Δεν χρειάζεται καν βαθύτερη μελέτη της ελληνικής ιστορίας για να διαπιστωθεί ότι ο Ελληνισμός από την πρώτη του ιστορική εμφάνιση και σε όλη την ιστορία του αποτέλεσε πάντα αυτοτελή κοινότητα και ξεχώριζε με σαφήνεια τον εαυτό του από τα σύνολα που τον περιέβαλλαν,
ακόμα και σε στιγμές που μαζί με άλλους λαούς ανήκε ως κυρίαρχο ή ως υποτεταγμένο στοιχείο σε πλατύτερες πολιτικές ή πολιτιστικές ενότητες: μέσα στον ελληνιστικό κόσμο, ή στη Ρωμαϊκή, στη Βυζαντινή ή την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκείνο που πρέπει να ξεχωριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια είναι τα συνδετικά στοιχεία της κοινότητας αυτής, όσα ο ίδιος ο Ελληνισμός προέβαλλε ως τέτοια σε κάθε στιγμή της ιστορίας του, και όσα, πραγματικά, αντικειμενικά, έπαιξαν τον συνδετικό αυτό ρόλο.
Το πρώτο συνδετικό στοιχείο που προέβαλλε η ίδια η αρχαία ελληνική κοινότητα ήταν η κοινή καταγωγή, ο φυλετικός σύνδεσμος, το όμαιμον του Ηροδότου. Στοιχείο πραγματικό ως έναν μόνο βαθμό, γιατί τα αρχαία ελληνικά φύλα που κατέβηκαν στην Ελλάδα χρειάστηκε να αναμιχθούν αναμεταξύ τους, να αναμιχθούν με ξένα φυλετικά στοιχεία, τους αυτόχθονες προέλληνες, για να σχηματίσουν το σύνολο που ονομάζουμε αρχαίο ελληνισμό.
Η γνωστή και πολυτονισμένη διάσπαση του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε διάφορα κρατίδια-πόλεις, που αποτελούν χωριστές οικονομικές ενότητες και βρίσκονται σε συνεχείς προστριβές αναμεταξύ τους, η διαφοροποίηση της ελληνικής γλώσσας, που εμφανίζεται διασπασμένη σε διαλέκτους ή ομάδες διαλέκτων λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένες η μια από την άλλη, και γενικά οι έντονες ιδιομορφίες που παρουσιάζουν τα διάφορα τμήματα του Ελληνισμού, δεν είναι στοιχεία που θα επέτρεπαν να τον χαρακτηρίσουμε Έθνος με τη νεότερη σημασία του όρου. Του λείπει ακόμα το βαθύ αίσθημα μιας αδιάρρηκτης κοινότητας συμφερόντων (πνευματικών και υλικών), η συνείδηση ενός αλληλέγγυου συνόλου. Οι διάφορες ελληνικές ομάδες δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν ούτε μπροστά στην εξωτερική απειλή: την περσική, τη μακεδονική ή αργότερα τη ρωμαϊκή. Ακόμη, τα “πατριωτικά” αισθήματα που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα μέλη μερικών πολιτικών σχηματισμών, όπως της Σπάρτης ή της Θήβας και κυρίως της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τους οποίους μερικοί δεν διστάζουν να τους χαρακτηρίσουν ως έθνη και να μιλούν για σπαρτιατικό-λακωνικό, ή θηβαϊκό, ή αθηναϊκό έθνος, εμφανίζονται, για μια περίοδο, ως ανασταλτικό στοιχείο για την παραπέρα ανάπτυξη και εμβάθυνση του αισθήματος της πανελλήνιας ενότητας. Εξ άλλου, οι κάπως ευρύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν κάτω από την αθηναϊκή ή τη σπαρτιατική ή τη θηβαϊκή ηγεμονία δεν απέκτησαν βαθύτερη συνοχή, ούτε είχαν σταθερή διάρκεια, ώστε να προκαλέσουν την πλήρη συγχώνευση των μελών τους.
Αν για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αποτέλεσε στην κλασική εποχή ένα συγκροτημένο έθνος, η ιδέα μιας πανελλήνιας ενότητας (που αναμφισβήτητα υπάρχει και εκφράζεται με τις αμφικτυονίες, τους πανελλήνιους αγώνες ή, ακόμα, με την πολιτική ενός Περικλή), η, ως έναν βαθμό, φυλετική συγγένεια του ελληνικού πληθυσμού (και ακόμα περισσότερο η πίστη του στην κοινή του καταγωγή), το κοινό βάθος των ελληνικών διαλέκτων, τέλος ο κοινός του πολιτισμός, μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορικά σχηματισμένη σε έναν ορισμένο χώρο σταθερή κοινότητα, σε έναν συγκροτημένο λαό ή εθνότητα (ethnie) με ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία.
Νίκος Σβορώνος – Το ελληνικό έθνος
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές: