Μάριος Πλωρίτης: Ο επίκαιρος Montaigne


Σαν σήμερα, 28 Φεβρουαρίου 1553, γεννήθηκε ο Γάλλος δοκιμιογράφος Μισέλ ντε Μονταίν ή Μονταίνιος (Michel de Montaigne). O Μάριος Πλωρίτης έγραφε το 1992:

ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΧΡΟΝΙΑ κλείνουν σήμερα απ’ τον θάνατο του Michel Eyquem (Εκέμ) de Montaigne (28.2.1553-13.9.1592). Ένας απ’ τους κορυφαίους σκαπανείς της Αναγέννησης, ο «Μονταίνιος» όπως τον έγραφαν εδώ παλιότερα, ο «Μονταίνι» όπως μεταγράφεται, κατά προσέγγιση, σήμερα, έμενε ωστόσο ελάχιστα γνωστός στη χώρα μας μέχρι τελευταία.

Μόλις το 1951, ο Κλέων Παράσχος μετάφρασε Οχτώ Δοκίμιά του, συνοδευμένα από πολυσέλιδο Πρόλογο. Άλλα 28 χρόνια πέρασαν για να δει το φως η μετάφραση 22 Δοκιμίων του απ’ τον Θανάση Νάκα (Κάλβος, 1979), που του χρωστάμε και μια σειρά σημαντικές μελέτες για τον μεγάλο Γάλλο στοχαστή.

Ώσπου, ο Φίλιππος Δρακονταειδής επωμίσθηκε τον άθλο να μεταφράσει το σύνολο των Δοκιμίων (Εστία, 1983). Άθλος πραγματικός, αν αναλογισθεί κανείς όχι μόνο τον όγκο του έργου (κάπου 1.300 σελίδες), αλλά προπάντων τους αμέτρητους σκοπέλους του πρωτοτύπου, γραμμένου στην παλιά γαλλική γλώσσα και με ύφος ιδιότυπο. Κι ο μεταφραστής τον διεκπεραίωσε με ζηλευτή ευστοχία και πληρότητα.

Πορτραίτο του Michel de Montaigne. Salvador Dalí, 1947.

Αλλά τι μπορεί να «πει» ο Μ. του 16ου αιώνα στους ανθρώπους του 20ού;

Δεν έχω διόλου τη φιλοδοξία ούτε την αρμοδιότητα ν’ αναλύσω το έργο του. Θα ήθελα, μόνο, να επισημάνω-όσο το επιτρέπει ο χώρος- την «επικαιρότητα» της σκέψης και της στάσης του σ’ όλους σχεδόν τους τομείς του «είναι» και του «γίγνεσθαι».

Κατ’ εξοχήν άνθρωπος της εποχής του, ο Μ. μπόρεσε να την «υπερβεί», εκφράζοντάς την όσο λίγοι. Δεν χρειάζεται να πω ότι ο «μεγάλος» εκείνος αιώνας ήταν αιώνας κοσμοϊστορικών «επαναστάσεων», πολιτικών και οικονομικών, πνευματικών και επιστημονικών – ο αιώνας του Λούθηρου και του Κοπέρνικου, του Θ. Μόρου και του Μακιαβέλι, του Φρ. Μπέικον και του Σαίξπηρ.

Εφευρέσεις και ανακαλύψεις νέων χωρών, Αναγέννηση στη γνώση και στις τέχνες, ανθρωποκεντρισμός που σάρωσε τον μεσαιωνικό θεοκεντρισμό, θρησκευτική Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση, δημιουργία εθνικών κρατών, ανατρέπανε την παλιά οπτική και βιοτική του κόσμου και τους αρμούς των μικροκόσμων του. Η Γαλλία, ειδικότερα, σπαραζόταν από λυσσαλέους «θρησκευτικούς πολέμους» (1562-93), που ρήμαζαν χώρα κι ανθρώπους, και όπου ο Μ. πλήρωσε κι αυτός τον φόρο του αλόγιστου φανατισμού και της αλληλοεξόντωσης.


Πώς όλες αυτές οι «κρίσεις» θυμίζουν δραματικά τη δική μας πολυώδυνη εποχή, είναι ολοφάνερο. Κι ωστόσο, ο Μ. μπόρεσε, μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, να στοχασθεί ψύχραιμα για τ’ ανθρώπινα («ο πρώτος Γάλλος που τόλμησε να σκεφθεί», τον χαρακτήρισε ο Lamettrie), να εξαρθεί πάνω από μίση και σφαγές -να «αποστασιοποιηθεί», θα λέγαμε σήμερα- και να δώσει ακριβά διδάγματα ήθους για κάθε καιρό και τόπο.

Στα Δοκίμια του μιλάει, βέβαια, για τον εαυτό του και με τον εαυτό του -ήταν ο πρώτος που είπε «je»-, στάση που ο Σταντάλ θα την ονομάσει «εγωτισμό» (egotisme). Αλλά μέσα σ’ αυτή την απέραντη «εγωλογία», μέσα σ’ αυτό το «συνονθύλευμα» («fri-cassee », το λέει ο ίδιος: 111,12/ Γ,36), θίγει αμέτρητα βιοτικά, πνευματικά και πολιτικά προβλήματα, που και σήμερα απασχολούν σκεπτόμενους και μη.

Πλούτος του αρίφνητος στάθηκε η ελληνική και λατινική Γραμματεία -αμέτρητες είναι οι αναφορές κι αναδρομές του σ’ αυτήν-, 1.000 τόμους είχε στη βιβλιοθήκη του (αριθμός τεράστιος για τότε),που στα δοκάρια της είχε αναγράψει πλήθος ελληνικά και λατινικά ρητά, αλλά ένα μόνο στα γαλλικά: το περιλάλητο δικό του «Τι ξέρω;» – «Que sais-je?» (11,12/ Β,247).

Κι ακριβώς η Γνώση ήταν το κύριο ερώτημά του:

«Πώς γνωρίζουμε; Πώς να γνωρίσουμε τον εαυτό μας; Πώς να ζήσουμε όσο γίνεται καλύτερα;».

Προορισμό και δικαίωση του ανθρώπου θεωρεί ο Μ. την αλήθεια και την έρευνα – το ψέμα είναι αρρώστια ψυχών και κοινωνιών:

«Έχουμε γεννηθεί ν αναζητούμε την αλήθεια… Ο κόσμος δεν είναι παρά ένα σχολείο έρευνας» (111,8/ Γ, 183). «Το πρώτο στάδιο της διαφθοράς των ηθών είναι ο εξοστρακισμός της αλήθειας» (11,18/ Β,416).

Ξέρει, ωστόσο, πόσο σχετικά στην όψη, είναι και τα δύο (111,11/ Γ,303). Γι’ αυτό αναζητά την αλήθεια στον διάλογο, που μπορεί να οδηγήσει στην ανεύρεση του αληθινού -μαθητής, κι εδώ, των Ελλήνων:

 «Πανηγυρίζω και ασπάζομαι την αλήθεια σε όποιο χέρι κι αν τη βρίσκω, και της παραδίνομαι με χαρά, και της τείνω τα νικημένα όπλα μου, από μακριά όταν τη βλέπω να πλησιάζει» (111,8/ Β, 179). (Τι σημαίνει αυτό σήμερα, όπου αλήθεια και διάλογος έχουν γίνει φενάκες και παγίδες, όσο ποτέ;).

Τον διάλογον αυτό τον επιχειρεί προπάντων με τους μεγάλους των περασμένων καιρών. Όμως, δεν δέχεται τίποτα σαν ακλόνητο δόγμα. Ίσα-ίσα, θα πει, «η πολλή γνώση φέρνει την ευκαιρία για μεγαλύτερη αμφιβολία» (11,12/ Β,222),συμφωνώντας κι εδώ, με τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη, αλλά και με τον Άγιο Αυγουστίνο («Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω» – «Dubito, ergo sum»). Κι ο Μ., που τόσα αντλούσε απ’ τη γνώση των αρχαίων, θα προσθέσει, ωστόσο:

«Πρέπει (κανείς) να διαποτισθεί από τους χυμούς τους, όχι να μάθει τις αρχές τους. Και να ξεχάσει θαρραλέα, αν θέλει, από που τις έχει πάρει, αλλά να ξέρει να τις κάνει δικές του» (1,26/ Α, 213).

Με κίνδυνο, βέβαια, να τον λιθοβολήσουν οι κάθε χρώματος δογματικοί… Αυτούς, άλλωστε, θα είχε στον νου του, όταν, σε καιρούς θανάσιμων δογματισμών και μισαλλοδοξίας (καλή ώρα!), έγραφε:

«Δεν ξέρω να στρατεύομαι τόσο βαθιά και τόσο ολοκληρωτικά. Όταν η θέλησή μου με δίνει σ’ ένα κόμμα, αυτό δεν γίνεται με τόσο βίαιη υποχρέωση, ώστε η νόησή μου να μολύνεται» (111,10/ Γ, 285).

Συνακόλουθα, αφιερώνει ένα μεγάλο δοκίμιό του στην Παιδεία, στην «Αγωγή των παιδιών» (I, 26), κατά το πρότυπο του Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου. Αλλά και σε πολλά άλλα σημεία, ελεεινολογεί την (τοτινή και σημερινή) εκπαίδευση, που «δεν αποβλέπει παρά να μας παραγεμίσει με γνώσεις, αλλά για την κρίση κι αρετή, ουδέν επί τον προκειμένου,.. Δεν μοχθούμε παρά να γεμίσουμε το μνημονικό κι αφήνουμε την κρίση και τη συνείδηση άδειες» (1,25/ Α, 195-6).

Και σαρκάζει τους ταρτούφους που «στέλνουν τη συνείδησή τους στο πορνείο και κρατούν τη συμπεριφορά τους σύμφωνη με τον κανόνα» (III,5/ Γ, 89). (Μισόν αιώνα νωρίτερα, ο Ραμπελαί είχε γράψει καταπελτικά: «Γνώση χωρίς συνείδηση δεν είναι παρά ρήμαγμα της ψυχής»). Και, φυσικά, στηλιτεύει την αποστήθιση (που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα, εδώ!) και καταδικάζει «κάθε βία στην αγωγή. Υπάρχει κάτι δουλοπρεπές στην αυστηρότητα και τον καταναγκασμό» (11,8/ Β,81). Και παραπέρα: «Έστω κι αν μπορούσα να κάνω να με φοβούνται, θα προτιμούσα ακόμα καλύτερα να μ’ αγαπούν» (11,8/ Β, 86).

Και αυτό το τελευταίο μας φέρνει σ’ ένα άλλο πεδίο των Δοκιμίων: στην Πολιτική – όπου κυριαρχούν πάντα η βία, ο καταναγκασμός, ο φόβος. Πνεύμα και ψυχή ελεύθερη, ο Μ. διαδηλώνει πως «μισεί κάθε λογής τυραννία, είτε στα λόγια, είτε στην πράξη» (111,8/ Γ, 187). Γι’ αυτό, πόθος και στόχος του είναι η άσκηση στην ελευθερία: «Ανάμεσα στις ελεύθερες τέχνες, ας αρχίσουμε απ’ την τέχνη που μας καθιστά ελεύθερους» (1,26/ Α,222). Αντίθετα, λογαριάζει δούλους όσους δέχονται την «πραγματική και ουσιαστική υποταγή», όσους «πάνε γυρεύοντας και αρέσκονται να έχουν τιμή και πλούτη από εκδουλεύσεις» στους ηγεμόνες (Ι,42 / Α,343). Μ’ όλο που ήταν φίλος του βασιλιά Ερρίκου Δ’, μ’ όλο που χρημάτισε δυο φορές Δήμαρχος του Μπορντώ, δεν έχει αυταπάτες για στέμματα κι εξουσίες, και δεν διστάζει να υιοθετήσει το δίστιχο του Λουκανού, «Να βγει απ’ τη βασιλική αυλή / όποιος θέλει να μείνει καθαρός» (ΙΙΙ,9/ Γ, 261). Και κλείνει τα Δοκίμιά του με την «βλάσφημη» αποστροφή: «Και στον υψηλότερο θρόνο του κόσμου, δεν παύουμε να καθόμαστε πάνω στον πισινό μας» (ΙΙΙ,13/ Γ,414).

Σε μια εποχή, όπου ήταν τόσο έντονος ο διαχωρισμός εθνών, τάξεων, φύλων, ο Μ. θα υπερασπισθεί την ισότητα και θα καταδικάσει τους «εθνικισμούς»: «Η Φύση μάς έφερε στον κόσμο ελεύθερους κι αδέσμευτους· φυλακίζουμε τους εαυτούς μας σε ορισμένες περιοχές» (ΙΙΙ,9/Γ, 237). Κι ακόμα πιο πολύ: θ’ αρνηθεί την αποικιοκρατία και τον διαχωρισμό σε «πολιτισμένους» και «βάρβαρους» (Ι,31)4, και θα διακηρύξει -όπως ο Σωκράτης, ο Δημόκριτος, ο Διογένης- πως είναι «κοσμοπολίτης»: «Θεωρώ όλους τους ανθρώπους συμπατριώτες μου, κι αγκαλιάζω έναν Πολωνό όπως κάνω για έναν Γάλλο, υποτάσσοντας αυτό τον εθνικό δεσμό στο παγκόσμιο και το κοινό» (III,9/ Γ,237). Και -δυο βήματα, ακόμα, απ’ τον Μεσαίωνα- θ’ αναδειχθεί «φεμινιστής» λέγοντας αυτό που είναι κοινό σύνθημα σήμερα: «Οι γυναίκες δεν έχουν ολότελα άδικο, όταν απορρίπτουν τους κανόνες ζωής που ισχύουν στον κόσμο, εφ’ όσον μάλιστα οι άντρες τους έφτιαξαν δίχως αυτές» (III,5/ Γ,93).

Δεν είναι λιγότερο επίκαιρη η στάση του απέναντι στις εμφύλιες συγκρούσεις, που μανιάζουν τόσο και σήμερα: Ο «τερατώδης» εμφύλιος πόλεμος «εξολοθρεύει τον εαυτό του,., έρχεται να θεραπεύσει τον στασιασμό κι είναι γεμάτος στάσεις· θέλει να τιμωρήσει την ανυπακοή και της δίνει το παράδειγμα· κι ενώ χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση των νόμων, παίζει τον ρόλο τον στην καταπάτηση των ίδιων του των νόμων» (III,12/ Γ,319). Κι αξίζει να παραβληθούν οι ιερεμιάδες του Μ. με την περίφημη κι αξεπέραστη ανατομία των εμφύλιων συγκρούσεων απ’ τον Θουκυδίδη (Γ, 82, 2 – 83).

Μέσα στην φονική αυτή αφροσύνη, ο Μ. προσπαθεί να μείνει νηφάλιος και ν’ αντικρίσει αμερόληπτα φίλους κι εχθρούς, αρνούμενος τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία και πασχίζοντας για δικαιοκρισία: «Στις παρούσες περιπλοκές αυτού εδώ τον Κράτους, το συμφέρον μου δεν μ’ έκαμε να παραγνωρίσω ούτε τις αξιέπαινες ιδιότητες στους αντιπάλους μας, ούτε εκείνες που είναι αξιόμεμπτες σε αυτούς που ακολούθησα. Οι άνθρωποι λατρεύουν όσα βρίσκονται στην πλευρά τους· εγώ ούτε καν δικαιολογώ τα περισσότερα πράγματα που βλέπω στη δική μου» (III,10/ Γ, 285).

Πόσοι το μπορούν ακόμα και σήμερα, προπάντων σήμερα;

Λιανή, λειψήν ιδέα του Μ. δίνουν τούτα τα ψήγματα. Δεν θέλησα παρά να χαράξω ένα μικρό σκίτσο απ’ αυτό το «βιβλίο καλής πίστης» (όπως το λέει ο ίδιος, αρχή-αρχή) κι απ’ τον στοχαστή που μπορούσε να καυχιέται πως «λέει ελεύθερα την άποψή του για κάθε πράγμα» (ΙΙ,10/ Β, 107). Τιμώντας τον άνθρωπο, τον «κάθε άνθρωπο (που) περικλείει την ολοκληρωμένη μορφή της ανθρώπινης φύσης» («Chaque homme porte la forme entiere de I’humaine condition)): ΙΙΙ,2/ Γ, 32), ο Μ. γίνεται ταυτόχρονα και ο τιμητής του, διαπιστώνοντας πως «δεν υπάρχει στον κόσμο θηρίο τόσο επίφοβο για τον άνθρωπο απ’ τον άνθρωπο» (ΙΙ,19/ Β, 423). Και δεν του αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό:

«Ας μην ψάχνουμε έξω από εμάς για την αρρώστια μας, είναι μέσα μας, είναι φυτεμένη στα σωθικά μας» (ΙΙ,25/ Β, 443).

Μόνο αν γίνουμε «γιατροί του εαυτού μας», μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή τη θανατερή αρρώστια. «Το μεγάλο κι ένδοξο αριστούργημά μας είναι να ζούμε πρεπούμενα» (ΙΙΙ,13/ Γ,404). Όχι με ασκητισμούς, αναχωρητισμούς και ψευτοηθικολογίες, αλλά γευόμενοι τη ζωή σ’ όλη την έκταση κι έντασή της, χωρίς να προδίνουμε την ανθρώπινη ουσία της:

«Είναι απόλυτη και σχεδόν θεία τελειότητα να ξέρεις ν’ απολαμβάνεις μ’ ευθύτητα τη ζωή σου» (ΙΙΙ, 13/ Γ, 417).

Ο Νίτσε έχει πει για τον Μ. πως ήταν «η πιο ελεύθερη και η πιο ρωμαλέα ψυχή που υπήρξε ποτέ». Υπερβολή αδικαιολόγητη από ένα φιλόσοφο που γνώριζε καλά την ελευθερία και το θάρρος σκέψης και λόγου των μεγάλων του αρχαίου και νεότερου κόσμου. Βέβαιο, μια φορά, είναι πως ο Μ. εγκαινίασε τη σύγχρονη σκέψη με την αδέσμευτη δημιουργική κριτική του της «ανθρώπινης κωμωδίας».

***

*Πηγή: Μάριος Πλωρίτης, Επιφυλλίδες 1989-2004, α’ τόμος, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, 2004. Δημοσιεύτηκε στο Βήμα (13.9.92)

Το είδαμε: eranistis

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -