανακάθισα απελπισμένος στη θέση μου.

Σιγά-σιγά τώρα το ποτάμι σκεπαζόταν από μια ολόασπρη σαν γάζα καταχνιά, που κατέβαινε αργά από τον ουρανό. Σε λίγο δεν έβλεπα παρά μόνο τις κορφές των καλαμιών και πέρα μακριά τον κάμπο, ολόχλωμο από το φως του φεγγαριού, με τις μεγάλες μαύρες σκιές, που άπλωναν οι λεύκες.

Στη θέση αυτή στεκόμουν σαν υπνωτισμένος και το μυαλό μου έβλεπε παράξενες μορφές. Τώρα νόμιζα πως κάποιος ήθελε ν’ ανεβεί στη βάρκα μου και αγωνιζόταν γι’ αυτό αδιάκοπα. Γύρω μού φαινόταν ότι κολυμπούσανε κάτι αλλόκοτοι άνθρωποι. Άρχισα να αισθάνομαι τον εαυτό μου άσχημα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, τόσο δυνατά, ώστε μ’ έπνιγε, τα μηνίγγια μου σφίγγονταν. σαν να με επίεζαν γύρω απ’ αυτά δύο σιδερένια χέρια. Μου ήρθε η ιδέα να ριχτώ στο νερό και να βγω στον όχθο κολυμπώντας. Μα η ιδέα αυτή μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω από φόβο, γιατί φαντάστηκα τον εαυτό μου χαμένο εκεί μέσα στην πυκνή καταχνιά, μέσα στο μυστήριο του ποταμιού, λες και θα με τραβούσε στο βυθό από τα πόδια μια αόρατη δύναμι.

Ήμουν παγωμένος. Συλλογίσθηκα, πως όσο καλός κολυμβητής κι αν ήμουν θα πνιγόμουν. Άξαφνα σαν να είδα τον εαυτό μου χωρισμένο σε δυο: στον ανδρείο και το δειλό, προσπάθησα να σκεφθώ ήσυχα. Οι δυο υπάρξεις, που είναι μέσα μας αλληλοκοροίδεύονταν. Είχε νικήσει η δεύτερη και τώρα ο φόβος μου γινόταν αληθινός τρόμος. Στεκόμουν ακίνητος με τα μάτια ολάνοιχτα και με το αυτί τεντωμένο σαν να πρόσμενα κάτι. Εκείνη τη στιγμή αν τύχαινε να πηδήσει στο νερό κανένα ψάρι, είμαι βέβαιος ότι θα σωριαζόμουν αναίσθητος.

Πήρα σαν αυτόματο το μπουκάλι το ρούμι και ήπια. Μόλις το ξανάφησα στη θέση του, άρχισα να φωνάζω με όλη τη δύναμι του στήθους μου. Όταν πια απόκαμα κι η φωνή έσβηνε στα χείλη μου, τότε αφουγκράστηκα. Δεν ακουόταν παρά το αλύχτισμα κάποιου σκυλιού μακριά. Τεντώθηκα στο μάκρος της βάρκας και έκλεισα τα μάτια μου, ανίκανος να σηκωθώ πια απάνω.

Το πιο θαυμάσιο, το πιο εκπληκτικό όραμα ξετυλιγόταν τώρα μπροστά μου. Ήταν μια φαντασμαγορία υπέροχη, όμοια μ’ εκείνες που ιστορούνε οι ταξιδιώτες, που γυρίζουνε από μακριά και που μας φαίνονται απίστευτες.

Η καταχνιά είχε τραβηχτή στους όχθους. Αφήνοντας το ποτάμι όλως διόλου ελεύθερο, σχημάτισε σε κάθε όχθο ένα μικρό λόφο, που έλαμπε στο φως του φεγγαριού. Τώρα δεν έβλεπες άλλο τίποτε από το ολόφωτο ποτάμι, ανάμεσα από τα δυο αυτά λευκά βουνά. Και πάνω μου απλωνόταν λαμπρό λαμπρότατο στον ολογάλανον ουρανό το γεμάτο φεγγάρι.

Τα βατράχια φώναζαν δυνατά, μονότονα, ενώ εγώ έπλεα δίχως να φοβάμαι πια σ’ έναν τόπο μαγικό, παράξενο. Πόσο βάστηξε αυτό δεν ξέρω. Όταν άνοιξα όμως ξανά τα μάτια μου το φεγγάρι είχε βασιλέψει κι ο ουρανός ήταν συγνεφιασμένος. Το νερό μουρμούριζε λυπητερά, άνεμος φυσούσε και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Τώρα άκουσα παγωμένος το μουρμούρισμα των καλαμιών.

Άξαφνα ένοιωσα να γλιστράει κάποιος κοντά μου. Φώναξα και μου αποκρίθηκε. Ήταν ένας ψαράς. Με λίγα λόγια του διηγήθηκα το τι έπαθα. Έβαλε τότε τη βάρκα του πλάγια στη δική μου και τραβήξαμε κ’ οι δυο μας την αλυσσίδα. Η άγκυρα πάλι δεν κουνήθηκε. Η μέρα χάραζε σκοτεινή, θαμπή, βροχερή. Πέρασε λίγη ώρα. Από κοντά μας διάβηκε μια άλλη βάρκα. Φωνάξαμε τότε τον ψαρά κι αυτός ήρθε πρόθυμα. Πιάσαμε κι οι τρεις τώρα την αλυσίδα κι εκείνη άρχισε να ανεβαίνει αργά.

Όταν έφτασε στη βάρκα μου, ξεχωρίσαμε έναν μαύρον όγκο. Σκύψαμε κι είδαμε το πτώμα μιας γριάς με μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό.

Εφ. Ο Τύπος 8 Φεβρουαρίου 1938

***

Άγνωστα διηγήματα διάσημων συγγραφέων από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη
Γκυ ντε Μωπασάν (1850-1893)
Σαν βροχή έπεφταν στις εφημερίδες και στα λαϊκά περιοδικά του Μεσοπολέμου τα διηγήματα του Μωπασάν. Τα μεταπολεμικά χρόνια μπορεί να μη συνεχίστηκε ο «καταιγισμός», αλλά όταν το 1950 συμπληρώθηκαν’εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τα ελληνικά γράμματα τίμησαν την επέτειο με πολλά αξιόλογα δημοσιεύματα. Ένα δημοσίευμα για εκείνη την εκατονταετηρίδα με την υπογραφή Κλέων Παράσχος, που φιλοξένησε η «Καθημερινή» (14-9-50), παρουσιάζουμε σ’αυτό το τεύχος. Είναι γραμμένο από άνθρωπο που ξέρει καλά τov Μωπασάν και έχει μεταφράσει έργα του. Το κείμενο παραμένει σχετικά άγνωστο και οι αξιολογΊκές του θέσεις έχουν σημερινή ισχύ.

Ο Κλ. Παράσχος αναφερόμενος στον Μωπασάν γράφει ότι «το διήγημα είναι το είδος που καλλιέργησε με σπάνια επιμονή και επιτυχία, σ’αυτό αποτύπωσε τον εαυτό του με τον τελειότερο και προσωπικότερο τρόπο». Και ενώ τον κατατάσσει στον κύκλο των «νατουραλιστών», γύρω από τον Ζολά, δεν βλέπει να ακολουθεί τους κανόνες τους. Ο Μωπασάν «πιστεύει ότι η τέχνη πραγματώνεται εκεί ακριβώς όπου σταμα τά η πιστή μεταγραφή της ζωής και αρχίζει η ελεύθερη ανασύνθεσή της». Αν και υπάρχει η τάση της απαισιοδοξίας των «νατουραλιστών», οι άνθρωποι στα έργα του Μωπασάν ξεφεύγουν από τις υλιστικές τους παρορμήσεις και κινούνται «με αισθήματα πιο ανιδιοτελή και πιο ελευθερωμένα από τα δεσμά της ύλης». Τους ήρωές του «δεν φαίνεται να απασχολεί το μεταφυσικό πρόβλημα και όταν τους απασχολεί το αντικρύζουν με πίκρα, με απελπισία και δέος όπως οι περισσότεροι υλιστές». Ο τρόπος αυτός προσέγγισης του τραγικού διαφοροποιεί τον Μωπασάν’ από τον Πόε, τον Τσέχωφ και τους νεώτερους συγγραφείς. Λείπουν απ’αυτόν οι ελάσσονες τόνοι, οι βουβοί, οι αδιόρατοι, οι μυστικοί. Ο κόσμος των αισθήσεων και των παθών’, ο ορατός και σταθμητός κόσμος, είναι το βασίλειο του Μωπασάν και «ανεξάρτητα αν’ έχει ή δεν έχει “ξεπεραστεί” το έργο του θα θέλγει τον απλό και απροκατάληπτο αναγνώστη», καταλήγει ο Κλ. Παράσχος. Το 1993, η επέτειος των 100 χρόνων από το θάνατο του Μωπασάν θα περνούσε απαρατήρητη, αν δεν έβγαινε η πιο προσεγμένη μέχρι σήμερα έκδοση διηγημάτων του,με επιμελητή-μεταφραστή τον Φοίβο I. Πιομπίνο (εκδόσεις Ηριδανός), με σημειώσεις, χρονολόγιο και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράρτημα αποτελούμενο από
κείμενα του Παλαμά, του Τερζάκη, του Αυγέρη και του Πράτσικα.

Περιοδικό διαβάζω. Τεύχος 390. 1998. 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -