Η «Μάγισσα της Αραπιάς»


Του Βασίλη Τσιτσάνη, του Νίκου Σκαλκώτα και του Μάνου Χατζιδάκι

Το λήγον έτος 2019 συμπληρώθηκαν:

  • 80 χρόνια από την σύνθεση του τραγουδιού «Η μάγισσα της Αραπιάς» ή «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», από τον Βασίλη Τσιτσάνη (1939).
  • 75 χρόνια από την σύνθεση του Κοντσέρτου για δύο βιολιά του Νίκου Σκαλκώτα, όπου στο δεύτερο μέρος υπάρχει το θέμα της «Αραπιάς» του Τσιτσάνη. Το έργο άρχισε να γράφεται τον Δεκέμβρη του 1944.
  • 70 χρόνια από την ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης, στις 31 Ιανουαρίου 1949.
  • 70 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19 Σεπτεμβρίου 1949).

«Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ’ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι».

Αυτά έλεγε, πριν 70 χρόνια ακριβώς – μεταξύ άλλων – ο Μάνος Χατζιδάκις, στην περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης στις 31 Ιανουαρίου 1949. Σχεδόν οκτώ μήνες πριν τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19-9-1949)… Και πέντε χρόνια μετά τη σύνθεση του Κοντσέρτου για 2 βιολιά, στο δεύτερο μέρος του οποίου ο Σκαλκώτας χρησιμοποίησε το πασίγνωστο ρεμπέτικο «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» του Βασίλη Τσιτσάνη.

Τέτοιες μέρες, στα Δεκεμβριανά του ‘44, όπως μας πληροφορεί ο μουσικολόγος και μελετητής του Σκαλκώτα Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, «ενόσω οι σφαίρες περνούσαν πάνω από το κεφάλι του, ο Νίκος Σκαλκώτας συνέθετε ήρεμα το Κοντσέρτο για 2 βιολιά στην αυλή του σπιτιού του στο Μεταξουργείο.»

Ο Χατζιδάκις προφανώς αγνοούσε το μέγα γεγονός που είχε συντελεστεί εν κρυπτώ υπό του ιδιοφυούς Σκαλκώτα: το πρώτο έργο της νεοελληνικής λόγιας ή κλασικής, αν προτιμάτε, μουσικής που περιείχε ρεμπέτικο θέμα, είχε συντεθεί αλλά ουδείς το γνώριζε.

Ούτε φυσικά κι ο έγκριτος μουσικοκριτικός Μίνως Δούνιας, ο οποίος σε κείμενό του στην Καθημερινή  (8-2-1949) μεμφόταν ευγενικά τον Χατζιδάκι για τον παραλληλισμό του ρεμπέτικου «με την αιώνια, μεγάλη τέχνη».

Ο Χατζιδάκις δεν δίστασε να πει ότι η μελωδική γραμμή του τραγουδιού «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη «αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ»!


Ο Δούνιας εξανίσταται: «Δεν βλέπω γέφυρα να συνδέει τον Μπαχ με τα μπουζούκια».

Εβδομήντα πέντε χρόνια από την μαγική εκείνη εποχή, ακούγοντας το Κοντσέρτο για 2 βιολιά του Σκαλκώτα, διαβάζουμε το σημείωμα του μουσικολόγου Κωστή Δεμερτζή για το έργο που αναπτύσσει ρεμπέτικο θέμα: «Όσον αφορά την γραφή των σολιστικών μερών στο Κοντσέρτο αυτό, η απώτερη καταγωγή της εντοπίζεται στον Μπαχ»!

Ο Χατζιδάκις είχε δίκιο. Ρεμπέτικο, Μπαχ, Σκαλκώτας, σε μιαν απίστευτη συνύπαρξη, την οποία μπορούμε πια να απολαύσουμε στην κυριολεξία, χάρη στον σημαντικότατο ψηφιακό δίσκο, με έργα Σκαλκώτα, που κυκλοφόρησε το 2008 από την πολυεθνική σουηδική εταιρεία BIS. Το πρώτο έργο που ακούμε είναι το Κοντσέρτο για 2 βιολιά – α’ παγκόσμια ηχογράφηση – σε ενορχήστρωση Κωστή Δεμερτζή,  απολύτως ειδικού στην Σκαλκωτική ενορχήστρωση. Παίζουν: β’ βιολί ο Γιώργος Δεμερτζής, ο οποίος έχει παίξει και ηχογραφήσει τα άπαντα του Σκαλκώτα για βιολί και κουαρτέτο εγχόρδων και ο Σίμος Παπάνας α’ βιολί. Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τον μαέστρο Βασίλη Χριστόπουλο, συμβάλει σημαντικά στην ανάδειξη σύνθεσης.

Ο Γ. Δεμερτζής και ο Σ. Παπάνας μας «τραγουδούν» υπέροχα το «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», πιο χρωματικά, είν’ αλήθεια, από τη μελωδία του Τσιτσάνη, μα αυτό ήθελε κι ο Σκαλκώτας. Ένα «λαϊκό τραγούδι» για βάση, και πάνω του, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Κ. Δεμερτζής, «να στήνει ονειρικές και εξώκοσμες παραλλαγές».

Σημειώνει ο Κωστής Δεμερτζής για το συγκεκριμένο έργο:

«Η ιστορική µοναδικότητα του Κοντσέρτου για 2 βιολιά του Σκαλκώτα, οφείλεται στο ότι είναι το πρώτο έργο Νεοελληνικής κλασικής µουσικής, που χρησιµοποιεί το ρεµπέτικο τραγούδι, αφού, στο 2ο µέρος του, ακούγεται το «Θα πάω κει στην Αραπιά», του Βασίλη Τσιτσάνη. Την εποχή εκείνη, η ρεµπέτικη µουσική (µουσικό είδος που καλλιεργήθηκε πρώτα στο περιθώριο της κοινωνίας, ανάλογα µε την Αµερικάνικη τζαζ) θεωρείτο κατώτερο και, τρόπον τινά, «βλάσφηµο» είδος. Η χρησιµοποίηση του θέµατος τον Τσιτσάνη από τον Σκαλκώτα οφείλεται, πρώτα – πρώτα, στο ευρύ και ρηξικέλευθο πνεύµα του συνθέτη, ο οποίος, στο κάτω – κάτω, αν και έγραφε «κλασική» µουσική, είχε µείνει εξίσου περιθωριοποιηµένος από τον κοινωνικό του περίγυρο. Οφείλεται, ακόµα, στην οικειότητα του Σκαλκώτα µε την διασκεδαστική µουσική, αφού ο ίδιος έβγαζε το ψωµί του, στην Γερµανία αλλά και – υποψιαζόµαστε – και στην Ελλάδα, σαν διασκεδαστής, [entertainer]. Οφείλεται, βέβαια, στο ότι το θέµα του Τσιτσάνη είναι εξαιρετικό από µουσική άποψη. Οφείλεται, επίσης, στην ιδιότυπη Σκαλκωτική νοηµατοδοσία της λέξης «αραπιά» από τον Σκαλκώτα – δηλαδή, σε µια σύµπτωση. Οφείλεται, τέλος, στην «αναγκαιότητα» που δηµιούργησε η εξέλιξη των ιδεών του Σκαλκώτα για την «λαϊκή» µουσική, στην οποία στήριξε την µουσική δηµιουργία του, ιδίως από το 1944 και µέχρι το τέλος της ζωής του.

Στο παραπάνω πλαίσιο, ο Σκαλκώτας εισάγει την ρεµπέτικη µουσική στην Ελληνική συµφωνική δηµιουργία µε ένα έργο πρώτης κλάσεως. Η ιστορική στιγµή που συµβαίνει αυτό κάθε άλλο παρά είναι τυχαία: τον επόµενο χρόνο, ένας άλλος Έλληνας συνθέτης µε καινοτόµες τάσεις, ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, θα χρησιµοποιήσει σε δικό του συµφωνικό έργο, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, ένα ζεϊµπέκικο, που θα του έχει τραγουδήσει και χορέψει ο ίδιος ο Μυριβήλης. Τέσσερα χρόνια µετά, ο Μάνος Χατζιδάκις, µε µια (πολύ γνωστή) διάλεξη για το ρεµπέτικο, θα καλύψει ιδεολογικά το συγκεκριµένο µουσικό είδος. Από την δεκαετία του ’50 και µετά, το ρεµπέτικο θα αποτελέσει την πρώτη ύλη της µουσικής επανάστασης των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, η οποία θα δώσει το αποφασιστικό χτύπηµα στις προηγούµενες απόπειρες δηµιουργίας «Εθνικής Σχολής», αφού θα έχει υποκατασταθεί, µε ένα πρωτόγνωρο σφρίγος, στους σκοπούς εκείνης.

Όμως, η «Αραπιά» δεν είναι και τόσο …τυχαία επιλογή του Σκαλκώτα.

Το 1930 ο Σκαλκώτας κατεβαίνει από την Γερμανία στην Ελλάδα, όπου φίλοι του οργανώνουν δυο συναυλίες, στις οποίες παίζονται έργα του. Οι κριτικές των Αθηναίων μουσικοκριτικών είναι …θαπτικές, θα λέγαμε. Ο Σκαλκώτας, απαντά στην Αθηναϊκή μουσικοκριτική, με ένα άρθρο στο περιοδικό “Μουσική Ζωή”. Και θα γράψει, μεταξύ άλλων, στο ενδιαφέρον αυτό κείμενό του, που θα δημοσιευτεί τον Μάρτιο του 31.

“Για ένα όμως είμαι βέβαιος: Αυτά που συμβαίνουν στην πρωτεύουσά μας δεν συμβαίνουν ούτε εις μίαν φυλήν μαύρων.”

Από τους 36 Ελληνικούς Χορούς του, ο τελευταίος, που θα γράψει το 1936, είναι ο “Μαζωχτός”. Ο Σκαλκώτας “μαζώνεται”, επιστρέφει στην Ελλάδα, μ’ ένα τραγούδι, δημοσιευμένο στη συλλογή της Μέλπως Μερλιέ «Τραγούδια της Ρούμελης» που λέει:

Χελιδονάκι θα γενώ,

στην Αραπιά θα πάω

και κει θα πάω να παντρευτώ

να πάρω έναν αράπη.

Το 1944, τέτοιες μέρες πριν εβδομήντα πέντε χρόνια, στα Δεκεμβριανά, ο Σκαλκώτας συνθέτει το κοντσέρτο του για δύο βιολιά και ορχήστρα, επιλέγοντας ως θέμα του δεύτερου μέρους το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη:

Θα πάω εκεί στην Αραπιά
που μ’ έχουνε μιλήσει
για μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει

Έτσι, λοιπόν, ο Σκαλκώτας, σημειώνει ο Κωστής Δεμερτζής, «χρησιµοποιώντας µια ρεµπέτικη µελωδία, στηρίζει το νέο του έργο στο τραγούδι της πόλης. Στην ουσία, το «λαϊκό» στον Σκαλκώτα, την εποχή αυτή, αποβάλλει τον αγροτικό του χαρακτήρα, και γίνεται υπόθεση του άστεως, εκεί όπου έχουν συγκεντρωθεί και δρουν οι «µάζες του λαού».

Στο δεύτερο µέρος του κοντσέρτου, ο Σκαλκώτας χρησιµοποιεί τη µελωδία του Τσιτσάνη ως «λαϊκό τραγούδι», το οποίο εκθέτει, συµπληρωµένο από µορφολογική άποψη (η αυθεντική µελωδία του Τσιτσάνη είναι πολύ πιο απλή και λιγότερο χρωµατική από το θέµα που ακούγεται στο έργο), και στη συνέχεια στήνει πάνω του µια σειρά ονειρικές και εξώκοσµες παραλλαγές. Το µέρος αυτό συγκεντρώνει το συναισθηµατικό κέντρο βάρους του κοντσέρτου, και είναι µια από τις πιο όµορφες µουσικές που έχει γράψει ο συνθέτης.»

Ο Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, στον οποίο οφείλουμε τα μέγιστα γύρω από τον Σκαλκώτα, γράφει πως ο συνθέτης «με το αλάθητο αυτί του, συνέλαβε το θέμα του Τσιτσάνη σε μια από τις πλουσιότερες, μελωδικά, παραλλαγές του: τα πολλά τολμηρά ποικίλματα καθιστούν τη μελωδία «ενδεκάφθογγη» μόνον μια νότα λείπει για να ήταν δωδεκάφθογγη) κι έτσι η ένταξή της σ’ έναν δωδεκαφθογγικό ιστό είναι απλή υπόθεση. Στο «θέμα», η δωδεκαφθογγική εναρμόνιση της μελωδίας είναι απίθανης ομορφιάς. Οι παραλλαγές που ακολουθούν μας πάνε ακόμη πολύ πιο πέρα».

Ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος, ο οποίος, όπως είπαμε, διηύθυνε και ηχογράφησε το κοντσέρτο στην ενορχήστρωση του Κ. Δεμερτζή, έχει πει σε συνέντευξή του τα εξής ενδιαφέροντα:

«Το έργο, είναι πράγματι συγκλονιστικό και πολύ δύσκολο, δεν είναι όμως μόνον αυτό. Απαρτίζεται από τρία μέρη: το πρώτο είναι αρκετά δυναμικό, αρρενωπό. Σκληρό σχεδόν. Το δεύτερο πάρα πολύ γλυκό. Είναι αιθέρια, ανάλαφρα τα ηχοχρώματα και οι αρμονίες. Το τρίτο μέρος είναι χορευτικό, γρήγορο, εύθυμο. Και τα τρία μέρη τα αντιμετωπίζω βεβαίως ως μια ολότητα. Ταυτοχρόνως, το κοντσέρτο είναι πολύ μοντέρνο και πολύ κλασικό, η δομή του είναι Μότσαρτ! Εχει, επίσης, θέματα που σου μένουν – και δεν αναφέρομαι μόνο στο θέμα του Τσιτσάνη. Πρόκειται εν τέλει για ένα πολυδιάστατο έργο, που ανήκει στην πιο ώριμη συνθετική περίοδο του Σκαλκώτα, έργο νεοκλασικό στην καθαρότητα των θεμάτων και τη ρυθμική ενότητα. Είναι ένα έργο το οποίο χρησιμοποιεί το δωδεκαφθογγισμό ως όχημα για να γράψει τη μουσική και όχι ως σκοπό. Και βεβαίως είναι μοναδικό στο είδος του. Δεν γνωρίζω να υπάρχει αντίστοιχό του και μορφολογικά. Βεβαίως, δεν πρέπει να αναμένει ο ακροατής να ακούσει τους Χορούς του Σκαλκώτα. Πρόκειται για μια άλλη γλώσσα. Στόχος μου είναι να αναδειχθεί ο δυναμισμός και η ορμή του».

Στην ερώτηση πόσο πιστή μπορεί να είναι ενορχήστρωση του Δεμερτζή στις ενορχηστρωτικές προθέσεις του Σκαλκώτα, ο Χριστόπουλος απαντά:

«Η ενορχήστρωση συνιστά μια πρόταση. Φυσικά και δεν ξέρουμε αν θα ενορχήστρωνε το έργο έτσι ο Σκαλκώτας. Ο Σκαλκώτας δεν πρόφτασε να ενορχηστρώσει το κοντσέρτο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, τυπωμένη παρτιτούρα του έργου. Δεν υπήρχε πρότυπο εκτέλεσης. Και βεβαίως, το έργο δεν έχει ποτέ παρουσιαστεί ως κοντσέρτο, αλλά έχει ηχογραφηθεί για δυο βιολιά».

Ο Κωστής Δεμερτζής, όμως, μας δίνει, σε πρόσφατο κείμενό του, μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρο για τα ανενορχήστρωτα σκαλκωτικά:

«Ο ενορχηστρωτής μιας Σκαλκωτικής σύνθεσης, έχει έναν τρόπο να κινηθεί: την τεχνική της σύνθεσης του Σκαλκώτα ως «ιδρυτή σχολής». Ο Σκαλκώτας, στα γραπτά του, έχει σαφή επίγνωση ότι είναι «ιδρυτής σχολής». Και σχεδόν έλκεται από τις περιπτώσεις συνθετών που τις συνθέσεις τους τις ενορχήστρωναν άλλοι (η περίπτωση του Μπαχ αναφέρεται στην σελ. 123 του χειρογράφου της Πραγματείας της Ενορχήστρωσης, ενώ στο άρθρο του για τα «Μουσικά Ανέκδοτα» διασκεδάζει ιδιαίτερα με την περίπτωση του Ροσσίνι).»

Πρέπει εδώ να πούμε ότι ο μουσικολόγος Κωστής Δεμερτζής, έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στον Σκαλκώτα. Η συγκεκριμένη ενορχηστρωτική δουλειά στηρίχτηκε σε πολυετή έρευνα του μουσικού έργου του συνθέτη, και ιδίως των χαρακτηριστικών και της εξέλιξης των ορχηστρικών του ιδιωμάτων, καρπός της οποίας ήταν ένα βιβλίο – σταθμός, «Η Σκαλκωτική ενορχήστρωση», αλλά και ενορχηστρώσεις και των τριών έργων που άφησε ο συνθέτης ανενορχήστρωτα: του Κοντσέρτου για 2 βιολιά, των δύο τελευταίων μερών της 2ης Συμφωνικής Σουίτας, καθώς και της «Πομπής προς τον Αχέροντα».

Στις 29 Νοεμβρίου 2019, στο Μέγαρο Μουσικής, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τον Καλλιτεχνικό διευθυντή της Στέφανο Τσιαλή, πραγματοποίησε μία συναυλία – αφιέρωμα στον Σκαλκώτα και έπαιξε και τρία μέρη από την 2η Συμφωνική Σουίτα του Σκαλκώτα, με την ενορχήστρωση του 6ου μέρους από τον  Κωστή Δεμερτζή.

Εδώ θέλω να …ξαναεπιστρέψω στον Μπαχ και να τονίσω μια πολύ σημαντική παρατήρηση του Κωστή Δεμερτζή για την Σκαλκωτική σύνθεση:

«Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της Σκαλκωτικής σύνθεσης είναι ο χρόνος της. Ο Σκαλκώτας δεν φτιάχνει απλώς «μορφολογία». Οργανώνει τον χρόνο σε διαστάσεις διαφορετικές απ’ αυτές της «καθημερινής» εμπειρίας – ακόμα και της μουσικής εμπειρίας, που μεταδίδεται από άλλους συνθέτες. Μεγαλύτερος ή μικρότερος, σε μεγέθυνση ή σε σμίκρυνση, ο χρόνος της Σκαλκωτικής μουσικής, διευρύνει την εμπειρία του χρόνου, για όποιον θα άνοιγε τ’ αυτιά του να τον ακολουθήσει. Είναι στην οργάνωση του χρόνου της σύνθεσης που ο Σκαλκώτας αναδεικνύεται σε συνθετική μορφή διαμετρήματος ανάλογου με αυτήν, ιδίως, του Μπαχ: η Σκαλκωτική σύνθεση είναι μια ανατοποθέτηση του συνόλου της οργάνωσης τόνων εν χρόνω, όσο ήταν η σύνθεση του Μπαχ για το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο. Και, όπως ο Μπαχ, χωρίς να είναι πρωτοποριακός για τα μέτρα της εποχής του, αλλά μάλλον συντηρητικός, ήταν βασικός για τους μεταγενέστερους, έτσι κι ο Σκαλκώτας, ο οποίος, στα πρωτοποριακά του έργα, έγραφε σε στυλ που θεωρήθηκαν, στην εποχή του και στις μεταγενέστερες, ήδη παλαιωμένα, συνέθεσε ένα έργο βασικό και ανάλογης αξίας και σημασίας για τους επιγενόμενους με αυτό του Κάντορα της Λειψίας.»

Το Κοντσέρτο για 2 βιολιά του Σκαλκώτα, ερμήνευσε η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, σε συναυλία της στο Ηρώδειο, στις 16 Ιουλίου του 2004. Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε το 2008, αλλά να πούμε ότι έχει προηγηθεί η έκδοση, το 2003 – πάλι από την BIS – σε cd  της πρώτης γραφής του συνθέτη, δηλαδή για δύο βιολιά και πιάνο. Αυτή είναι η πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση του έργου.

Πριν περάσω στην «Αραπιά» του Χατζιδάκι, επιτρέψτε μου μια …ποιητική παρέκβαση.

Τον Απρίλη του ’45 – που ο Χατζιδάκις τον έκανε δίσκο – η σπουδαία ποιήτρια ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ γράφει την «Αραπιά», εμπνεόμενη κι αυτή, όπως ο Σκαλκώτας, από το τραγούδι του Τσιτσάνη.

Αραπιά

Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά

και βάλσαμο της νύχτας.

Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.

«Θέλω να πάω στην Αραπιά

που μ’ έχουνε συστήσει

σε μια μεγάλη μάγισσα

τα μάγια να μου λύσει.»

Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα

ξανθό.

Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,

μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.

Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.

Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.

Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,

μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,

λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,

τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα

τη βραχνή φωνή του έρωτα,

ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,

κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε

ένα χθεσινό μου δάκρυ.

Από τα Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945

Έγραψε ο Χατζιδάκις για την Μάτση Χατζηλαζάρου:

«Γεννήθηκε δεν ξέρω πού. Εζησε, όπως κι εγώ στην Κατοχή. (…) Χάθηκε μες στην κατεστραμμένη Ευρώπη -τότες που η Ελλάδα ήταν Ελλάδα και η Ευρώπη, Ευρώπη. Χάθηκε… που λέει ο λόγος. Γιατί τα αληθινά κορίτσια, δεν χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός. Ξανάρχονται με τη μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών…».

Η ΑΡΑΠΙΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Την «Αραπιά», λοιπόν, ενέταξε ο Χατζιδάκις στον «Σκληρό Απρίλη του ‘45» (1972), δηλαδή στον δίσκο εκείνο που περιλαμβάνει μια σειρά από παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, σε δική του ενορχήστρωση και διασκευή, για μικρή ορχήστρα: μπουζούκι, δύο κιθάρες, βιολί, μαντολίνο, άρπα, κοντραμπάσο και κρουστά.

Στον δίσκο η «Αραπιά» σημειώνεται ως εξής: «ΘΑ ΠΑΩ ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΑΠΙΑ [Η μάγισσα της Αραπιάς]. Χασάπικο του Βασίλη Τσιτσάνη, Δίσκος του 1939».

Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διευθύνει και την ορχήστρα, που αποτελείται από μια ομάδα εξαίρετων μουσικών: Θανάσης Πολυκανδριώτης (μπουζούκι), Δημήτρης Φάμπας, Βασίλης Τενίδης (κιθάρες), Δημήτρης Βράσκος (βιολί, μαντολίνο), Αλίκη Κρίθαρη (άρπα), Ανδρέας Ροδουσάκης (κοντραμπάσο), Νίκος Λαβράνος και Γιώργος Λαβράνος (κρουστά). Ο δίσκος κυκλοφορεί αρχικά από τον Ε.Ο.Τ. με τίτλο «Greece», με εξώφυλλο, όπως αυτά των τουριστικών δίσκων της εποχής. Δυο χρόνια μετά, το Δεκέμβρη του 1974, επανακυκλοφορεί από τη Minos, με διαφορετική σειρά στα τραγούδια, άλλο εξώφυλλο – του Γιάννη Μόραλη και τίτλο «Ο σκληρός Απρίλης του 45».

Ο Κώστας Ταχτσής γράφει, μεταξύ των άλλων, σε σημείωμά του στο δίσκο:

«…Η φρίκη της κατοχής ήταν ακόμα ζωντανή στη μνήμη και τη σάρκα μας, είχαμε περάσει ξυστά πλάι στο θάνατο και θέλαμε να το ξεχάσουμε, θέλαμε να ζήσουμε, και ζωή, βέβαια, σ΄εκείνη την ηλικία, ήταν πάνω απ΄ όλα ο έρωτας και το τραγούδι.

Αλλά τι τραγούδι;

Τα τανγκό και τα βαλσάκια είχαν καταρρεύσει με τον καταχτητή. Τα τραγούδια πού ΄χαν φέρει μαζί τους οι «απελευθερωτές» και που μιμήθηκαν αμέσως οι αγοραίοι συνθέτες μας, ήταν η ίδια βράκα φορεμένη ανάποδα. Έμεναν βέβαια τα δημοτικά τραγούδια. Αλλ΄ αυτά τα περιφρονούσαμε: ασχέτως τοπικής ή κοινωνικής καταγωγής, είμασταν παιδιά της μεγαλούπολης, δεν τα ξέραμε, δεν μας εκφράζανε. Δεύτερο και κυριότερο, τά ΄χαμε συνδέσει με μια ξεπερασμένη αισθητική ψευτοηρωισμού και πατριδοκαπηλίας, ασυμβίβαστη μ΄αυτό που αναζητούσαμε -δηλαδή, μία νέα, σύγχρονη Ελλάδα, που να μπορούμε να λέμε πατρίδα, χωρίς αισθήματα ντροπής ή κατωτερότητας. Τότε ανακαλύψαμε τα ρεμπέτικα.

…Στο βαθμό που πραγματοποιήθηκε το νεανικό μας αυτό όραμα, ένα μεγάλο μέρος οφείλεται χωρίς αμφιβολία στην ιδιοφυία του Μάνου Χατζιδάκι…»

Όμως, εκτός από αυτήν την ορχηστρική εκδοχή του τραγουδιού, έχουμε και μία άλλη, ανέκδοτη, για φωνή και πιάνο. Μια ηχογράφηση από το σπίτι του Χατζιδάκι το 1970 στη Νέα Υόρκη. Τότε που δοκίμαζε ρεμπέτικα και άλλα δικά του τραγούδια, με την Φλέρυ Νταντωνάκη. Κι αυτές οι δοκιμές αποτέλεσαν αργότερα τα  «Λειτουργικά» (1991), όπου όμως δεν συμπεριλήφθηκε η Αραπιά, για λόγους που μόνο ο Χατζιδάκις γνωρίζει. Ευτυχώς, έχει διασωθεί σε ιδιωτικό αρχείο με τη φωνή της Φλέρυς και έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο.

Για εκείνες της ηχογραφήσεις – πρόβες της Αμερικής ο Χατζιδάκις έγραψε για την Νταντωνάκη:

“Η Φλέρυ είναι ανεπανάληπτη και όταν δοκιμάζει. Δεν σκέφτεται το κοινό. Σκέφτεται τον απόλυτο έλεγχο της φωνής της. Και δίνεται ολόκληρη σε αυτό το κυνήγι της τελειότητας. Για μια ακριβή μουσική που πηγάζει τόσο από τα Ρεμπέτικα όσο και από τα δικά μου τραγούδια.

Της είχα πει πως μια αληθινή τραγουδίστρια περιέχει την τεχνική τελειότητα της Σβάρτσκοπφ και την γήινη αμεσότητα της Νίνου και η Φλέρυ, στο ντοκουμέντο αυτό αποδεικνύει περίτρανα πως είναι μια αληθινή τραγουδίστρια”.

Το τραγούδι «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» στην εκδοχή για φωνή και πιάνο, με τον Χατζιδάκι και την Νταντωνάκη, μας αποκαλύπτει περίτρανα πώς ο Χατζιδάκις αντιλαμβανόταν το ρεμπέτικο: περίπου σαν προσευχή. Το τραγούδι τελειώνει με μια καθαρά χατζιδακική μελωδία. Λίγες νότες αρκούν για να δοθεί το στίγμα…

Πάντως ο λάτρης του ρεμπέτικου, Μάνος Χατζιδάκις, αρκετά μετά τη μεταπολίτευση σημειώνει: «…Από κει και πέρα, όταν το ρεμπέτικο έγινε τόσο αφόρητα νόμιμο, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου μ’ αυτό».

Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψε να αγαπά και να εκτιμά την πιο γνήσια, αυστηρή έκφραση του λαϊκού τραγουδιού.

Αλλά ας μη παραλείψουμε και κάτι που προκάλεσε πολλές συζητήσεις πριν τρία χρόνια και είπε ο μεγάλος Λεωνίδας Καβάκος σε συνέντευξή του:

«Στην Ελλάδα έχει περάσει αυτή η απαράδεκτη, η εγκληματική άποψη ότι εμείς εδώ έχουμε περισσότερη σχέση με την Ανατολή απ’ ό,τι έχουμε με τη Δύση. Αυτό είναι έγκλημα(…) Έχει περάσει αυτή η αντίληψη ότι εμείς εδώ είμαστε περισσότερο Ανατολίτες και δεν έχουμε τόσο σχέση με τον δυτικό πολιτισμό της Ευρώπης, που είναι ό,τι πιο απαράδεκτο μπορεί κανείς να εκφράσει… Ο Έλλην θεωρεί ότι είναι πιο κοντά, να το απλά έτσι, σ’ ένα τσιφτετέλι ή σ’ έναν αμανέ τούρκικο παρά στη μουσική του Μπαχ.(…) «Θεωρώ ότι… όπως μιλάω για την ψυχολογική επίδραση που έχει η μουσική και οι Τέχνες… θεωρώ ότι η ψυχολογική επίδραση που έχει το κείμενο ενός δημοτικού τραγουδιού είναι μία ψυχολογική επίδραση ανάτασης, (ενώ) η ψυχολογική επίδραση που έχει το κείμενο ενός ρεμπέτικου τραγουδιού ή λαϊκού είναι μία ψυχολογική επίδραση απόλυτης παρακμής».

Νομίζω ότι ο μέγιστος Λεωνίδας Καβάκος θα πρέπει να παίξει επειγόντως την «Αραπιά» του Σκαλκώτα! Γιατί ο Σκαλκώτας το έλυσε το θέμα – και μάλιστα πρωτοπορών – ήδη από το ’44. Το ρεμπέτικο μπορεί να είναι και δωδεκαφθογγική μουσική, υψηλών προδιαγραφών και ποιότητας, στα χέρια ενός Σκαλκώτα.

Το ρεμπέτικο για τον Χατζιδάκι – είδος γνησίως ελληνικόν – υπάρχει για να μας ερμηνεύει. Και για να μας συνειδητοποιεί τον βαθύτερο εαυτό μας. Ή, όπως θα ‘λεγε κι ο ίδιος ο Χατζιδάκις: «Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο.»

Για μένα ο Σκαλκώτας, αυτός κι ο Χατζιδάκις: η ωραιότητα που παραμένει. Με ρίζα και διάρκεια. Ή, όπως θα ‘λεγε κι η Μάτση Χατζηλαζάρου στην «Αραπιά», «ένα χθεσινό μου δάκρυ…».

 

***

Πηγή: Παναγιώτης Ανδριόπουλος – Lifo

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -