Leonard Mlodinow – Ψευδαισθήσεις μοτίβων και μοτίβα ψευδαίσθησης


Μια μέρα του 1848 δυο έφηβες κοπέλες, η Μάργκαρετ και η Κέιτ Φοξ, άκουσαν κάτι ανεξήγητους θορύβους, σαν χτυπήματα ή έπιπλα που μετακινούνταν. Το σπίτι τους είχε τη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένο. Κατά τα λεγόμενα, η Κέιτ προκάλεσε την πηγή των θορύβων να επαναλάβει το χτύπημα των δακτύλων της και να πει με χτύπους την ηλικία της. Η πηγή ανταποκρίθηκε και στις δύο προκλήσεις.

Τις επόμενες μέρες, με τη βοήθεια της μητέρας τους και μερικών γειτόνων, οι δύο αδελφές βρήκαν έναν κώδικα για να μπορούν να επικοινωνήσουν με τον «δράστη» των θορύβων. Συμπέραναν ότι τα χτυπήματα προέρχονταν από το πνεύμα ενός μικροπωλητή που είχε δολοφονηθεί πριν από χρόνια στο σπίτι όπου τώρα έμεναν εκείνες.

Έτσι γεννήθηκε ο σύγχρονος πνευματισμός – δηλαδή η πίστη ότι οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με τους ζωντανούς.

Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ένα συγκεκριμένο είδος πνευματιστικής επαφής, το λεγόμενο «τραπεζάκι», όπου τα πνεύματα δηλώνουν την παρουσία τους και επικοινωνούν με τους συμμετέχοντες χτυπώντας, μετακινώντας ή στρέφοντας το τραπέζι, έκανε θραύση στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.

Το τραπεζάκι γινόταν ως εξής: κάποια άτομα κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι, ακουμπούσαν τα χέρια τους πάνω σ’ αυτό και περίμεναν. Ύστερα από κάποια ώρα ακουγόταν ένα χτύπημα ή μπορεί το τραπέζι να άρχιζε να γέρνει ή να μετακινείται, παρασύροντας μερικές φορές κατά την κίνησή του κι εκείνους που ήταν καθισμένοι γύρω του – μπορούμε να φανταστούμε σοβαρούς γενειοφόρους κυρίους με μακριά επίσημα σακάκια και ενθουσιώδεις κυρίες με κρινολίνα να γουρλώνουν τα μάτια τους με κατάπληξη καθώς τα χέρια τους ακολουθούσαν το τραπεζάκι προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

Το τραπεζάκι είχε γίνει τόσο δημοφιλές που το καλοκαίρι του 1853 κάποιοι επιστήμονες άρχισαν να διερευνούν το φαινόμενο. Μια ομάδα γιατρών παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια της σιωπηλής περιόδου αναμονής φαινόταν να σχηματίζεται μεταξύ των συμμετεχόντων ένα είδος ασυνείδητης συμφωνίας σχετικά με το προς τα πού θα κουνιόταν το τραπεζάκι.

Ανακάλυψαν ότι όποτε διασπούσαν την προσοχή των συμμετεχόντων έτσι ώστε να μην μπορεί να σχηματιστεί μια κοινή προσδοκία, το τραπέζι δεν κουνιόταν. Σε μια άλλη δοκιμή κατάφεραν να δημιουργήσουν μια κατάσταση όπου οι μισοί συμμετέχοντες ανέμεναν ότι το τραπέζι θα κινηθεί προς τα αριστερά και οι άλλοι μισοί προς τα δεξιά’ και πάλι το τραπέζι δεν κουνήθηκε. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «η κίνηση οφειλόταν σε μυϊκή δραστηριότητα, που γινόταν κυρίως ασυνείδητα».


Ωστόσο, η έρευνα που έδωσε οριστικές απαντήσεις για το φαινόμενο έγινε από τον φυσικό Μάικλ Φάραντεϋ, έναν από τους θεμελιωτές της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας, εφευρέτη του ηλεκτρικού κινητήρα και από τους κορυφαίους πειραματικούς επιστήμονες όλων των εποχών. Ο Φάραντεϋ ανακάλυψε αρχικά ότι το φαινόμενο μπορούσε να λάβει χώρα ακόμα κι αν καθόταν στο τραπέζι ένα μόνο άτομο. Στη συνέχεια, εξετάζοντας άτομα που ήταν και «εξαιρετικά έντιμα» και πεπειραμένα στο τραπεζάκι, έκανε μια σειρά από ιδιοφυή και περίπλοκα πειράματα, αποδεικνύοντας ότι πρώτα κουνιούνταν τα χέρια των συμμετεχόντων κι έπειτα το ίδιο το τραπέζι.

Επίσης, σχεδίασε έναν μηχανισμό που ειδοποιούσε τους συμμετέχοντες σε πραγματικό χρόνο όποτε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ανακάλυψε ότι «ευθύς μόλις ο … [μηχανισμός] τοποθετείται μπροστά στον πιο έντιμο [συμμετέχοντα]… η ισχύς [της ψευδαίσθησης] εξαφανίζεται- αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή οι συμμετέχοντες συνειδητοποιούν τι ακριβώς κάνουν».

Ο Φάραντεϊ συμπέρανε το ίδιο που είχαν συμπεράνει και οι γιατροί: ότι οι συμμετέχοντες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, τραβούσαν και έσπρωχναν το τραπέζι. Πιθανότατα όλα ξεκινούσαν από κάποια τυχαία, νευρική κίνηση. Ύστερα, κάποια στιγμή, οι συμμετέχοντες διέκριναν στην τυχαιότητα κάποιο μοτίβο. Αυτό το μοτίβο προκαλούσε μια αυτοεκπληρούμενη προσδοκία καθώς τα χέρια των συμμετεχόντων ακολουθούσαν την πορεία προς την οποία φαντάζονταν ότι τους καθοδηγούσε το τραπέζι.

Η αξία του μηχανισμού του, έγραψε ο Φάραντεϊ, ήταν επομένως «η διορθωτική δύναμη που ασκούσε στον νου αυτού που προκαλούσε την περιστροφή του τραπεζιού». Ο Φάραντεϋ συνειδητοποίησε ότι η νοητική πρόσληψη στον άνθρωπο δεν είναι άμεση απόρροια της πραγματικότητας, αλλά μάλλον έργο της φαντασίας.

Η νοητική πρόσληψη απαιτεί φαντασία επειδή τα δεδομένα που συναντάμε στη ζωή μας είναι πάντοτε διφορούμενα και ατελή.

Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι η μεγαλύτερη απόδειξη που μπορεί να έχει κάποιος για ένα γεγονός είναι να το δει με τα ίδια του τα μάτια– στα δικαστήρια άλλωστε λίγα πράγματα θεωρούνται πιο αξιόπιστα από την κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα.

Κι όμως, αν σας ζητούσαν να δείξετε στο δικαστήριο ένα βίντεο ανάλογης ποιότητας με τα ακατέργαστα δεδομένα που συλλαμβάνει ο αμφιβληστροειδής χιτώνας των ματιών του ανθρώπου, ο δικαστής θα αναρωτιόταν ίσως τι είναι αυτό που προσπαθείτε να του δείξετε.

Πρώτα απ’ όλα η εικόνα θα έχει ένα τυφλό σημείο εκεί όπου το οπτικό νεύρο συνδέεται -με τον αμφιβληστροειδή.

Επιπλέον, το μόνο τμήμα του οπτικού μας πεδίου που έχει καλή διακριτική ικανότητα είναι μια στενή περιοχή με οπτική γωνία περίπου μία μοίρα γύρω από το κέντρο του αμφιβληστροειδούς, δηλαδή μια περιοχή με πλάτος ίσο με αυτό που φαίνεται να έχει ο αντίχειράς μας όταν κρατάμε το χέρι μας τεντωμένο. Έξω από αυτή την περιοχή, η διακριτική ικανότητα μειώνεται κατακόρυφα.

Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό, κινούμε συνεχώς τα μάτια μας ώστε η περιοχή μεγαλύτερης ευκρίνειας να στρέφεται προς διαφορά σημεία της σκηνής που παρατηρούμε. Συνεπώς, η μορφή των ακατέργαστών δεδομένων που λαμβάνει ο εγκέφαλος είναι μια τρεμουλιαστή και κατακερματισμένη εικόνα με μια τρύπα.

Ευτυχώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα δεδομένα, συνδυάζοντας τις πληροφορίες που λαμβάνει και από τα δύο μάτια συμπληρώνοντας τα κενά με την παραδοχή ότι οι οπτικές ιδιότητες γειτονικών σημείων είναι παρόμοιες μεταξύ τους και εκτελώντας «παρεμβολή». Το αποτέλεσμα -τουλάχιστον όσο η κατάσταση δεν επηρεάζεται από την ηλικία κάποιο τραυματισμό, μια ασθένεια ή την υπερβολική κατανάλωση μάι-τάι-είναι ένα ευτυχισμένο ανθρώπινο ον που πάσχει από την ακαταμάχητη ψευδαίσθηση ότι η όρασή του είναι οξεία και ακριβής.

Τη φαντασία μας τη χρησιμοποιούμε επίσης για να «κόψουμε δρόμο» και να συμπληρώσουμε τα κενά σε μοτίβα μη οπτικών δεδομένων. Όπως και με τα οπτικά δεδομένα, βγάζουμε συμπεράσματα και διαμορφώνουμε κρίσεις βασιζόμενοι σε αβέβαιες και ελλιπείς πληροφορίες· και όταν ολοκληρώσουμε την ανάλυση των μοτίβων, συμπεραίνουμε ότι η «εικόνα» μας είναι ακριβής και σαφής. Είναι όμως;

Για να προστατευτούν από τον κίνδυνο του εντοπισμού ψευδών μοτίβων, οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει μεθόδους στατιστικής ανάλυσης προκειμένου να μπορούν να αποφαίνονται αν ένα σύνολο παρατηρήσεων στηρίζει επαρκώς μια υπόθεση ή αν, αντίθετα, η φαινομενική στήριξη οφείλεται μάλλον στην τύχη.

Για παράδειγμα, όταν οι φυσικοί θέλουν να προσδιορίσουν αν τα δεδομένα που συλλέγονται από έναν υπερεπιταχυντή είναι σημαντικά, δεν αρκούνται να παρατηρούν τα γραφήματά τους και να αναζητούν «προεξοχές» που υπερβαίνουν τον θόρυβο, αλλά εφαρμόζουν μαθηματικές τεχνικές. Μια τέτοια τεχνική, ο έλεγχος σημαντικότητας, αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920 από τον Ρ. Α. Φίσερ, έναν από τους μεγαλύτερους στατιστικολόγους του εικοστού αιώνα (γνωστό επίσης για τον ανεξέλεγκτα οξύθυμο χαρακτήρα του και για τη διαμάχη του με τον επίσης πρωτοπόρο στατιστικολόγο Καρλ Πήρσον, η οποία ήταν τόσο οξεία που ο Φίσερ συνέχισε να επιτίθεται στον αιώνιο αντίπαλό του για πολύ καιρό μετά τον θάνατο του Πήρσον το 1936).

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιδέες του Φίσερ, ας υποθέσουμε ότι μια φοιτήτρια που συμμετέχει σε μια έρευνα για την έξω αισθητηριακή αντίληψη προβλέπει το αποτέλεσμα μερικών ρίψεων κέρματος. Αν διαπιστώσουμε από τις παρατηρήσεις μας ότι οι προβλέψεις της είναι σχεδόν πάντα σωστές, πιθανόν να υποθέσουμε ότι έχει κάποιο ειδικό χάρισμα, για παράδειγμα ότι διαθέτει παραψυχικές δυνάμεις. Αν όμως οι προβλέψεις της είναι σωστές τις μισές περίπου φορές, τα δεδομένα στηρίζουν την υπόθεση ότι απλώς μαντεύει στην τύχη.

Τι συμβαίνει όμως αν τα δεδομένα βρίσκονται κάπου μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων ή αν δεν διαθέτουμε αρκετά δεδομένα; Πού θα χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αποδοχή ή την απόρριψη των δύο ανταγωνιστικών υποθέσεων; Αυτό ακριβώς κάνει ο έλεγχος σημαντικότητας: είναι μια τυπική διαδικασία με την οποία υπολογίζεται η πιθανότητα να προκόψει αυτό που παρατηρήσαμε αν η υπόθεση που ελέγχουμε είναι αληθής. Αν αυτή η πιθανότητα είναι μικρή, τότε απορρίπτουμε την υπόθεση. Αν είναι μεγάλη, την αποδεχόμαστε.

Έστω για παράδειγμα ότι είμαστε δύσπιστοι, και διατυπώνουμε την υπόθεση ότι η φοιτήτρια δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τα αποτελέσματα των ρίψεων του κέρματος. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι σε μια πειραματική δοκιμασία προβλέπει σωστά το αποτέλεσμα σ’ έναν ορισμένο αριθμό ρίψεων. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να υπολογίσουμε την πιθανότητα οι προβλέψεις της να οφείλονται σε καθαρή τύχη.

Αν μάντεψε τα αποτελέσματα σωστά με τέτοια συχνότητα που η πιθανότητα να έγινε αυτό κατά τύχη είναι, φερ’ ειπείν, μόνο 3%, τότε θα απορρίψουμε την υπόθεση ότι μαντεύει. Στην ορολογία που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο σημαντικότητας, θα λέγαμε ότι το επίπεδο σημαντικότητας της απόρριψής μας είναι 3%, που σημαίνει ότι η πιθανότητα να παραπλανηθήκαμε από τα δεδομένα είναι το πολύ 3%. Ένα επίπεδο σημαντικότητας 3% είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό- συνεπώς, τα μέσα ενημέρωσης θα παρουσίαζαν ίσως αυτό το κατόρθωμα σαν μια νέα απόδειξη για την ύπαρξη παραψυχικών δυνάμεων. Όσοι από μας δεν πιστεύουν όμως στις παραψυχικές δυνάμεις πιθανόν να παραμείνουν δύσπιστοι.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα καταδεικνύει κάτι σημαντικό: ακόμα και όταν τα δεδομένα είναι σημαντικά σε επίπεδο, ας πούμε, 3%, αν ελέγξουμε την ύπαρξη παραψυχικών δυνάμεων σε 100 άτομα που δεν διαθέτουν τέτοιες ικανότητες -ή αν εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα 100 μη αποτελεσματικών φαρμάκων- πρέπει να αναμένουμε ότι θα υπάρξουν λίγοι άνθρωποι που θα εμφανίσουν παραψυχικές δυνάμεις, ή λίγα αναποτελεσματικά φάρμακα που θα παρουσιάσουν κάποιο αποτέλεσμα.

Αυτός είναι ένας λόγος που οι πολιτικές δημοσκοπήσεις ή οι ιατρικές έρευνες, ιδιαίτερα αυτές που είναι μικρής κλίμακας, έρχονται συχνά σε αντίθεση με προγενέστερες δημοσκοπήσεις ή έρευνες. Ακόμα κι έτσι, ο έλεγχος σημαντικότητας και άλλες στατιστικές μέθοδοι είναι χρήσιμα εργαλεία για τους επιστήμονες, ειδικά όταν αυτοί διεξάγουν ελεγχόμενες έρευνες μεγάλης κλίμακας.

Στην καθημερινή μας ζωή όμως, δεν κάνουμε τέτοιου είδους έρευνες, ούτε εφαρμόζουμε διαισθητικά · στατιστικές αναλύσεις, αλλά στηριζόμαστε στο ένστικτο. Όταν ο ηλεκτρικός μου φούρνος βγήκε ελαττωματικός και έμαθα κατά τύχη από κάποια γνωστή μου ότι είχε κι εκείνη την ίδια εμπειρία με το συγκεκριμένο μοντέλο, άρχισα να συμβουλεύω τους φίλους μου να αποφεύγουν αυτή τη μάρκα. Όταν οι αεροσυνοδοί σε μερικές πτήσεις της United Airlines μου φάνηκαν κάπως δύσθυμες σε σχέση με τις αεροσυνοδούς άλλων εταιρειών με τις οποίες είχα ταξιδέψει πρόσφατα, άρχισα να αποφεύγω να πετάω με τη United. Αν και σε αυτά τα παραδείγματα δεν υπήρχαν πολλά δεδομένα, το ένστικτό μου αναγνώρισε κάποια μοτίβα.

Κάποιες φορές αυτά τα μοτίβα έχουν νόημα, κάποιες άλλες όχι. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η αντίληψη που σχηματίζουμε για τα μοτίβα της ζωής είναι εξαιρετικά πειστική και ταυτόχρονα εξαιρετικά υποκειμενική έχει σημαντικές επιπτώσεις: συνεπάγεται ένα είδος σχετικότητας, μια κατάσταση όπου, όπως ανακάλυψε ο Φάραντεϋ, η πραγματικότητα εξαρτάται από τον παρατηρητή.

Για παράδειγμα, το 2006 το ιατρικό περιοδικό The New England Journal of Medicine δημοσίευσε μια μελέτη κόστους 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων για ασθενείς με διαγνωσμένη οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο. Η μελέτη αποδείκνυε ότι ο συνδυασμός δύο διατροφικών συμπληρωμάτων, της γλυκοζαμίνης και της χονδροϊτίνης, δεν είναι πιο αποτελεσματικός στην ανακούφιση του πόνου της αρθρίτιδας από ένα πλασέμπο. Εντούτοις, ένας διακεκριμένος γιατρός, μη μπορώντας να απαλλαγεί από την αίσθησή του ότι τα συγκεκριμένα συμπληρώματα είναι αποτελεσματικά, έκλεισε την ανάλυσή του γι’ αυτή τη μελέτη σ’ έναν μεγάλο ραδιοφωνικό σταθμό επαναβεβαιώνοντας την ενδεχόμενη ωφέλεια της συγκεκριμένης θεραπείας και αναφέροντας ότι «ένας γιατρός της συζύγου μου έχει μια γάτα και λέει ότι αυτή η γάτα δεν μπορεί να σηκωθεί το πρωί αν δεν πάρει μια μικρή δόση γλυκοζαμίνης και θειικής χονδροϊτίνης».

Αν δούμε τα πράγματα πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αρκετές από τις παραδοχές της σύγχρονης κοινωνίας βασίζονται, όπως και τα κινούμενα τραπεζάκια, σε ψευδαισθήσεις κοινές στα μέλη της.

Τα βήματα του μεθυσμένου Πώς η τυχαιότητα κυβερνά τη ζωή μας. Leonard Mlodinow. Μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης.  Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -