Charles Nicholl – Η πρώτη ανάμνηση του Leonardo Da Vinci


«Η πρώτη μου ανάμνηση…»

Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ φαίνεται ότι δεν ήταν ούτε η μητέρα ούτε ο πατέρας του ούτε κάποιος άλλος. Ήταν ένα πουλί. Πολλές δεκαετίες αργότερα, ως πενηντάρης, κρατούσε σημειώσεις σχετικά με το πέταγμα των πουλιών -το περίφημο αιώνιο θέμα του- και συγκεκριμένα για τον τρόπο πτήσης του κόκκινου γερακιού με την ψαλιδωτή ουρά, του Milvus vulgaris, όταν κάτι έλαμψε στη μνήμη του και έγραψε την ακόλουθη σημείωση στο πάνω μέρος της σελίδας:

Φαίνεται πως είναι η μοίρα μου να γράφω τόσο λεπτομερώς σχετικά με το γεράκι, μια και η πρώτη ανάμνηση που διατηρώ από την παιδική μου ηλικία είναι η εντύπωση ότι με πλησίασε ένα γεράκι εκεί που καθόμουν στην κούνια μου, άνοιξε το στόμα μου με την ουρά του και με χτύπησε με αυτή αρκετές φορές στο εσωτερικό των χειλιών μου.

Πουλιά εν πτήσει, από τον Κώδικα του Τορίνο, γύρω στα 1505.

Το κατά πόσον αυτή η μικρή σκιαγράφηση αποτελεί όντως ανάμνηση ή ricordazione, όπως την αποκαλεί ο Λεονάρντο, ή αν πρόκειται αντίθετα για φανταστικό γεγονός αποτελεί το αντικείμενο μιας διαφωνίας που εξακολουθεί εδώ και χρόνια. Αν πρόκειται όντως για δημιούργημα της φαντασίας, η διαφωνία επεκτείνεται -τουλάχιστον στον ψυχιατρικό τομέα των μελετών για τον Λεονάρντο- και επικεντρώνεται στο ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο συνέβη στη ζωή του.

Προέρχεται όντως από την παιδική του ηλικία; Μήπως είναι ένα παλιό όνειρο ή ένας εφιάλτης τόσο ζωντανός που μοιάζει πλέον με ανάμνηση; Ή μήπως αποτελεί αποκύημα της ενήλικης φαντασίας του, το οποίο έχει «προβληθεί» πίσω στην παιδική του ηλικία και είναι ουσιαστικά πλησιέστερο στο συγγραφέα του σημειώματος -στον μεσήλικα Λεονάρντο του 1505- παρά στο βρέφος της κούνιας;

Τα γεράκια που πετούσαν στα ανοδικά ρεύματα του Μόντ’ Αλμπάνο πάνω από το Βίντσι ήταν συνηθισμένο θέαμα. Μπορεί κανείς να τα δει και σήμερα αν είναι τυχερός. Είναι πολύ χαρακτηριστικά – με τη μακριά, ψαλιδωτή ουρά, τη μεγάλη, κομψή καμπύλη που σχηματίζουν οι ανοιχτές φτερούγες τους και το απαλό αλλά έντονο κοκκινωπό χρώμα στις άκρες των φτερών και της ουράς τους, μέσα από τις οποίες λάμπει το φως του ουρανού. Ο χαρταετός αναπαριστά το περίγραμμα του συγκεκριμένου πουλιού, καθώς και την κυκλική του πτήση, αν και στα ιταλικά λέγεται αετός (aquilone).

Από όλα τα αρπακτικά πουλιά, τα γεράκια είναι τα πιο προσαρμοσμένα στην ανθρώπινη κοινωνία: τρέφονται με πτώματα και ακολουθούν τα στρατεύματα. Η παρουσία τους στο ελισαβετιανό Λονδίνο επιβεβαιώνεται από τον Σαίξπηρ, ενώ απαντώνται και σήμερα σε πόλεις και χωριά ολόκληρου του Τρίτου Κόσμου. Στα βρετανικά στρατεύματα στην Ινδία, ήταν γνωστά ως «σκατογεράκια».

Σύμφωνα με τη βρετανίδα εκπαιδεύτρια γερακιών Τζεμάιμα Πάρι-Τζόουνς (Jemimah Parry-Jones), τα γεράκια «επωφελούνται από την εύκολη λεία όποτε είναι δυνατόν» και «φημίζονται για τη συνήθειά τους να εφορμούν και να κλέβουν την τροφή από το πιάτο».


Όπως δείχνει το τελευταίο αυτό σχόλιο, είναι πολύ πιθανό πίσω από αυτή την ανάμνηση του Λεονάρντο να κρύβεται μια πραγματική εμπειρία. Ένα πεινασμένο γεράκι είχε «εφορμήσει», είχε επιτεθεί ξαφνικά αναζητώντας κάποιο ψίχουλο και είχε τρομάξει το μωρό στην κούνια του. Ωστόσο, το περίεργο και αξιοσημείωτο στοιχείο του περιστατικού -ότι δηλαδή το πουλί έχωσε την ουρά του στο στόμα και χτύπησε ή έκρου-σε τα χείλια του (percuotesse, στην αρχαϊκή ορθογραφία του Λεονάρντο: η ρίζα προέρχεται από τη λέξη κρούση)- μοιάζει λίγο πιο απίθανο, και μάλλον πρόκειται για αποκύημα φαντασίας, για μια ασυνείδητη επεξεργασία της ανάμνησης.

Η ίδια η φρασεολογία του Λεονάρντο ενισχύει την ιδέα ότι παρεμβαίνει η φαντασία. Παρόλο που αποκαλεί το περιστατικό ανάμνηση, υποφώσκει ένα είδος θολότητας, η οποία εκφράζει την αβεβαιότητα που διατηρεί κανείς για τις πρώιμες αναμνήσεις και το ποσοστό κατά το οποίο αποτελούν νοητικές κατασκευές, αντί για γνήσιες ενθυμήσεις. Η πρώτη του ανάμνηση ήταν «η εντύπωση» ότι κατέβηκε ένα γεράκι. Διακρίνεται μια αβεβαιότητα. Προσπαθεί να αδράξει κάτι που είναι μεν ισχυρό στο νου του, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρο σύμφωνα με τη λογική του. Νομίζει ότι όντως συνέβη, αλλά ενδέχεται και να μην συνέβη.

Έχει ήδη χρησιμοποιήσει τη λέξη «φαίνεται» νωρίτερα στην πρόταση: «Φαίνεται πως είναι η μοίρα μου» να μελετάω γεράκια. Η λέξη «μοίρα» είναι επίσης ενδιαφέρουσα, γιατί, σε αυτό το πλαίσιο, υπονοεί αυτό που θα ονομάζαμε παρόρμηση ή καθήλωση. Ισχυρίζεται ότι κάτι τον ωθεί να ξαναγυρνά σε αυτό το πουλί, να γράφει συνεχώς τόσο «συγκεκριμένα» γι’ αυτό. Η «μοίρα» υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται για συνειδητή βούληση, αλλά ότι λαμβάνει χώρα κάποια κρυφή διαδικασία.

Κατά μία έννοια, το ενδιαφέρον του Λεονάρντο σχετικά με τα γεράκια συνδέεται με ακρίβεια με το αναπτερωμένο ενδιαφέρον του για την ανθρώπινη πτήση στα χρόνια γύρω στο 1505. Ο μικρός κώδικας «Περί πτήσεως των πουλιών», που βρίσκεται πλέον στο Τορίνο, γράφτηκε περίπου την ίδια εποχή. Περιλαμβάνει την περίφημη φράση: «Το μεγάλο πουλί θα πραγματοποιήσει την πρώτη του πτήση πάνω από την πίσω πλαγιά του Μεγάλου Τσέτσερο, γεμίζοντας με θαυμασμό το σύμπαν, γεμίζοντας όλα τα χρονικά με τη φήμη του και φέρνοντας την αιώνια δόξα στη φωλιά που γεννήθηκε».

Σε γενικές γραμμές, αυτό υποτίθεται ότι σημαίνει πως ο Λεονάρντο σχεδίαζε μια δοκιμαστική πτήση της πτητικής μηχανής του ή αλλιώς του «μεγάλου πουλιού», από την κορυφή του Μόντε Τσέτσερι, κοντά στο Φιέζολε, στα βόρεια της Φλωρεντίας. Μια σημείωση στο ίδιο φύλλο του κώδικα μαρτυρά την παρουσία του κοντά στο Φιέζολε τον Μάρτιο του 1505. Συνεπώς, η ανάμνηση του γερακιού επιστρέφει στο νου μια εποχή που τον απασχολούσε έντονα η δυνατότητα της ανθρώπινης πτήσης και μετατρέπεται σε ένα είδος προσωπικής πηγής γι’ αυτή την ενασχόληση. Το γεράκι πέταξε προς το μέρος του και του έδειξε τη «μοίρα» του όταν βρισκόταν ακόμη στην κούνια.

Η πρώτη ψυχολογική μελέτη της φανταστικής ιστορίας του Λεονάρντο με το γεράκι πραγματοποιήθηκε από τον Φρόιντ: πρόκειται για το βιβλίο Eine Kindheitserinnerung des Leonardo da Vinci (Μια παιδική ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίντσι), που εκδόθηκε το 1910. Ουσιαστικά, ο Φρόιντ αναλύει την ιστορία σαν να επρόκειτο για όνειρο, με ασυνείδητα νοήματα και κωδικοποιημένες αναμνήσεις. Το κλειδί, κατά την άποψή του, είναι η σχέση του μωρού Λεονάρντο με τη μητέρα του.

Μερικές από τις επισημάνσεις του πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι αβάσιμες, γιατί υποστηρίζει την ύπαρξη δεσμών με τη μητέρα στηριζόμενος σε συμβολικές συσχετίσεις με το όρνιο (ο Φρόιντ χρησιμοποιούσε μια λανθασμένη γερμανική μετάφραση του σημειώματος του Λεονάρντο, όπου το πουλί αποδιδόταν εσφαλμένα με τη λέξη Geier, δηλαδή όρνιο). Καλό θα ήταν να αγνοήσει κανείς την ελεύθερη παρεκβατική πραγματεία του Φρόιντ σχετικά με τον αιγυπτιακό συμβολισμό των ορνίων, καθώς και αρκετά άλλα στοιχεία, που, κατά τη γνώμη του βιογράφου, είναι ιδιαζόντως ή επιμελώς «φροϊδικά». Η κεντρική αντίληψη όμως -ότι δηλαδή αυτό το όνειρο ή φαντασία του μικρού Λεονάρντο στην κούνια του συνδέεται με κάποια συναισθήματα προς τη μητέρα του- συνιστά μια πολύτιμη ψυχαναλυτική ματιά.

Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το γεράκι που βάζει τη γλώσσα του στο στόμα του βρέφους αποτελεί μια ξεχασμένη ανάμνηση του θηλασμού: «Αυτό που κρύβει το φανταστικό επεισόδιο είναι απλώς μια ενθύμηση του θηλασμού -ή του βυζάγματος- από το στήθος της μητέρας του, μια εικόνα ανθρώπινου κάλλους που εκείνος, όπως και πολλοί άλλοι ζωγράφοι, ανέλαβε να απεικονίσει με το πινέλο του». (Ο Φρόιντ αναφέρεται εδώ στην Παρθένο που θηλάζει [την Παρθένο γαλακτοτροφούσα], που φιλοτεχνήθηκε στο Μιλάνο στα τέλη της δεκαετίας του 1480.) Ο θηλασμός είναι «η πρώτη πηγή ευχαρίστησης στη ζωή μας» και η ανάμνησή του παραμένει «ανεξίτηλα χαραγμένη επάνω μας».

Όμως η ιδέα ότι η ουρά του γερακιού αντιπροσωπεύει τη θηλή της μητέρας δεν μας οδηγεί μακριά, γιατί το φανταστικό περιστατικό δεν συνιστά απλώς, ή ούτε καν κατά κύριο λόγο, μια εικόνα βρεφικής ασφάλειας. Η αίσθηση είναι αρκετά διαφορετική. Οι πράξεις του πουλιού μοιάζουν να γίνονται απειλητικές, φορτικές, επιθετικές. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα συναισθήματα του Λεονάρντο προς τη μητέρα του ήταν από μόνα τους αμφίθυμα, ότι με αυτή την καταπιεστική απόχρωση εκφράζεται ένας φόβος της απόρριψής της ή μια εχθρότητα.

Θυμάται κανείς τη γέννηση της πρώτης κόρης της Κατερίνας το 1454, όταν ο Λεονάρντο ήταν δύο ετών: μια ηλικία κατά την οποία ένα παιδί τείνει να αισθάνεται την άφιξη ενός καινούργιου μωρού ως μια καταστροφική απώλεια μητρικής στοργής. Κατά μία άλλη άποψη -πλησιέστερη στον Φρόιντ- το δυσάρεστο στοιχείο της ουράς του γερακιού είναι φαλλικό, αντιπροσωπεύει δηλαδή τον απειλητικό ανταγωνισμό από την πλευρά του πατέρα.

Ο Φρόιντ συνδύασε αυτές τις αντιλήψεις με όσα γνώριζε για την ανατροφή του Λεονάρντο, τα οποία ήταν πολύ λιγότερα το 1910 σε σύγκριση με όσα γνωρίζουμε σήμερα, αν και στο σύνολό τους ήταν αρκετά σαφή λόγω των κατατοπιστικών δηλώσεων του catasto του Αντόνιο ντα Βίντσι, που είχε εκδοθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Το φανταστικό αποκύημα «φαίνεται ότι μας πληροφορεί» λέει ο Φρόιντ, πως ο Λεονάρντο «πέρασε τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της ζωής του μακριά από τον πατέρα και τη μητριά του, δίπλα στη φτωχή, εγκαταλελειμμένη φυσική μητέρα του». Στο κρίσιμο στάδιο της βρεφικής ηλικίας «κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις παγιώνονται, και εδραιώνονται οι τρόποι αντίδρασης προς τον εξωτερικό κόσμο».

Εκείνο που εδραιώθηκε σε αυτή την περίπτωση είναι η απουσία του πατέρα. Ο Σερ Πιέρο έλειπε από το σπίτι, αποκομμένος από τον ισχυρό κύκλο της σχέσης μητέρα-ς-βρέφους, αλλά αποτελούσε επιπλέον και μια απειλή για τη σχέση αυτή, μια εν δυνάμει διάσπαση. Συνεπώς, η φανταστική ιστορία με το γεράκι υπονοεί την ύπαρξη μιας πρώτης έντασης μεταξύ της θαλπωρής της μητέρας και της απειλής του πατέρα, προετοιμάζοντας το σκηνικό για μεταγενέστερες εντάσεις:

«Κανείς που λαχταρά τη μητέρα του ως παιδί δεν μπορεί να αποφύγει την επιθυμία να μπει στη θέση του πατέρα του, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει να ταυτιστεί μαζί του στη φαντασία του και αργότερα να βάλει στόχο της ζωής του να αποκτήσει υπεροχή έναντι αυτού».

Το γεγονός ότι ο πατέρας του Λεονάρντο είχε πεθάνει το 1504 -αρκετά κοντά στη χρονική περίοδο του σημειώματος σχετικά με το γεράκι- ενδέχεται να είναι σημαντικό. Οι επικριτές της ανάλυσης του Φρόιντ ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα στρώμα εξαιρετικά υποθετικής ψυχολογίας που στηρίζεται σε εξαιρετικά υποθετικά ιστορικά στοιχεία και έχουν δίκιο, αλλά η ανάλυση διαθέτει μια κάποια συνοχή. Όσον αφορά το ζήτημα της παιδικής ηλικίας του Λεονάρντο, διαθέτουμε μόνο ψήγματα γνώσης, έτσι νομίζω πως οι υποθέσεις του Φρόιντ αξίζει να ακουστούν.

Υπάρχει άλλο ένα γραπτό κείμενο του Λεονάρντο σχετικά με τα γεράκια, το οποίο προφανώς δεν το γνώριζε ο Φρόιντ, που μας οδηγεί στην ίδια περίπου κατεύθυνση. Σε αυτό, ο Λεονάρντο μνημονεύει έναν παραδοσιακό συσχετισμό του γερακιού με την έννοια της invidia, δηλαδή του φθόνου:

«Διαβάζει κανείς για το γεράκι πως, όταν βλέπει τα νεογνά του στη φωλιά να παχαίνουν πολύ, τα τσιμπάει στα πλευρά και αρνείται να τα ταΐσει λόγω φθόνου».

Αυτό προέρχεται από το «κτηνολόγιο», μια συλλογή αινιγματικών παροιμιών και ιστοριών περί ζώων, και είναι γραμμένο σε ένα μικρό σημειωματάριο που χρησιμοποιούσε στο Μιλάνο στα μέσα της δεκαετίας του 1490. Κατά συνέπεια, προηγείται μερικά χρόνια από τη σημείωση της «ανάμνησης» του γερακιού. Θυμίζει ένα χωρίο από ένα δημοφιλές ανάλεκτο, το Fiore di virtu (Τα άνθη της αρετής), γραμμένο από τον μοναχό του 13ου αιώνα Τομάζο Γκοτσαντίνι – ένα βιβλίο που γνωρίζουμε ότι διέθετε ο Λεονάρντο. Παρόλο που δεν φέρει τη βαρύτητα του προσωπικού συνειρμού που φέρει η πιο διάσημη ανάμνηση, φαίνεται παραδόξως να συνδέεται μαζί της.

Κι εδώ πρόκειται για μια σχέση μεταξύ ενός γερακιού και ενός μωρού. Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για τους νεοσσούς του. Το βασικό χαρακτηριστικό της σκιαγράφησης είναι η υποχώρηση της αγάπης των γονέων. Αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί μια παρήγορη και ερεισματική φιγούρα -το πουλί που ταΐζει τους νεοσσούς στη φωλιά του- μετατρέπεται σε μια δυσάρεστη και εχθρική εικόνα: το γεράκι «τσιμπάει» το νεοσσό με το ράμφος του, όπως στην ανάμνηση «χτυπάει» το παιδί με την ουρά του. Και πάλι, θα μπορούσε κανείς να το ερμηνεύσει είτε ως φόβο της μητέρας, που μετατρέπεται από τροφό σε καταστροφέα («quod me nutrit me destruit» σύμφωνα με την παλιά εμβληματική ρήση), είτε ως φόβο του πατέρα, του εχθρικού αντίζηλου για την αγάπη της μητέρας. Για άλλη μια φορά, το γεράκι οδηγεί σε μια περιοχή παιδικών φόβων και εντάσεων.

Ένα άλλο χωρίο που σίγουρα θα ενδιέφερε τον Φρόιντ βρίσκεται σε μία από τις συλλογές προφητειών του Λεονάρντο – πρόκειται για γρίφους και λογοπαίγνια, που τίθενται με χιουμοριστικό τρόπο ως προφητείες. Ένα από τα ωραία χαρακτηριστικά τους είναι η τάση να μεταδίδουν απρόσμενες ερμηνείες πέρα από τη λύση του γρίφου. Ένα παράδειγμα είναι η προφητεία που υποστηρίζει: «Τα φτερά θα ανυψώσουν τους ανθρώπους, σαν να ήταν πουλιά, ως τα ουράνια».

Η υποδεικνυόμενη απάντηση είναι οι «πένες» από φτερά, οι οποίες γράφουν εξυψωτικές λέξεις. Η συγκαλυμμένη απάντηση όμως φαίνεται πως είναι η «ανθρώπινη πτήση». Παρομοίως για το «ιπτάμενα πλάσματα θα στηρίξουν τους ανθρώπους με τα ίδια τους τα φτερά». (Απάντηση: «πουπουλένια στρώματα»). Η πιο επιτακτική είναι η προφητεία που έχει ως απάντηση απλά το «ονειρεύομαι», και η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια περιγραφή των ταραγμένων ονείρων του ίδιου του Λεονάρντο:

Και θα φαίνεται στους ανθρώπους πως θωρούν χαλασμό ανήκουστο στα ουράνια. Θα είναι σαν φλόγες που ταξιδεύουν στο στερέωμα κι έπειτα πάλι κατέρχονται απροειδοποίητα στη γη. Και κάθε λογής πλάσμα θα λαλεί στη γλώσσα του ανθρώπου. Και με το σώμα τους οι άνθρωποι θα φτάνουν σε διάφορα σημεία του κόσμου, χωρίς καν να σαλεύουν. Και το σκοτάδι, θάμβος απροσμέτρητο θα γίνεται. Ω, θαύμα της ανθρώπινης ράτσας, ποιο παραλήρημα σ’ έφερε μέχρις εδώ; Με όλα τα πλάσματα της φύσης θα μιλάς, κι εκείνα θ’ αποκρίνονται, και θα καταλαβαίνεις τι λένε. Κι ακόμα, θα δεις τον εαυτό σου να πέφτει από ψηλά, πολύ ψηλά, δίχως κακό να σε βρίσκει, και χείμαρροι θα σε συντροφεύουν στην πτώση σου…

Η επόμενη γραμμή δεν διαβάζεται εξαιτίας ενός σκισίματος στο χαρτί. Αυτό που φαίνεται είναι το εξής: «Usera[i] car[…]n madre e sorell[…]». Ο Κάρλο Πεντρέτι εικάζει ότι η πρόταση ήταν: «Userai carnalmente con madre e sorelle», δηλαδή «Θα συνευρεθείς με τη μητέρα και τις αδερφές σου». Αντιπαραθέτει μια φράση στο κτηνολόγιο σχετικά με τη λαγνεία της καμήλας: «Se usasse continuo con la madre e sorelle mai le tocca…». Έτσι λοιπόν, αυτά τα όνειρα των ανθρώπων που «πετούν ψηλά προς τον ουρανό» και «μιλούν με ζώα» αναμειγνύονται κατά περίεργο τρόπο με μια φαντασίωση αιμομικτικής σχέσης με τη μητέρα. Για άλλη μια φορά, βρισκόμαστε στην περιοχή που χάραξε ο Φρόιντ στην ανάλυσή του για το φανταστικό επεισόδιο με το γεράκι.

Αυτό το ψυχολογικό υπόστρωμα διακρίνεται επίσης σε έναν από τους πιο μυστηριώδεις πίνακες του Λεονάρντο – στο έργο Η Λήδα και ο κύκνος (εικόνα 29). Ο πίνακας δεν σώζεται, αλλά μπορεί να ανασυντεθεί εν μέρει από προσχέδια του Λεονάρντο και από αντίγραφα φυσικού μεγέθους των μαθητών ή των μιμητών του. Τα πρώτα γνωστά σχεδιάσματα χρονολογούνται στο 1504-5, είναι δηλαδή ακριβώς σύγχρονα με το σημείωμα σχετικά με το γεράκι.

Παιδιά-πουλιά: λεπτομέρεια από τη Λήδα και τον κύκνο (Πινακοθήκη Ουφίτσι).

Το θέμα προέρχεται από την κλασική μυθολογία. Ο Δίας, ή αλλιώς Ζευς, ερωτευμένος με τη σπαρτιάτισσα πριγκίπισσα Λήδα, μεταμορφώνεται σε κύκνο και την αφήνει έγκυο. Από την ένωσή τους γεννιούνται -στους πίνακες κυριολεκτικά εκκολάπτονται- δύο ζευγάρια διδύμων: ο Κάστωρ με τον Πολυδεύκη και η Ελένη με την Κλυταιμνήστρα. Όλο αυτό, το πουλί, η μητέρα, τα παιδιά που κατά το ήμισυ είναι πουλιά τα οποία επωάζονται αλλόκοτα από τα τσόφλια στο προσκήνιο, μοιάζει σαν μια επιστροφή στην περιοχή της φαντασίωσης με το γεράκι. Τόσο η φαντασίωση όσο και ο πίνακας συνδέονται ολοφάνερα με την ενασχόληση του Λεονάρντο με την πτήση την εποχή εκείνη. Το «Cecero» -δηλαδή το Μόντε Τσέτσερι, απ’ όπου ο Λεονάρντο σκόπευε να εκτοξεύσει το «μεγάλο πουλί», την πτητική μηχανή του, γύρω στα 1505- σημαίνει «κύκνος» στη διάλεκτο της Φλωρεντίας.

Ένας άλλος πίνακας, Η Παρθένος και το Θείο Βρέφος με την Αγία Άννα, που βρίσκεται στο Λούβρο, προσθέτει μια περίεργη υποσημείωση στην ιστορία με το γεράκι. Ο πίνακας είναι από τους ύστερους, χρονολογείται περίπου στα 1510, αλλά μια εκδοχή του υπήρχε -με τη μορφή ενός προσχεδίου (καρτόν) σε φυσικό μέγεθος- από το 1501, άρα ανήκει γενικώς στην ίδια περίοδο των πρώτων χρόνων της έκτης δεκαετίας της ζωής του Λεονάρντο.

To κρυμμένο πουλί που διέκρινε ο Όσκαρ Πφίστερ στην Παρθένο και το Θείο Βρέφος με την Αγία Άννα (Λούβρο).

Ο πίνακας βασίζεται ολοφάνερα στο θέμα της μητρότητας. Η Αγία Άννα είναι η μητέρα της Μαρίας, αν και συχνά λέγεται ότι η απόδοση του Λεονάρντο την κάνει να φαίνεται συνομήλικη με τη Μαρία, και συνεπώς μοιάζει σαν άλλη μια απεικόνιση των περιπλεκόμενων σχέσεων της παιδικής ηλικίας του Λεονάρντο με την τριάδα Κατερίνα, Αλμπιέρα, Λουτσία – μητέρα, μητριά και γιαγιά.

Το ζήτημα θα μπορούσε να τελειώσει εκεί, αν δεν υπήρχε μια περίεργη ανακάλυψη ενός μαθητή του Φρόιντ, του Όσκαρ Πφίστερ (Oskar Pfister). Πρόκειται για ένα «κρυμμένο πουλί», που παραμονεύει στις πτυχές του μανδύα ή πέπλου της Παρθένου. Αυτό συνέβη το 1913, και ο Πφίστερ -πιστός στο αρχικό φροϊδικό ολίσθημα- αποκαλεί το πουλί όρνιο, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αντιλαμβάνεται κανείς καλύτερα το «πουλί» γυρίζοντας πλάγια τη σύνθεση. Αν επισημανθεί, φαίνεται όντως να υπάρχει, ωστόσο (σαν τις εντυπωμένες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας) είναι στ’ αλήθεια εκεί; Ο Πφίστερ παρατήρησε τα εξής:

«Στο μήκος του μπλε υφάσματος που φαίνεται γύρω από το γοφό της γυναίκας στο προσκήνιο (δηλαδή της Μαρίας), και το οποίο εκτείνεται προς την κατεύθυνση του μηρού και του δεξιού της γόνατου, μπορεί να δει κανείς το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό κεφάλι του όρνιου, το λαιμό και την απότομη καμπύλη από όπου ξεκινά το σώμα του».

Διακρίνονται οι φτερούγες του πουλιού που διαγράφονται σε όλο το μήκος του υφάσματος μέχρι το πόδι της Μαρίας. Ένα άλλο τμήμα του υφάσματος «εκτείνεται προς τα πάνω και ακουμπά στους ώμους της και στο παιδί». Εδώ ο Πφίστερ ξεχώρισε την «απλωμένη ουρά» του πουλιού, καθώς και «ιριδίζουσες γραμμές που μοιάζουν με το περίγραμμα φτερών». Και όλως παραδόξως, «ακριβώς όπως και στο φανταστικό παιδικό όνειρο του Λεονάρντο», η ουρά «καταλήγει στο στόμα του παιδιού, δηλαδή στον ίδιο τον Λεονάρντο».

Υπάρχουν τρεις πιθανές ερμηνείες αυτού του «πίνακα-γρίφου», όπως τον αποκάλεσε ο Πφίστερ. Η πρώτη είναι ότι ο Λεονάρντο έβαλε επίτηδες το πουλί εκεί. Η δεύτερη είναι ότι πρόβαλε άθελά του το σχήμα του πουλιού πάνω σε αυτήν τη μελέτη περί μητρότητας. Η τρίτη είναι ότι το πουλί δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τυχαία σύζευξη γραμμών και σκιών, και δεν έχει καμία άλλη σημασία εκτός από την ανάδειξη της απόδοσης των πτυχώσεων – ένα χαρακτηριστικό του δεξιοτέχνη ζωγράφου στο οποίο εξασκούνταν ο Λεονάρντο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η ασφαλέστερη απάντηση είναι η τελευταία – στο μέτρο που αναζητά κανείς την ασφάλεια.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η πρώτη ανάμνηση ενός πουλιού που «ήρθε προς» αυτόν στην κούνια του παραμένει ανεξίτηλη μέσα του για πολλά χρόνια, συνυφασμένη με συναισθήματα μητρικής αγάπης και απώλειας, καθώς και με τη μεγαλόσχημη φιλοδοξία της μηχανικής πτήσης, σαν να επρόκειτο να ξανασυναντήσει έτσι τον μισοξεχασμένο, μισοφανταστικό επισκέπτη από τον ουρανό.

***

Charles Nicholl – Leonardo Da Vinci – Πτήσεις του μυαλού – Εκδόσεις Μεταίχμιο

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -