Νίκος Καββαδίας – Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου.


Η «Βάρδια» είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή Νίκου Καββαδία,  και ένα από τα ελάχιστα πεζά που έγραψε. Το παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από το δεύτερο μέρος του βιβλίου

Βάρδια έκτη 

Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το ‘χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι1 έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει ! Γιομίζει τα ρουθούνια μου, μα δεν μπορώ να σου πω …Ιουδήθ2 ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά από το Gomel3 και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του «Cyrenia»4, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι5. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο6, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.

— Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε, φόρεσέ το.

— Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;

— Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.

— Θέλω τη θήκη μου.

Ιουδήθ!… Ολα τα πράματα έχουνε δική τους μυρωδιά.

Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα7, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο8 … Streets are not safe at night. Avoidall saloons. Chagall: Ο Αρχιραβίνος.

— Ατζαμή ! Φίλησέ με.

— Μιαν άλλη φορά. Οταν ξαναβρώ τη γεύση μου.

— Την έχασες; Πού;

— Στο Barbados9… Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.

— Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.

— Δεν έχω δόντια. Τ’ άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin10.

— Χάιδεψε.

— Ιουδήθ… Με τι χέρια… έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι11… Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.

πίνακας του Τσαρούχη για τη Βάρδια

— Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξε με, λοιπόν.

— Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος, στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.

— Κοίταξέ με με τα δικά του.

— Ηταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.

— Ασε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.

— Ναι.

— Πάμε. Κρυώνω.

— Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.

— Δε θέλω… Πάμε.

— Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ενας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…

— Το σκορπιό;

— Εσένα.

— Πάμε σου λέω.

— Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.

— Λοιπόν… Μόνον ο γερο – Γιεχού12 δεν κοιμόταν. Διάβαζε δί­πλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βι­βλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ημουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ητανε δώ­δεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με τα μάτια κλεισμένα.


— Κι οι δώδεκα;

— Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Ομως απόψε… Οχι γιατί μ’ αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.

— Αύριο, στο Colombo13.

— Τώρα.

— Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Εχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως… Ξέρεις… Είμαι άρρωστος.

— Δε με νοιάζει. Ακου… Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.

— Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.

— Κάνε όπως θέλεις. Ο,τι βρεις, κλέψε. Δείξε μού το μονάχα… Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin14 μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε.

Δε βλέπεις ούτε μια πιθαμή μπρος από την πλώρη …παραπονιέται ο γραμματικός15. Δεν το ξανοίγει. Το πήζει ολοένα. Γκρινιάζει και φτύνει. Το τσιγάρο μουσκεύει και δεν τραβάει. Κάθε τόσο σέρνει το σύρμα της σφυρίχτρας κι η καμινάδα ξερνάει μουγκρητό. Πέντε δεύτερα. Κατόπι πενήντα πέντε. Βουβαμάρα.

Στήνει τα αυτιά του δεξιά, αριστερά, μπροστά. Τα χουφτώνει με το χέρι. Είναι και μιαν άλλη καμινάδα που κλαίει, που μόλις ακούγεται. Ο Πολύχρονης, ο σκάπουλος16, στέκεται στην πλώρη, στο κοράκι17, κι όταν σταματάει το σφύριγμα του «Πυθέα», φω­νάζει με την τρομπαμαρίνα18. Ολο και ζυγώνει… Τ’ ακούω λίγο δεξιά τώρα.

Πάλι σφύριγμα. Νέκρα κατόπι. Κι η βοή του άλλου που κα­τεβαίνει.

— Να ‘σαι αλάρμ19, φωνάζει του τιμονιέρη. Οταν σου πω όλο δεξιά ή όλο αριστερά, θα πάρεις και συ βόρτα20 με δαύτο. Κατά­λαβες ;

— Ναι.

Συλλογιέται… Για την τύχη μας αρρώστησε ο Διαμαντής. Εχει πυρετό. Ποιος του ‘πε να πάει να ψωνίσει μαλαφράτζα21… Πάλι τυχερός τώρα με τα καινούργια φάρμακα… Σέρνει το σύρμα. Το αφήνει… Καινούργια. Κι εμείς να μην έχουμε τίποτα καινούργιο δω μέσα. Ούλα σάπια. Ετσι σφύριζε κι ο παππούς μου στο πούσι. Radar, βυθόμετρο… Πού τέτοια τύχη… Σε βγάνουνε παλικάρι… Ο Διαμαντής προλαβαίνει να τη γλιτώσει, εμείς σαπίσαμε. Υδράργυρος22

Ξανασφυρίζει.

***

1. Πούσι: Ομίχλη, καταχνιά

2. Ιουδήθ: Μια Εβραία απ’ το Gomel

3. Gomel: Πόλη της Λευκορωσίας

4. Cyrenia: Πλοίο των ελληνικών μεσογειακών γραμμών, εκτελούσε το δρομολόγιο Ιταλία – Ελλάδα – Αυστραλία. Ο Καββαδίας ταξίδεψε μ’ αυτό την περίοδο 1949 – 1954

5. Μινικόι: Ενα απ’ τα νησάκια της ΝΔ Βομβάης στον Ινδικό Ωκεανό

6. Κρουζέτο: Το λούκι γύρω γύρω στο κατάστρωμα για να τρέχουν τα νερά

7. Πίντα: Ενα απ’ τα τρία πλοία του Χριστόφορου Κολόμβου

8. Γκέττο: Περιοχή πόλης (περιτειχισμένη) όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Εβραίοι

9. Barbados: Νησί στην Καραϊβική

10. Cochin: Λιμάνι της ΝΔ Ινδίας

11. Ικίκι: Λιμάνι της Β. Χιλής

12. γέρο – Γιεχού: Συγγενής (πατέρας; παππούς;) της Ιουδήθ

13. Colombo: Η πρωτεύουσα της Σρι – Λάνκα

14. Pascin Jules: 1885 – 1930, ζωγράφος βουλγαρικής καταγωγής

15. Γραμματικός: Ο υποπλοίαρχος

16. Σκάπουλος: (βεν. scapolo) Ο ένας απ’ τους δυο ναύτες της βάρδιας που περιμένει ν’ αντικαταστήσει τον άλλο

17. Κοράκι: Η μύτη του πλοίου

18. Τρομπαμαρίνα: Τηλεβόας για τη μετάδοση ηχητικών σημάτων μεταξύ ιστιοφόρων σε καιρό ομίχλης

19. Αλάρμ: Σε επιφυλακή

20. Βόρτα: Φόρα, στροφή ή ανάπρωρη αλλαγή πορείας του ιστιοφόρου

21. Μαλαφράτζα: ιταλ. mal di Francia= η γαλλική αρρώστια: η σύφιλη

22. Υδράργυρος: Ο κυανιούχος υδράργυρος που χρησιμοποιήθηκε κατά της σύφιλης

Η «Βάρδια» είναι μυθιστόρημα του Νίκου Καββαδία, το μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή και ένα από τα ελάχιστα πεζά που έγραψε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. 

«Στην πραγματικότητα η ίδια η Βάρδια ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως»

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -