Άντον Τσέχοφ – Στην εξορία


Ο γέροντας Σεμιόν, που είχε το παρατσούκλι «ο Γνωστικός», κι ένας νεαρός Τάταρος, που κανείς δεν ήξερε τ’ όνομα του, κάθονταν στην όχθη, πλάι στη φωτιά. Οι άλλοι τρεις περαματάρηδες είχανε πάει στην ίζμπα.

Ο Σεμιόν. ένας γέροντας καμιά εξηνταριά χρονών, ξερακιανός και φαφούτης αλλά με γεροδεμένες πλάτες και γεμάτος ζωντάνια, θα είχε πάει εδώ και ώρα για ύπνο, όμως είχε στην τσέπη ένα μπουκάλι και φοβόταν μήπως οι νεαροί στην ίζμπα τού ζητούσαν μερίδιο από τη βότκα. Ο Τάταρος ήταν άρρωστος. Έλιωνε σαν το κερί και, χωμένος μες στα κουρέλια του, έλεγε τι ωραία που ήταν στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ και τι όμορφη και έξυπνη που ήταν η γυναίκα του, που την είχε αφήσει πίσω, στο σπίτι. Δε θα ‘τανε πάνω από είκοσι πέντε χρονών, αλλά τώρα, στο φως της φωτιάς, χλωμός, με το μελαγχολικό κι ασθενικό του πρόσωπο, έμοιαζε με μικρό παιδί.

«Ε, καλά. εδώ χάμω δεν είναι δα και κανένας παράδεισος» έλεγε ο Γνωστικός. «Τα βλέπεις και μοναχός σου: νερό, ερημιά, γύρω γύρω λάσπη και τίποτ’ άλλο… Είναι τόσες μέρες από τη Λαμπρή και το ποτάμι ακόμα κατεβάζει πάγο. Μόλις σήμερα το πρωί χιόνιζε».

«Κακό! Κακό!» έχανε ο Τάταρος και κοίταξε γύρω του σκιαγμένος.

Καμιά δεκαριά βήματα πιο πέρα κυλούσε το σκοτεινό, παγωμένο ποτάμι. Βούιζε, πλατσούριζε στη γυμνή, λασπερή όχθη κι έτρεχε γρήγορα γρήγορα για τη μακρινή θάλασσα. Στην από δω όχθη ξεχώριζε μια μεγάλη μαούνα, απ’ αυτές που οι περαματάρηδες ονομάζουν «καρμπάς». Μακριά, στην απέναντι όχθη, ελίσσονταν σαν τα φίδια φωτιές, πότε μισοσβήνοντας και πότε λαμποκοπώντας: Καίγανε το περσινό χορτάρι. Και, μετά από τα φλεγόμε-να φίδια, πάλι το σκοτάδι. Μπορούσες ν’ ακούσεις τους πάγους, μικρά κομμάτια να κοπανάνε πάνω στη μαούνα. Είχε υγρασία και κρύο…

Ο Τάταρος κοιτούσε τον ουρανό. Είχε πολλά αστέρια, όπως και στην πατρίδα του, και γύρω την ίδια μαυρίλα, κάτι όμως του έλειπε. Στην πατρίδα, στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ, τ’ αστέρια κι ο ουρανός ήταν τελείως αλλιώτικα.

«Κακό! Κακό!» ξανάπε.

«Θα συνηθίσεις!» απάντησε ο Γνωστικός και χαμογέλασε. «Είσαι ακόμα μικρός, δεν έχει πήξει το μυαλό σου, έχεις ακόμα το γάλα της μάνας σου στο στόμα, κι απ’ τη βλακεία σου σου φαίνεται πως δεν υπάρχει άνθρωπος πιο δυστυχισμένος από σένα, αλλά θα ‘ρθει ο καιρός που θα πεις μοναχός σου μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα. Εμένα κοίτα, σε καμιά βδομάδα από τώρα το ποτάμι θα ‘ναι εντάξει και θα ξαναβάλουμε την περαταριά, εσείς όλοι θα πάρετε δρόμο για τη Σιβηρία, αλλά εγώ θα μείνω εδώ να πηγαίνω από όχθη σε όχθη. Είκοσι δύο χρόνια τώρα αυτή τη δουλειά κάνω. Μέρα νύχτα. Ο λούτσος και ο σολομός κάτω απ’ το νερό κι εγώ από πάνω. Και δόξα τω Θεώ. Δεν έχω ανάγκη από τίποτα. Μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα».


Ο Τάταρος έριξε μερικά ξερόκλαδα στη φωτιά, ήρθε πιο κοντά και είπε:

«Εμένα ο πατέρας μου είναι άρρωστος άνθρωπος. Όταν θα πεθάνει, μάνα και γυναίκα θα ‘ρθουν εδώ πέρα. Μου το ‘πανε».

«Και τι να τις κάνεις, μάνα και γυναίκα;» ρώτησε ο Γνωστικός. «Βλακείες, αδελφέ. Ο Διάολος σε κοροϊδεύει, σου φαρμακώνει την ψυχή. Μην τον ακούς τον Οξαποδώ. Μην του κάνεις το χατίρι. Αυτός θα σου λέει για γυναίκες, εσύ θα του πηγαίνεις κόντρα: “Δε θέλω!”. Αυτός θα σου λέει για λευτεριά, εσύ το βιολί σου: “Δε θέλω! Τίποτα δεν έχω ανάγκη! Ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε γυναίκα, ούτε λευτεριά, ούτε σπίτι, ούτε χωράφι! Τίποτα δεν έχω ανάγκη, στον αγύριστο!”».

Ο Γνωστικός ήπιε μια γουλιά απ’ το μπουκάλι και συνέχισε:

«Εγώ, αδελφέ, δεν είμαι απλός μουζίκος, δεν είμαι από το λαουτζίκο, είμαι γιος διάκου εγώ, κι όταν ζούσα ελεύθερος στο Κουρσκ, φόραγα σουρτούκο, και τώρα έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο, που μπορώ να κοιμάμαι γυμνός πάνω στη γη και να τρώω αγριόχορτα. Και μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα. Τίποτα δεν έχω ανάγκη και δε φοβάμαι κανέναν, κι όπως το βλέπω, πιο πλούσιος και πιο λεύτερος άνθρωπος από μένα δεν υπάρχει.

Με το που με στείλανε δω πέρα από τη Ρωσία, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα εγώ πείσμωσα: “Δε θέλω τίποτα!”. Μου ‘λεγε ο Διάολος και για γυναίκα και για πατρίδα και για λευτεριά, κι εγώ απαντούσα: “Τίποτα δεν έχω ανάγκη!”. Με έπιασε το πείσμα και να, όπως βλέπεις καλά ζω, δεν παραπονιέμαι. Αλλά έτσι και τον πάρεις με το καλό το Διάολο, μόνο μια φορά να τον ακούσεις, πας χαμένος, δεν υπάρχει σωτηρία. Χώνεσαι μες στο βούρκο απ’ την κορφή ως τα νύχια και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ. Κι όχι μόνον άνθρωποι σαν και του λόγου σου, χαζοί μουζίκοι, αλλά και αριστοκράτες και μορφωμένοι.

Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια στείλαν εδώ πέρα απ’ τη Ρωσία έναν άρχοντα. Κάτι δεν είχε μοιράσει σωστά με τ’ αδέρφια του και είχε πλαστογραφήσει κάποιον όρο στη διαθήκη. Λέγανε ότι ήτανε πρίγκιπας ή βαρόνος, μπορεί να ‘τανε κι απλός υπάλληλος, ποιος ξέρει! Ήρθε λοιπόν εδώ ο αφέντης και πρώτη του δουλειά να πάει ν’ αγοράσει σπίτι και γη στο Μουχορτίνσκ. “Θέλω” έλεγε “να ζήσω με την εργασία μου, με τον ιδρώτα του προσώπου μου, γιατί τώρα δεν είμαι αφεντικό” έλεγε “είμαι εξόριστος”.

Ε λοιπόν, έλεγα εγώ, σωστά το σκέφτεσαι, κι ο Θεός βοηθός. Ήτανε τότε νέος άνθρωπος, πολυάσχολος, με όλα καταπιανόταν. Και μόνος του να θερίσει, και να ψαρέψει, και κάτι ταξίδια ίσαμε εξήντα βέρστια καβάλα στ’ άλογο έκανε. Να όμως κι η συμφορά: Απ’ τον πρώτο κιόλας χρόνο άρχισε να πηγαίνει στο Γκιρίνο, στο ταχυδρομείο.

Στεκόταν απάνω στη μαούνα κι αναστέναζε: “Αχ, Σεμιόν, σαν να αργούν να μου στείλουν λεφτά απ’ το σπίτι!”. “Δεν τα ‘χετε ανάγκη” του ‘λεγα εγώ “Βασίλι Σεργκέιτς, τα λεφτά. Να τα κάνετε τι; Τα παλιά σβήστε τα, ξεχάστε τα, σαν να μην υπήρξανε ποτέ, σαν να μην ήτανε παρά ένα όνειρο, κι αρχίστε να ζείτε απ’ την αρχή. Μην τον ακούτε το Διάολο” έλεγα “καλό από δαύτονα δε θα δείτε, θα σας βάλει τη θηλιά στο λαιμό. Τώρα θέλετε λεφτά” του έλεγα “και λίγο λίγο θα περάσει ο καιρός και θα θέλετε κάτι άλλο, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Άμα θέλετε την ευτυχία σας” του έλεγα “τότε πρώτα απ’ όλα πρέπει να μην επιθυμείτε τίποτα. Ναι…

Κι άμα η μοίρα” του έλεγα “μας φέρθηκε σκληρά, και σ’ εσάς και σ’ εμένα, δεν έχει νόημα να της ζητάμε έλεος και να της υποκλινόμαστε, πρέπει να την αψηφάμε και να την κοροϊδεύουμε κατάμουτρα. Αλλιώς μας κοροϊδεύει αυτή”. Έτσι του έλεγα…

Μια φορά, ύστερα από κάνα δυο χρόνια, τον περνούσα απέναντι και τον βλέπω που έτριβε τα χέρια του και γέλαγε. “Πάω στο Γκιρίνο” μου λέει “να συναντήσω τη γυναίκα μου. Με πεθύμησε” μου λέει “και ήρθε. Είναι καλή η γυναίκα μου, καλός άνθρωπος”. Κι από τη χαρά του είχε λαχανιάσει. Μια μέρα αργότερα έρχεται με τη γυναίκα του. Ήταν μια νέα κυρία, όμορφη, με το καπελάκι της. Κρατούσε αγκαλιά ένα κοριτσάκι. Κι ένα σωρό μπαγκάζια. Κι ο Βασίλι Σεργκέιτς μου όλο και γύριζε γύρω της, να μη χορταίνει να την καμαρώνει. “Ναι, Σεμιόν, αδελφέ μου. και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος!” Ναι, ναι, καλά. σκεφτόμουν εγώ, μη χαίρεσαι.

Κι από εκείνη την ώρα, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, κάθε βδομάδα στο Γκιρίνο να ρωτάει μπας και ήρθαν τα λεφτά απ’ τη Ρωσία. Και χρειαζόταν τσουβάλια λεφτά. “Εξαιτίας μου” έλεγε “χαραμίζει κι εκείνη την ομορφιά της και τα νιάτα της εδώ πέρα, στη Σιβηρία, μοιράζεται την κακιά μου τη μοίρα” έλεγε “πρέπει λοιπόν κι εγώ” έλεγε “να της παρέχω κάθε ευχαρίστηση…” Για να περνάει καλά η αρχόντισσα, φροντίσανε να πιάσουν γνωριμία με τους υπαλλήλους και μ’ ένα σωρό άχρηστους. Και μια τέτοια κουστωδία πρέπει φυσικά να την ταίζεις και να την ποτίζεις, αφού ακόμα και πιάνο είχανε κι ένα σκυλάκι μαλλιαρό πάνω στον καναπέ, που κακό ψόφο να ‘χει… Λούσα, με δυο λόγια, και καπρίτσια. Έζησε λοιπόν λίγο καιρό μαζί του η αρχόντισσα. Πού ‘ν’ τη;

Λάσπη, νερό, κρύο, ούτε ζαρζαβατικά ούτε φρούτα, γύρω όλοι αμόρφωτοι και μεθύστακες, καμία κοινωνική ζωή, κι αυτή ήτανε μια κυρία παραχαϊδεμένη, πρωτευουσιάνα… Βαρέθηκε φυσικά. Αλλά κι ο άντρας της, όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν πια άρχοντας, ήταν ένας εξόριστος, δεν είναι δα το ίδιο πράγμα…

Ύστερα από δυο τρία χρόνια, θυμάμαι, μια νύχτα, παραμονή ήτανε της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ακούω που με φωνάζουν από την εκείθε μεριά. Πηγαίνω εγώ κοντά με τη μαούνα, κοιτάζω, τι να δω; Η αρχόντισσα, κουκουλωμένη καλά καλά, και μαζί της ένας νεαρός, ένας απ’ τους υπαλλήλους. Με μια τρόικα… Τους πέρασα απέναντι, ανέβηκαν στην τρόικα και μην τους είδατε! Από δω παν κι άλλοι! Πρωί πρωί να σου κι ο Βασίλι Σεργκέιτς, ανεβαίνει μ’ ένα σάλτο στη μαούνα. “Μήπως πέρασε από εδώ.

Σεμιόν, η γυναίκα μου μαζί μ’ έναν κύριο με γυαλιά;” “Αμε” του λέω “πέρασε, ψάχνε τώρα εσύ να βρεις ψύλλο στ’ άχυρα!” Ξαμολιέται αυτός το κατόπι τους, τους κυνήγησε τέσσερα πέντε μερόνυχτα. Ύστερα, όταν τον ξαναπέρασα εκείθε, ξαπλώθηκε στη μαούνα και βάλθηκε να κοπανάει το κεφάλι του στο κατάστρωμα και να βογκάει. “Εμ, έτσι είναι” του λέω εγώ. Χαμογελάω και του θυμίζω: “Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος!”. Και δώστου αυτός να χτυπιέται…

Αυτή η ιστορία λοιπόν τώρα τον έκανε να πεθυμήσει τη λευτεριά του. Η κυρά πήρε δρόμο για τη Ρωσία κι αυτός λοιπόν όλο για κει τρωγόταν, να πάει να τη βρει και να την πάρει από τα χέρια του αγαπητικού. Κι άρχισε κάθε μέρα, που λες, αδερφάκι, να τρέχει πότε στο ταχυδρομείο και πότε στην πόλη, στις αρχές. Κι όλο έγραφε κι έστελνε αιτήσεις για να τον λυπηθούνε και να τον αφήσου-νε να γυρίσει στο σπίτι του, κι έλεγε ότι μόνο σε τηλεγραφήματα του είχαν φύγει διακόσια ρούβλια.

Πούλησε τη γη του, υποθήκευσε το σπίτι του στους Εβραίους. Άσπρισε, καμπούριασε, το πρόσωπο του χλώμιασε, κατάντησε σαν φθισικός. Σου μιλάει κι όλο γκούχου γκούχου. Και τα μάτια του πάντα δακρυσμένα. Έτσι ταλαιπωρήθηκε με τις αιτήσεις κοντά δυο χρόνια. Τώρα πάλι ζωντάνεψε και πήρε τα πάνω του. Τώρα βρήκε καινούριο καπρίτσιο. Η κορούλα, βλέπεις, μεγάλωσε. Την κοιτάει και του κόβεται η ανάσα. Και, για να λέμε του στραβού το δίκιο, είναι κι εκείνη ομορφούλα, μαυροφρύδα κι όλο ζωντάνια.

Κάθε Κυριακή την παίρνει και πάνε στο Γκιρίνο, στην εκκλησία. Στέκονται οι δυο τους πλάι πλάι, πάνω στη μαούνα, εκείνη χαμογελάει κι αυτός δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. “Ναι, Σεμιόν” μου λέει “και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος! Και στη Σιβηρία υπάρχει ευτυχία. Κοίτα” μου λέει “τι όμορφη κορούλα που έχω! Μου φαίνεται πως τέτοια κοπέλα δε θα βρεις ούτε σε χίλια βέρστια από δω!”

Σου λέω η κόρη του είναι ομορφούλα, πραγματικά, αυτό είναι αλήθεια… Μέσα μου όμως σκέφτομαι: Για περίμενε λιγουλάκι ακόμα… Είναι νέα κοπέλα, το αίμα της βράζει, θέλει να ζήσει, κι εδώ τι ζωή να κάνει; Κι αρχίζει, αδελφέ, το κοριτσάκι να μην είναι καλά… Έλιωσε, μαράθηκε, αρρώστησε και τώρα δεν τη βαστάνε τα πόδια της. Φθίση. Φατηνα τώρα την ευτυχία σου στη Σιβηρία, που να την πάρει ο διάολος, φα τα τώρα τα “Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος”…

Άρχισε να τρέχει στους γιατρούς και να τους κουβαλάει στο σπίτι του. Έτσι κι ακούσει πως υπάρχει κάποιος διακόσια τριακόσια βέρστια από δω, μα γιατρός είναι μα τσαρλατάνος, τρέχει αμέσως. Έχει φάει στους γιατρούς ένα σωρό λεφτά. Κι άμα θες τη γνώμη μου, τα λεφτά αυτά καλύτερα να τα ‘πινε… Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει. Σίγουρα θα πεθάνει το κορίτσι, και τότε αυτόν κλαύτονα. Ή θα πάει να κρεμαστεί από τη λύπη του ή θα το σκάσει για τη Ρωσία, την ξέρουμε τη δουλειά. Θα το σκάσει, θα τον πιάσουν, μετά δικαστήρια, κάτεργο, θα γνωρίσει και το μαστίγιο…».

«Καλά, καλά» μουρμούρισε ο Τάταρος, που είχε γίνει ένα κουβάρι απ’ το κρύο.

«Τι καλά;» ρώτησε ο Γνωστικός.

«Γυναίκα, κόρη… Ας έχει πίκρες και κάτεργο, είδε γυναίκα του και κόρη του… Εσύ λες τίποτα δε χρειάζεται. Αλλά τίποτα είναι κακό! Γυναίκα έζησε μαζί του τρία χρόνια, αυτό είναι δώρο από Θεό. Τίποτα είναι κακό, τρία χρόνια καλό. Δεν καταλαβαίνει;»

Τρέμοντας, κομπιάζοντας και ψάχνοντας με δυσκολία τις ρώσικες λέξεις, που δεν ήξερε και πολλές, ο Τάταρος προσπαθούσε να εξηγήσει πως, αν δώσει ο Θεός να μην αρρωστήσει σε ξένο τόπο, να μην πεθάνει και θαφτεί σ’ αυτή την κρύα, μαύρη γη, πως, αν ήθελε η γυναίκα του να έρθει έστω και για μια μέρα, έστω και για μια ώρα μονάχα, αυτός για τόση ευτυχία θα δεχόταν να βαστάξει οποιαδήποτε βάσανα και θα ευχαριστούσε το Θεό. Καλύτερα μια μέρα ευτυχίας απ’ το τίποτα.

Κι ύστερα πάλι έλεγε τι όμορφη κι έξυπνη γυναίκα που είχε στην πατρίδα, κι ύστερα έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια κι έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να ορκίζεται στον Σεμιόν ότι δε φταίει σε τίποτα κι άδικα υποφέρει. Τα δυο του αδέρφια κι ο θείος του κλέψανε τ’ άλογα ενός γερο-μουζίκου και τον έδειραν, σχεδόν τον σκοτώσανε, αλλά το δικαστήριο δεν έκρινε σωστά κι έβγαλε απόφαση που έστειλε στη Σιβηρία και τα τρία αδέρφια, ενώ ο θείος, ένας πλούσιος άνθρωπος, έμεινε στο σπίτι του.

«Θα συνηθίσεις!» είπε ο Σεμιόν.

Ο Τάταρος έμεινε σιωπηλός και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια του στη φωτιά. Το πρόσωπο του έδειχνε απορία και φόβο, λες κι ακόμα δεν καταλάβαίνε τίποτα, γιατί βρισκόταν εκεί, μες στο σκοτάδι και την υγρασία, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους, και όχι στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ. Ο Γνωστικός ξάπλωσε πλάι στη φωτιά, γέλασε λιγάκι μόνος του κι έπιασε να σιγο μουρμουρίζει κάποιο τραγούδι.

«Τι χαρά να έχει τώρα με τον πατέρα της;» συνέχισε μετά από λίγο. «Ωραία, την αγαπάει, την προσέχει, αυτό είναι σίγουρο. Όμως δε φτάνει. Ο γέρος είναι παράξενος, απότομος. Και τα κοριτσάκια δε θέλουν παραξενιές… Θέλουν χάδια και χα χα, χου χου, θέλουν φρουφρού κι αρώματα. Εμ, έτσι είναι… Αχ, μπελάδες, μπελάδες…»

Ο Σεμιόν αναστέναξε κι άρχισε να σηκώνεται αργά αργά:

«Η βότκα τέλειωσε, ώρα για ύπνο. Ε; Άντε. αδελφέ, εγώ να πηγαίνω…».

Όταν ο Τάταρος έμεινε μόνος του, έριξε μερικά ξερόκλαδα στη φωτιά και με τα μάτια καρφωμένα στη θράκα βάλθηκε να σκέφτεται το χωριό του και τη γυναίκα του. Ας ερχόταν η γυναίκα του έστω για ένα μήνα, έστω για μια μέρα, κι έπειτα, αν ήθελε, ας ξανάφευγε! Καλύτερα ένας μήνας, ή ακόμα και μια μέρα, απ’ το τίποτα. Αν όμως η γυναίκα του κρατήσει την υπόσχεση της κι έρθει, τι θα τρώνε; Πού θα μένουν εδώ πέρα;

«Πώς να ζήσεις άμα δεν έχεις να φας;» ρώτησε ο Τάταρος φωναχτά.

Για την τωρινή του δουλειά, να τραβάει κουπί μέρα νύχτα, του δίνανε όλα κι όλα δέκα καπίκια μεροκάματο. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν και τα φιλοδωρήματα των επιβατών, αλλά τα παιδιά τον έριχναν, τα μοιράζανε όλα μεταξύ τους και δεν έδιναν τίποτα του Τατάρου, μόνο τον κοροϊδεύανε. Κι από την ανέχεια πεινούσε, κρύωνε και φοβόταν… Τώρα, που όλο το κορμί του πονούσε κι έτρεμε, θα έπρεπε να πάει να ξαπλώσει μέσα στην ίζμπα, αλλά δεν είχε με τι να σκεπαστεί, κι έκανε πιο πολύ κρύο εκεί απ’ ό,τι στην όχθη. Ούτε κι εδώ είχε με τι να σκεπαστεί, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να έχει τη φωτιά…

Σε καμιά βδομάδα, όταν θα έχουν χαμηλώσει αρκετά τα νερά και θα ξαναβάλουν εδώ πέρα την περαταριά, όλοι οι άλλοι περαματάρηδες εκτός από τον Σεμιόν θα είναι πια άχρηστοι, και ο Τάταρος θ’ αρχίσει να γυρνάει στα χωριά για να ζητιανεύει και να ζητάει δουλειά. Η γυναίκα του είναι μόλις δεκαεφτά χρονών, είναι όμορφη, παραχαϊδεμένη και ντροπαλή. Μπορεί τάχα να γυρνάει κι αυτή στους δρόμους με ακάλυπτο το πρόσωπο και να ζητιανεύει; Όχι, αυτό είναι τρομερό ακόμα και να το σκέφτεται…

Άρχιζε πια να φέγγει. Ξεχώριζε αχνά η μαούνα, τα φυλλώματα από τις ιτιές που έγερναν πάνω από το νερό, οι ρυτίδες στην επιφάνεια του ποταμού, κι αν γύριζες να κοιτάξεις πίσω, ο λασπώδης γκρεμός, χαμηλά μια μικρή ίζμπα με γκρίζα αχυροσκεπή και πιο πάνω σκορπισμένα τα σπιτάκια του χωριού. Στο χωριό είχαν αρχίσει να λαλούν τα κοκόρια.

Ο σκοτεινός γκρεμός, η μαούνα, το ποτάμι, οι ξένοι, κακόψυχοι άνθρωποι, η πείνα, το κρύο, οι αρρώστιες, ίσως όλα αυτά να μην υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μάλλον όλα αυτά τα ονειρεύομαι, σκεφτόταν ο Τάταρος. Ένιωθε πως κοιμόταν κι άκουγε το ίδιο του το ροχαλητό… Μα φυσικά, είναι στο σπίτι, στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ, και φτάνει μόνο να φωνάξει τ’ όνομα της γυναίκας του κι εκείνη θα του απαντήσει. Στο διπλανό δωμάτιο είναι η μάνα του… Τι παράξενα που είναι καμιά φορά τα όνειρα… Και για ποιο λόγο; Ο Τάταρος χαμογέλασε και μισάνοιξε τα μάτια. Ποιο να ‘ναι τούτο το ποτάμι; Ο Βόλγας;

Χιόνιζε.

«Εεε!» φώναζε κάποιος απ’ την απέναντι όχθη. «Μαούουουνααα…»

Ο Τάταρος σηκώθηκε και πήγε να ξυπνήσει τους συντρόφους του για να περάσουν απέναντι με τη μαούνα. Τυλιγμένοι στις κουρελιάρικες κάπες τους, βρίζοντας με βραχνές, αγουροξυπνημένες φωνές και τρέμοντας απ’ το κρύο, οι περαματάρηδες εμφανίστηκαν στην όχθη. Ύστερα από τον ύπνο, το ποτάμι, που κατέβαζε ένα παγωμένο αεράκι, τους φαινόταν απαίσιο και φρικαλέο. Δίχως βιασύνη ανεβήκανε στη μαούνα… Ο Τάταρος και οι τρεις περαματάρηδες έπιασαν τα μακριά κουπιά με το φαρδύ φτερό, που μες στο σκοτάδι έμοιαζαν με τις δαγκά-νες του αστακού. Ο Σεμιόν έγερνε κι ακουμπούσε με την κοιλιά πάνω στο μακρύ τιμόνι. Κι από την άλλη μεριά οι φωνές συνεχίζονταν. Κάποιος πυροβόλησε δυο φορές μ’ ένα ρεβόλβερ, νομίζοντας, φαίνεται, πως οι περαματάρηδες κοιμούνταν ή είχαν πάει στο χωριό, στην ταβέρνα.

«Ε, καλά, θα προλάβετε!» είπε ο Γνωστικός με το ύφος ανθρώπου που είναι βέβαιος ότι σε τούτο τον κόσμο δεν υπάρχει λόγος να βιάζεται κανείς, το ίδιο κάνει, δεν έχει νόημα.

Η βαριά, χοντροκομμένη μαούνα ξεμάκραινε από την όχθη πλέοντας κοντά στις ιτιές, ανάμεσα στα κλωνάρια τους, και μόνον επειδή οι ιτιές αργά αργά έφευγαν προς τα πίσω μπορούσε να καταλάβει κανείς ότι η μαούνα δεν έστεκε ακίνητη, αλλά προχωρούσε. Όλοι μαζί, ρυθμικά, οι περαματάρηδες σήκωναν τα κουπιά. Ο Γνωστικός ακουμπούσε με την κοιλιά του πάνω στο τιμόνι και πότε πότε πεταγόταν από τη μια μπάντα στην άλλη διαγράφοντας ένα τόξο στον αέρα. Μες στο σκοτάδι έμοιαζε σάμπως μερικοί άνθρωποι να κάθονταν πάνω σε κάποιο προϊστορικό ζώο με τεράστια πόδια και να έπλεαν μαζί του για εκείνη την άχαρη και παγωμένη χώρα που βλέπουμε καμιά φορά στους εφιάλτες μας.

Πέρασαν τις ιτιές και βγήκαν στ’ ανοιχτά. Απ’ την άλλη όχθη είχαν ακούσει πια το θόρυβο και το ρυθμικό παφλασμό των κουπιών και φώναζαν:

«Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!».

Πέρασε κάνα δεκάλεπτο και η μαούνα κοπάνησε μ’ έναν υπόκωφο γδούπο στο μουράγιο.

«Κι όλο ρίχνει, κι όλο ρίχνει!» μουρμούρισε ο Σεμιόν σφουγγίζοντας το χιόνι απ’ το πρόσωπο του. «Μα για τ’ όνομα του Θεού, τι καιρός είναι τούτος;»

Στην όχθη περίμενε ένας αδύνατος, μάλλον μικροκαμωμένος γέροντας, με κοντογούνι από αλεπού και καπέλο από αρνίσιο τομάρι. Στεκόταν ακίνητος λίγο πιο πέρα απ’ τ’ άλογα του. Το πρόσωπο του είχε μια σκυθρωπή και απορροφημένη έκφραση, λες και πάσχιζε να θυμηθεί κάτι και είχε θυμώσει με την αδυναμία της μνήμης του. Όταν ο Σεμιόν τον πλησίασε και του έβγαλε χαμογελώντας το καπέλο, εκείνος είπε:

«Τρέχω στην Αναστασιέφκα. Η κόρη μου πάλι χειροτέρεψε, και στην Αναστασιέφκα άκουσα πως διόρισαν καινούριο γιατρό».

Έσυραν την άμαξα στη μαούνα και ξεκίνησαν. Όση ώρα ταξίδευαν, ο άνθρωπος, τον οποίο ο Σεμιόν είχε αποκαλέσει Βασίλι Σεργκέιτς. στεκόταν ακίνητος, με τα χοντρά του χείλη σφιγμένα και το βλέμμα του καρφωμένο σ’ ένα σημείο. Όταν ο αμαξάς τού ζήτησε την άδεια να καπνίσει μπροστά του, εκείνος δεν του απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Κι ο Σεμιόν, ακουμπώντας με την κοιλιά του πάνω στον τιμόνι, τον κοίταζε κοροϊδευτικά κι έλεγε:

«Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος! Ζει!…».

Στο πρόσωπο του Γνωστικού υπήρχε μια θριαμβευτική έκφραση, λες και είχε καταφέρει να αποδείξει κάτι και τώρα ήταν χαρούμενος που τα πράγματα είχαν έρθει έτσι, όπως τα είχε πει. Φαίνεται πως η δυστυχισμένη και αβοήθητη όψη του ανθρώπου με το αλεπουδίσιο κοντογούνι τού προκαλούσε μεγάλη ικανοποίηση.

«Πού θα τρέχετε τώρα, Βασίλι Σεργκέιτς, είναι παντού λάσπη» είπε όταν έφτασαν στην όχθη κι έπιασαν να ζεύουν τ’ άλογα. «Έπρεπε να περιμένετε κάνα δυο βδομάδες και μετά να ξεκινούσατε, που θα ‘χει στεγνώσει. Μα και καθόλου να μην πηγαίνατε… Και να ‘βγαινε τουλάχιστον και τίποτα, εντάξει, αλλά το ξέρετε κι εσείς, οι άνθρωποι ταξιδεύουν συνέχεια, μέρα και νύχτα, και τι βγαίνει; Έτσι είναι!»

Ο Βασίλι Σεργκέιτς έδωσε αμίλητος το φιλοδώρημα, κάθισε στ’ αμάξι και ξεκίνησε.

«Να τον που κυνηγάει το γιατρό!» είπε ο Σεμιόν τρέμοντας απ’ το κρύο. «Ναι, ψάξε βρες πραγματικό γιατρό, ψάξε να βρεις βελόνα στ’ άχυρα, πιάσ’ το Διάολο απ’ τα κέρατα, που να πάρει και να σηκώσει! Ε ρε κάτι παλαβοί που υπάρχουνε, σχώρα με, Θεέ μου, τον αμαρτωλό!»

Ο Τάταρος ήρθε κοντά στο Γνωστικό και, κοιτώντας τον με μίσος και αποστροφή, ανακατεύοντας ταταρικές λέξεις στα φτωχά του ρωσικά, του είπε:

«Αυτός είναι καλό… καλό, κι εσύ κακό! Εσύ κακό! Αφέντη καλή ψυχή, μεγάλη, κι εσύ ζώο, εσύ κακό! Αφέντη είναι ζωντανό κι εσύ ψοφίμι… Θεός έφ-κιασε άνθρωπος για να είναι ζωντανό, για να υπάρχει και χαρά, να υπάρχει και λύπη, να υπάρχει και πίκρες, κι εσύ δε θέλεις τίποτα, δηλαδή εσύ δεν είσαι ζωντανό, εσύ πέτρα, λάσπη. Πέτρα δε θέλει τίποτα, κι εσύ τίποτα… Εσύ πέτρα, και Θεός δεν αγαπάει εσένα, αλλά αφέντη αγαπάει».

Έβαλαν όλοι τα γέλια. Ο Τάταρος με μια αηδιασμένη έκφραση σήκωσε τα χέρια, σφίχτηκε στα κουρέλια του και πήγε κατά τη φωτιά. Οι περαματάρηδες και ο Σεμιόν χώθηκαν στην ίζμπα.

«Κρύο!» έκανε με βραχνή φωνή ένας απ’ τους περαματάρηδες και ξάπλωσε στο άχυρο που ήταν στρωμένο στο ξερό χωμάτινο πάτωμα.

«Ε, ναι, δεν έχει και ζέστη!» συμφώνησε κάποιος άλλος. «Σκυλίσια ζωή!»

Ξάπλωσαν όλοι. Ο αέρας άνοιξε την πόρτα και το χιόνι μπήκε στην ίζμπα. Κανείς δεν ήθελε να σηκωθεί να κλείσει την πόρτα. Έκανε κρύο και βαριόντουσαν.

«Εγώ μια χαρά είμαι!» είπε ο Σεμιόν. «Μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα!»

«Το ξέρουμε όλοι, εσύ είσαι βαρυποινίτης! Ούτε οι διάολοι δε σε ζυγώνουν εσένα!»

Απ’ έξω ακούστηκε κάτι σαν ουρλιαχτό σκύλου.

«Τι είναι; Ποιος είναι αυτού;»

«Ο Τάταρος είναι που κλαίει».

«Κοίτα πράματα… Μυστήριος τύπος!»

«Θα συνηθίσει!» είπε ο Σεμιόν κι αποκοιμήθηκε στη στιγμή.

Σε λίγο κοιμήθηκαν και οι άλλοι. Και η πόρτα απόμεινε ανοιχτή.

***

Αντόν Τσέχωφ – “Διηγήματα και Μονόπρακτα” . Πρώτη έκδοση στο περιοδικό Εικονογραφημένα Νέα του Κόσμου, No 20, 1892.

Ο Αντόν Τσέχωφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904) ήταν Ρώσος ιατρός, δραματουργός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία.Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -