Τζέραλντ Άλαν Κοέν: Το όπιο του λαού – Ο Θεός στον Χέγκελ, τον Φόιερμπαχ και τον Μαρξ


Χωρίς τον κόσμο, ο Θεός δεν είναι Θεός

Χέγκελ, Μαθήματα για τη φιλοσοφία της θρησκείας

Υπαρχει μια συνηθισμένη -και φυσιολογική- παρανόηση της ρήσης του Μαρξ για τη θρησκεία ως όπιο του λαού. Σύμφωνα με την παρανόηση, ο Μαρξ εννοούσε ότι οι παπάδες επινόησαν τη θρησκεία προκειμένου να κρατήσουν τον λαό που υπέφερε συνεπώς έρρεπε προς την εξέγερση- ήσυχο. Η παρερμηνεία της πρότασης αυτής γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν αυτοί που την παρερμηνεύουν προσθέτουν ότι οι παπάδες είναι βαλτοί της άρχουσας τάξης οι οποίοι εκτελούν την εν λόγω παυσίπονη αποστολή.

Η γνώμη μου είναι ότι η παρερμηνεία της πρότασης περί του είναι φυσιολογική, επειδή είναι φυσικό να την παρερμηνεύει-κανείς όταν τη διαβάζει ξεκομμένη από τα συμφραζόμενα της .Ωστόσο, τα συμφραζόμενα στα οποία εμφανίζεται η πρόταση -αποδεικνύουν ότι ο Μαρξ δεν ισχυρίστηκε πως οι παπάδες επινόησαν τη θρησκεία. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω το χωρίο στο όποιο βρίσκεται η πρόταση. Από τη φράση του χωρίου το οποίο προηγείται της πρότασης περί του οπίου θα συμπεράνετε οτι παπάδες (όσον αφορά την ουσία του πράγματος) δεν επινοούν θρησκείες. Είναι μάλλον ο ίδιος ο λαός που δημιουργεί τη θρησκεία  η οποία είναι και το όπιό του:

Η θρησκευτική αθλιότητα είναι συγχρόνως η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και μαζί η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, ακριβώς, όπως είναι το πνεύμα μιας κατάστασης χωρίς πνεύμα. Είναι όπιο του λαού.

Η κατάργηση της θρησκείας ως ψευδαισθητικής ευτυχίας  του λαού είναι προϋπόθεση της πραγματικής του ευτυχίας. Η αξίωση να εγκαταλειφθούν οι ψευδαισθήσεις όσον αφορά την κατάσταση του είναι αξίωση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση στην όποια χρειάζονται ψευδαισθήσεις. Η κριτική της θρησκείας είναι. λοιπόν, εμβρυωδώς, κριτική της κοιλάδας των δακρύων, της οποίας το φωτοστέφανο είναι η θρησκεία. 

Συμπέρασμα: ο λαός χρειάζεται τη θρησκεία. Τη χρειάζεται επειδή κατοικεί σε μια κοιλάδα δακρύων. Και, επίσης, τη θρησκεία τη φτιάχνει ο ίδιος ο λαός, προκειμένου αυτή να υπηρετήσει τις ανάγκες του. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του λαού.  Το γεγονός ότι ο λαός έχει τη θρησκεία μπορεί να είναι κάτι καλό  για την άρχουσα τάξη, το κείμενο όμως δεν λέει αυτό. Όσον αφορά τους παπάδες, το ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση · της θρησκευτικής πίστης δεν είναι κάτι που αποκλείεται, η λειτουργία τους όμως είναι δευτερεύουσα αν συγκριθεί με τη δημιουργία της θρησκείας από τον λαό.

Η τάση των καταπιεσμένων είναι  να στενάζουν, και οι παπάδες τους προμηθεύουν τη γλώσσα που θα εκφράσει τους στεναγμούς τους. Αν ονομάσουμε τη γλώσσα· στην οποία εκφράζουν τους θρήνους τους «θρησκεία», τότε βέβαια ίσως να μην την έφτιαξε ο λαός. Αν όμως ονομάσουμε “θρησκεία” αυτό που εκφράζει η θρησκευτική γλώσσα -και τελικά, σημασία έχει αυτό που εκφράζεται και όχι η γλώσσα στην όποια· εκφράζεται- τότε τη θρησκεία την έφτιαξε ο λαός.

Όλα αυτά, τώρα, μας πάνε πίσω, στο μαιευτικό μοτίβο. Θυμηθείτε τις επιστολές του Μαρξ στον Ρούγκε τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 1843, οι οποίες γράφτηκαν μερικούς μονάχα μήνες . πριν από το κείμενο που μιλάει για το «όπιο του λαού». Στις επιστολές αυτές, ο Μαρξ έγραφε ότι για να σώσουμε τον κόσμο <<·απλώς του δείχνουμε για τι πράγμα παλεύει πραγματικά. Εκμαιεύουμε από τον λαό και καθιστούμε ρητό αυτό που μας λέει ο ίδιος: 

Δεν τοποθετούμαστε απέναντι στον κόσμο με μια δογματική αρχή  που λέει: «Εδώ είναι η αλήθεια, γονατιστέ!». Αναπτύσσουμε για λογαριασμό του κόσμου νέες αρχές ξεκινώντας από τις αρχές του ίδιου του κόσμου. Δεν χρειάζεται να του πούμε «στάματα τις μάχες σου· είναι ανόητες. Θα σου κηρύξουμε εμείς τα αληθινά συνθήματα της μάχης».

Η  μεταρρύθμιση της συνείδησης συνίσταται αποκλειστικά στο να αφήσουμε τον κόσμο να αντιληφθεί τη δική του συνείδηση ξυπνώντας τον από τα όνειρα που βλέπει για τον εαυτό του· εξηγώντας του τις ίδιες του τις πράξεις.

Έτσι, η ιαχή της εκλογής μας θα πρέπει να είναι: μεταρρύθμιση της συνείδησης όχι μέσω δογμάτων αλλά μέσω της ανάλυσης μυστικιστικής συνείδησης η οποία δεν έχει καθαρή εικόνα του εαυτού της, είτε αυτή εμφανίζεται με θρησκευτική είτε με πολιτική μορφή. Από εδώ θα γίνει σαφές ότι για καιρό ο κόσμος έχει στην κατοχή του το όνειρο ενός πράγματος, και προκειμένου  να γίνει πραγματικά κάτοχος του πράγματος χρειάζεται μόνο να κατακτήσει τη συνείδηση του πράγματος αυτού. 

Η θρησκεία είναι το όνειρο του καλύτερου κόσμου ο οποίος θα  έρθει όταν ο λαός συνειδητοποιήσει ότι η θρησκεία είναι το συγκεκριμένο όνειρο. Δείχνουμε στα καταπιεσμένα πλάσματα τι σημαίνουν οι στεναγμοί τους και έτσι, από εδώ, έρχεται η  επανάσταση. Η κατάργηση της θρησκείας δίνει στον λαό την ελευθερία του. Η θρησκεία είναι το αίτημα, η υπόσχεση και το εμπόδιο της απελευθέρωσης.


Η ευρέως διαδεδομένη παρανόηση της απόφανσης περί του «οπίου του λαού» είναι φυσιολογικό φαινόμενο, επειδή από την απόφανση αυτή λείπει το διαλεκτικό μοτίβο που χαρακτηρίζει την προηγούμενη πρόταση, η οποία λέει επαναλαμβάνω “Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, ακριβώς όπως είναι το πνεύμα · μιας κατάστασης χωρίς πνεύμα».

Η τελευταία αυτή πρόταση δείχνει ότι ενώ η θρησκεία είναι πράγματι εχθρός της χειραφέτησης, είναι επίσης και η οδός την οποία η χειραφέτηση οφείλει να διατρέξει. Η χειραφέτηση δεν πρόκειται να έρθει με το να αποδείξουμε ότι η θρησκεία είναι ψευδής, παρά αποκαλύπτοντας ότι η πηγή της είναι ένα κόσμος δίχως πνεύμα ο όποιος θέλει να του επιστρέφουν το πνεύμα του – ένας κόσμο ,που χρειάζεται εξανθρωπισμό.

Σε συμφωνία με όλα αυτά, «η κριτική της θρησκείας τελειώνει με το δίδαγμα ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο και, συνεπώς, με την κατηγορική προσταγή να ανατραπούν όλες εκείνες οι συνθήκες στις οποίες ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, εξανδραποδισμένο, εγκαταλελειμμένο, περιφρονητέο ον». Αν «για καιρό ο κόσμος έχει στην κατοχή του το όνειρο», τότε ο τρόπος να γίνει αυτό αληθινό είναι · η ανατροπή όλων αυτών των ταπεινωτικών συνθηκών.

Αν θεωρήσουμε την πρόταση περί του «οπίου» στα συμφραζόμενα της, τότε βλέπουμε ότι το μήνυμά της δεν έχει «αναγωγικό» χαρακτήρα. Δεν λέει ότι η πνευματικότητα ανάγεται σε κάτι υλικό. Αν υπάρχει εδώ κάποια αναγωγή, είναι η ανάγωγη μιας ψευδαισθητικά ανεξάρτητης μορφής του πνεύματος στην απουσία πνευματικότητας μέσα στην υλική ζωή – η αναγωγή στην μορφής αυτής του πνεύματος στην ανάγκη για πνεύμα και στην έλλειψη  πνεύματος: όχι σε κάποιο υλικό πράγμα καθ’ αυτό.

***

 Τζέραλντ Άλλαν Κοέν – Αν Θέλεις Την Ισότητα, Γιατί Είσαι Τόσο Πλούσιος; 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -