Γιατί μισούμε τα παιδιά;


Τι πράγμα; Τι λέει αυτός; Τι γράφει εδώ πέρα; “Μισούμε”; “Τα παιδιά”; Άλλο πάλι και τούτο. Μα τα παιδιά μας τα λατρεύουμε. Έτσι δεν είναι; Στην Ελλάδα δεν έχουμε σημαντικότερο πράγμα. Τα παιδιά μας είναι το νόημα της ζωής, το φως το αληθινό, το άλφα και το ωμέγα, τα προσέχουμε, τα φροντίζουμε, τα αγαπάμε, να μην τους λείψει τίποτε, να μην τα πειράξει κανείς. Αυτό δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή;

Ο μοναδικός θεσμός που λειτουργεί στ’ αλήθεια σ’ αυτή τη χώρα -η οικογένεια- εκεί δε βασίζεται; Να κάνουμε παιδιά, να αναπαράγουμε το γένος, να φτιάξουμε τους επόμενους πολίτες, να τα ταΐσουμε, να τα ντύσουμε, να τα μορφώσουμε, να τα βγάλουμε στον κόσμο (αλλά όχι πολύ μακριά από το πατρικό) γερά και δυνατά, τους νέους Έλληνες, τις νέες Ελληνίδες, την αθανασία του DNA μας;

Έτσι δεν είναι;

Θεωρητικά, ναι, κάπως έτσι είναι. Θεωρητικά.

Γιατί υπάρχουν και κάτι νούμερα, κάποια στοιχεία, που υπονοούν άλλα. Τα διαβάζεις, τα φυλλομετρείς και λες, δεν γίνεται. Πώς είναι δυνατόν. Αφού τα φροντίζουμε τόσο καλά, είναι η απόλυτη προτεραιότητά μας, η υγεία τους είναι το νούμερο ένα στη ζωή μας. Πώς είναι δυνατό εμείς εδώ να έχουμε τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη (37% στα παιδιά ηλικίας 5-19); Προσχολική αγωγή: γιατί δεν τα στέλνουμε σε παιδικούς σταθμούς να παίξουν, να μάθουν, να κοινωνικοποιηθούν; Τα ερεθίσματα σε αυτό το στάδιο της ζωής τους θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα εξέλιξή τους -γιατί τότε μόνο ένα στα τρία τρίχρονα πάει σε παιδικό σταθμό; Γιατί η πιο κρίσιμη αναπτυξιακά εκπαιδευτική βαθμίδα στη ζωή των παιδιών μας (άρα το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο για εμάς, λογικά, θεωρητικά) εξαρτάται από το για πόσο ακόμα θα κάνουν οι ευρωπαίοι τα στραβά μάτια για να πληρώνουμε παιδαγωγούς στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς παράτυπα από το ΕΣΠΑ;

Και ακόμα: γιατί σχεδόν 1 στα 3 παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε κίνδυνο φτώχειας (μέσος όρος Ε.Ε: 18%); Πώς το επιτρέπουμε αυτό; Ο μέσος 15χρονος Έλληνας μαθητής έχει περίπου τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή από τη Σιγκαπούρη ή το Πεκίνο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Στο διαγωνισμό PISA του 2018, που μετράει τις γνώσεις και την κριτική σκέψη των παιδιών στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, καθώς και τις ικανότητές τους στην κατανόηση ενός γραπτού κειμένου, το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών που πέτυχε πολύ υψηλές επιδόσεις σε έστω και ένα από τα γνωστικά αντικείμενα που εξετάστηκαν ήταν 6,2%. Στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 15,2%. Στην Εσθονία 22,5%. Στη Σιγκαπούρη 43,3%.

Πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται να το επιτρέπουμε αυτό, ποιος φταίει και γιατί τον αφήνουμε; Αφού τα αγαπάμε τόσο πολύ, τόσο ασφυκτικά, γιατί δεν είμαστε στους δρόμους, γιατί δεν φέρνουμε τον κόσμο ανάποδα για να μην είναι τα παιδιά μας στον πάτο, κάτω από το μέσο όρο, τελευταία, πίσω από τα παιδιά όλων των ανεπτυγμένων (και κάμποσων αναπτυσσόμενων) χωρών, όπου ασφαλώς, οπωσδήποτε, τα αγαπάνε λιγότερο; Μήπως φταίει το κράτος; Προφανώς φταίει το κράτος. Διαχρονικά φταίει το κράτος -από το 2000 τα παιδιά μας πατώνουνε στην PISA (αυτά που πάτωναν τότε τώρα κοντεύουν τα 40)- για όλα φταίει το κράτος αλλά εμείς, τότε, που αγαπάμε τόσο τα παιδιά μας, που τα θεωρούμε τόσο σημαντικά, γιατί δεν αλλάζουμε κράτος; Πόσοι είχαν αυτό το θέμα ως νούμερο ένα κριτήριο στις περασμένες, τις προπερασμένες, ή σε οποιεσδήποτε εκλογές; Να δω χέρια.

Κάπως, παραδόξως, αυτή η χώρα που αγαπάει τόσο πολύ τα παιδιά της και νοιάζεται παρ’ όλα αυτά βγάζει αλλεπάλληλες γενιές ανεπαρκώς καταρτισμένων, απογοητευμένων και απαισιόδοξων νέων. Έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων νέων στην Ευρώπη και οι μισοί (από το σύνολο, όχι μόνο οι άνεργοι) δηλώνουν ως πηγή εισοδήματός τους το χαρτζηλίκι από τους γονείς. Περισσότεροι δηλώνουν ως πηγή εισοδήματος “χαρτζηλίκι” από αυτούς που δηλώνουν “μισθός”. Οι νέοι σήμερα είναι μια γενιά που εμπιστεύεται τους θεσμούς λιγότερο από ό,τι οι γονείς της, που είναι λιγότερο αισιόδοξη για το μέλλον από ό,τι οι γονείς της, που δηλώνει λιγότερο πρόθυμη να αναλάβει ρίσκα από ό,τι οι γονείς της και που συμμετέχει λιγότερο σε συλλογικές δράσεις από ό,τι οι γονείς της. Πώς γίνεται αυτό; Με την τόση αγάπη και φροντίδα, που υποτίθεται ότι τους έχουμε -πώς;


Μιλούσα με κάποιον ξένο, αλλοδαπό, αντικειμενικό παρατηρητή, γεμάτο στοιχεία και δεδομένα για τα παιδιά και την ζωή τους σε διάφορες χώρες, βαθύ γνώστη. Τα ήξερε όλα αυτά τα παραπάνω, κι ακόμα περισσότερα (για την ψυχική υγεία, για το bullying, για τη βία στο οικογενειακό περιβάλλον και το σχολείο, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία από όλες -μα όλες- τις χώρες, με εμάς στον πάτο ή κοντά στον πάτο σε όλα).

Μου είπε: “Η Ελλάδα είναι το χειρότερο μέρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να ζει ένα παιδί”.

Διαβάστε άλλη μια φορά αυτή τη φράση. Είμαι σίγουρος –σίγουρος– ότι αμέσως το μυαλό σας έσπευσε να αμφισβητήσει την αλήθεια της, ενστικτωδώς, αυθόρμητα, τη διαβάσατε λες και σας έγραψα “ο ουρανός είναι μωβ”, κάτι εξόφθαλμα λανθασμένο, κάτι το εντελώς αδύνατο. Μα εγώ δεν μπορούσα να αμφισβητήσω την αλήθεια της μπροστά του, τι να ψελλίσω, τι να του πω, αφού είχε τα στοιχεία και τα δεδομένα που την υποστήριζαν, δεν τα έλεγε από το μυαλό του, ήταν αλήθεια –είναι αλήθεια– κι η φράση του έπεσε πάνω μου σαν γροθιά στο στομάχι, σα φάπα τρανταχτή στο σβέρκο. Ξεροκατάπια και δεν είπα τίποτε και το βάρος της το κουβαλάω από τότε, μέχρι σήμερα, που είπα να το μοιραστώ μαζί σας, για να το κουβαλάτε στο εξής κι εσείς.

Και γίνονται πράγματα, σύμφωνοι. Υπάρχει ένα σχέδιο, λέει, γίνονται κινήσεις, η διαΝΕΟσις γράφει πλαίσια για τους παιδικούς σταθμούς, η κυβέρνηση υιοθετεί πολιτικές. Όλες οι κυβερνήσεις υιοθετούσαν πολιτικές. Πότε πότε. Όποτε εμφανιζόταν κάποιος ή κάποια πιο καπάτσα, ή όποτε το θυμούνταν. Αν βόλευε, αν γινόταν, αν περίσσευε χρόνος, αν ήταν η συγκυρία ευνοϊκή, αν υπήρχαν βολικές ευρωπαϊκές οδηγίες να υιοθετήσουν, μη και κάνουν παραπάνω κόπο. Αφήστε το κράτος, όμως. Φταίει το κράτος, ΟΚ. Εμείς όμως τι κάνουμε; Τις κυβερνήσεις όλες αυτές, τις κακές, εμείς με τι κριτήρια τις ανεβοκατεβάζουμε; Πόσο τα σκεφτόμαστε τα παιδιά μας όταν ψηφίζουμε; Τα σκεφτόμαστε; Μας νοιάζουν, στ’ αλήθεια; Στο σπίτι μας ποιο είναι το άλφα και το ωμέγα; Αυτά; Είναι, πράγματι, αυτά η προτεραιότητα και το νούμερο ένα, το φως το αληθινό, ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε και παλεύουμε και γράφουμε και φτιάχνουμε και χτίζουμε και συνδιαμορφώνουμε μια κοινωνία; Τι έχουμε κάνει; Πώς τα έχουμε καταφέρει; Τι κοινωνία τους έχουμε φτιάξει, τι περιβάλλον και προοπτικές τους παρέχουμε, πώς προστατεύουμε την ψυχική και τη σωματική τους υγεία, με τι εφόδια τα προμηθεύουμε για να ανταπεξέλθουν στον κόσμο;

“Το χειρότερο μέρος για να ζει ένα παιδί στην Ευρωπαϊκή Ένωση”; Και λέμε ότι τα αγαπάμε; Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτά;

Θοδωρής Γεωργακόπουλος

***

Πηγή: Καθημερινή

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -