Κάρολος Ντίκενς – Το κουτάβι


ΕΙΝΑΙ βέβαια πολύ παράξενο, ένας νέος που ανατράφηκε μ’ ένα αδιάκοπο σύστημα αφύσικου περιορισμού να γίνει υποκριτής μα ασφαλώς έτσι έγινε με τον Τομ. Είναι ακατανόητο πώς ένας νέος που δεν τον άφησαν ούτε πέντε λεπτά να διευθύνει μόνος του τον εαυτό του, γίνεται στο τέλος ανίκανος ν’ αυτοκυβερνηθεί μα έτσι έγινε με τον Τομ. Είναι καταπληκτικό, ένας νέος που του ’πνιξαν τη φαντασία από τότε που ήταν ακόμα στην κούνια, να ενοχλείται από το φάντασμά της με τη μορφή του πιο χυδαίου αισθησιασμού κι όμως ένα τέτοιο τέρας ήταν, χωρίς καμιάν αμφιβολία, ο Τομ.

«Καπνίζετε;» ρώτησε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ, όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο.

«Και ρωτάτε!» αποκρίθηκε ο Τομ.

Δεν μπορούσε παρά να καλέσει επάνω τον Τομ κι ο Τομ δεν μπορούσε παρά ν’ ανεβεί. Κάτι μ’ ένα δροσιστικό πιοτό της εποχής, που δεν ήταν όμως τόσο αδύνατο όσο ήταν δροσιστικό, κάτι μ’ ένα πούρο εκλεκτής μάρκας, απ’ αυτά που δεν έβρισκε κανείς ν’ αγοράσει σε κείνα τα μέρη, ο Τομ ένιωσε γρήγορα εντελώς σαν στο σπίτι του και θρονιάστηκε μ’ όλη του την άνεση στη μιαν άκρη του καναπέ, πρόθυμος, περισσότερο παρά ποτέ, να θαυμάσει τον καινούριο του φίλο, που καθόταν στην άλλη άκρη.

Ο Τομ, αφού κάπνισε λίγο, φύσηξε πέρα τον καπνό και βάλθηκε να εξετάζει το φίλο του. «Δε φαίνεται να νοιάζεται για το ντύσιμό του» σκέφτηκε, «κι όμως τι σπουδαία που ντύνεται. Τι κομψός που είναι!»

Το βλέμμα του Τζέημς Χαρτχάουζ διασταυρώθηκε τυχαία με το βλέμμα του Τομ. Πρόσεξε πως ο νεαρός φίλος του δεν έπινε καθόλου, και παίρνοντας νωχελικά τη μποτίλια, του γέμισε το ποτήρι. «Ευχαριστώ» είπε ο Τομ. «Ευχαριστώ. Λοιπόν, κύριε Χαρτχάουζ, αρκετά σας έπρηξε απόψε ο γερο Μπαουντερμπάη». Ο Τομ τα είπε αυτά κρατώντας πάλι κλειστό το ένα του μάτι και κοιτάζοντας με σημασία το φίλο του, πάνω απ’ το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι.

«Α! Είναι σπουδαίος άνθρωπος!» αποκρίθηκε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ.

«Ναι, ναι, είδατε τι σπουδαίος που είναι;» είπε ο Τομ και ξανάκλεισε το ένα του μάτι.

Ο κύριος Τζεημς Χαρτχάουζ χαμογέλασε σηκώθηκε από την άκρη του καναπέ, στάθηκε νωχελικά με τη ράχη γυρισμένη στο τζάκι, μπροστά στον Τομ και, κοιτάζοντάς τον, παρατήρησε καπνίζοντας:

«Τι κωμικός κουνιάδος που είσαστε!»

«Τι κωμικός γαμπρός που είναι ο γερο-Μπαουντερμπάη, θέλετε να πείτε, υποθέτω» είπε ο Τομ.

«Τα παραλές, Τομ» απάντησε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ.

Είναι τόσο ευχάριστο ν’ αποκτάς οικειότητα μ’ έναν τέτοιο αριστοκράτη να σε λέει Τομ, με τόση οικειότητα, μια τέτοια φωνή να ξεθαρρεύεσαι τόσο γρήγορα μ’ έναν άνθρωπο τέτοιας περιωπής, που ο Τομ ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τον εαυτό του.


«Ω! δε σκοτίζομαι καθόλου για το γερο-Μπαουντερμπάη» είπε, «αν αυτό είναι που εννοείτε. Πάντα τον λέω έτσι όταν μιλάω γι’ αυτόν, και δεν είχα ποτέ καλύτερη ιδέα για λόγου του. Δε σκέφτομαι καθόλου ν’ αρχίσω τώρα να κάνω τον ευγενή μαζί του. Είναι λιγάκι αργά».

«Μη σε νοιάζει για μένα» αποκρίθηκε ο Τζέημς «πρέπει όμως να προσέχεις όταν είναι μπροστά η γυναίκα του».

«Η γυναίκα του;» είπε ο Τομ. «Η αδερφή μου η Λου; Α, μάλιστα!» γέλασε και ήπιε ακόμα λίγο πιοτό.

Ο Τζέημς Χαρτχάουζ εξακολουθούσε να μένει στην ίδια θέση, με το ίδιο νωχελικό ύφος, καπνίζοντας το πούρο του με τη συνηθισμένη του άνεση και κοιτάζοντας μ’ ευχαρίστηση το κουτάβι. Θα ’λεγε κανείς πως θεωρούσε τον εαυτό του σαν ένα γοητευτικό δαίμονα, που έφτανε να γυροφέρει λίγο το θύμα του, για να του παραδώσει ακόμα και την ψυχή του, αν του τη ζητούσε. Και φαινόταν πως το κουτάβι σίγουρα υποτασσόταν σ’ αυτή τη γοητεία. Κρυφοκοίταξε δειλά το σύντροφό του, τον κοίταξε με θαυμασμό, τον κοίταξε με θάρρος, κι άπλωσε στον καναπέ το ένα του πόδι.

Η αδερφή μου η Λου;» είπε ο Τομ. «Αυτή ποτέ δεν αγαπούσε το γερο-Μπαουντερμπάη».

« Μιλάς στον παρατατικό, Τομ» απάντησε ο κύριος Τζέημς Χαρτ-χαουζ, τινάζοντας τη στάχτη του πούρου του με το μικρό του δάχτυλο. «Τώρα όμως είμαστε στον ενεστώτα».

  • <Δεν αγαπώ, ρήμα ενεργητικό. Έγκλιση οριστική, ενεστώς. Πρώτο πρόσωπο ενικού: δεν αγαπώ, δεύτερο πρόσωπο ενικού: δεν αγαπάς, τρίτο πρόσωπο ενικού: δεν αγαπά» αποκρίθηκε ο Τομ.

«Πολύ καλό! Πολύ χαριτωμένο!» είπε ο φίλος του. «Μα φυσικά αστειεύεσαι».

«Δεν αστειεύομαι καθόλου!» φώναξε ο Τομ. «Στην τιμή μου! Δε θα μου πείτε βέβαια, κύριε Χαρτχάουζ, πως πιστεύετε σοβαρά άτι η αδερφή μου η Λου αγαπά το γερο-Μπαουντερμπάη!»

«Αγαπητέ μου» αποκρίθηκε ο άλλος, «τι πρέπει να υποθέσω όταν βλέπω ένα αντρόγυνο να ζει ευτυχισμένα κι αρμονικά;»

Ο Τομ είχε τώρα απλώσει και τα δυο του πόδια πάνω στον καναπέ. Αν το άλλο του πόδι δεν ήταν πάνω στον καναπέ, όταν τον είπε αγαπητό του, θα το σήκωνε οπωσδήποτε στο μεγάλο αυτό σταθμό της συνομιλίας τους. Νιώθοντας όμως την ανάγκη να κάνει κάτι και κείνη τη στιγμή, τεντώθηκε καλύτερα, κι ακουμπώντας το κεφάλι του στην άκρη του καναπέ και καπνίζοντας με προσποιητή αφέλεια, γύρισε το κοινό του πρόσωπο και τα θολωμένα από το πιοτό μάτια του προς το πρόσωπο που τον κοιτούσε από πάνω τόσο αδιάφορα κι όμως τόσο έντονα.

«Ξέρετε τον πατέρα μας, κύριε Χαρτχάουζ» είπε ο Τομ, «κι έτσι δεν πρέπει να παραξενεύεστε που η Λου παντρεύτηκε το γερο-Μπαουντερμπάη. Δεν είχε ποτέ της εραστή, κι ο πατέρας μας της πρότεινε το γερο-Μπαουντερμπάη, και τον πήρε».

«Πολύ πειθαρχική η αδερφή σου» είπε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ.

«Ναι, μα δε θα ’ταν τόσο πειθαρχική και το πράγμα δε θα τέλειωνε τόσο εύκολα» αποκρίθηκε το κουτάβι, «αν δεν έμπαινα εγώ στη μέση».

Ο γοητευτικός δαίμονας σήκωσε μονάχα τα φρύδια του, μα το κουτάβι δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει.

«Εγώ την έπεισα» είπε, μ? ένα εποικοδομητικό ύφος ανωτερότητας. «Μ΄ έβαλαν στην Τράπεζα του γερο-Μπαουντερμπάη (χωρίς να το θέλω καθόλου) κι ήξερα πως δε θα ’κανα καμιά προκοπή εκεί μέσα, αν η αδερφή μου χαλούσε το χατίρι του γερο-τραπεζίτη. Της είπα λοιπόν τι ήθελα και κείνη δέχτηκε. Θα ’κάνε για μένα ό,τι κι αν της ζητούσα. Δεν είναι σπουδαία αδερφή;»

«Πολύ σπουδαία, Τομ!»

«Όχι πως το πράγμα είχε γι’ αυτήν τόση σημασία όση είχε για μένα» συνέχισε ήρεμα ο Τομ, «γιατί η ελευθερία μου, η άνεσή μου, ίσως και το μέλλον μου κρέμονταν απ’ αυτόν το γάμο’ εκείνη όμως δεν αγαπούσε κανέναν άλλο και το σπίτι μας ήταν γι’ αυτήν αληθινή φυλακή -ιδιαίτερα μάλιστα όταν εγώ έλειπα. Δε χρειάστηκε λοιπόν ν’ αφήσει κανέναν άλλο εραστή, για χάρη του γερο-Μπαουντερμπάη μα όσο να ’ναι, ήταν μια καλοσύνη της».

«Θαυμάσια! Και τώρα ζει τόσο γαλήνια».

«Ω!» αποκρίθηκε ο Τομ μ’ ένα περιφρονητικά προστατευτικό ύφος, «είναι πραγματικό κορίτσι. Κι ένα κορίτσι μπορεί να βολευτεί οπουδήποτε. Η Λου προσαρμόστηκε σ’ αυτή τη ζωή και ξένοιασε. Το ίδιο της κάνει. Κι εξάλλου δεν είναι κανένα συνηθισμένο κορίτσι. Μπορεί να κλειστεί στον εαυτό της και να σκέφτεται -την έχω δει πολλές φορές να κάθεται και να κοιτάζει τη φωτιά- συνέχεια μια ολόκληρη ώρα».

«Έτσι; Έχει δικό της ψυχικό πλούτο» είπε ο Χαρτχάουζ καπνίζοντας ήρεμα.

«Όχι τόσο όσο νομίζετε» αποκρίθηκε ο Τομ «γιατί ο πατέρας μας την παραγέμισε μ’ ένα σωρό άχρηστα και περιττά πράγματα. Είναι το σύστημά του».

«Έπλασε την κόρη του κατά το δικό του πρότυπο;» ρώτησε ο Χαρτχάουζ.

«Την κόρη του μόνο; Όλους! Κι εμένα έτσι μ’ έπλασε» είπε ο Τομ».

«Αδύνατο!»

«Έτσι είναι» είπε ο Τομ, κουνώντας το κεφάλι του. «Μπορώ να σας βεβαιώσω, κύριε Χαρτχάουζ, πως την πρώτη μέρα που έφυγα από το σπίτι και πήγα στο γερο-Μπαουντερμπάη, ήμουν ένας σωστός μπούφος και δεν ήξερα για τη ζωή περισσότερα απ’ όσα ξέρει ένα στρείδι».

«Έλα, Τομ! Δεν μπορώ να τα πιστέψω αυτά. Τα αστεία είναι αστεία!»

«Σας ορκίζομαι!» είπε το κουτάβι. «Μιλάω σοβαρά. Πολύ σοβαρά». Κάπνισε λίγη ώρα με πολλή σοβαρότητα και αξιοπρέπεια κι υστέρα πρόσθεσε με το ύφος ανθρώπου ικανοποιημένου από τον εαυτό του: «Ε! κάτι έμαθα κι εγώ από τότε. Δε λέω όχι. Ό,τι έμαθα όμως το ’μαθα μονάχος μου. Δεν έχω καμιά υποχρέωση στον πατέρα».

«Και η σοφή αδερφή σου;»

«Η σοφή αδερφή μου έμεινε σχεδόν εκεί που βρισκόταν. Άλλοτε μου παραπονιόταν πως δεν είχε τίποτε που να της κινεί το ενδιαφέρον, όπως τ’ άλλα κορίτσια, και δε βλέπω να ’χει κάνει από τότε καμιά πρόοδο πάνω σ’ αυτό. Μα της είναι αδιάφορο» πρόσθεσε πονηρά, τραβώντας μερικές ρουφηξιές από το πούρο του. «Τα κορίτσια βρίσκουν πάντα τον τρόπο να βολεύονται».

«Περνώντας χτες βράδυ από την Τράπεζα για να ζητήσω τη διεύθυνση του κυρίου Μπαουντερμπάη, βρήκα εκεί μια γριά κυρία, που φαίνεται να θαυμάζει πολύ την αδερφή σου» είπε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ πετώντας την άκρη του πούρου του.

«Τη μαμά Σπάρσιτ» είπε ο Τομ «Μπα! Τη γνωρίσατε κιόλας;»

Ο φίλος του έγνεψε καταφατικά. Ο Τομ έβγαλε το πούρο από το στόμα του, για να κλείσει το μάτι του (που του ήταν δύσκολο να το κουμαντάρει) μ’ έναν πιο εκφραστικό τρόπο, και για να χτυπήσει κάμποσες φορές τη μύτη του με το δάχτυλό του.

«Το αίσθημα της μαμάς Σπάρσιτ για τη Λου είναι κάτι παραπάνω από θαυμασμός» είπε ο Τομ. «Είναι στοργή, είναι αφοσίωση. Η μαμά Σπάρσιτ ποτέ δε βάλθηκε να ξελογιάσει το Μπαουντερμπάη όταν ήταν ανύπαντρος. Ποτέ!»

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε το κουτάβι προτού χαλαρώσει τις αισθήσεις του μια νάρκη, που τον έκανε να ξεχάσει τα πάντα. Ένα ταραγμένο όνειρο τον έβγαλε απ’ αυτό το λήθαργο. Είδε πως τον έσπρωχναν με την άκρη μιας μπότας και μια φωνή του έλεγε: «Έλα! Είναι αργά! Φεύγα!»

«Λοιπόν» είπε, και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πρέπει να σας αφήσω τώρα… Βέβαια… Σπουδαία τα πούρα σας. Μονάχα που είναι πολύ ελαφρά».

«Ναι, πολύ ελαφρά» απάντησε ο Χαρτχάουζ.

«Α, είναι… γελοιωδέστατα ελαφρά» είπε ο Τομ. «Πού είναι η πόρτα; Καληνύχτα!»

Είδε ένα άλλο παράξενο όνειρο, πως ένα γκαρσόνι τον τραβούσε μέσα σε μιαν ομίχλη, που αφού τον δυσκόλεψε πολύ και τον βασάνισε, διαλύθηκε στον κεντρικό δρόμο, όπου βρέθηκε να στέκει μονάχος του. “Υστέρα τράβηξε ήσυχα για το σπίτι, νιώθοντας όμως ακόμα την παρουσία και την επίδραση του καινούριου του φίλου -σα να βρισκόταν κάπου εκεί στον αέρα, με την ίδια νωχελική στάση, και τον κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα.

Το κουτάβι έφτασε σπίτι κι έπεσε να κοιμηθεί. Αν είχε συναίσθηση του τι είχε κάνει κείνη τη νύχτα, κι ήταν λιγότερο κουτάβι και περισσότερο αδερφός, θα σταματούσε στο δρόμο, θα κατέβαινε στο μαύρο ποτάμι, θα πήγαινε να κοιμηθεί εκεί μια και καλή και θα σκέπαζε το κεφάλι του για πάντα με τα βρώμικα νερά του.

***

Κάρολος Ντίκενς: Δύσκολα χρόνια

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -