Εφτά όλοι κι όλοι.


Εκεί που αρχινάει η μέρα εκεί γίνεται νύχτα. «Κουνήσου, τσακίσου. Μωρέ γιατί σ’ αυτό το πλοίο όλοι κοιμούνται; Γιατί δεν κουνιέστε όλοι σας; Ε, εσύ Χαράμ. Βίρα τις άγκυρες. Σάλαχ, στο τιμόνι! Μην το ζορίζεις. Το παιδεύεις δεξιά κι αριστερά γι’ αυτό σε παίρνει. Ένα τόνο κάρβουνο χαραμίζουμε στη βάρδια σου με τις παρατιμονιές σου. Σ’ το ‘χω πει τόσες φορές. Θέλει γλυκά, γλυκά…»

Μα τα σαράντα κύματα, γερνάω και ξεχνώ. Πάμε να φύγουμε μακριά. Μακριά απ’ αυτόν τον χειμώνα που μας τρυπάει τα κόκαλα. Η θάλασσα είναι δικιά μας. Μας ανήκει. Το ορκίζομαι. Μπορεί να γεννήθηκα στη στεριά αλλά η θάλασσα με έχει μάθει. Αλάτι τρέχει στις φλέβες μου. Σαν τον γλάρο που δεν έχει δικιά του γωνιά στη στεριά.

Σ’ αυτό το φαλαινοθηρικό τις νύχτες κάτω από τα κρεβάτια μας τρέχουν κοπάδια από καρχαρίες, γοργόνες, φάλαινες και αστέρια. Βρισκόμαστε στα ανοιχτά. Εκεί που δεν υπάρχουν όρια, λιμάνια και στεριές. Ταξιδεύουμε και κυνηγούμε. Λεβιάθαν. Φάλαινες.

Εσείς τι λέτε, είναι η φάλαινα ψάρι ή όχι;

Μα τα κρίματα του Ιωνά, η φάλαινα είναι ένα ψάρι που ξεφυσάει νερό. Ε, τι σαν έχει πνεύμονες ενώ τα άλλα ψάρια δεν έχουνε; Φαλαινοθήρες όπως εγώ!

Θα σας πω για την καταγωγή μας.

Ξέρετε ποιος ήταν ο πρώτος φαλαινοθήρας;

Ο Περσέας, ο γιος του Δία. Την ξέρετε την ιστορία; Είχανε δέσει την όμορφη Ανδρομέδα, την κόρη του βασιλιά σε ένα βράχο στην παραλία, θυσία στον δράκο της θάλασσας. Τι δράκος; Φάλαινα ήταν. Και την ώρα που το τέρας πλησίασε να αρπάξει την όμορφη Ανδρομέδα να τος ο ήρωας, ο Περσέας δίνει μια με το καμάκι του, πάρ’ την κάτω τη φάλαινα. Ελευθέρωσε την Ανδρομέδα και μετά ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Αλλά ο άτιμος με ένα μόνο χτύπημα. Τι χτύπημα! Τι σημάδι!

Υπάρχουν φάλαινες και φάλαινες, μα η πιο τρομερή απ’ όλες, η πιο μεγάλη απ’ τις τεράστιες, σ’ όλη τη Γη από άκρη σε άκρη είναι η φάλαινα που κυνηγάω και σίγουρα θα την πιάσω αν με βοηθήσει λίγο ο Ποσειδώνας γιατί από πλήρωμα…


Εφτά όλοι κι όλοι. Σαν τις 7 θάλασσες. Σαν τις 7 μέρες της βδομάδας ή καλύτερα σαν τους 7 Νάνους.

7 να είναι οι μέρες σας! Ε, εσείς απάνω στο κατάστρωμα! Υπάρχουν φάλαινες εδώ γύρω. Ανοιχτά τα μάτια σας. Αν δείτε αυτή που κυνηγάω την πιο τεράστια απ’ όλες τις τεράστιες, φωνάξτε με!

7 όλοι κι όλοι και κανένας ολόκληρος. Ο Σημ. Ο Ρεκ. Ο Γκόμπυ. Ο Χαράμ.

Ο Ραμάν αλλήθωρος και τρελός που μετράει τα αστέρια. Κι αν δει κανένα να πέφτει, φοβάται πως θα πέσει στο κεφάλι του. Ε, Ραμάν κράτα ένα αστέρι και για μένα. Στην άλλη ζωή. Να φωτίζει το δρόμο μου στα κύματα.

Ο Τοτ. Του λείπει το ένα χέρι.

Και τέλος 7ος ο Σάλαχ. Κουφός κι από τα δυο αυτιά.

7 όλοι κι όλοι και μαγεμένοι κι εγώ που θα παλεύω μαζί σου φάλαινα ως το τέλος. Κι αν χρειαστεί, κι από την κόλαση θα γυρίσω πίσω για να σε εκδικηθώ.

Με λένε τρελό. Λένε πως έχω τον δαίμονα μέσα μου. Από τότε που ήμουνα παιδί και το ‘σκασα κι ας άκουγα μες τη νύχτα τη φωνή της μάνας μου

«Γιε μου, πού πας;»

«Μάνα, θα πάω στα καράβια».

Έτσι της είπα. Τον είδα που τον φέρανε στο σπίτι. Πιο πολύ κι από τα γυάλινά του μάτια πρόσεξα το πόδι που του έλειπε.

«Γιε μου, πού πας;»

Παγωμένα Χριστούγεννα, κι εγώ μέτραγα τα πόδια του πατέρα. Μάνα, θα πάω στα καράβια. Να πιάσω την άτιμη τη φάλαινα που του ‘φαγε το πόδι, που τον άφησε μισό. Δεν μπορώ μάνα, δεν μπορώ να την αφήσω ατιμώρητη. Και να ‘μαι τώρα τόσα χρόνια μετά. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα θα κοιμούνται;

***

Απόσπασμα από το θεατρικό «Ταξιδεύοντας με τον Σταυρό του Νότου» σε κείμενα της Μαρίας Παπαγιάννη πάνω στην ποίηση του Ν. Καββαδία.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -