Ρένος Αποστολίδης – Οι Καθαρίστριες


Ήρθε μια μέρα που οι πολίτες αγάπησαν την πόλη αυτή. Τόσο τεράστια, τόσο εκτεταμένη – κι ωστόσο την αγάπησαν σφοδρά, σαν πράγμα μικρό και δικό τους, σαν το ίδιο τους το πρόσωπο ένα πρωί στον καθρέφτη, που ανακαλύπτει έτσι κανείς πως δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από το νερό κι από την πάστρα, κι ανακαλύπτει η καλονοικοκυρά πως το πρόσωπό της το ίδιο είναι το σπίτι,

και πέφτει χάμω, και γονατίζει δίχως να τη νοιάζει, και τρίβει, τρίβει, τρίβει στοργικά το πρόσωπό της, τις πλάκες, τα σανίδια, κ’ ύστερα παστρικά τα ξεπλένει, κ’ ύστερα με το πανί τα παίρνει, κι αγαπάει ακόμα κι ύλες τις αγκίδες του τριμμένου σανιδιού, που έχει σκουρύνει, έχει βαθιά ποτίσει κι ομορφύνει με τον ιδρώτα της, και ξέρει αυτή, άλλη μια φορά, κάθε πλακάκι του σπασμένο, και κάθε του ραγισματιά, και κάθε του ραγάδα τού σπιτιού, σαν και τις δικές της τις ρυτίδες, μια-μια…

Έτσι αγάπησαν αυτή την πόλη μια μέρα οι πολίτες της… Κάτι παράξενο, εντελώς καινούργιο τούς συνέβη, κι άξαφνα πλήθυνε μέσα τους αβάσταγο, σφοδρό, και την αγάπησαν έτσι απεγνωσμένα – σαν δικιά τους!.. Κι όμοια, έτσι, με το ίδιο στην καρδιά ασυγκράτητο, σα νάταν άξαφνα για το ίδιο τους το παραμελημένο σπίτι, κίνησαν oλες οι φτωχές παραδουλεύτρες, παράτησαν αδιάφορα τη «μέρα» την «τακτή» κάθε αρχοντοκυράς, και το μεροκάματο, και κατέβηκαν γοργοπόδαρες, χαράματα, με την καινούργια σκούπα και τη βούρτσα, και το φρεσκοκομμένο σφουγγαρόπανο, κι άρχισαν έτσι, απρόσταχτες κι απλήρωτες, να τα παστρεύουν όλα!

Εκείνη η λάτρα, τη μέρα αυτή, δόθηκε απλήρωτα κι απρόσμενα σ’ ότι ποτέ δεν ήτανε της γειτονιάς. Δεν κάναν διάκριση σε μέγαρα ή σε μνημεία, σε χτήρια μισητά κι αγέρωχα ή σε δημόσια. Όλα τα βρήκαν βρώμικα, παραμελημένα- κι ολα τά νιώσαν άξαφνα δικά τους, και σ’ όλα κάναν λάτρα, αδιάκριτα!.. Τα μάρμαρα, τα ρείθρα, τις γωνιές – όλα τα πήραν, ένα-ένα! Και τις σκάλες, και τους δρόμους, και τα πάρκα!..

Όπου πατούσε ανθρώπου πόδι, χρόνια και χρόνια, πέρασε χέρι ανθρώπου, και πέρασε πανί, κ’ έσταξε ιδρώτας.

Κι ως άρχισε αυτό απ’ τις καθαρίστριες, που έτσι άξαφνα πλημμύρισαν την πόλη — μ’ ένα ύφος αυστηρό μετακινώντας γραφεία, αδειάζοντας χαρτιά, συρτάρια, αρχεία έξω στους δρόμους, και λέγοντας προσταχτικά και στους στρατιώτες να μην κάθουνται κει άπραγοι και χάσκουν με τα παλούκια στον ώμο, παρά να δώσουν κι αυτοί ένα χέρι, να ξαραχνιάσουνε ψηλά, με τα κοντάρια, να πάρουν τα σκουπίδια, τα χαρτιά στ’ αυτοκίνητά τους, πού τούς μετάφεραν γι’ άμεση δράση — ή τρέλα μεταδόθηκε σ’ όλη την πόλη, κ’ οι στρατιώτες πρώτοι ακούσανε τις προσταγές της μάνας του ο καθένας, κι απόθεσαν τα όπλα με τις ξιφολόγχες στον τοίχο των χτιρίων, κ’ ήρθε τότε και μια καθαρίστρια, και τα συμμάζωξε όλα ταχτικά σε μια γωνιά κατ’ απ’ τη Βουλή, να μη μποδίζουν, κ’ έπιασαν όλοι μαζί να σαρώνουν τα χαρτιά απ’ τούς δρόμους, τα συγκεντρώναν κούμουλες πελώριες και τα έκαιγαν, κ’ υστέρα έρχονταν οι οδοκαθαριστές και ρίχναν τ’ αποκαΐδια στους υπόνομους.

Η πόλη ήταν ανάστατη… Μα ενώ ήταν έτσι ανάστατη, δεν είχε διόλου την όψη της Οργής – γιατί αλήθεια κανενού στα σοβαρά δεν πέρασε απ’ το νου τίποτ’ άλλο…


Έτσι, μ’ έναν τρόπο παράξενο, ήταν αυτή μια μέρα γενικής καθαριότητας – κι απόδειξη να! οι καθαρίστριες, κρεμασμένες απ’ όλα τα παράθυρα των χτιρίων, τινάζοντας ξεσκονόπανα, αδειάζοντας τα φαράσια, ταχτοποιώντας τα πάντα…

Αυτό έλειπε τώρα, να ‘χει αντίρρηση κανείς στην πάστρα και στη λάτρα, μέρα που οι πολίτες ανακάλυψαν πως η πόλη αυτή είναι δικιά τους, πως η κάθε της γωνιά κι ο κάθε τοίχος της, κάθε δημόσιο χτίριο και μνημείο της..-ποιανού είναι λοιπόν, και τ’ αφήνουν βρώμικα κι αξαραχνιαστα;

Άνεμος ξένος δε φύσαγε από πουθενά μα ως ετίναζαν νερά παντού άφθονα, μύριζε ή πόλη φρεσκοπλυμένο σανίδι, κι ό αγέρας ήταν κινημένος απότομα, όλο μετατοπισμένος άξαφνα από δρόμο σε δρόμο – σα ριπές άταχτες μιας αύρας σπιτίσιας, περβαζιού καταβρεγμένου…

Ένας πελώριος κουρνιαχτός σκώνονταν αργά κατά τον ουρανό… Είχε φτάσει κιόλα πανύψηλα – κι ακόμα βάσταε η λάτρα. Ένας κουρνιαχτός της πάστρας – όχι καπνός, όχι φλόγες ! Του ξεσκονόπανου διωγμένος μόνο…

Και πια σαν έγειρε ο ήλιος, σα βύθισε βαθιά κουρασμένος, ότι τέλειωναν με το πανί τις προσόψεις των χτιρίων, τις κολώνες των μνημείων, κ’ είπαν να πάρουν με τα πετσετόπανα και τους δρόμους, να γυαλίσει ή άσφαλτο, να λάμψη..—-τότε, πάνω κει, ο Γενικός Εισαγγελέας, διωγμένος ολημέρα απ’ το γραφείο του, να ξαραχνιάσουν και κει, που τον είχε μαζέψει η σκόνη κ’ η  βρώμα χρόνια και χρόνια, μόλις βρήκε μπρος του ένα χαρτί λευκό, σήκωσε τον καθαροπλυμένο κοντυλοφόρο του, βούτηξε στο καινούργιο μελάνι, κ’ έγραψε :

ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ κατά παντός ενεργήσαντος αυτοβούλους…

Συνέλαβαν κ’ εξετέλεσαν τις καθαρίστριες. Δε λαβαν υπόψη τους, για ελαφρυντικό, ούτε που ήταν οι μάνες τους οι ίδιες…

Τα παλληκάρια του αποσπάσματος έκλαιγαν. Μα κι αυτά, εξευτέλισαν την εντολή.

Οι καθαρίστριες στάθηκαν στον τοίχο σεμνά, ευσυνείδητες· με το πρόσωπο εκείνου πού μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, κ’ είναι τόσο κατάκοπος, τόσο τη συνείδησή του έχει ήσυχη πώς είναι βαριά κουρασμένος κι άλλο δε χρωστά να κάνη σήμερα, πού στέκει ταπεινός κι αδιαφορεί… Έτσι τον βρίσκει ο θάνατος.

Όμως, θα ’ρθει μια μέρα, που η Εντολή θα ‘χει δοθεί… Θα ‘χει  α π ο μ ό ν η της, άγραφη ακουστή – και δε θάναι πια ώρες για ιστορίες φανταστικές, δε θάναι πια ώρες αναβολής της πάστρας και της λάτρας της καλοκυράς…

Ως την ώρα κείνη, διαβάζετε ιστορίες «φανταστικές», αδελφοί!

***

Ρένος Αποστολίδης –  Στη γέμιση του φεγγαριού

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -