Παιχνίδια μνήμης


Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα ο δημοφιλής Αθηναίος αριστοκράτης Πεισίστρατος εγκαθίδρυσε προσωπική εξουσία, η οποία γνώρισε, τουλάχιστον κατά διαστήματα, ισχυρή υποστήριξη από ευρέα λαϊκά στρώματα.

Μετά τον θάνατό του, το 527 π.Χ., οι γιοι του Ιππίας και Ίππαρχος κληρονόμησαν τη θέση του. Το 514 π.Χ. ο νεότερος αδελφός, ο Ίππαρχος, δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Μερικά χρόνια αργότερα –δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία– οι Αθηναίοι έστησαν στην Αγορά ένα σύνταγμα γλυπτών, έργο του Αντήνορα, που απεικόνιζε τους δύο άνδρες να επιτίθενται με ξίφη στα χέρια.

Κατά την καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη το 480, το έργο πάρθηκε ως λάφυρο από τους Πέρσες και μεταφέρθηκε στα Σούσα. Μετά τη νίκη τους, οι Αθηναίοι έστησαν το 476 π.Χ. νέο γλυπτό σύνταγμα, αυτή τη φορά έργο των γλυπτών Κριτίου και Νησιώτη. Η παράσταση των τυραννοκτόνων ήταν τόσο σημαντική, που την ανάθεσή της τη συγκαταλέγει ο συγγραφέας του Πάριου Χρονικού (264 π.Χ.) ανάμεσα στα αξιομνημόνευτα γεγονότα της ιστορίας.

Τουλάχιστον ενάμιση αιώνα αργότερα, μετά την κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, τα παλιά αγάλματα βρέθηκαν και επεστράφησαν στην Αθήνα, είτε από τον κατακτητή είτε από κάποιον από τους Διαδόχους του. Τα έργα του Αντήνορα και των Κριτίου και Νησιώτη μπορούσε κανείς να τα θαυμάσει στην Αγορά της Αθήνας μέχρι και τον ύστερο 2ο μ.Χ. αιώνα.

Στη βάση κάποιου από τα δύο συντάγματα αγαλμάτων χαράχθηκε το παρακάτω επίγραμμα που συνέθεσε, μετά από παραγγελία των Αθηναίων, ο περίφημος ποιητής Σιμωνίδης:

«Πραγματικά μεγάλο φως έλαμψε για τους Αθηναίους, όταν ο Αριστογείτονας σκότωσε τον Ίππαρχο, κι ο Αρμόδιος μαζί· [- – -] έκαναν την πατρική τους γη ελεύθερη».

Επί αιώνες οι απόγονοι των «τυραννοκτόνων» καλούνταν για τιμητικό δείπνο στο πρυτανείο, την έδρα της εκτελεστικής επιτροπής της βουλής. Καθώς ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε κατά τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή της Αθήνας έγινε ταυτόχρονα και ιστορική επέτειος της πράξης των τυραννοκτόνων – περίπου με ανάλογο τρόπο όπως η γιορτή του Ευαγγελισμού έγινε και επέτειος της επανάστασης του ᾿21.


Ο φόνος του Ιππάρχου είναι αναμφίβολα ένα από τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας και αυτοπροβολής των Αθηναίων ως ελεύθερων πολιτών. Πριν παρασυρθούμε όμως στο να τον χαρακτηρίσουμε και ως στοιχείο της συλλογικής μνήμης των Αθηναίων, ας δούμε πώς παρουσιάζει ο Θουκυδίδης το περιστατικό, γράφοντας εκατό και πλέον χρόνια αργότερα.

Σύμφωνα με τον μεγαλύτερο ιστορικό της κλασικής αρχαιότητας, οι Αθηναίοι διηγούνταν ανακρίβειες (ἀκριβές οὐδὲν λέγοντας) σχετικά με τα γεγονότα αυτής της εποχής. Το υπόβαθρο της δολοφονίας ήταν ερωτικό (δι᾿ ἐρωτικὴν ξυντυχίαν) και όχι πολιτικό.

Όταν ο Αρμόδιος δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Ιππάρχου, ο τελευταίος πήρε την εκδίκησή του: πρώτα κάλεσε την αδελφή του Αρμόδιου να αναλάβει σε κάποια πομπή την τιμητική υπηρεσία της κανηφόρου, δηλαδή να μεταφέρει το καλάθι με τα σύνεργα της θυσίας, και μετά την έδιωξε ως ανάξια.

Ήταν τώρα σειρά του Αρμόδιου να πάρει εκδίκηση για την προσβολή της οικογένειάς του. Μαζί με τον εραστή του, τον Αριστογείτονα, δολοφόνησαν τον Ίππαρχο την ημέρα της γιορτής των Παναθηναίων, βρίσκοντας τον θάνατο αμέσως μετά την πράξη τους. Ο Θουκυδίδης θυμίζει επίσης ότι η τυραννίδα του Ιππία δεν κατέρρευσε λόγω της δολοφονίας του Ιππάρχου, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης εισέβαλε στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, το επίγραμμα του Σιμωνίδη μαρτυρεί σαφώς ότι οι Αθηναίοι απέδιδαν την ελευθερία τους στους τυραννοκτόνους. Κι όμως ο Θουκυδίδης γράφει ότι οι σύγχρονοί του Αθηναίοι γνώριζαν πολύ καλά, από την προφορική παράδοση, ότι η τυραννίδα είχε καταλυθεί από τους Σπαρτιάτες.

Επομένως η προβολή των τυραννοκτόνων ως αιτίων για την κατάρρευση των τυράννων ήταν μια σκόπιμη παρερμηνεία των γεγονότων. Η παρερμηνεία συνεχίζεται με διαφορετική μορφή και σήμερα, όταν στην πράξη των τυραννοκτόνων αποδίδεται και η αποκατάσταση της «δημοκρατίας».

Το άρθρο της ελληνικής Βικιπαίδειας μας πληροφορεί ότι «ο αθηναϊκός λαός τίμησε τους δύο άνδρες ως τυραννοκτόνους, ήρωες της δημοκρατίας», ότι «ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης … ανέτρεψε με στρατιωτική επέμβαση τον Ιππία και εξόρισε όλη την οικογένεια των Πεισιστρατιδών αποκαθιστώντας τη δημοκρατία», και τέλος αναφέρεται και στον «σημαντικό ρόλο που έπαιξαν το 510 π.Χ. στην ανατροπή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών και στην αποκατάσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας οι Σπαρτιάτες».

Ανάλογες φράσεις βρίσκει κανείς σε δεκάδες επιστημονικά βιβλία και άρθρα σχετικά με το θέμα. Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε δημοκρατικό πολίτευμα πριν από την τυραννίδα –το πολίτευμα ήταν η «τιμοκρατία» του Σόλωνα– και επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Η εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν μια μακρά διαδικασία που άρχισε περίπου το 508 και ολοκληρώθηκε το 461/60 π.Χ. με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή, άσχετα αν από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά οι Αθηναίοι απέδιδαν την εισαγωγή δημοκρατίας στον μυθικό βασιλιά Θησέα.

Το επεισόδιο αυτό της αθηναϊκής ιστορίας δείχνει πώς ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να υποστεί παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις. Η αντίδραση των Αθηναίων είναι ψυχολογικά κατανοητή; Ποιος θέλει να θυμάται ότι ένας τύραννος δεν νικήθηκε από τους εξεγερμένους πολίτες αλλά από έναν εχθρικό στρατό;

Κατανοητή είναι και η ανύψωση δύο ανδρών σε ήρωες της ελευθερίας, αν και μάλλον είχαν προσωπικά κίνητρα και όχι συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους – και σίγουρα όχι την επιθυμία να αποκαταστήσουν ένα δημοκρατικό πολίτευμα που ούτως ή άλλως δεν υπήρχε. Η συλλογική ταυτότητα μιας κοινότητας, κάθε είδους κοινότητας, χρειάζεται σύμβολα και πρότυπα. Τα πρότυπα δημιουργούνται μέσα από διαδικασίες επιλεκτικής μνήμης που μπορούν να αναγάγουν το πρόσκαιρο και μεμονωμένο συμβάν σε διαχρονική αξία.

Και το σύνταγμα των αγαλμάτων των τυραννοκτόνων είναι προϊόν επιλογής. Παριστάνονται ένας ώριμος και ένας νέος άντρας με το σπαθί στο χέρι να προχωρούν εναντίον ενός εχθρού που δεν απεικονίζεται. Το γλυπτό δεν δείχνει δύο προσβεβλημένους εραστές που παίρνουν εκδίκηση, αλλά δυο αγωνιστές. Ο εχθρός είναι απών γιατί είναι αδιάφορος· μπορεί να τον συμπληρώσει κατά το δοκούν η φαντασία του θεατή.

Αυτός στον οποίον επιτίθενται οι τυραννοκτόνοι δεν είναι ο Ίππαρχος, η μεμονωμένη και συγκεκριμένη ιστορική προσωπικότητα, αλλά κάθε μελλοντικός εχθρός της ελευθερίας των Αθηναίων. Ο τρόπος παρουσίασης του συμβάντος διευκολύνει τη μετατροπή του γεγονότος σε σύμβολο.

Πριν βιαστούμε να κατηγορήσουμε τους αρχαίους Αθηναίους για ανιστόρητες και αναχρονιστικές ιδέες, ας θυμηθούμε το σύνθημα που εκφωνούσαν μυριάδες στόματα κατά τις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα το 2011 (σε διάφορες παραλλαγές): «Η χούντα δεν έπεσε το ᾿73, εμείς θα την γκρεμίσουμε σε τούτη την πλατεία».

Το σύνθημα αντιπαραθέτει την υποτιθέμενη γενική αντίληψη –ότι δηλαδή τη δικτατορία την έριξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973– προς την άποψη των διαδηλωτών ότι και η μεταπολίτευση αποτελεί συνέχεια της δικτατορίας. Πέρα από την πολιτική ανοησία του συνθήματος, το πρόβλημα είναι βέβαια ότι η δικτατορία κλονίστηκε μεν αλλά δεν κατέρρευσε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου· κατέρρευσε λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.

Όπως οι Αθηναίοι του 500 π.Χ. προτίμησαν να αποδώσουν τη φυγή του τυράννου τους στον φόνο του αδελφού του από τους τυραννοκτόνους κι όχι στην εισβολή ενός εχθρού, έτσι και πολλοί (οι περισσότεροι;) σημερινοί Έλληνες προτιμούν να συνδέουν αιτιακά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι την τουρκική εισβολή, με την πτώση της δικτατορίας. Ενώ η επέτειος της αποκατάστασης της δημοκρατίας την 24η Ιουλίου 1974 εορτάζεται με μια δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο στην οποία μόνο οι καλεσμένοι δίνουν κάποια σημασία, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι μια από τις τρεις σημαντικότερες ιστορικές επετείους της χώρας και επίσημη σχολική γιορτή, κατά την οποία η καθιερωμένη  διαδήλωση προσφυώς υποκαθιστά τη στρατιωτική και σχολική παρέλαση.

Όπως για τους Αθηναίους του 480 π.Χ. τα γεγονότα του 514-510 π.Χ. ήταν κομμάτι μιας συλλογικής εμπειρίας, για την οποία κάποιοι είχαν άμεση γνώση ως αυτόπτες μάρτυρες κι άλλοι είχαν ακούσει αφηγήσεις από ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα, έτσι και οι Νεοέλληνες του 2017 είτε έχουν οι ίδιοι προσωπική εμπειρία των γεγονότων του 1973-74 είτε, αν ανήκουν σε νεότερες γενιές, έχουν πάντως άμεση πρόσβαση σε προσωπικές αφηγήσεις.

Συνήθως χρησιμοποιούμε χωρίς δεύτερη σκέψη όρους όπως «ιστορική μνήμη» ή «συλλογική μνήμη», όταν αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ομάδες και κοινότητες, σε κάποιο βαθμό και μεμονωμένα άτομα, «θυμούνται» γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, όπως οι Αθηναίοι θυμόντουσαν την πράξη των τυραννοκτόνων και οι Νεοέλληνες θυμούνται την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

***

Πρόλογος του Άγγελου Χανιώτη στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του An Assmann ” H πολιτισμική μνήμη – Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς” Μετάφραση, επιστημονική επιμέλεια Διαμαντής Παναγιωτόπουλος. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις  Κρήτης

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -