Αντόν Τσέχοφ – «Η συκοφαντία»


Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ της καλλιγραφίας Σέργιος Καπιτόνιτς Αχινέγεφ πάντρευε την κορούλα του Νατάλια με το δάσκαλο της Ιστορίας και Γεωγραφίας, τον Ιβάν Πετρόβιτς Λοσαντίτιχ. Το γαμήλιο γλέντι πήγαινε σαν το λάδι.

Στο σαλόνι τραγουδούσαν, έπαιζαν και χόρευαν. Μέσα στα δωμάτια έτρεχαν παραζαλισμένοι με μαύρα φράκα και λεκιασμένες γραβάτες οι λακέδες που μίσθωσαν από τη λέσχη. Ακούγονταν θόρυβος και φωνές.

Ο δάσκαλος των μαθηματικών Ταραντούλωφ, ο Γάλλος Παντεκουά και ο νεαρός επόπτης του ελεγκτικού συνεδρίου Εγκόρ Βενεδίκτιτς Μζντε, καθισμένοι στη σειρά στο ντιβάνι, βιαστικά και διακόπτοντας ο ένας τον άλλο, διηγούνταν στους καλεσμένους πώς έτυχε πολλές φορές να θαφτούν άνθρωποι ζωντανοί, κι έλεγαν τη γνώμη τους για τον πνευματισμό. Κανείς από τους τρεις τους δεν πίστευε στον πνευματισμό, παραδέχονταν όμως πως σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουν πολλά πράγματα που ο άνθρωπος δεν θα βρει τη λύση τους.

Στο άλλο δωμάτιο, ο δάσκαλος της φιλολογίας, ο Ντοντόσκυ, εξηγούσε στους καλεσμένους τις περιπτώσεις που ο φρουρός έχει δικαίωμα να πυροβολήσει τους διαβάτες. Όπως βλέπετε, οι κουβέντες ήταν τρομερές αλλά και πολύ ευχάριστες. Από το δρόμο κοίταζαν στα παράθυρα άνθρωποι, που η κοινωνική τους θέση δεν τους επέτρεπε να μπουν στο σπiτι . Ακριβώς τα μεσάνυχτα, ο οικοδεσπότης Αχινέγεφ πήγε ως την κουζίνα να δει αν ήταν όλα έτοιμα για το δείπνο.

Στην κουζίνα, από το πάτωμα ως το ταβάνι, ήταν γεμάτο καπνό, από τα αρώματα που σκόρπιζαν οι κοκκινιστές χήνες οι πάπιες και τα άλλα φαγητά. Πάνω σε δυο τραπέζια ή απλωμένα σε καλλιτεχνική ακαταστασία τα βοηθητικά των μεζέδων και των ποτών. Κοντά στα δυο τραπέζια πηγαινοερχόταν ανήσυχη η μαγείρισσα Μάρθα, μια κοκκινομάγουλη χωρική που η μεγάλη της κοιλιά σχημάτιζε δυο πατώματα…

-Για δείξε μου, Μάρθα, την οσετρίνα(*), είπε ο Αχινεγεφ ενώ έτριβε τα χέρια του και έτρεχαν τα σάλια του. Τι άρωμα είναι αυτό! Θα έτρωγα ολόκληρη την κουζίνα! Δείξε μου, λοιπόν, την οσετρίνα!


Η Μάρθα πλησίασε και προσεκτικά σήκωσε ένα λαδωμένο φύλλο εφημερίδας. Κάτω από κείνο το χαρτί, σε μια πελώρια πιατέλα, έστεκε φαρδιά πλατιά η οσετρίνα μέσα στη σάλτσα, στολισμένη με κάπαρη, ελιές και καρότα. Ο Αχινέγεφ κοίταξε την οσετρίνα και αναστέναξε. Το πρόσωπό του έλαμψε και τα μάτι του αλληθώρισαν. Έσκυψε κι έβγαλε έναν ήχο όπως βγάζει ο αλάδωτος τροχός. Σε λίγο χτύπησε το ένα δάχτυλο με το άλλο από μεγάλη ευχαρίστηση, κι ακόμη μια φορά τα χείλη του ρούφηξαν τον ήχο που μοιάζει με φιλί.

-Μπά! Εδώ ακούονται φλογερά φιλιά… Με ποιον φιλιέσι, Μάρθα; Ακούστηκε μια φωνή από το γειτονικό δωμάτιο και στην πόρτς πρόβαλε το κουρεμένο κεφάλι του βοηθού των παιδονόμων, του Βάνκιν. Με ποιον λοιπόν; Α-α-α… πολύ ευχάριστο! Με τον Σέργιο Καπιτόνιτς! Σπουδαίος είναι, ακούς εκεί! Με γυναικείο τετ-α-τετ!

-Εγώ δεν φιλιέμαι, κύριε -είπε ταραγμένος ο Αχινέγεφ- που τη βρήκες αυτή τη βλακεία; Εγώ ενθουσιάστηκα, να, ρούφηξα τα χείλη μου από ευχαρίστηση… Να, όταν είδα το ψάρι…

-Παραμύθια!

Το κεφάλι του Βάνκιν χαμογέλασε ολόκληρο και χάθηκε πίσω (από την πόρτα. Ο Αχινέγεφ κοκκίνισε.

«Που να πάρει ο διάβολος! Σκέφτηκε. Θα πάει τώρα ο άτιμος και θ’ αρχίσει το κουτσομπολιό. Θα με κάνει ρεζίλι σ’ όλη την πόλη το χτήνος»…

Ο Αχινέγεφ προχώρησε δισταχτικά στο σαλόνι, και κοίταξε μι τρόπο πού βρίσκεται ο Βάνκιν. Ο Βάνκιν έστεκε δίπλα στο πιάνο και με ηρωικό ύφος ψιθύριζε στη γελαστή κουνιάδα του επιθεωρητή.

Σίγουρα πρόκειται για μένα! Σκέφτηκε ο Αχινέγεφ. Κι εκείνη ι ον πιστεύει… ναι τον πιστεύει! Γελά! Θεέ μου! Όχι, δε μπορεί να« μείνει έτσι το πράγμα… όχι… Πρέπει να τα καταφέρω έτσι ώστε να μην τον πιστέψουν… Θα μιλήσω σε όλους, κι έτσι θα μείνει με το βλακώδικο κουτσομπολιό του».

Ο Αχινέγεφ έξυσε το κεφάλι του και πάντοτε ταραγμένος πλησίασε τον Παντεκουά.

-Τώρα δα ήμουν στην κουζίνα κι έδινα οδηγίες για το δείπνο, είπε στο Γάλλο. Εσείς ξέρω αγαπάτε το ψάρι, κι έχω αγαπητέ μου μια οσετρίνα τρέλα, ως δυο πήχες! Χα-χα-χα… Αλήθεια, κόντευα να το ξεχάσω… Ξέρετε, να, τώρα στην κουζίνα είχα ένα αληθινό ανέκδοτο με την οσετρίνα! Μπαίνω τώρα δα στην κουζίνα και ζητώ να μου δείξουνε τα φαγητά… Κοιτάζω την οσετρίνα και από ευχαρίστηση… μπρος σ’ ένα τόσο πικάντικο θέαμα ρούφηξα τα χείλια μου! Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή να ‘σου μπαίνει αυτός ο Βάνκιν και λέει… χα-χα-χα και λέει: Α-α-α… κάθεστε και φιλιέστε εδώ πέρα; Καταλαβαίνεις, με τη Μάρθα, τη μαγείρισσα! Τόσο κόβει το μυαλό του! Αυτή να τώρα, ούτε ψάρι ούτε κρέας και μοιάζει με όλα τα θηρία του κόσμου, και κατόπι να σου λέει… τη φίλησες! Ο βλάκας!

-Ποιος είναι βλάκας; ρώτησε ο Ταραντούλωφ που πλησίαζε κείνη την ώρα.

-Να, αυτός ο Βάνκιν! Μπαίνω στην κουζίνα…

Και διηγήθηκε την ιστορία με τον Βάνκιν.

-Μ’ έκανε να γελάσω ο ανόητος! Εγώ νομίζω πως καλύτερα να φιλήσει κανείς σκύλο παρά τη Μάρθα, πρόσθεσε ο Αχινέγεφ, κοίταξε γύρω του και είδε τον Μζντε.

-Μιλάμε για τον Βάνκιν, του είπε. Περίεργος άνθρωπος! Μπήκε στην κουζίνα, με είδε πλάι πλάι με τη Μάρθα και άρχισε να βάζει με το νου του σημεία και τέρατα. «Τι, λέει, φιλιέστε;». Το φαντάστηκε μεθυσμένος. Κι εγώ τους λέω καλύτερα να φιλήσω μια γαλοπούλα παρά τη Μάρθα. Εγώ έχω και γυναίκα, βλάκα. Αστείο πράγμα!

-Ποιος έκανε το αστείο; Ρώτησε ο ιερέας, ο δάσκαλος των θρησκευτικών.

-Ο Βάνκιν, απάντησε ο Αχινέγεφ. Ξέρετε τι συνέβη, ήμουνα στην κουζίνα και κοίταζα την οσετρίνα…

Και τράβα κορδέλα. Σε μισή ώρα όλοι οι καλεσμένοι γνώριζαν πια την ιστορία της οσετρίνας και του Βάνκιν.

«Τώρα, αν θέλει ας κάτσει να τους διηγηθεί, σκεφτόταν ο

Αχινέγεφ τρίβοντας τα χέρια του. Ας πάει να τους διηγηθεί! -αμέσως θα τον στείλουν στο καλό και θα του πουν: “Τράβα στο καλό σου, τα εξογκώνεις τα πράγματα! Εμείς όλα τα ξέρουμε”!»

Και τόσο ησύχασε ο Αχινέγεφ, ώστε από τη χαρά του κατέβασε τέσσερα ποτηράκια παραπάνω. Μετά το δείπνο προβόδισε τους νεόνυμφους στην κρεβατοκάμαρα, και πηγαίνοντας στο δωμάτιό του έπεσε και κοιμήθηκε σαν το πιο αθώο βρέφος, και την επομένη ούτε θυμότανε πια την ιστορία της οσετρίνας. Αλλά, αλίμονο! Αλλα μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει. Η κακιά γλώσσα έκανε τη δουλειά της, και τον Αχινέγεφ δεν τον βοήθησε η πονηριά του! Ακριβώς μετά μια βδομάδα, και συγκεκριμένα την Τετάρτη, ύστερα από το τρίτο μάθημα, όταν ο Αχινέγεφ ήταν στο διευθυντήριο και συζητούσε για τις κακές κλίσεις του μαθητή Βίσεκιν, τον πλησίασε ο διευθυντής και τον τράβηξε κατά μέρος:

-Ξέρετε, Σέργιε Καπιτόνιτς, του είπε ο διευθυντής. Να με συμπαθάτε… Δεν είναι βέβαια δική μου δουλειά, ωστόσο πρέπει να σας εξηγήσω… Είναι υποχρέωσή μου… Βλέπετε, κυκλοφορούν φήμες ότι συζείτε μ’ αυτή… τη μαγείρισσα… Δεν είναι δική μου δουλειά, αλλά… Μπορείτε να ζείτε μαζί της και να φιλιέστε… ό,τι θέλετε, μόνο σας παρακαλώ όχι δημόσια! Σας παρακαλώ! Μη λησμονείτε ότι είστε παιδαγωγός!

Ο Αχινέγεφ μαρμάρωσε κι έγινε κάτωχρος. Σα να τον δάγκασε ξαφνικό σμήνος μελίσσια και, σα ζεματισμένος με βραστό νερό, τράβηξε σπίτι του. Πήγαινε σπίτι του και νόμιζε πως τον κοιτάζει όλη η πολιτεία, σαν να τον είχανε πασαλειμμένο με μαζούτ… Στο σπίτι τον περίμενε άλλη συμφορά.

-Γιατί σήμερα δεν κατεβάζεις τίποτε στην κοιλιά σου; Τον ρώτησε την ώρα του φαγητού η γυναίκα του. Πού βυθίστηκε η σκέψη σου; Σκέφτεσαι τους έρωτες; Μελαγχόλησες για τη Μάρθα; Όλα τα ξέρω, άπιστε γκιαούρη! Μου ανοίξανε τα μάτια μου οι καλοί φίλοι! Ου-ου-ου… βάρβαρε!

Και του κατέβασε ένα χαστούκι!… Σηκώθηκε από το τραπέζι, και μη νιώθοντας πια το χώμα που πατούσε, χωρίς καπέλο και χωρίς πανωφόρι, τράβηξε στου Βάνκιν. Τον Βάνκιν τον βρήκε σπίτι του.

-Άτιμε άνθρωπε! Είπε ο Αχινέγεφ στον Βάνκιν. Γιατί κηλίδωσες την υπόληψή μου στα μάτια όλου του κόσμου; Γιατί εξαπόλυσες εναντίον μου αυτή τη συκοφαντία;

-Ποια συκοφαντία; Τι είναι αυτά που φανταστήκατε;

-Και ποιος λοιπόν με συκοφάντησε, πως τάχατε φιλιόμουν με τη Μάρθα; Βέβαια, θα πεις πως δεν είσαι συ; Δεν είσαι εσύ, εγκληματία;

Ο Βάνκιν τα ‘χάσε κι έκανε κάτι παράξενους μορφασμούς μόλο το τσαλακωμένο του πρόσωπο, σήκωσε τα μάτια του προς το εικόνισμα και είπε:

-Ο Θεός να με τιμωρήσει! Να βγούνε τα μάτια μου, να ψοφήσω, αν είπα έστω και μια λέξη για σας! Να μη σταθώ, να μη βρεθώ! Να με φάει η χολέρα και να με σηκώσει!…

Δε χωρούσε πια αμφιβολία για την ειλικρίνεια του Βάνκιν. Βέβαια δεν ήταν αυτός που κουτσομπόλεψε.

«Ποιος λοιπόν; Ποιος; Σκέφτηκε ο Αχινέγεφ, φέρνοντας στη μνήμη του όλους τους γνωστούς και χτυπώντας το στήθος του. Ποιος είναι λοιπόν;».

Ποιος είναι λοιπόν; Θα ρωτήσουμε κι εμείς τον αναγνώστη…

***

(*)Ψάρι ποταμίσιο. Ελληνικά το λένε ασετριόνι και βγαίνει στην Αλεξανδρούπολη.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -