Γαληνός, Περί αλυπίας (ή περί ασημαντότητας των πραγμάτων)


«Έλαβα την επιστολή σου όπου με παρακάλεσες να σου δείξω ποια άσκηση ή ποιες θεωρίες ή γνώμες (τίς ἄσκησις ἢ λόγοι τίνες ἢ δόγματα) με προετοίμασαν για να μην λυπάμαι ποτέ.»

Γαληνός, Περί αλυπίας, εισαγωγή (1)

Της Έλσας Νικολαΐδου

Έτσι ξεκινάει η περίφημη επιστολή του Γαληνού προς έναν φίλο του, που ανακαλύφθηκε τυχαία το 2005 στη Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης από τον Γάλλο διδακτορικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Antoine Pietrobelli. Αν και το έργο του Γαληνού έχει επιζήσει σε μεγάλο βαθμό για 18 αιώνες, η επιστολή σε μορφή πραγματείας παρέχει πληροφορίες όχι μόνο για την εποχή του (λοιμός των Αντωνίνων, μεγάλη πυρκαγιά Ρώμης) αλλά και για τη στάση του εμβριθούς ιατρού απέναντι στη λύπη. «Ο πρώτος ανάμεσα στους γιατρούς, και μοναδικός ανάμεσα στους φιλοσόφους» (Primum sane medicorum esse, philosophorum autem solum) σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Μάρκου Αυρήλιου (Praen 14: 660) δεν θα μπορούσε παρά να εντάξει τη φιλοσοφική του σκέψη στη θεωρία του και η ανακάλυψη της επιστολής αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα αυτής του της στάσης. Για τον λόγο αυτό, συγγράφει μια μακροσκελή επιστολή προκειμένου να αιτιολογήσει την, άξια απορίας όλων, «αλυπία» του.

Γαληνός του P R Vigneron
Copyright © 2011 Wellcome Library, London

Ο Γαληνός τα έχασε «όλα». Ο φίλος του απορεί με τη ατάραχη στάση του Γαληνού απέναντι στην καταστροφή που του προξένησε η πυρκαγιά της Ρώμης το 192 μ.Χ. Και, πράγματι, ο φιλόσοφος αφιερώνει αρκετές γραμμές στην περιγραφή των απολεσθέντων ἐν τῇ μεγάλῃ πυρκαϊᾷ. Ο μακρύς κατάλογος (2-37) αριθμεί κατ’ αρχάς τα πιο ασήμαντα, την περιουσία του σε αργύρια και χρυσό και συμβόλαια δανείων για να προχωρήσει σταδιακά στα φάρμακα και εργαλεία (που μπορούν να αντικατασταθούν με «πολύ προσωπικό χρόνο και ενασχόληση») αλλά και ιατρικά συγγράμματα άλλων με τις προσωπικές σημειώσεις του Γαληνού, δικά του βιβλία, μία τεράστια συλλογή αντίδοτων (κανέλλα περισσότερη από όση μπορεί να βρεθεί σε όλη τη Ρώμη) και σπάνια φάρμακα και συνταγές. Για να υποστηρίξει περισσότερο τη θέση του αναφέρει την περίπτωση του Φιλιστίδη, που, έχοντας χάσει και αυτός όλα τα βιβλία του κυκλοφορούσε μαυροφορεμένος μέχρι που πέθανε από τη θλίψη του (7).

Σε ολόκληρη την επιστολή ο Γαληνός δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι δεν αισθάνθηκε λύπη (11–12a, 29–30, 37) παρά την απώλεια τόσο πολύτιμων για τον ίδιο πραγμάτων που απαιτούσαν πολύ κόπο και χρόνο, ενώ άλλα είναι όντως αναντικατάστατα, αν και απαραίτητα για την άσκηση της ιατρικής. Αυτά όλα αποτελούν την εισαγωγή του Γαληνού για να αναπτύξει την προσωπική του θεωρία περί αλυπίας (αποφυγής της λύπης) που ακολουθεί στη ζωή του.

Η απάντησή του είναι διττή. Το πρώτο μέρος αφορά την απληστία των ανθρώπων, από την οποία ο ίδιος απέχει. Το δεύτερο, τη μεγαλοψυχία που επιδεικνύει ο ίδιος, ως αποτέλεσμα ανατροφής, μόρφωσης και άσκησης αλλά και εμπειρίας της ζωής (50-51):

«Το ότι έχασα όλα τα φάρμακα, όλα τα βιβλία και ακόμη τις συνταγές αξιόλογων φαρμάκων και επιπλέον τις πραγματείες που είχα ετοιμάσει για έκδοση και πολλές άλλες και το ότι σε όλη τη ζωή έδειξα ικανή φιλοπονία χωρίς να λυπηθώ (μὴ λυπηθῆναι) αυτό είναι πρωταρχικό δείγμα γενναιότητας και μεγαλοψυχίας. Εκείνο που με οδήγησε σε αυτή τη μεγαλοψυχία πρώτον το γνωρίζεις εσύ καθώς από την αρχή συναναστράφηκες και μορφώθηκες μαζί μου, δεύτερον είναι η εμπειρία μου από τα γεγονότα στη Ρώμη.»

Ο Γαληνός θα ξεκινήσει από το δεύτερο. Η «εμπειρία του στη Ρώμη» αντιστοιχεί στη διακυβέρνηση του Κόμοδου. Κανείς δεν μπορεί να μένει εφησυχασμένος. Ο σοφός οφείλει να προετοιμάζει τον εαυτό του για τα χειρότερα: εξορία από την πατρίδα του, άδικους θανάτους και άλλα δεινά, δηλαδή «να έχει γνώση των ανθρώπινων καταστάσεων» (53). Το ζοφερό κλίμα της εποχής δεν έχει προηγούμενο (55):

«Νομίζω ότι είσαι και εσύ πεπεισμένος ότι μέσα σε λίγα χρόνια τα κακά που διέπραξε ο Κόμοδος είναι χειρότερα από όλα όσα έχουν καταγραφεί στην Ιστορία σε όλα τα χρόνια, ώστε κάθε μέρα και εγώ βλέποντάς τα, άσκησα τη φαντασία μου για την απώλεια όλων. Έχοντας χάσει το ηθικό μου, προσδοκώ, όπως και άλλοι που δεν έχουν διαπράξει αδίκημα, να με στείλουν σε ένα έρημο νησί. Όταν κάποιος περιμένει να σταλεί σε ένα νησί, ταυτόχρονα με την απώλεια των πάντων, έχει προετοιμάσει τον εαυτό του να το αντέχει, και αν χάσει κάτι, χωρίς να του αφαιρεθούν και τα υπόλοιπα, δεν πρόκειται να λυπηθεί.»

Ο Γαληνός προτρέπει τον φίλο του να φαντάζεται το χειρότερο, προκειμένου να μπορεί να αντεπεξέλθει στις αλλαγές της ζωής. Αυτό δεν είναι εύκολο ούτε μπορούν να το κάνουν όλοι, αλλά μόνο όσοι είναι εκ φύσεως ανδρείοι ή έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας του. Η ανάμνησή του ηρεμεί τον Γαληνό. Αν και δεν έλαβε φιλοσοφική παιδεία ούτε συναναστράφηκε με φιλοσόφους, δεν υπάρχει άλλος που να τίμησε τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη όπως εκείνος. Ο Γαληνός ακολουθεί το παράδειγμά του (65-66):


«Έχοντας ανατραφεί με αυτές τις αρχές θεωρώ τα πάντα είναι ασήμαντα. Πώς θα μπορούσα να θεωρήσω άξια προσοχής τον ελεύθερο χρόνο, τα εργαλεία, τα φάρμακα και τα βιβλία, τη δόξα και τον πλούτο, και αν κάποιος θεωρεί ότι αυτά είναι ασήμαντα γιατί να ανησυχεί για αυτά ή από αυτά; Επόμενο λοιπόν είναι ότι κάποιος που θεωρεί ότι έχει στερηθεί τα μεγαλεία πάντοτε λυπάται και ανησυχεί, ενώ αυτός που πάντοτε περιφρονεί τα ασήμαντα δεν λυπάται ποτέ.»

Η περιφρόνηση των αγαθών διαφέρει από την αταραξία (ἀοχλησίαν). Η ζωή είναι ενέργεια. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι μεγάλη. Το αγαθό από τη φύση του πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από την απαλλαγή από τον πόνο (62). Ο Επίκουρος αναφέρεται αυτή τη φορά ονομαστικά (68):

«Μερικοί θεωρούν ότι η αταραξία είναι αγαθό, αλλά εγώ γνωρίζω ότι ούτε ο εαυτός μου ούτε άλλος άνθρωπος ούτε ζώο αποβλέπει σ’ αυτό. Γιατί όλα τα βλέπω να επιθυμούν να ενεργούν και στο σώμα και στην ψυχή. Αλλά αυτό το γνωρίζουμε από πολλά γραπτά μας και ειδικά σ’ αυτά που είναι εναντίον του Επίκουρου.»

Ο φιλόσοφος ιατρός δεν ισχυρίζεται ότι στέκεται απαθής απέναντι στα γεγονότα, αλλά τα ιεραρχεί. Τώρα γίνεται κατανοητή η στάση του. Η αιτία της λύπης δεν θα είναι κάτι ασήμαντο.  Περιμένει τα χειρότερα. Όσο αυτά δεν συμβαίνουν, δεν αισθάνεται λύπη. Η λογική μπορεί να ελέγξει το συναίσθημα. Αυτά που έχασε, αναντικατάστατα ή μη, δεν παύουν να είναι πράγματα (71-72):

«Καταφρονώ την απώλεια των πραγμάτων (χρημάτων) […] Αυτό που θα με λυπήσει είναι η καταστροφή της πατρίδας μου, το να τιμωρηθεί ένας φίλος μου από έναν τύραννο και άλλα παρόμοια πράγματα. [..] Και εφόσον δεν μου έχει συμβεί τίποτε από αυτά, γι’ αυτό με βλέπεις να μην λυπάμαι.»

***

Έλσα Νικολαΐδου

Δρ Φιλοσοφίας ΑΠΘ

Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ιδιωτικό αγγλικό σχολείο Med High (Κύπρος)

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -