Ν. Δήμου – Τσαρλς Σουλτς και Τσάρλι Μπράουν

charlie-brownΣαν σήμερα, στις 2 Οκτωβρίου 1950, ο Charles Monroe Schulz (με το παρατσούκλι «Sparky») ξεκινούσε το καθημερινό κόμικ των «Peanuts» (Σνούπι στην Ελλάδα). Ας διαβάσουμε ένα θαυμάσιο άρθρο του Νίκου Δήμου, που μας περιγράφει αυτό το κατά πολλούς καλύτερο κόμικ στριπ όλων των εποχών


ΟΤΑΝ -κάποτε- γράψουν την ιστορία της τέχνης του εικοστού αιώνα, είμαι βέβαιος πως πράγματα που εμείς σήμερα δοξολογούμε σαν τέχνη, θα περάσουν στις υποσημειώσεις. Ποτέ, σε καμιά εποχή, δεν βαθμολογήθηκαν σαν σημαντικά ρεύματα τέχνης τα πειραματικά κινήματα των ελαχίστων. Πάντα τέχνη ήταν εκείνη η επικοινωνιακή εκδήλωση που αφορούσε, που επηρέαζε, που διαμόρφωνε και μαζί απηχούσε τη σκέψη και την αίσθηση μιας σημαντικής μερίδας του κοινού.

Έτσι δεν θα με παραξένευε καθόλου, αν ο μελλοντικός ιστορικός τέχνης του αιώνα μας καθόριζε σαν τις πιο ζωντανές τέχνες της εποχής μας τον κινηματογράφο, τα τηλεοπτικά σήριαλ και φήτσερ, τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, τη μουσική ροκ, τις αφίσες και τα κόμικς.

Ήδη κι εμείς έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε πως τα τραγούδια των Μπητλς είναι η πιο αξιόλογη ποιητική και μουσική ενότητα της εποχής μας – ενώ στην Αμερική αρχίζουν να ανακαλύπτουν την υψηλή αισθητική αξία των πρώτων προγραμμάτων της τηλεόρασης. Οι (για μας) γελοίες σαπουνόπερες στυλ “πικρής μικρής αγάπης”, γίνονται αντικείμενα βαθυστόχαστων και πολύτομων κριτικών αναλύσεων – και τοποθετούνται δίπλα στα έργα του Γκρίφιθ και του Σένετ (που κι αυτά, όταν πρωτοβγήκαν, τα σνομπάριζαν οι καλλιεργημένοι).

Πρόσφατα, ο Jonathan Price – μέγας Σαιξπηρολόγος και θεωρητικός του θεάτρου – κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο “Το καλύτερο πράγμα στην TV – οι διαφημίσεις”, όπου αναλύει τις αισθητικές αξίες των τηλεοπτικών “κομέρσιαλς”. Η αυθεντική καλλιτεχνική έκφραση ενός κόσμου διαλέγει περίεργους δρόμους – και η κριτική τρέχει πάντα λαχανιασμένη, δεκάδες χρόνια πίσω.

Τα κόμικς είναι αναμφισβήτητα μία από τις “ζωντανές τέχνες” της εποχής μας. Μαζί με τα μακρινά τους ξαδέλφια, τα καρτούν (κινούμενα σχέδια), αποτελούν έναν τεράστιο τομέα δημιουργίας, που καλύπτει όλη την κλίμακα των ανθρώπινων βιωμάτων και ενδιαφερόντων. Υπάρχουν κόμικς λαϊκά, κουλτουριάρικα, αντεργκράουντ, πορνό, πρωτοποριακά, σουρρεαλιστικά, κωμικά, επιστημονικής φαντασίας, αισθηματικά κλπ.


Τα κόμικς είναι παλαιότερα από τα καρτούν και πιο αξιόλογα σαν μορφή τέχνης. Είναι σύνθετη δημιουργία λόγου και εικόνας, που προϋποθέτει δραματουργικές και εικαστικές ικανότητες – μαζί με μια εκπληκτική αφαιρετική (ή συμπυκνωτική) δύναμη, μια και ολοκληρώνονται συνήθως σε τέσσερις μικρές εικόνες. Το ύφος από κόμικ σε κόμικ διαφέρει, όσο ο Σαίξπηρ από τον Δουμά και ο Γκολντόνι από τον Μπέκετ. Σίγουρα μερικοί από τους δημιουργούς των “Εικονογραφημένων Ταινιών” θα καταλάβουν σημαντικό χώρο σ’ αυτή τη μελλοντική ιστορία τέχνης του 20ού αιώνα – για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια υπεύθυνης πνευματικής αντιμετώπισης ενός (ίσως του πιο σημαντικού) κόμικ της εποχής μας. Πιθανόν να βοηθήσει μερικούς (αυτούς που ονομάζουν όλα τα κόμικς “Μίκυ Μάους”) να καταλάβουν τι κρύβεται μέσα σ’ αυτές τις μικρές εικόνες. Είναι χαρακτηριστικό για την άγνοια και την πνευματική μυωπία μερικών διανοουμένων μας, πως οδύρονται επειδή “τα παιδιά μας διαβάζουν κόμικς!”. Πότε άραγε θα κατανοήσουν πως τα περισσότερα κόμικς δεν είναι “ψυχοφθόρα έντυπα”, αλλά μια νέα μορφή τέχνης, πολύ πιο αξιόλογη και σίγουρα πιο θρεπτική για τη φαντασία και την ευαισθησία των παιδιών, από τα ανούσια, νερόβραστα και αναχρονιστικά παιδικά βιβλία που θέλουν να τους επιβάλουν.

Η γενιά μου, που μεγάλωσε με Ιούλιο Βερν αλλά και “Μάσκα”, με τα τελευταία φύλλα της “Διάπλασης” αλλά και τα πρώτα κόμικς του “Ελληνόπουλου” και των “Κλασσικών Εικονογραφημένων”, κάτι κέρδισε από τη δύναμη και τη ζωντάνια του εικονογραφημένου λόγου.

Αλλά ας έρθουμε στον Τσαρλς Σουλτς και τον Τσάρλι Μπράουν.

ΙΙ

Η κάπως καθυστερημένη αλλά δυναμική εισβολή του Σνούπυ στον ελληνικό χώρο, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά και άπειρες παρεξηγήσεις. Τούτο οφείλεται αφ’ ενός στην κάπως άτακτη, ή μάλλον πρωθύστερη, παρουσίαση του έργου του Σουλτς, αφ’ ετέρου στην έλλειψη προετοιμασίας του κοινού μας να το δεχτεί.

Σε άλλες χώρες έχει γίνει ήδη κοινός τόπος πως οι “ταινίες σχεδίων” (bandes dessinees, comic strips) ή κόμικς, είναι μια πρωτότυπη και αξιόλογη μορφή τέχνης. Σήμερα, όπως γράφει ο J. Sadoul, υπάρχει έδρα για κόμικς στη Σορβόνη. Όσο για τον Charles M. Schultz, τον δημιουργό του Σνούπυ, είναι αυτός που, όπως επιγραμματικά γράφει ο Sadoul, “ανέβασε τα κόμικς στο επίπεδο της μείζονος τέχνης”. Προσωπικά, θα ήθελα να πω πως θεωρώ τον Σουλτς σαν τον πιο χαρακτηριστικό τραγικό ποιητή του εικοστού αιώνα – μαζί με τον (σε πολλά συγγενή) Τσάπλιν.

Ο Τσαρλς Σουλτς γεννήθηκε το 1922 στη Μινεάπολη. Ο ίδιος δέχεται πως η ατμόσφαιρα και τα δρώμενα των κόμικς του αντικατοπτρίζουν την παιδική του ηλικία – και πώς η ομοιότητα με τον ήρωά του Τσάρλι Μπράουν δεν περιορίζεται μόνο στο μικρό όνομα. Σαν ζωγράφος είναι αυτοδίδακτος (με την εξαίρεση μερικών μαθημάτων “δι’ αλληλογραφίας”), σαν άνθρωπος ακτινοβολεί ηρεμία και καλοσύνη. Η ζωή του υπήρξε ήσυχη – εξωτερικά τουλάχιστον – με όλα τα τυπικά γνωρίσματα του επαρχιώτη Αμερικάνου μικροαστού οικογενειάρχη. Και όμως απ’ αυτόν τον απλό άνθρωπο (που ένιωθε και νιώθει ακόμη τόσο ασήμαντος κι ανώνυμος, όσο κι ο ήρωάς του), βγήκε το κορυφαίο κόμικ στριπ του αιώνα μας που, όπως γράφει η Encyclopaedia Britannica:

“τα παιδιά το καταλαβαίνουν, οι μεγάλοι το αναλύουν – και όλοι το αγαπούν”.

Και πρώτα μερικά στοιχεία: Το πραγματικό όνομα της σειράς είναι Peanuts (πήνατς: φυστικάκια, ψειρίτσες θα λέγαμε εμείς). Από το 1967, στον τίτλο προστίθεται ο υπότιτλος “με πρωταγωνιστή τον καλό γερο-Τσάρλι Μπράουν” (good-old C. Braun). Το κόμικ αρχίζει να εμφανίζεται το 1950. Από τους 30 τόμους που μετράω στη βιβλιοθήκη μου, τέσσερις έχουν στον τίτλο την ονομασία Πήνατς, είκοσι έχουν στον τίτλο το όνομα του Τσάρλι Μπράουν, πέντε το όνομα του Σνούπυ και ένας τα ονόματα και των δύο. Ήδη το 1955 το στριπ ήταν αρκετά διάσημο, ώστε να κερδίσει το βραβείο “Reuben” (το “Όσκαρ” των κόμικς) που απονέμει η Ένωση Σχεδιαστών Κόμικς (National Cartoonists Society). Ας σημειωθεί ότι ο Σουλτς είναι ο μόνος καλλιτέχνης που κέρδισε δύο φορές αυτό το βραβείο (το ξαναπήρε το 1964).

Η μεγάλη αναγνώριση έρχεται στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν περιοδικά σαν το Τime, το Life, το Newsweek κλπ., του αφιερώνουν εξώφυλλα και εκτενείς παρουσιάσεις. Η παγκόσμια “δόξα” έρχεται όταν, στα 1969, οι αστροναύτες που πάνε στο φεγγάρι ονομάζουν τα διαστημικά οχήματά τους Σνούπυ και Τσάρλι Μπράουν.

Βασικός ήρωας του κόμικ είναι ο Τσάρλι Μπράουν. Ο σκύλος του, ο Σνούπυ, παίζει εντελώς περιθωριακό ρόλο για τα δέκα πρώτα χρόνια. Μετά (από το 1960 και ύστερα) η γραμμή του Σουλτς αρχίζει και χαλαρώνει, παίρνει μιαν άλλη ευλυγισία που του επιτρέπει να σχεδιάσει τον Σνούπυ εντελώς διαφορετικά. Εικαστικά είναι ο χαρακτήρας με τη μεγαλύτερη εξέλιξη, με κορυφαία στιγμή τη μεταμόρφωση από τετράποδο σε δίποδο (1966). Ωστόσο, ο σκύλος αρχίζει να γίνεται βασικός ήρωας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’60 – εποχή που (για τους ειδικούς) συμπίπτει με την αρχή της παρακμής των Πήνατς.

Το στριπ παρουσιάζεται σε δύο βασικές μορφές: τα καθημερινά “τεσσάρια” (τέσσερις εικόνες, τέσσερις χρόνοι στην ανάπτυξη της ιστορίας) και τα “κυριακάτικα”, τα οποία έχουν πολύ περισσότερες εικόνες σε τρεις επάλληλες σειρές. (Στην Ελλάδα τα πρώτα τα δημοσιεύει το “Βήμα”, τα δεύτερα, εδώ και πολλά χρόνια, ο Ταχυδρόμος). Υπάρχει σημαντική διαφορά στη δομή και την εξέλιξη του καθημερινού και του κυριακάτικου στριπ. Άλλες μορφές εμφάνισής του (λιγότερο σημαντικές) ήσαν οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 ο κόσμος των Πήνατς ήταν ένας σκληρός, πικρός, σκοτεινός κόσμος. Μόνο η παρουσία του Σνούπυ έδινε στο κόμικ μια χαρούμενη νότα. Αργότερα, αυτή η παρουσία ήταν που συμφιλίωσε τα Πήνατς με τα παιδιά και έκανε το κόμικ γνωστό σε περισσότερο κόσμο. Ήδη όμως και χωρίς την ενεργό συμμετοχή του Σνούπυ, τα Πήνατς είχαν πουλήσει ως το 1970 πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο σε βιβλία! Φυσικά, από ένα σημείο και πέρα, άρχισε η ευρύτερη εμπορική εκμετάλλευση, με ποτήρια, μαξιλάρια, κούκλες, φανέλες και ό,τι άλλο μπορεί να κατασκευαστεί στο Χονγκ Κονγκ.

Βασικό χαρακτηριστικό των Πήνατς είναι ότι, ενώ οι ήρωες έχουν εμφάνιση παιδιών και ζουν σαν παιδιά, οι χαρακτήρες, οι σκέψεις, τα προβλήματά τους δεν έχουν τίποτα το παιδικό. (Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής τους τα Πήνατς θεωρούνται ως το τυπικότερο κόμικ για ενήλικους. Τέτοια είναι, άλλωστε τα περισσότερα κόμικς στην Αμερική). Η σύγκρουση ανάμεσα στην εμφάνιση των ηρώων και την προβληματική τους, είναι η πρώτη αιτία αποστασιοποίησης (και η μόνη αιτία γέλιου). Είναι ενδεικτικό ότι κανένας μεγάλος δεν απεικονίζεται ποτέ, παρ’ όλο που η παρουσία τους (π.χ. της δασκάλας του Λάινους, του πατέρα του Τσάρλι κλπ.) είναι πολύ αισθητή.

Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι οι χαρακτήρες του στριπ είναι βασικά δυστυχείς και αποτυχημένοι (με την πιθανή εξαίρεση του μονοδιάστατου Σρέντερ). Και, φυσικά, η τραγική μορφή είναι ο κεντρικός ήρωας – ο Τσάρλι Μπράουν.

Το κεφάλι του είναι ένας τέλειος κύκλος. Το πρόσωπό του είναι ανώνυμο – είναι ο “Καθένας”, ο “Οποιοσδήποτε”. Δεν έχει μαλλιά και το στόμα του είναι “μια γραμμή που τρέμει”, όπως θα ‘λεγε ο Σεφέρης. Με απόλυτη απορία, που εκφράζεται συνεχώς στο καταστρόγγυλο πρόσωπο και στις τελείες των ματιών, αντιμετωπίζει έναν εχθρικό κόσμο. Είναι καλός – ευαγγελικά καλός, άσπιλος – εμπιστεύεται τους πάντες και τους ξαναεμπιστεύεται, πάλι και πάλι. Ξέρει πως είναι “προγραμματισμένος να αποτυχαίνει”, κουβαλάει μέσα του τη σιγουριά του ναυάγιου (για να χρησιμοποιήσω την υπαρξιακή ορολογία του Γιάσπερς) και περιμένει πάντα το χειρότερο.

Η μοίρα του Τσάρλι Μπράουν ορίζεται από τη μέγαιρα Λούσυ, το δέντρο που τρώει τους αετούς, την κρυφή του αγάπη, τη “μικρή κοκκινομάλλα” (που με μεγαλοφυή τρόπο δεν εμφανίστηκε ποτέ στο στριπ), την ολοκληρωτική αποτυχία του σαν αρχηγού της ομάδας του μπέιζμπολ, το σκύλο Σνούπυ (ο οποίος τον εκμεταλλεύεται) και τον κόσμο ο οποίος τον αποδιώχνει. Είναι χαρακτηριστική η πρώτη εμφάνιση του Τσάρλι Μπράουν στο πρώτο στρίπ (1950). Δύο παιδάκια κάθονται στο πεζοδρόμιο και τον βλέπουν να έρχεται από μακριά. Πρώτη εικόνα: Λέει το ένα: “Μπράβο! Να που έρχεται και ο καλός γερο-Τσάρλι Μπράουν”. Δεύτερη εικόνα: (Ο Τσάρλι είναι κοντά τους): “Ο καλός γερο-Τσάρλι – μάλιστα!”. Τρίτη εικόνα: (Ο Τσάρλι βγαίνει από το πλάνο): “Ο καλός γερο-Τσάρλι…”. Τετάρτη εικόνα: “…πώς τον μισώ!”.

Έτσι, η πρώτη εμφάνιση των Πήνατς είναι μια στιγμή μίσους. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Σουλτς (συνήθως πολύ λιγόλογος όταν μιλάει για τη δουλειά του) έγραψε, πως “το αρχικό θέμα των Πήνατς βασιζόταν στη σκληρότητα που υπάρχει ανάμεσα στα παιδιά“. Σύντομα ο Τσάρλι Μπράουν παίρνει την τελική του μορφή: ο αιώνια χαμένος, ο γεννημένος να χάνει (born loser). Βρίσκεται σε μια σχεδόν μόνιμη κατάθλιψη και σε μια συνεχή κρίση ταυτότητας. (Παραπονιέται ότι έχει περιόδους κατάθλιψης. Όταν τον ρωτάνε ποιον καιρό κρατάει η τελευταία περίοδος, απαντά: “Έξι χρόνια”). Κανείς δεν τον αγαπάει – το ξέρει – και στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου (γιορτή της αγάπης) αναρωτιέται: “είναι ανάγκη να έχουμε και γιορτή, για περισσότερη έμφαση;” Δεν είναι τυχαίο πως κανείς, ποτέ, δεν τον φωνάζει με το μικρό του όνομα σκέτο – είναι πάντα ο “Τσάρλι Μπράουν” – σε αντίθεση με όλους τους άλλους ήρωες του στριπ για το χαρακτηρισμό των οποίων αρκεί ένα όνομα.

Το άγχος του το επιτείνει η σκληρότητα της Λούσυ. Π. χ.: πρώτη εικόνα – Τσάρλι Μπράουν: “Εχθές ήμουν θαύμα, αλλά σήμερα νιώθω κατάθλιψη”. Λούσυ: “Μην ανησυχείς, Τσάρλι Μπράουν, πιθανόν να είσαι κάπως ασταθής…”. Δεύτερη εικόνα – Λούσυ: “Πιθανόν να είσαι κάπως ασταθής και λίγο ασυνεπής…”. Τρίτη εικόνα – Λούσυ: “Πιθανόν είσαι κάπως ασταθής, λίγο ασυνεπής και σχετικά χαμένος…”. Τέταρτη εικόνα – Λούσυ: “Πιθανόν είσαι κάπως ασταθής, λίγο ασυνεπής και σχετικά χαμένος και… Τσάρλι Μπράουν: “good grief!” (η κλασική του έκφραση αγανάκτησης, οδύνης και πικρίας).

snoopyΗ Λούσυ είναι η καθαρή ουσία της μέγαιρας. Δυναστεύει και καταπιέζει τους πάντες – τον Τσάρλι Μπράουν, τον αδερφό της Λάινους, τον Σρέντερ (στον οποίο προσπαθεί να επιβάλει τον έρωτά της – άσχετα αν της είναι αδύνατον να εκτοπίσει τον Μπετόβεν), ακόμη και το σκύλο Σνούπυ (που είναι ο μόνος ο οποίος, καμιά φορά, κάνει επιτυχημένη αντίσταση). Έχει δύο όπλα – τη φοβερή της φωνή (που κυριολεκτικά μετακινεί τον αντίπαλο), και την εξίσου φοβερή της γροθιά. (Λούσυ: “Έπρεπε να τον βαρέσω γρήγορα – άρχιζε να με πείθει”). Ακόμη πιο καταπιεστική γίνεται με την ιδιότητά της του ψυχίατρου (έχει πάγκο όπου παρέχει ψυχιατρικές συμβουλές έναντι αμοιβής 5 σεντς), όπου αντί να λύνει τα προβλήματα των πελατών (βασικά του Τσάρλι Μπράουν), τους τα τρίβει στη μούρη. Ίσως η Λούσυ να είναι η καλύτερη παρωδία της καταπιεστικής αμερικάνικης ψυχανάλυσης – των ετών ’50 – ’60.

Η Λούσυ δεν έχει (φυσικά) συναίσθηση της (τελείως αυθόρμητης και ορμέμφυτης) κακίας της. (Αλλιώς το στριπ δεν θα ήταν τραγωδία, αλλά δράμα). “Αχ! Ξεροκέφαλε”, λέει στον Τσάρλι Μπράουν “Μακαρονόλαιμε! Πουλοκέφαλε!”. Κι όταν ο Τσάρλι σκύβει το κεφάλι και φεύγει, η Λούσυ απορεί: “Μερικοί άνθρωποι δεν αντέχουν στην κριτική!”.

Υπάρχει η χαρακτηριστική σκηνή (επανέρχεται κάθε χρόνο, επί είκοσι ένα χρόνια τώρα), όπου η Λούση κρατάει την μπάλα για να χτυπήσει πέναλτυ ο Τσάρλι Μπράουν. Ο Τσάρλι τρέχει, παίρνει τρομακτική φόρα και την τελευταία στιγμή η Λούσυ τραβάει την μπάλα και ο Τσάρλι “σκοτώνεται”. Από την αρχή του στριπ ο Τσάρλι ξέρει πως η Λούσυ θα τραβήξει την μπάλα. Το λέει. Κάθε φορά όμως η Λούσυ του παρουσιάζει μια νέα πειστική δικαιολογία, γιατί δεν θα την τραβήξει αυτή τη φορά. Ο Τσάρλι πείθεται (όχι γιατί πραγματικά πείθεται, αλλά γιατί θέλει κάπου να πεισθεί – ενδόμυχα πάντα πιστεύει πως οι άνθρωποι είναι καλοί και τίμιοι). Και αφού (φυσικά) σκοτωθεί, η Λούσυ τον κοροϊδεύει για την ευπιστία του.

Σ’ όλη του τη ζωή ο Τσάρλι Μπράουν προσπαθεί να πετάξει έναν αετό. Πράγμα αδύνατο. Μαζί με τους ήρωες του Ιονέσκο και του Μπέκετ, ο Τσάρλι Μπράουν επιχειρεί συνεχώς κάτι αδύνατο – που για όλους τους άλλους είναι απλούστατο. Καταλήγει να τυλιχτεί ολόκληρος με την καλούμπα, να μπλεχτεί, να σκοτωθεί, αλλά δεν μπορεί να ανυψώσει τον αετό – ούτε ένα μπόι. Και, φυσικά, παραμονεύει πάντα το “αετοφάγο δέντρο”. (Η ιδέα ξεκίνησε, λέει ο Σουλτς, από την παρατήρησή του πως οι αετοί που σκαλώνουν σε δέντρα, βαθμιαία εξαφανίζονται. Μάλλον θα τους έτρωγε το δέντρο). Το αετοφάγο δέντρο είναι η νέμεση του Τσάρλι Μπράουν. Όλοι οι αετοί του καταλήγουν εκεί. Και σε ένα διάσημο στριπ του 1967, ο Τσάρλι Μπράουν, στην αρχή της άνοιξης, περνάει δίπλα από το δέντρο κρατώντας τον καινούριο αετό του και λέει (σε μία διαδοχή 10 εικόνων): “Γειά σου αετοφάγο δέντρο! Φαίνεσαι να μεγάλωσες από την τελευταία φορά… αλλά δεν έφαγες τίποτε αετούς τελευταία – έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, δεν θα φας ούτε αυτόν τον αετό, βρωμερό αετοφάγο δέντρο! Θα τον πετάξω από την άλλη μεριά της πόλης, για να σε σκάσω! Θα πεθάνεις της πείνας – μ’ ακούς! Χα! Σου τρέχουν τα σάλια ε; Δεν έχεις γευτεί αετό για μήνες και πεθαίνεις από επιθυμία να φας αυτόν, ε; Έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, δεν θα τον φας – μ’ ακούς; Δεν θα τον φας!”. Εδώ μεσολαβούν δύο εικόνες με τον Τσάρλι Μπράουν σκεφτικό να κοιτάζει μια τον αετό και μια το δέντρο. Στην επόμενη ο Τσάρλι Μπράουν δίνει τον αετό στο δέντρο. “Άντε”, λέει, “πάρτον”. Ήταν μακρύς ο χειμώνας – κι έχω τρυφερή καρδιά”. Και το δέντρο απαντά με τον αιώνιο ήχο μασήματος: “Τσόμπ – Τσόμπ”.

snoopy-pareaΟ τρίτος σημαντικότερος χαρακτήρας των Πήνατς (κι ίσως ο πιο συμπαθητικός) είναι ο Λάινους, αδερφός της Λούσυ. Ο Λάινους είναι ένας δειλός και νευρωτικός διανοούμενος, που μας έφερε το ποιητικότερο εύρημα του Σουλτς: την “κουβέρτα ασφαλείας”. Νιώθει σιγουριά μόνο όταν σφίγγει επάνω του αυτή την κουβέρτα (και ακόμη καλύτερα, όταν παράλληλα πιπιλίζει και το δάχτυλό του, πράγμα που, όπως λέει, απαιτεί ύψιστη αυτοσυγκέντρωση). Κατά τα άλλα, αν ο Τσάρλι Μπράουν βασανίζεται από τρομακτικά άγχη, καταναγκασμούς και ιδεοληψίες, ο Λάινους έχει (χάρη στην κουβέρτα του) αποκτήσει την ηρεμία του σοφού. Φτάνει να μη βρεθεί χωρίς κουβέρτα – καταρρέει αμέσως. Οι μηχανισμοί που ξεδιπλώνει για να ανακτήσει την κουβέρτα του (συνήθως του την παίρνουν είτε η αόρατη “αντικουβερτική” γιαγιά είτε η Λούσυ είτε ο Σνούπυ) είναι αφάνταστης ευρηματικότητας και εξυπνάδας.

Κάποια στιγμή η μικρή Σάλλυ και ο Σνούπυ συνωμοτούν και του παίρνουν την κουβέρτα. Λάινους: “Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τα σκυλιά και τα μικρά – ποιον μπορείς;” Η συνταγή του Λάινους για όλα τα προβλήματα είναι η παράκαμψη. Κάπου λέει: “Η φιλοσοφία μου: κανένα πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο ή τόσο πολύπλοκο που να μην μπορείς να το αποφύγεις“. Όταν τον ρωτάνε γιατί κουβαλάει την κουβέρτα στο σχολείο, απαντάει: “Με βοηθάει να παίρνω βαθμούς. – Μα τα παιδιά δεν σε κοροϊδεύουν; – Κανένα παιδί δεν τολμάει να κοροϊδέψει ένα στρογγυλό εικοσάρι”. Όταν μελετούν στο σχολείο τις επιστολές του απόστολου Παύλου, αισθάνεται άσχημα: “Σαν να διαβάζω μια ξένη αλληλογραφία”. Ο Λάινους διαθέτει μια βαθύτατη καλλιέργεια κι ένα απροσδόκητο απόθεμα γνώσεων σε κάθε τομέα. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα δύσκολη, επίλεκτες λέξεις, περίπλοκες φράσεις, χωρία διασήμων συγγραφέων (συνήθως Σαίξπηρ). Όλα αυτά συγκρούονται, φυσικά, με την εμφάνιση του αθώου μωρού που βυζαίνει το δάχτυλό του ακουμπώντας στην κουβέρτα του.

Κι όμως, ο Λάινους είναι ο σοφός της παρέας. Είναι ο μόνος απόλυτα συνειδητός, που ξέρει τι συμβαίνει στον Τσάρλι Μπράουν και στους άλλους. Ορισμένες στιγμές διαύγειας έχει κανείς την εντύπωση πως είναι το φερέφωνο του Σουλτς – γρήγορα όμως ξαναπέφτει στο ρόλο του καταπιεσμένου μικρού αδερφού της Λούσυ. Όπως όλοι, έχει και ο Λάινους την ουτοπία του – ονειρεύεται τη Μεγάλη Κολοκύθα που χαρίζει δώρα στα παιδιά. Την οραματίζεται να “ανατέλλει” πάνω από τον κολοκυθόκηπο, την εξαγγέλλει κάθε χρόνο σαν προφήτης. Φυσικά, η Κολοκύθα δεν έρχεται ποτέ.

Μια από τις πιο κλασικές σκηνές των Πήνατς (1960) είναι αυτή όπου ξαπλωμένοι σ’ ένα λόφο η Λούσυ, ο Τσάρλι Μπράουν και ο Λάινους κοιτάζουν τα σύννεφα. Η Λούσυ ρωτάει σαν τι μοιάζουν τα σύννεφα και ο Λάινους αρχίζει να δίνει τις πιο παράξενες απαντήσεις: το ένα σύννεφο του θυμίζει το χάρτη της Βρετανικής Ονδούρας, το άλλο την κατατομή του διάσημου γλύπτη Τόμας Ήκινς, μια συστοιχία νεφών του θυμίζει τον πίνακα “Ο λιθοβολισμός του Αγίου Στεφάνου” με τον απόστολο Παύλο να στέκεται στο πλάι… Η Λούσυ ρωτάει και τον Τσάρλι Μπράουν: “Εγώ θά λεγα πως είδα ένα παπάκι και ένα αλογάκι”, μουρμουρίζει, “αλλά άλλαξα γνώμη”. Όταν ο Λάινους, ενθουσιώδης, περιγράφει ένα ματς που είδε στην τηλεόραση, όπου η μία ομάδα νίκησε κατά κράτος, το μόνο που βρίσκει να πει ο Τσάρλι Μπράουν είναι: “πώς να ένιωθε άραγε η άλλη ομάδα;…”.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι πιο μονοδιάστατοι. Ο Σρέντερ (πρώτη εμφάνιση 1951) παίζει Μπετόβεν, ζει με τον Μπετόβεν, βγαίνει στους δρόμους με πλακάτ υπενθυμίζοντας τα γενέθλια του Μπετόβεν (5 μέρες μέχρι τα γενέθλια, 4 μέρες κλπ.) και αντιστέκεται σθεναρά στις επιθέσεις της Λούσυ. Ο Πιγκ Πεν (1953) ο βρωμερός (τ’ όνομά του σημαίνει χοιροστάσιο) χρησιμοποιεί τη βρώμα του όπως ο Λάινους (1952) την κουβέρτα του. Νιώθει ακάλυπτος όταν ξεβρωμίσει. Η Φρίντα (1961) είναι τρομακτικά υπερήφανη για τα “φυσικά κατσαρά μαλλιά της”, η Σάλλυ (1959) αγαπάει τον Λάινους (χωρίς ανταπόδοση). Η Πέπερμιντ Πάττυ (1950) είναι ο υγιέστερος χαρακτήρας των Πήνατς – μάγκας, ντόμπρο αγοροκόριτσο – αλλά πάντα λυπημένη για την ασκήμια της. Ωστόσο και αυτοί οι χαρακτήρες δυναστεύονται από άγχος. Είναι χαρακτηριστικό ένα στριπ της Σάλλυ που πηδάει σχοινάκι. Ξαφνικά αρχίζει να κλαίει. “Τι συμβαίνει, Σάλλυ;”, τη ρωτάει ο Τσάρλι Μπράουν. “Δεν ξέρω. Να, πήδαγα σχοινάκι… όλα ήταν καλά… όταν… δεν ξέρω… ξαφνικά ήταν όλα τόσο μάταια!”.

Και φτάνουμε στον Σνούπυ. Ο σχιζοειδής και παρανοϊκός αυτός όρθιος σκύλος, που κοιμάται πάνω στην κόψη της στέγης του σκυλόσπιτου, που αρνιέται να είναι σκύλος, ήταν το “γκραν σουξέ” (που θα έλεγε ο Σαββόπουλος) του Σουλτς. Κάποια στιγμή έκλεψε την παράσταση και άρχισε να αποκαλείται (από τους αδαείς) “χαριτωμένο σκυλάκι” (κάπου το διάβασα αυτό!). Η δημοτικότητα, η επιτυχία και η εκλαΐκευση πάντα εκφυλίζουν…

Φυσικά, ο Σνούπυ μόνο χαριτωμένο σκυλάκι δεν είναι. Είναι αγχώδης, τεμπέλης, λαίμαργος και νευρωτικός (πάσχει από κλειστοφοβία, γλιστεροφοβία κ.ά.). Είναι υπέρμετρα φοβιτσιάρης. Η δική του νέμεση είναι η διπλανή γάτα, που ποτέ δεν εμφανίζεται στο στριπ – άλλος ένας από τους αόρατους χαρακτήρες του Σουλτς.

Έχει αρκετή κακία μέσα του (ορισμός του σκύλου από τον Σνούπυ: “γεννιέται για να δαγκώνει τους ανθρώπους στο πόδι και να κοιμάται στον ήλιο”), αλλά και αρκετή σοφία (Σνούπυ: “Θά ‘θελα να δαγκώσω κάποιον – χρειάζομαι μια ανακούφιση στην εσωτερική μου ένταση… Βέβαια, αν πράγματι δαγκώσω κάποιον μπορώ να φανταστώ τι θα συμβεί: φωνές και άνθρωποι να με κυνηγούν και να πετάνε πράγματα… δεν νομίζω πως το αντέχω αυτό… Μάλλον θα πρέπει να μάθω να ζω με την εσωτερική μου ένταση“). Η τεμπελιά του είναι παροιμιώδης. (Σνούπυ: “Τελευταία μέρα του χρόνου… Τι έκανα όλο αυτό το χρόνο… Τίποτα… Αυτό θα πει συνέπεια!“). Για να ξεχάσει, τρώει – το φαΐ παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη ζωή του. Μετράει τις ώρες με τα γεύματα.

Η λύση του στα γενικότερα προβλήματα που τον κατατρέχουν (στην εσωτερική του ένταση) είναι οι ονειροπολήσεις. Είναι ο Walter Mitty των σκύλων (για να θυμηθούμε τον άλλο μεγάλο της Αμερικής, τον James Thurber). Οι πρώτες του ονειροπολήσεις στα χρόνια 1955 – 1957 αφορούν άγρια θηρία – βλέπει τον εαυτό του σαν φίδι, καγκουρό ή (πιο μόνιμη περίπτωση) σαν αρπακτικό όρνεο. Ακολουθούν οι διάσημες φαντασιώσεις του “Άσου – Πιλότου του πρώτου παγκόσμιου πολέμου” (με θανάσιμο αντίπαλο τον Κόκκινο Βαρώνο, που τελικά πάντα καταρρίπτει τον Σνούπυ), του Σέρλοκ Χολμς, του “Κουλ Τζο”, του συγγραφέα, και πολλές άλλες.

Ο Σνούπυ δεν μιλάει ποτέ – μόνο σκέπτεται (σε “μπαλόνια σκέψης”, όπως άλλωστε κι ο φίλος του Γούντστοκ, που αυτός ούτε καν χρησιμοποιεί ανθρώπινες λέξεις, απλώς γεμίζει τα μπαλόνια με πουλίσιες κραυγές. Ο αδέξιος Γούντστοκ – φιγούρα της τελευταίας περιόδου του στριπ (1970) – είναι ίσως ο πιο αδύνατος χαρακτήρας του. Το γεγονός ότι είναι τώρα τόσο δημοφιλής, είναι χαρακτηριστικό για τη στροφή που πήρε το κόμικ (θεληματικά ή λόγω “λαϊκής επιταγής”) μετά το 1970. Ενώ κάποτε λύτρωνε τους καταπιεσμένους και αγχώδεις όλου του κόσμου, βοηθώντας τους να ταυτιστούν με την ανώνυμη φάτσα του Τσάρλι Μπράουν, τώρα έγινε μια σειρά “χαριτωμένα επεισόδια ανάμεσα στο σκυλάκι και το πουλάκι” (το διάβασα κι αυτό). Κι όταν στα σημερινά κόμικς παρεμβάλλονται οι σκοτεινές μορφές του Τσάρλι Μπράουν ή του Λάινους, μοιάζουν τελείως εκτός τόπου και χρόνου. Ιδιαίτερα στην κινηματογραφική εμφάνιση, όπου η παρουσία τους έχει κάτι το σχεδόν μακάβριο.

Ο Σνούπυ και ο Γούντστοκ κυριαρχούν. Το παλιό άγχος έχει εξαφανιστεί. Κι ενώ ακόμη το 1975 ο Σουλτς έγραφε: “Θέλω να έχω τον Τσάρλι Μπράουν στο κέντρο κάθε ιστορίας των Πήνατς. Άσχετα με το τι συμβαίνει στους άλλους χαρακτήρες, πάντα κάπως εμπλέκεται στο τέλος και ο Τσάρλι Μπράουν – και συνήθως είναι αυτός που φέρνει την καταστροφή. Όμως, ήδη το 1975, και ο Τσάρλι Μπράουν και οι καταστροφές είχαν πολύ λιγοστέψει.

Ο Σνούπυ υπήρξε η λύτρωση, η κάθαρση αλλά και το τέλος του κόσμου των Πήνατς. Η παρουσία του έφερε κάτι που κανένας άλλος από τους ήρωες δεν είχε ως τώρα: Γοητεία. Ενώ οι άλλοι χαρακτήρες ενεργούσαν “δι’ ελέου και φόβου”, έφερναν την κάθαρση μέσα από την ενσυναίσθηση και την ταύτιση, ο Σνούπυ πάντα ακτινοβολούσε ζεστασιά (“η ευτυχία είναι… ένα ζεστό σκυλάκι”). Άλλωστε, ο αυθορμητισμός του (τα ξαφνικά φιλιά που δίνει στα κορίτσια) ήταν από τα πρώτα χρόνια το μόνο “θετικό” σημείο στην ιστορία.

Πέρα από αυτό, η πρόσφατη κυριαρχία του Σνούπυ συμβολίζει τη νίκη του ζωγράφου Σουλτς επάνω στο δραματουργό Σουλτς. Ενώ οι πρώτοι χαρακτήρες ζούσαν περισσότερο από τα λόγια και την υπόθεση, ο Σνούπυ ζει από τη γραμμή του.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που συνέβη στα Πήνατς είναι η διασκευή τους από στατικά σε κινούμενα σκίτσα (άρχισε στα 1965 με ένα ειδικό φιλμ για την τηλεόραση). Η κινηματογράφησή τους τα έκανε πολύ δημοφιλέστερα, συνέτεινε όμως στο να μειωθεί η ποσότητα της απαισιοδοξίας, του άγχους και του “μαύρου χιούμορ”, και να αλλάξουν τελείως οι δραματουργικές δομές. Σε κλασική περίπτωση ανάδρασης, τα φιλμ επηρέασαν τον Σουλτς (ο οποίος δεν σχεδιάζει ο ίδιος τα καρτούν) και, τα τελευταία χρόνια, τα στατικά σχέδιά του έχουν επηρεαστεί από τις κινούμενες διασκευές τους.

Αλλά η μεγάλη εποχή των Πήνατς είναι τα χρόνια 1956 – 1970, και η κλασική τους μορφή, η καθημερινή “τετράχρονη” εμφάνιση. Είναι αδιανόητο το τι μπορεί να στριμώξει ο Σουλτς σε τέσσερις εικόνες και δύο – τρεις φράσεις. Η “σκηνική” οικονομία, η εκπληκτική χρήση των παύσεων, η λιτότητα του σχεδίου και της λέξης, η υποβλητικότητα της έκφρασης, η δομή και η κορύφωση είναι υποδειγματικές. “Η τέχνη βρίσκεται στην περικοπή”, είχε πει κάποτε ο Γκαίτε.

Ο Σουλτς συνήθως δουλεύει τις ιστορίες του από το τέλος προς την αρχή. Πρώτα καταλήγει στην “αιχμή” και μετά την αναλύει στις διαδοχικές της γενεσιουργικές φάσεις. Αυτό, φυσικά, δεν είναι νέο στα κόμικς. Μόνο που οι άλλοι χρησιμοποιούν την τεχνική αυτή για να προκαλέσουν γέλιο, ενώ ο Σουλτς μπορεί να ζωγραφίσει την αμφιβολία του Άμλετ ή τη μοναξιά του Κραππ. Με δύο λέξεις – ή δύο γραμμές.

Είναι αδύνατον να συνοψίσω σ’ ένα κείμενο (που ήδη έγινε πολύ μακρύ) τις εμπειρίες μου από είκοσι τέσσερα χρόνια συναναστροφής με τα Πήνατς (τα γνώρισα πρώτη φορά το 1955, χάρη σ’ έναν Αμερικάνο φίλο). Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να εκδοθούν στην Ελλάδα και τα παλιότερα στριπς. Οπότε, στη σημερινή γοητεία του Σνούπυ θα προστεθεί η μοναξιά, η αλλοτρίωση, το άγχος – αλλά και η θαυματουργή κάθαρση του κλαυσίγελου που βγαίνει, κυρίως από το “ανάστημα” των ηρώων. Γελάς – ή τουλάχιστον χαμογελάς – με πράγματα που δεν έχουν τίποτα το αστείο. Είπα και στην αρχή, πως ο Σουλτς είναι πολύ κοντά στον Τσάρλι Τσάπλιν.

Ο Τσάρλι Μπράουν, αυτή η ανώνυμη μορφή, που η καλή της πρόθεση προσκρούει πάντα στα όρια του κόσμου και του εαυτού του, είναι ένας αυθεντικά τραγικός ήρωας της εποχής μας. Στο “μέγεθος” που μπορούμε να έχουμε τραγικούς ήρωες. Σε μέγεθος παιδιού. Και, μ’ ένα παράξενο μίγμα σαρκασμού, μελαγχολίας και χιούμορ, δίνοντάς μας την παρωδία των προβλημάτων μας, μας λυτρώνει από αυτά. Η κάθαρση έχει πολλά πρόσωπα – ακόμη και αυτό, το στρογγυλό, της καλοσύνης.

Στο τέλος, φυσικά, τη δημοτικότητά του του την έκλεψε ο Σνούπυ. (Στους νεότερους αναγνώστες των Πήνατς, ο Τσάρλι Μπράουν είναι γνωστός μόνο σαν “αφεντικό του Σνούπυ”). Κι έτσι λειτούργησε γι’ άλλη μια φορά η τραγική μοίρα του Τσάρλι Μπράουν!

(Το κείμενο αυτό είναι μάλλον το πρώτο ελληνικό αισθητικό δοκίμιο για κόμικς. Σε πρώτη μορφή δημοσιεύθηκε στο “Βήμα” στις 22.4.1979. Ας σημειωθεί ότι ο Charles Schulz πέθανε τον Φεβρουάριο του έτους 2000).

charlie-brown2Πηγή: ndimou

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

50 χρόνια Μαφάλντα – Οι απορίες της ακόμη αναζητούν απαντήσεις

Ο αποτυχημένος που δεν τα παράτησε ποτέ!

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -