Γεώργιος Αδρακτάς – Μικρά βάσανα (1902)


Μαθητική Ανάμνησις. Τω κ. Αριστείδη Ν. Κυριακώ. 

ΟΛΟΙ τον ξέραν στο χωριό της Καλόγριας το Μήτσο , τ’ορφανό, δεκαεφτά χρονώ παιδί. πρώτον στα παιχνίδια, μα και στα γράμματα.

Δεν είχε τότες το χωριό ξεχωριστό σκολειό για τα κορίτσια- στο ίδιο πήγαιναν όλα, αρσενικα καί θηλυκά, κι’ ό δάσκαλος, γέρος με ράσα καί σκούφο, άπ ’τούς παλιούς που γράφουν η ιστορίαις, για νά προλαβαίνη ό,τι μπορούσε νά συμβή, στα διαλείμματα μέ λόγο η με μάτι πονηρό, ξεχώριζε τά δυο αντίθετα φύλα σε δύο μεγάλους σοφάδες μέσα στον εξώστη, κι’έπερπατοϋσε ανάμεσα, μέ τή βέργα στή μασκάλη καί τά χέρια πίσω θηλυκωμένα, ρίχνοντας λοξαίς ματιαίς δεξιά κι’ άριστερά.

Κι’όταν εκουράζονταν άπ’τό περπάτημα, εκάθονταν στή χοντροκαμωμένη καρέκλα του, κι  έπαιρνε πρέζες από μια ξύλινη πολυκαιρισμένη ταμπακέρα, που τή φύλαγε σε πέτσινη θήκη, κι’ άν τύχαινε τότες νά μυριστή καμμιά στραβή ματιά στο ένα ή στάλλο μέρος, χτυπούσε τή βέργα δυνατά στο πάτωμα κι εφώναζε :

— Τά μάτια κάτω, σκυλιά παραδομένα ! Που κυττάζετε ;

Με μιας τριάντα ή σαράντα κεφάλια έκλιναν μπρος στ’ ανοιγμένα βιβλία, σάν μεστωμένα στάχια που τά φυσά ο λίβας.Ήταν δύσκολα τότες τά γράμματα. Καί καθώς άργούσαν οι γονιοί νά τα στείλουν τά παιδιά τους στο σκολειό, πολλαίς φοραίς έχνούδιαζαν τά μουστάκια τους πριν φτάσουν τό Ψαλτήρι ή τό Χριστόφορο.

Όσο γιά κορίτσια, πολύ λίγα σπίτια, τά πλουσιότερα, τα στελναν στο σκολειό, κι’εκεί μαζί διαβάζαν με τ’αγόρια στις τάξεις καί στά ημικύκλια. Πολλαις φοραίς έπαιζαν καί τά πετρόδούλα, καί τά σκλαδάκια, καί παραέτρεχαν. Κι ήταν ωραίο να βλέπης τά μυρωμένα νιάτα μ άπλότη ν’ ανακατατεύωνται.

Μά στο γέρο δάσκαλο δεν πολυάρεζε’ είχε νά κάνη μέ πράμματα ενάντια, σάν το μπαρούτι με τή φωτιά’ γι’αυτό καί άνοιγε τά μάτια τέσσερα, γιά νά έμποδίζη τής αστραπαίς καί τής φωτιαίς που ήταν έτοιμαις νά πιάσουν κάθε στιγμή μέσα σ’ εκείνη τή μαγεμένη σφαίρα.


Καί που να πρωτοφτάση ο άμοιρος! Μήπως μπορείς νά κόψης τή φόρα του Ήλιου, που έρχεται κάθε πρωί νά λούση μέ τής χρυσαίς αχτίδαις του τήν ποθητή του Γη ;

Μήπως μπορείς νά πνίξης τήν ευωδιά των λουλουδιών, οπού σκορπά η άνοιξη στο χαμογέλιο του Ήλιου, Καί σύννεφα αν του προβάλης μαύρα καί παχιά, θά σου τα κάψη, θά τά λυώση, θά φανή. Πάχνη κι’ άν ρίξης στά λουλούδια δυνατή, θά τήν χτυπήση με τής σαίταις του, μαργαριτάρια θά τήν κάνη καί θά στολίση μέ αύτά, τά γλέφαρα των λουλουδιών. Από μακρυά θα τά φιλήση μέ τά μάτια του κι’εκείνα ολοπρόθυμα θά του χαρίσουν τήν ψυχίτσα τους.

Απ’όλους τούς μαθητάδες έναν προ πάντων είχε στο μάτι κι έχτρεύονταν ό δάσκαλος, το Μήτσο τής Καλογριάς, καλόν καί στά μαθήματα μά καί στά σκάνταλα. Σέ ο,τι κι’άν έγίνετο, παιχνίδι ή παρατράγουδο, ή μέσα στο σκολειό ή έξω στά περιβόλια, ο Μήτσος είχε τήν ουρά του. Μά ήτον πονηρός καί του ξέφευγε. Σάν χέλι ξεγλυστροΰσε άπ’τά χέρια του.Ό Μήτσος ήτον στο άνθος τής ήλικίας του, έξυπνος καί προικισμένος μέ φυσικά χαρίσματα.

Έμάθαινε πρώτος τά μαθήματα καί τά ξηγούσε καί στάλλα τά παιδιά και στά κορίτσια.Τά σύναζε τριγύρω του καί τά έλεγε :

— Αν θέλετε νά μάθετε Ιστορία, νά’ τή διαβάζετε σάν παραμύθι κι οχι σάν μάθημα. Στήν αριθμητική νά βάνετε τό νού σας σε ενέργεια. Για τήν ορθογραφία να κυττάζετε πώς γράφεται ή λέξις ώμορφότερα. Στο τόπι δέν μέ φθάνετε, γιατί έχω μια τέχνη καί βάνω τή δύναμι στο χέρι μου όταν θ’ ακουμπήση το τόπι στην απαλάμη μου.

Άπομεναν τ’ αγόρια χάσκοντα κι’έβλεπες δάκρυα μυστικά στών κοριτσιών τά μάτια τά ορθάνοιχτα.Κι  άν στή στιγμή έτύχαινε νά φανή ό δάσκαλος, άγριος καί κακός, ολα με μια φωνή επροφασίζονταν :

— Την Ιερά Ιστορία λέγαμε . … .

Έτριζε τά δόντια του τότες ό δάσκαλος, χτυπούσε τή φτέρνα καταγής καί μ’ ένα μούγκρισμα, σάν ώργισμένο θηρίο, του Μήτσου έλεγε :

— Σκυλί παραδομένο ! πάλι εσύ ! Μαύρη θάναι η ώρα που θά σέ βάλω στά νύχια μου !Μαύρη καί σκοτεινή !

Η παρά μία τεσσαράκοντα ήτον ή ελαφρότερη άπ’ τής τιμωρίαις που δίνε με τή βέργα του.Ανέβαζε τον φταίκτη στή ράχη άλλου μαθητή, καί γυρίζοντας τριγύρω στά θρανία, εμπρός ο φορτωμένος κι αυτός από κοντά, μ’ ένα βελόνι εσούβλιζε τά πισινά τοΰ φταίκτη, ως που το αίμα έτρεχε άπ ’ τά ποδάρια του κι έβαφε το πάτωμα. Ώς τόσο τάλλα πλάσματα κρατούσαν τήν αναπνοή τους απ’ το φόβο τους.Αλλοτες έγονάτιζε τον αμελή επάνω σε χαλίκια ή σε ξηρά ρεβίθια – του σήκωνε τά χέρια καί τούδινε νά κράτη πέτρα ή ξύλο βαρύτατο.

Άλλαις τιμωρίαις είχε το μουντζούρωμα καί το φτύσιμο, τή φυλακή καί τον φάλαγγα, ένα όργανό φοβερό που έδενε τά πόδια γυμνά καί τά χτυπούσε με τή βέργα ώς που νά βγάλουν αίματα.Τό μουντζούρωμα καί τό φτύσιμο ήταν τιμωρίαις μαλακαίς, επειδή ’ς αυταίς δεν δούλευε η βέργα, καί τά προτιμούσαν μερικοί, που δέν είχαν αίσθημα νά διακρίνουν τής ψυχής τήν προσβολή απ’του κορμιού τό βάσανο.

Έκάναν διάλειμμα ένα ωραίο δειλινό Μαγιάτικο. Ό ήλιος έκλινε προς τή δύση κ εχρύσωνε μέ τής άχτίδαις του τά τζάμια των παραθυριών.Ο δάσκαλος εκάθονταν στή καρέκλα του κι’έπαιρνε πρίζες άπ ’ τήν ταμπακέρα του. Κατάλαβε πώς κάποιο σκάνταλο ο Μήτσος εσχεδίαζε. Πήγε κοντά στο τζάμι καί το άνοιξε. Το άνοιξε καί τώβαλε σέ θέσι νά βλέπη μέσα τήν εικόνα των παιδιών κι’ έκανε τον αδιάφορο, πώς τάχα κύτταζε τά σύννεφα, πέρα στή δύση του ήλιου.

Μα ο,τι κι’ αν έγίνονταν, θά τώβλεπε στον πρόχειρο καθρέφτη του, κι’ αλλοίμονο αν το παιχνίδι τάραζε το φράχτη το σκληρό, που έθεσε αυτός μέ τήν έπίβλεψι, άνάμεσα στά φύλα τα διάφορα – αρσενικά καί θηλυκά !Έτσι παραμονεύει ο κυνηγός μέ το τουφέκι του, κρυμμένος πίσω στά κλαδιά . . . Έτσι κι’ η άράχνη στήνει το δίχτυ της … .

Έξαφνα ο Μήτσος, θαρρώντας πώς ό δάσκαλος βλέπει τά σύννεφα, έβγαλε άπ ’ τήν τσέπη του ένα μεγάλο κόκκινο τραντάφυλλο, καί μέ λαχτάρα άληθινή τώρριξε στο μέρος τών κοριτσιών, επάνω στο βιβλίο τής Λεϊμονιάς, τής κόρης του Παπά.

Ήτον χαιρετισμός τής νιότης καί τής εξυπνάδας ’ς τήν εμμορφιά. Ήτον σπίθα που πετιέται άπ’άναμμένο κάρβουνο. Ήτον το φίλημα που στέλνει το πρωί ο Ηλιος στή Γή. Ήτον του Έρωτα το πρώτο γλυκοχάραμμα.

Σέ μιά στιγμή κι’ ο δάσκαλος έστράφη. Άγριος καί φοβερός επήρε το τραντάφυλλο, προτού ή κόρη νά το καλοιδή. Κοκκινησε αύτή σάν το τραντάφυλλο καί πλιότερο άπ ’ τή διπλή ντροπή κι άπ το φόβο της. Τά μάτια δέν σηκώνει να ίδή τριγύρω της καί ή καρδιά της τρέμει σάν ψάρι στά χέρια του ψαρά.

— Μαρτύρα, Λεϊμονιά, ποιός τώρριξε ! είπε μέ άγρια φωνή ο δάσκαλος σηκώνοντας ψηλά το τριαντάφυλλο, το φοβερό σημάδι του φταιξίματος. Μαρτύρα, ειδεμή …. είπε κι εχτύπησε τή φτέρνα του.

— Ο Μήτσος Καλογριάς . . . μουρμούριξε μέσα στά χείλη της.

Ηταν γλυκειά η φωνή της σάν τ’ αεράκι τ’ ’Απριλίου, σαν το νεράκι τ’αυλακιού, μά τή στιγμή εκείνη μαχαίρι έγινε κοφτερό για την καρδιά του Μήτσου.

— Μήτσος Καλογριάς! εφώναξε κι ’ ό δάσκαλος, όπως φωνάζει ό κλητήρας τον κατηγορούμενο.

Ο Μήτσος κατακίτρινος επαρουσιάσθηκε .

— Τι προτιμάς, του λέγει ο δάσκαλος, μουτζούρωμα καί φτύσιμο ή βελόνι καί βέργα ;

Όλα τά κορμάκια ανατρίχιασαν.Η Λεϊμονιά σάν κάτι ήθελε νά πή, μά ή φωνή της πνίγονταν μέσα στο λαιμό. Αίσθάνθηκε την προσβολή, που τής έγινε με το τραντάφυλλο, μά δεν βαστούσε καί νά ιδή τά βάσανα πούθελε πάθει εξ αίτιας της ο νέος ο καλός. Μετάνοιωσε που τον πρόδωκε.

Ηθελε νά πάη κοντά στο δάσκαλο, νά γονατίση μπρος του, νά του φιλήση τό χέρι του καί νά του πή : «Συχώρεσε τον, δάσκαλε, πρώτη φορά για χάρι μου…»

Μά ό κόσμος θά λεγε πώς δεν θά ήτον φρόνιμη καί τίμια… Καί ό Παπάς κι η μάννα της τι θάλεγαν, σάν μάθαιναν πώς στο σκολειό τ’ άγόρια της ρίχνουν τραντάφυλλα ; Καί τάλλα τά κορίτσια καί τά παιδιά τί θάλεγαν, αν πρώτη αυτή δεν έδειχνε τό θυμό της γιά κείνον πού τήν πρόσβαλε ;…

Κι’ έτσι στην ήλικία τών δεκατέσσερω χρονών έπάλαιψαν στην καρδιά της τά δυο αισθήματα, η αγάπη καί η τιμή, καί μιά στιγμή ενίκησε τό δεύτερο.Νά μιλήση θέλησε’ μά ή φωνή της χάθηκε. Να βαδίση θέλησε’ τά πόδια δεν κινήθηκαν. Καί μόνο τό στήθος της τό τρυφερό χτυπούσε δυνατα.

Όλοι περίμεναν του Μήτσου τήν απόκρισι, καί λέγαν πώς θά προτιμήση τό φτύσιμο καί τό μουντζούρωμα, τά ελαφρότερα, παρά τό φοβερό βελόνι καί τό δάρσιμο ! Τί είναι ένα μουντζούρωμα καί λίγο σάλιο στο πρόσωπος;στο δρόμο σάν περνά, στή βρύση, πλύνεται… Τά άλλα εινε φοβερά…Ρώτημα άλλο δεν χρειάζονταν. Τό φταίξιμό του ήτον φανερό κι’ άπ’ τά χειρότερα’ έπρεπε νά πάθη τά σκληρότερα.Γι αυτό κι ο δάσκαλος του είπε νά διαλέξη μόνος του. Πλιότερο πονεί η μαχαιριά, όταν την παίρνης άπ’ το χέρι σου.Τέλος ο Μήτσος μίλησε :

— Ας είναι το βελόνι κι ή βέργα, δάσκαλε…

Φόβος και τρόμος έπιασε τον μικρόκοσμο’ κορίτσια κι’ αγόρια δάγκωσαν τά χείλια κι έκυττάχθηκαν. Τής Λεϊμονιάς μας η καρδούλα σπαράχτηκε.

— Ά, όχι! του είπε ό δάσκαλος. Αυτά σ’ αρέσουν’ για σένα είναι τίποτα. Το φτύσιμο σου πρέπει καί το μουντζούρωμα, νά μάθης κακορίζικε, πώς φέρνονται οι άνθρωποι… Καί θά σε μουντζουρώση η ίδια με τά χέρια της… καί θά σε φτύση, αθεόφοβε…

Επήρε το καλαμάρι του κι εκάλεσε τη Λεϊμονιά μπροστά στο Μήτσο, καί τήν πρόσταξε νά μουντζουρώση μέ τή μελάνη τά μούτρα του.Εκείνη με τά μάτια χαμηλά, δεν άπλωνε τα χέρια της, παρά στεκώνταν σάν στύλος από μάρμαρο.

— Εμπρός ! τής είπε δ δάσκαλος κι’ έπιασε το χέρι της. Έβούτηξε στή μελάνη το δάχτυλό της καί το μελάνωσε’ κι’ έτσι κρατώντας το μαύρο δάχτυλο, ζωγράφισε μαύρους σταυρούς στου Μήτσου το γλέφαρο, στή μύτη, στο σαγόνι, στα μάγουλα.

Της Λεϊμονιάς το χέρι έτρεμε. Λές κι’ ακουμπούσε σε καμμένο σίδερο. Εστάθηκε μπροστά του ακίνητη. Μιά στεναχώρια τήν έπνιγε. Μάτια δεν βλέπεις’ μόνον ματόκλαδα. Ποιος απ’ τούς δυό τους έπασχε πλειότερο ;

Σάν τέλειωσε το μουντζούρωμα, ο δάσκαλος πρώτος εδωκε το παράδειγμα, καί μ’ ένα σάλιο δυνατό τον έφτυσε στο πρόσωπο.Περάσαν κι’ ολα τά παιδιά καί τά κορίτσια καί τον έφτυσαν, άλλα στο στήθος, κι’ άλλα στά μαλλιά, καί μερικά στά ματια καί στο στόμα καί στά μάγουλα.Το σάλιο κι’ ή μελάνη ανακατώθηκαν, καί μια μουντζούρα εγίνηκε το γελαστό του πρόσωπο.Κάθε φτυσιά στο πρόσωπο του Μήτσου, χτυπούτε στήν καρδιά τής Λεϊμονιάς ωσάν μολύβι αναλυτό.

— Σειρά σου τώρα, τής είπε ο δάσκαλος.Να ίδώ τι φτύσιμό θά τον κάνης εσύ, άλλη φορά νά μή σου ρίχνη τραντάφυλλα …

Τί στέκεσαι; ’Εμπρός ! Φτύσε τον γλήγορα ! Άνοιξε το στόμα σου και φτύσε τον… Αν δεν τον φτύσης, θά σέ βάλω δίπλα του καί θά διατάξω νά φτύση εσένα όλο το σκολειό ! . . .

Πράμμα ανέλπιστο, πράμμα που δέν μπορούσε νά φανταστή ο σκληρός ο δάσκαλος. Η Λεϊμονιά, μέ δάκρυα σάν αυλακάκια στά μάγουλα, προχώρησε δυο βήματα, και μ’ ένα κίνημα, στο πλάϊ του Μήτσου στάθηκε. Καλλίτερα τό φτύσιμο, παρά νά ρίξη τό σάλιο της στο πρόσωπο εκείνου, που της έρριξε μ’ ένα τραντάφυλλο την καρδούλα του.

— Φτού σου! θέλησε νά τή φτύση ό δάσκαλος, μά τό σάλιο χάθηκε στο στόμα του. Τά δάκρυα της τον πάγωσαν. Του φάνηκε σάν άγιο μυστήριο. Ο νους του ζαλίστηκε. Σάν τό κερί μπρος στή φωτιά, η πέτρινη καρδιά του μαλάκωσε. Δέν μπόρεσε νά κρατηθή πλειότερο. Μιά ταραχή μεγάλη αίσθάνθηκε στο στήθος του κι’ ετρεξε νά φύγη άπό κει, μή θέλοντας νά δείξη τά μάτια του, πουταν γεμάτα δάκρυα.

Κι’ ο Ήλιος τότες ερριξε τής υστερναίς αχτίδαις του, κι’ελαμψαν τά πρόσωπα του Μήτσου και τής Λεϊμονιάς, το ένα μουτζουρωμένο και τάλλο μέ τά κλάματα.

***

Βόλος, 1902. Γεώργιος Αδρακτάς

Αδρακτάς Γεώργιος Κ. (1870 – 1962)Γεννήθηκε στη Τσαγγαράδα Βόλου το 1870 και πέθανε το 1962. Παραδοσιακός πεζογράφος. Έγραψε την προπολεμική περίοδο ηθογραφικά διηγήματα εμπνευσμένα από τη θεσσαλική και πηλιορείτικη ζωή χρησιμοποιώντας την τοπική διάλεκτο.

Από το Ημερολόγιον Σκόκου

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -