Θ.Λάλας – Β.Β.King – Ο βασιλιάς

images


Ο βασιλιάς του μπλουζ. Το «Blues Boy» που έγινε βασιλιάς γιατί ήξερε να μετατρέπει τις νότες της κιθάρας του σε αίσθημα ψυχής. Ο άνθρωπος που όταν πιάνει την κιθάρα του κάνει όλους όσοι «δεν έχουν τρύπια καρδιά» να γλυκαίνουν. Την έκφραση αυτή την άκουσα για πρώτη φορά από τον φίλο μου τον Δημήτρη Αρβανίτη, που του αφιερώνω κι αυτή τη συνέντευξη γιατί σ’ αυτόν την οφείλω. Ο Δημήτρης κάποια υπέροχα απογεύματα στο υπόγειο μουσικό του φρούριο στην Κυψέλη μού έβαζε και άκουγα μαγικές μουσικές. Μεταξύ αυτών και κάποια υπέροχα μπλουζ που έκαναν την καρδιά μου να στάζει γλύκα και τις μέλισσες του μουσικού μου γούστου να μην ξεκολλάνε πια από πάνω τους… Ενα από αυτά τα απογεύματα ήταν που ο Δημήτρης βάζοντάς μου ένα μπλουζ μού είπε: «Τώρα θα ακούσεις κάτι που καταλαβαίνουν μόνο εκείνοι που δεν έχουν μια τρύπα στην καρδιά».

Ο Β.Β. King δεν θεωρείται τυχαία ο μεγαλύτερος εν ζωή μπλουζ κιθαρίστας. Παρά τα 73 του χρόνια επιβεβαιώνει πεισματικά τον μύθο του. Η «Λουσίλ», η κιθάρα-συμβία του, κάθε φορά που πάλλονται οι χορδές της σπάει τη βεβαιότητα ότι «ο έρωτας δεν μπορεί να είναι αιώνιος». Για τον King η μουσική αναζήτηση είναι ένα στοίχημα για να διατηρεί τη φρεσκάδα μιας σχέσης με την κιθάρα του, που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’40.

Μια συνάντηση με τον King είναι μια συνάντηση με την ιστορία της «μαύρης μουσικής». Είναι μια μοναδική επαφή με μια μορφή που άνοιξε υπέροχους δρόμους στους λαβυρίνθους των αφτιών μας. Πέρασε με μοναδική δεξιοτεχνία το μπλουζ στην πλατιά μάζα της «λευκής στεγανότητας».

Εμείς καταφέραμε να γίνουμε επισκέπτες της ψυχής του και να περάσουμε την πόρτα της φήμης του, που ως γνωστόν δεν ανοίγει εύκολα σε συνεντεύξεις. Σε ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου, λίγο προτού ξεκινήσει η συναυλία στη βρετανική πρωτεύουσα ­ μέρος της περιοδείας που έχει αρχίσει εδώ και εβδομάδες ­ μιλήσαμε στον «μαύρο θεό» του μπλουζ και είδαμε πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να γεμίσει ακόμη και με λέξεις τη μελαγχολία μας. Οι κουβέντες του μάς πήραν σαν μαγικό χαλί και μας μετέφεραν σε κόσμους μαγικούς κι ονειρεμένους όπως λέει κι ο Τσιτσάνης. Μας ταξίδεψαν στη σκέψη του αλλά και στα βιώματά του, στον Μισισιπή και στις βαμβακοφυτείες που έδιναν ψωμί στην οικογένειά του.

affed4cb-ebef-4dbf-9aff-73aba79e05c2

Ο Β.Β. King γεννήθηκε κοντά στην πόλη Ιτα Μπένα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1925 και οι ήχοι που τον συνεπήραν από μικρό ήταν τα γκόσπελ, η θρησκευτική μουσική που άκουγε στην εκκλησία. Η μητέρα του τον πήγαινε συχνά εκεί και μάλιστα ο ιεροκήρυκας ήταν ο πρώτος δάσκαλος στη μουσική, καθώς του έκανε βασικά μαθήματα στην κιθάρα. Οταν η οικογένεια μετακινήθηκε στην Ινδιανάπολη δεν έχασε την ευκαιρία να μπει στη χορωδία ψαλτών. Συγχρόνως δούλευε ως οδηγός φορτηγού και έπαιζε κιθάρα σε ένα σχήμα πέντε μουσικών που λεγόταν The Famous St. John’ s Gospel Singers.

Μετά τον γάμο του, το 1944, ο King έφυγε από τον Μισισιπή για το Μέμφις, στην περιοχή του Τενεσί, αναζητώντας την τύχη του ως μουσικός του μπλουζ. Φθάνοντας εκεί πάμπτωχος, στηρίχθηκε από τον εξάδελφό του Bukka White, ο οποίος επί έναν χρόνο τού δίδαξε μπλουζ κιθάρα και τον μύησε στα μυστικά του οργάνου. Καθώς ο King δεν είχε τύχη στην τοπική μουσική σκηνή, γύρισε πίσω στην Ινδιανάπολη το 1947 ώσπου να μπορέσει να πατήσει γερά στα πόδια του και να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με τη μουσική. Επαιξε ζωντανά για πρώτη φορά στο KWEM του Μέμφις, έναν ραδιοφωνικό σταθμό όπου ήταν φίλος του ο ντισκ τζόκεϊ. Το επιτυχημένο ραδιοφωνικό ντεμπούτο του τού εξασφάλισε ένα συμβόλαιο διαρκείας στο WDIA, έναν από τους πρώτους ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας με μαύρους συντελεστές. Σύντομα έγινε γνωστός ως «Beale Street Blues Boy», επωνυμία που αργότερα άλλαξε σε «Blues Boy King» – Β.Β. King.


Εκανε την πρώτη ηχογράφηση σε δίσκο το 1949 και από τότε έγινε ένας εξερευνητής του μπλουζ, δίνοντας νέα πνοή στις μουσικές που έπαιζαν ο Little Richard, o Fats Domino και o Chuck Berry. Σύντομα κέρδισε την αποδοχή λευκών μουσικών. 

Χαίρομαι που σας συναντώ…

«Σας ευχαριστώ… Κι εγώ χαίρομαι κάθε φορά που γνωρίζω κάποιον που αγαπάει τη μουσική και τους μουσικούς…»

Εσείς δεν είστε μουσικός, είστε η μουσική… Αν και δεν μου επιτρέπεται να είμαι προκατειλημμένος, μ’ εσάς θα είμαι… Γενικότερα, με το μπλουζ είμαι προκατειλημμένος, πόσο μάλλον με τον βασιλιά του μπλουζ… (γέλια).

«Μην είστε υπερβολικός… Η υπερβολή δεν είναι καλός οιωνός στο επάγγελμά σας» (γέλια).

Εσείς προτιμάτε τους χαμηλούς τόνους;

«Εγώ πάντα ήμουν της υπερβολής… Υπερβολή στα ξενύχτια, υπερβολή στο φαγητό… Νομίζω ότι το ενδιαφέρον στη ζωή ξεκινάει όταν βγαίνουμε από τα όρια… Είναι ωραίο το εσωτερικό ενός σπιτιού, αλλά η θέα του είναι το παν… Το πού βλέπει ένα σπίτι είναι που του δίνει αξία… Αν πουλάς ένα υπέροχο υπόγειο, ποτέ δεν θα πιάσει την αξία ενός ίδιου χώρου που βρίσκεται στο ρετιρέ…».

Αλήθεια, γιατί συμβαίνει αυτό;

«Απλό… Εχει μεγαλύτερη αξία καθετί που εκτός από αυτό που είναι, είναι και κάτι ακόμη… Αρκεί να ανοίξεις μια μικρή πορτούλα και σου αποκαλύπτεται το θαύμα… Αυτό είναι η ζωή εκτός ορίων… είναι ένα θαύμα. Μένεις σε ένα διαμέρισμα στον 30ό όροφο, τραβάς τις κουρτίνες και γίνεται ιδιοκτησία σου ο ουρανός, η θάλασσα, το ποτάμι, το φεγγάρι, ο ήλιος… Ενα παράθυρο με θέα σε κάνει αυτομάτως συγκάτοικο του Θεού… δεν συμφωνείτε; Δεν ξέρω τέλος πάντων αν συμφωνείτε, αλλά όταν ζούμε εκτός ορίων με μιας συνδιαλεγόμαστε με τον Θεό… είμαστε γειτόνοι του…».

Εσείς όταν λέτε “όρια“, τι εννοείτε;

«Μέσα στα όρια βρίσκεται η φύση μας, το τι κάνουμε… όχι το τι δυνάμεθα να κάνουμε… Αυτό που μας ζει όμως δεν είναι τα πρακτικά της ζωής, αλλά αυτό που δεν δυνάμεθα να πράξουμε και ξαφνικά το πράττουμε… Το ωραιότερο μπουκέτο που μπορεί να μας χαρίσει η ζωή είναι ένα μπουκέτο από όνειρα άπιαστα, που τελικώς καταφέραμε υπερβάλλοντας τους εαυτούς μας να τα κάνουμε πραγματικότητα» (γέλια).

Σας ακούω να μιλάτε και είναι σαν να ακούω ένα ακόμη μπλουζ…

«Μα έτσι γράφονται τα τραγούδια… Τα καλά τραγούδια είναι σαν αυτός που τα γράφει να μιλάει με τον εαυτό του… Τα καλά τραγούδια είναι διάλογοι με τη μοναξιά μας, με τη μελαγχολία μας, με την απελπισία και τη χαρά μας… Τα καλά τραγούδια είναι σαν να μιλάει η ψυχή μας στον εαυτό μας».

Αλλο η ψυχή μας, άλλο ο εαυτός μας; (γέλια).

«Η ψυχή μας είναι τα “θέλω” μας, ο εαυτός μας είναι αυτά που τελικώς κάνουμε στη ζωή… το μυαλό μας… Ο εαυτός μας, το μυαλό μας, είναι ο “κύριος” που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας τις αποστολές… Το αν θα πετύχει ή όχι η αποστολή, εξαρτάται από τον εαυτό μας, από το μυαλό μας… Δεν έχετε ακούσει που λένε: “Η ψυχή μπορεί να θέλει, αλλά αν δεν θέλει το μυαλό, δεν γίνεται τίποτε”; Εγώ από παιδί το κατάλαβα αυτό και γι’ αυτό έβαλα το μυαλό μου στην υπηρεσία της ψυχής μου…» (γέλια).

Πάντως, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι στην εποχή που ζούμε το μυαλό έχει καβαλήσει τις επιθυμίες της ψυχής μας…

«Συμφωνώ και συμπληρώνω… Αλίμονο σε αυτούς που η ψυχή τους τίθεται στην υπηρεσία του μυαλού τους… Είναι χαμένοι, σας το λέω με απόλυτη επίγνωση του τι λέω. Το μυαλό, χωρίς τις συμβουλές της ψυχής, χωρίς τις επιθυμίες της ψυχής, είναι ένα κομπιουτεράκι… Είναι σαν να κάνει προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς, χωρίς λόγο και αιτία… Ο άνθρωπος, αν είχε μόνο το μυαλό, θα κυνηγούσε την επιβίωση… ό,τι κάνει και ο σκύλος και ο λύκος… Η ψυχή είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ζητάει και κάτι παραπάνω από το ζώο… Η ψυχή είναι που μας βάζει σε δοκιμασία με τη φύση… Το “επιζώ”, λοιπόν, έχει να κάνει με το μυαλό και το “ευ ζην” με την ψυχή μας».

Ποιος σας τα έμαθε όλα αυτά; Αναγνωρίζετε σήμερα κάποιες επιρροές στη σκέψη σας;

«Η μόνη επιρροή του ανθρώπου είναι ο κόσμος γύρω του… Αρκεί να τον βλέπει, να τον αγαπάει, να αγωνιά μαζί του… Εγώ πάντα μάθαινα από το περιβάλλον όπου ζούσα…».

Αν ζούσατε δηλαδή σε ένα άλλο περιβάλλον, θα ήσασταν άλλος άνθρωποςσήμερα;

«Ο,τι είμαστε είμαστε από τότε που γεννιόμαστε, το περιβάλλον βοηθάει να βρούμε… να συναντηθούμε, με αυτό που είμαστε».

Εσείς πού γεννηθήκατε; Ποιο ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε;

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ινδιανόλα του Μισισίπι».

Υπάρχουν πράγματα από την παιδική σας ηλικία που έχουν σφηνωθεί στη μνήμησας;

«Α ναι, θυμάμαι πάρα πολλά».

Θέλετε να… χώσετε το χέρι στη μνήμη σας και να τραβήξετε μια χούφτα μνήμεςγια μένα;

«Τι να σας πρωτοπώ… Στην Ινδιανόλα όλοι σχεδόν μεγαλώναμε μέσα σε φυτείες. Η δουλειά άρχιζε το πρωί και τελείωνε το βράδυ, για να ξαναρχίσει με τους ίδιους ρυθμούς την επόμενη μέρα. Εκεί ουσιαστικά ποτέ δεν σταματούσες να δουλεύεις. Δουλεύαμε, θυμάμαι, πάρα πολύ το βαμβάκι ­ τεράστιες εκτάσεις από βαμβάκι. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν το βασικό προϊόν, δεν καλλιεργούσαμε σχεδόν τίποτε άλλο. Η ζωή μου, λοιπόν, δεν διέφερε σε τίποτε από τη ζωή οποιουδήποτε Αφροαμερικανού τα πρώτα χρόνια».

Επιστρέφετε τώρα πια, πού και πού, στον τόπο όπου μεγαλώσατε;

«Συχνά πάω στον Μισισιπή…».

Οταν βρίσκεστε τώρα πια εκεί, πιάνετε τον εαυτό σας να λέει “Θεέ μου, πώςάλλαξαν τα πράγματα”;

«Στην πραγματικότητα, δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς… Γενικώς, δεν πιστεύω ότι καταστρέφεται “ο παλιός καλός κόσμος που ζήσαμε εμείς κάποτε… ” Ακούω πολλούς συνομηλίκους μου να τα βάζουν με τους ανθρώπους που γεννήθηκαν ύστερα από εμάς… Να τους θεωρούν καταστροφείς».

Δεν πιστεύετε ότι οι επερχόμενοι κατέστρεψαν αυτό που εσείς θεωρούσατεόμορφο;

«Η ομορφιά, όπου υπάρχει, δεν καταστρέφεται… Η ομορφιά είναι μέσα μας, υπάρχει θωρακισμένη μέσα μας… Κανένας δεν μπορεί να καταστρέψει την ομορφιά. Ο,τι υπάρχει μέσα στην ψυχή μας είναι αδύνατον να το καταστρέψουν… Βέβαια, με αυτό δεν θέλω να πω ότι υπάρχει σήμερα η ίδια δόση ομορφιάς μέσα στη ζωή μας όση υπήρχε παλιότερα…».

Γιατί;

«Τα είπαμε πριν… Η ομορφιά κατοικεί στην ψυχή μας. Ζούμε όμως σε μια εποχή που όλο και πιο πολλοί γύρω μας χάνουν την ψυχή τους. Εχω την εντύπωση ότι γύρω μου, τώρα πια, υπάρχουν μόνο μυαλά με πόδια και χέρια… Μόνο υπολογισμούς κάνουν πλέον οι άνθρωποι γύρω μας. Σπάνια ερωτεύονται, πληγώνονται ή τρελαίνονται με τη ζωή σαν φαινόμενο. Γι’ αυτό και η ζωή έχει χάσει την αξία της πια. Σήμερα η αξία του ανθρώπου μετριέται από το πόσο έχεις να ξοδέψεις στο σουπερμάρκετ. Ουρές στο σουπερμάρκετ να αγοράσουν οι άνθρωποι τα περιττά της ζωής. Είναι τραγικό ο άνθρωπος να έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί τη μεγαλύτερη αξία της ζωής τη δυνατότητά του να καταναλώνει. Οι άνθρωποι συνήθισαν πια να καταναλώνουν και ξέχασαν να δημιουργούν… άρα έκοψαν κάθε επαφή με την ευτυχία».

Αυτό που περιγράφετε δεν είναι ένα είδος καταστροφής;

«Θα σας απαντήσω με μια παλιά παροιμία: “Ποτέ κάτι δεν καταστρέφεται, απλώς αλλάζει και γίνεται κάτι άλλο”. Για παράδειγμα, την εποχή όπου μεγάλωσα εγώ, ο βασιλιάς στον Μισισιπή ήταν το βαμβάκι. Τίποτε άλλο εκτός από το βαμβάκι. Για την ακρίβεια σε πολλές περιοχές δεν υπήρχε ούτε σπόρος καλαμπόκι για να σπείρεις γιατί το “πάνω χέρι” το είχε κυριολεκτικά το βαμβάκι. Με τα χρόνια ήρθαν τα πάνω κάτω στον Μισισιπή… Ηρθαν και κυριάρχησαν οι φυτείες φιστικιών και μετά οι φυτείες σόγιας και πάει λέγοντας… Αυτό όμως δεν είναι καταστροφή. Στον Μισισιπή πάντα θα υπάρχουν φυτείες και πάντα θα βρίσκουν κάτι να σπείρουν οι άνθρωποι για να ζήσουν. Αυτό είναι αλλαγή και όχι καταστροφή».

Δεν είναι καταστροφή που τώρα πια όλοι σκέφτονται να κάνουν ό,τι κάνουν μόνο για τον εαυτό τους; Κάποτε οι άνθρωποι έθεταν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του συνόλου. Τώρα η έγνοια του συνόλου έδωσε τη θέση του στη μονάδα…

«Και αυτή είναι μια αλλαγή, δεν είναι καταστροφή. Η ιστορία του ανθρώπου είναι κύκλος… Ολα αυτά που κάποτε ήταν το παν στη ζωή δίνουν τη θέση τους σε νέες αξίες, ώσπου να κάνουν και αυτές τον κύκλο τους και να δώσουν τη θέση τους πάλι στις παλιές αξίες. Είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψει ο άνθρωπος αργά ή γρήγορα και πάλι στην έγνοια του συνόλου… Είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα ο άνθρωπος θα ξανασυναντηθεί με την ψυχή του. Δεν γίνεται αλλιώς… Δεν αντέχει ο άνθρωπος να ζει μια ζωή ως καταναλωτής και όχι ως δημιουργός, δεν γίνεται ο άνθρωπος να συνεχίσει να ζει φυλακισμένος στον εαυτό του και να κλείνει τα μάτια μπρος στην ελευθερία του συνόλου».

Ενα λεπτό… Θέλετε να μου εξηγήσετε λίγο αυτό το τελευταίο που είπατε;

«Απλό… Το να δουλεύουμε ως σύνολο ήταν κάποτε ο καλύτερος τρόπος να αισθανθούμε ελεύθεροι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα καλύτερα τραγούδια μας τα δημιουργήσαμε την ώρα της δουλειάς για τους ανθρώπους που δούλευαν μαζί μας… Οι καλύτερες μπάντες ήταν αυτές που στήνονταν και τραγουδούσαν την ώρα του κολατσιού, στα διαλείμματα της δουλειάς. Η φωνή που βγαίνει μέσα από ένα κουρασμένο σώμα είναι πολύ πιο ζεστή και ουσιαστική… Η αίσθηση της ελευθερίας είναι αντιληπτή περισσότερο από τον σκλάβο. Αλλο ένα σύμπτωμα της εποχής όπου ζούμε είναι ότι μιλούν για την ελευθερία όλοι αυτοί που γεννήθηκαν κι έζησαν ελεύθεροι. Αυτοί προσπαθούν συχνά να κάνουν μαθήματα ελευθερίας ακόμη στους σκλάβους… Τρελά πράγματα. Γι’ αυτό εγώ λέω μακριά από τους θεωρητικούς της ζωής. Κοντά σε αυτούς που ζουν τη ζωή και μιλούν γι’ αυτό που ζουν… Το ερέθισμα του σκλάβου για το τραγούδι δεν ερχόταν πάντα από την καταπίεση της ίδιας της δουλειάς· ερχόταν από όλα όσα ζούσε… “Μου πήρες τη γυναίκα, μου πούλησες όλη την οικογένεια, αυτό είναι που με πληγώνει… ” λέει ένα τραγούδι».

Υπάρχουν ήχοι, μουσικές που να σας είχαν εντυπωσιάσει στα πρώτα σας ακούσματα τότε; Ηχοι που να έχουν καρφωθεί στη μνήμη σας σαν δείγματα αντιπροσωπευτικά από εκείνη την εποχή;

«Δεν είναι ένας, είναι πολλοί κι έμαθα να τους αγαπώ όλους. Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ ή να ξεχωρίσω κάποιον συγκεκριμένο ήχο από όλους αυτούς. Οι ήχοι αυτοί είναι μέσα μου ένα τεράστιο ηχητικό, μουσικό αν θέλετε, μωσαϊκό που δεν μπορώ να ξεχωρίσω κομματάκια του, αλλά το ξεχωρίζω εύκολα σαν όλο».

Υπήρχαν δίπλα σας άνθρωποι που να είχαν σχέση με το τραγούδι; Υπέροχες φωνές;

«Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι μεγάλωσα με μια μητέρα η οποία ήταν πολύ θρησκευόμενη και κάθε Κυριακή με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία. Εκεί μέσα άκουσα πολλά ωραία τραγούδια, τραγούδια που στάθηκαν για μένα πηγή έμπνευσης. Ετσι έμαθα ν’ αγαπώ τον ήχο των γκόσπελς».

Αγαπήσατε τον ήχο των γκόσπελς αλλά γίνατε βασιλιάς του μπλουζ… Πώς γίνεται αυτό;

«Για όλα φταίει ο πάστορας…» (γέλια)

Τι εννοείτε;

«Ο πάστορας της εκκλησίας όπου πηγαίναμε με τη μητέρα μου έπαιζε κιθάρα. Παρ’ όλο που ήταν ένας ιερός χώρος αφιερωμένος στη λατρεία του Κυρίου, ήταν δηλαδή χριστιανική εκκλησία, ο ιερέας συνήθιζε να τραγουδάει έχοντας την κιθάρα… Εμένα αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Ηθελα όταν μεγαλώσω να γίνω σαν και αυτόν· ήθελα να κηρύττω τον Λόγο του Θεού, να τραγουδάω γκόσπελς και να παίζω κιθάρα».

Εν μέρει το όνειρό σας έγινε πραγματικότητα. Μόνο πάστορας δεν γίνατε…(γέλια)

«Ποτέ δεν είναι αργά». (γέλια)

Δεν μου είπατε όμως πώς καταλήξατε στο μπλουζ…

«Συνέβη το εξής: μεγαλώνοντας αρκετές φορές έτυχε να βρεθώ με την κιθάρα μου σε μια γωνία του δρόμου ­ κάποιο Σαββατόβραδο, ας πούμε, μετά τη δουλειά ­ και να ‘ρχονται οι περαστικοί και να μου ζητάνε να τους τραγουδήσω γκόσπελς. Εγώ ανταποκρινόμουνα πάντα στις παραγγελίες τους και αυτοί μόλις τελείωνα το τραγούδι τους με χτυπούσαν φιλικά στον ώμο και μου έλεγαν “μπράβο, μπράβο, φίλε, συνέχισε… Μια μέρα θα γίνεις διάσημος”. Παρατήρησα όμως ότι ποτέ δεν έριχναν χρήματα στο καπέλο μου. Αντιθέτως αυτοί που μου ζητούσαν να τους παίξω μπλουζ πάντα κάτι άφηναν. Και όχι μόνο αυτό… Μαζί με τα λίγα λεφτά μού έλεγαν και αυτοί “μπράβο”. Νομίζω ότι αυτό υπήρξε για μένα το ισχυρότερο κίνητρο για να στραφώ στο μπλουζ».

Υπήρξε στιγμή που να μετανιώσατε για αυτή σας την επιλογή;

«Ποτέ… αλλά και αύριο αν αλλάξω γνώμη γι’ αυτό που κάνω, θα τραβήξω άλλο δρόμο. Δεν φοβάμαι να αλλάζω την πορεία της ζωής μου αν βλέπω ότι δεν με ευχαριστεί αυτό που κάνω… Η ψυχή μου είναι η πυξίδα των εκάστοτε επιλογών μου».

Πώς εξηγείτε που ανεξάρτητα από τις μουσικές τάσεις που επικρατούν κάθε εποχή οι νέες γενιές παράλληλα ανακαλύπτουν και το μπλουζ; Σε τι οφείλεται αυτή η διαχρονικότητα του μπλουζ;

«Μακάρι να ‘ξερα. Αν και υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή τη διαχρονικότητα του μπλουζ… Κάτι απλό. Το μπλουζ δεν είναι σοφιστικέ, είναι απλά τραγούδια. Μερικοί τα θεωρούν απλοϊκά, αλλά δεν είναι έτσι. Αν ήταν απλοϊκά θα μπορούσε να τα πει ο οποιοσδήποτε. Ελα όμως που δεν μπορεί να τα πει ο καθένας. Μπορεί να αρέσουν σε πολλούς αλλά δεν είναι όλοι σε θέση να τα δημιουργήσουν».

Γιατί;

«Γιατί το μπλουζ σημαίνει ειλικρίνεια, εντιμότητα… Αυτά είναι δύο πράγματα που λείπουν από τους περισσότερους δημιουργούς σήμερα. Εξάλλου στο μπλουζ αυτό που θες να πεις πρέπει να το πεις με ελάχιστες λέξεις και να είναι κατανοητές σε όσους απευθύνεσαι».

Γιατί στο μπλουζ η ιστορία που περιγράφουν όλα σχεδόν τα τραγούδια μιλάει για το άδικο, για τον πόνο; Ποτέ δεν είναι «ζαχαρένια» η ιστορία σε αυτά τα τραγούδια.

«Καταλαβαίνω τι λέτε, αλλά δεν ξέρω να απαντήσω σε αυτό. Ποτέ δεν μου ήρθε να γράψω ένα τραγούδι σαν αυτά που έλεγε ο Φρανκ Σινάτρα. Δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι, δεν ξέρω τι να πω… Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι από μας δεν θα θέλαμε να κάνουνε αυτό που κάνουν όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές σαν τον Σινάτρα ή τον Νατ Κινγκ Κοουλ. Και εμείς θα θέλαμε να “ζωγραφίσουμε” μια εικόνα όμορφη με νότες και λέξεις, αλλά δεν μας βγαίνει. Ενας μπλουζίστας θα πει: “Μωρό μου, είμαι τρελός για σένα… Μακάρι να μπορούσα να σε κρατήσω για απόψε”. Αν εμείς θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι το παν για μας είναι να μείνουμε με μια γυναίκα έστω και για ένα βράδυ. Γιατί η μόνη αλήθεια είναι ότι καμιά γυναίκα δεν μένει με εμάς πάνω από ένα βράδυ. Τι να κάνει άλλωστε με εμάς πάνω από ένα βράδυ μια γυναίκα; (γέλια) Οποιος άνθρωπος καθήσει πλάι μας πάνω από νύχτα, τα βάζει με τον Διάβολο… Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ο Διάβολος εκδικείται τον Θεό βασανίζοντας εμάς». (γέλια)

Πιστεύετε στον Θεό;

«Ναι, πιστεύω πάρα πολύ».

Τι κάνει, λέτε, έναν άνθρωπο να πιστεύει στον Θεό;

«Εγώ θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου· από τη στιγμή που βλέπω γύρω μου τα βουνά, τα δέντρα, τη βροχή, τα σύννεφα να περνάνε, σκέφτομαι ότι αυτό δεν θα μπορούσε με τίποτε να είναι έργο ανθρώπου. Αρα υπάρχει κάποιο πνεύμα, μια ανώτερη δύναμη που τα δημιουργεί όλα αυτά. Εγώ σε αυτόν τον Θεό προσεύχομαι καθημερινά».

Ο Θεός αμαρτάνει ή είναι αναμάρτητος;

«Δεν μπορώ να μιλήσω για τον Θεό σαν να πρόκειται για φίλο μου… (γέλια) Το μόνο που μπορώ να σας πω για τον Θεό είναι ότι κάποιες φορές που είμαστε τυχεροί, πολύ απλά ο Θεός είναι καλός μαζί μας. Κάποιες φορές είμαστε πολύ άρρωστοι και γινόμαστε καλά ­ εκείνες τις φορές πάλι ο Θεός είναι μαζί μας. Γενικά οπουδήποτε και αν είμαστε νιώθω ότι μας προστατεύει ­ και όταν λέω “μας” εννοώ εμάς τους ανθρώπους. Είτε είμαστε στο αεροπλάνο, είτε πατάμε στο έδαφος, ο Θεός ανά πάσα στιγμή κάνει πάρα πολλά για να δείξει ότι είναι εκεί και μας φροντίζει. Βέβαια μερικές φορές ο Θεός μάς βασανίζει κιόλας. Ε, ως προς αυτό δεν μπορώ να σας μιλήσω… Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει. Αλίμονο όμως αν καταλαβαίναμε και τον Θεό σε όλα του… Θα ήμασταν κι εμείς θεοί».

Πιστεύετε ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος για να αγγίξουμε τις φτέρνες του Θεού;

«Ο Θεός νομίζω ότι έχει το ταλέντο μας στα χέρια του… Με το που γεννιόμαστε μας κάνει το ταλέντο δώρο».

Αυτό που λέμε ταλέντο τι είναι;

«Η δυνατότητα που μας δίνει ο Θεός για να τον πλησιάσουμε. Το αν θα καλλιεργήσουμε το ταλέντο που μας χαρίζει ο Θεός αυτό είναι δικό μας θέμα».

Επομένως για εσάς όλοι γεννιόμαστε με ένα ταλέντο. Ο Θεός δεν κάνει διάκρισησε αυτό…

«Οχι, ο Θεός δίνει σε όλους ένα ξεχωριστό ταλέντο. Πιστεύω ότι ο Θεός σε όλους μας δίνει από ένα ταλέντο, έτσι ώστε να μπορούμε να εκφραζόμαστε ο καθένας με τον δικό του τρόπο ­ μερικοί, όπως εγώ, διά μέσου κάποιας μορφής τέχνης, κάποιοι άλλοι με διαφορετικό τρόπο. Σε όλους μας όμως έχει δοθεί η δυνατότητα να εκφράσουμε το αίσθημα που κουβαλάμε μέσα μας και να το μοιραστούμε με άλλους ανθρώπους είτε παίζοντας και τραγουδώντας μπροστά τους, είτε ζωγραφίζοντας, είτε κάνοντας οτιδήποτε άλλο, που έχει σχέση με κάποια μορφή τέχνης. Αυτό θα πει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση· όλοι μας μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο για να βγάλουμε προς τα έξω τον Θεό που κρύβουμε μέσα μας».

Το ταλέντο μας είναι αυτό που μας κάνει διαφορετικούς ή η ικανότητά μας νακαλλιεργήσουμε το όποιο ταλέντο μας;

«Πιστεύω ότι για τον καθένα μας υπάρχει κάτι εξαιρετικό το οποίο μπορεί να κάνει, κάτι που το κάνει καλύτερα από ό,τι οι άλλοι ­ ό,τι και αν είναι αυτό. Ας πούμε, οι άλλοι λένε ότι εγώ είμαι καλός κιθαρίστας. Αυτό τι σημαίνει; Οτι παίζω καλύτερα από άλλους ανθρώπους κιθάρα. Αλλοι πάλι τραγουδάνε και όταν τους ακούω έχω την αίσθηση ότι τραγουδάνε καλύτερα από κάποιους άλλους. Η διαφορετικότητά μας όμως, που είναι το όποιο ταλέντο μας, μπορεί να φανεί μόνο αν σπουδάσουμε και μάθουμε να κάνουμε καλά αυτό στο οποίο είναι η έφεσή μας. Αν δεν καλλιεργήσουμε το ταλέντο μας χάνουμε και τη δυνατότητά μας να ξεχωρίσουμε, να δηλώσουμε τη διαφορετικότητά μας… Γινόμαστε ένας μέσα σε χιλιάδες όμοιους που δεν κατάφεραν να φτάσουν στο ύψος του δώρου που τους έκανε ο Θεός. Γενικά αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει με όλους· πηγαίνουμε στο σχολείο για να μάθουμε πώς πρέπει να κάνουμε καλύτερα αυτό το οποίο ήδη ξέρουμε να κάνουμε».

Εσείς πήγατε σχολείο;

«Βεβαίως. Πιστεύω ότι το σχολείο είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι κάτι που εμείς οι άνθρωποι το έχουμε μεγάλη ανάγκη, και ίσως σήμερα να μας είναι ακόμη πιο απαραίτητο από ό,τι πριν. Από καταβολής κόσμου για να μάθει κάτι ο άνθρωπος είχε ανάγκη να προσφεύγει σε κάποιον που μπορούσε να του το δείξει. Ή για να λύσει ένα πρόβλημα ζητούσε πάντα τη βοήθεια κάποιου που μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει τη λύση. Για παράδειγμα, έχει κάποιος ταλέντο στο να καλλιεργεί τη γη. Αν έρθει κάποιος και του ζητήσει τη βοήθειά του για να το μάθει και αυτός, δείχνοντάς του ο άλλος ουσιαστικά μοιράζεται το ταλέντο του με έναν άλλο άνθρωπο και τον βοηθάει να μάθει και να γίνει καλύτερος σε αυτό που κάνει. Αυτόν τον ρόλο παίζει και το σχολείο. Ναι, θεωρώ ότι είναι ένας θεσμός χωρίς τον οποίο η ανθρωπότητα δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει».

Για σας ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;

«Επειδή με ρωτάτε προσωπικά, θα σας πω ότι για μένα καλός δάσκαλος υπήρξε ο κύριος Λούθερ Εϊτσενσον. Είναι ένας άνθρωπος ­ 97 ετών σήμερα ­ ο οποίος την εποχή όπου πήγαινα στο σχολείο μού έμαθε πολλά πράγματα».

Είναι 97 ετών;

«Για να είμαι εγώ 73 και για να τον είχα δάσκαλο, καταλαβαίνετε ότι κάπου τόσο πρέπει να είναι. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις δασκάλων όπου η ηλικία δεν παίζει ρόλο, γιατί παρ’ ότι ο δάσκαλος είναι νεότερος από τον μαθητή, οι γνώσεις που έχει αποκτήσει του επιτρέπουν να μπορεί να παίξει τον ρόλο του δασκάλου. Είναι και αυτό ένα ταλέντο με το οποίο γεννιόμαστε και στην πορεία το καλλιεργούμε. Βέβαια ο χρόνος είναι η απόδειξη της γνώσης για τον δάσκαλο, γι’ αυτό και ο χρόνος είναι πάντα υπέρ του δασκάλου».

Εσείς υπήρξατε καλός μαθητής;

«Εγώ μικρός ήμουνα χοντροκέφαλος. Η κοπελιά μου λέει ότι και σήμερα δεν έχω αλλάξει. Είμαι ένας αδιόρθωτος χοντροκέφαλος που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα σε αυτό που του λένε. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, η έλλειψη προσοχής. Προσέχω μόνο ό,τι μου αποσπά την προσοχή».

Πιστεύετε ότι η προσοχή κάνει τον καλό μαθητή;

«Μπα… Η κοπελιά μου μάλλον με θεωρεί καλό μαθητή, σε πράγματα όμως που εκείνη δεν εγκρίνει και τόσο… και αυτό την ενοχλεί». (γέλια)

Οπως;

«Είμαι πολύ καλός μαθητής σε ό,τι είναι πιο βλαβερό για το μυαλό και πιο υγιεινό για την ψυχή» (γέλια)

Θέλετε να μου πείτε τι θυμάστε από τον κ. Εϊτσενσον, τον δάσκαλό σας;

«Κοιτάξτε, εγώ στο σχολείο γενικά δεν μάθαινα εύκολα. Μάθαινα με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από ό,τι οι φίλοι μου ή οι συμμαθητές μου. Μερικοί από αυτούς ήταν πραγματικά πολύ καλοί σε ό,τι και αν έκαναν. Εγώ δεν ήμουν έτσι, δεν υπήρξα ποτέ άριστος μαθητής. Ωστόσο ο κ. Εϊτσενσον είχε πιστέψει πάρα πολύ σε μένα. Αυτά που μας δίδασκε εκείνος μού φαινόταν πολύ πιο εύκολο να τα καταλάβω. Καθε φορά που μας μιλούσε, προσπαθώντας να μας εξηγήσει πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο γύρω μας, είχα την αίσθηση ότι απευθυνόταν μόνο σε μένα και ότι μιλούσε πολύ πιο ξεκάθαρα και κατανοητά από οποιονδήποτε άλλο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτόν τον δάσκαλο τον πίστευα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό με βοήθησε να σκεφτώ ότι το πόσο καλός μαθητής είσαι έχει να κάνει με την πίστη του μαθητή στον δάσκαλο… Σήμερα τον ευγνωμονώ αυτόν τον άνθρωπο και για όσα μου έμαθε για τον κόσμο τότε και για όσα προέβλεψε ότι θα συνέβαιναν στην πορεία· όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο διαπιστώνω ότι πολλά από αυτά που είχε πει τότε αυτός ό άνθρωπος συνέβησαν όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει. Για μένα αυτός ο άνθρωπος υπήρξε προφήτης».

Μήπως τελικώς μαθαίνουμε πιο εύκολα ό,τι θέλουμε να μάθουμε;

«Μα έτσι δεν συμβαίνει με όλους μας; Ο,τι μας ενδιαφέρει το μαθαίνουμε πάντα πιο εύκολα. Βέβαια ο ρόλος του καλού δασκάλου είναι να μας δώσει τα ερεθίσματα να ενδιαφερθούμε για ακόμη περισσότερα πράγματα από αυτά στα οποία έχουμε έτσι και αλλιώς έφεση και θέλουμε να ασχοληθούμε. Αν, για παράδειγμα, εγώ θέλω να ασχοληθώ με το τραγούδι και είμαι ήδη καλός σε αυτό, ο καλός δάσκαλος θα με παροτρύνει να μάθω κι ένα όργανο. Ο καλός δάσκαλος δεν θα με μάθει να είμαι απλώς “σωστός άνδρας”, θα με μάθει να είμαι “σωστός τζέντλεμαν” ­ ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους γύρω του και ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Δεν μπορεί, ας πούμε, να κάθεσαι κάπου, να μπει μια κυρία και να μην της προσφέρεις τη θέση σου. Ενας σωστός τζέντλεμαν θα δώσει αμέσως τη θέση του στην κυρία. Τέτοια μικροπράγματα μου έμαθε ο κ. Εϊτσενσον, λέγοντάς μου ότι μπορούν να προσφέρουν χαρά στους άλλους. Προσφέροντας όμως χαρά κι ευτυχία στους άλλους, ουσιαστικά είναι σαν να την προσφέρεις στον εαυτό σου, γιατί αυτά τα πράγματα έχουν την ιδιότητα να επιστρέφουν εκεί απ’ όπου πηγάζουν».

Οσον αφορά την εκπαίδευση, μια που μιλήσαμε αρκετά γι’ αυτό την εποχή όπουπηγαίνατε εσείς σχολείο, πιστεύετε ότι το επίπεδο όσον αφορά τους μαύρουςκρατιόταν επίτηδες χαμηλό, έτσι ώστε μέσω της αμάθειας ή της ημιμάθειας ναμπορούν να τους ελέγχουν καλύτερα;

«Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω με απόλυτη σιγουριά, αλλά επόμενο είναι όταν μεταχειρίζεσαι κάποιον σαν σκλάβο να θέλεις να τον κρατήσεις στο σκοτάδι. Αυτό συνέβη και με τους μαύρους· αν άφηναν τους μαύρους να μάθουν, θα ήταν σαν να τους άνοιγαν την πόρτα της ανυποταξίας και μετά άντε να τους ελέγξεις. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν τότε».

Εσείς πώς νιώθατε βιώνοντας τις συνέπειες του διαφορετικού σας χρώματος;

«Εγώ, όπως και όλοι οι άλλοι σαν και μένα, πήγαινα σε σχολεία τα οποία σε σύγκριση με αυτά που υπήρχαν για τους λευκούς ήταν παρακατιανά».

Τι εννοείτε;

«Οτι τα σχολεία των λευκών ήταν πολύ καλύτερα και με πολύ καλύτερο υλικό ­ μιλάω για τους δασκάλους. Εκεί μέσα μπορούσες σίγουρα να μάθεις πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά σ’ εμάς δεν επιτρεπόταν να πλησιάσουμε. Με αυτή την έννοια, ναι, μπορείτε να πείτε ότι βίωσα στο πετσί μου τη διαφορά του χρώματος του δέρματός μου».

Τι αντίκτυπο είχε μέσα σας αυτή η κατάσταση;

«Ο δάσκαλός μας ­ ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος που σας είπα και πριν ­ μας έλεγε ότι δεν θα ήταν έτσι για πάντα, ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα άλλαζαν, αλλά ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή έπρεπε να μάθουμε να ζούμε με την κατάσταση όπως είχε και απλώς να περιμένουμε τη στιγμή της αλλαγής. Μας έλεγε ότι θα ‘ρθει μια μέρα που θα μπορούμε να πηγαίνουμε σε όποιο σχολείο θέλουμε, θα έχουμε τους καλύτερους δασκάλους και το μόνο πρόβλημά μας θα είναι να αναμετρηθούμε με τους ίδιους μας τους εαυτούς. Μας έλεγε να προετοιμαζόμαστε ώστε όταν η μέρα εκείνη θα ερχόταν, να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την καινούργια κατάσταση. Και πράγματι, η μέρα αυτή έφτασε, σήμερα μπορώ να πάω σε όποιο σχολείο της Αμερικής θέλω· αν είμαι ικανός να μάθω θα μάθω ­ ό,τι μ’ ενδιαφέρει και ό,τι εγώ επιλέξω να μάθω. Αν μη τι άλλο, έχω αυτή τη δυνατότητα. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος αυτός για μία ακόμη φορά είχε δίκιο».

Εσείς πώς νιώθετε σήμερα; Νιώθετε το χρώμα σας να σας δεσμεύει ακόμη;

«Είναι φυσικό, αφού μεγάλωσα σε μια κοινωνία όπου οι μαύροι και οι λευκοί ζούσαν ξεχωριστά ­ αλλού έπιναν οι λευκοί, αλλού οι μαύροι, υπήρχαν τουαλέτες “ανδρών”, “γυναικών” και “για μαύρους”. Τώρα που τα πράγματα άλλαξαν εγώ προσωπικά εξακολουθώ να μη νιώθω άνετα. Ακόμη και τώρα πηγαίνω κάπου όπου είναι και λευκοί ανάμεσα στους μαύρους και μου παίρνει λίγο χρόνο ώσπου να συνηθίσω και να νιώσω άνετα… Οι νέες γενιές μαύρων είναι πολύ πιο ντόμπρες από εμάς γιατί δεν ένιωσαν ποτέ παραγκωνισμένες, δεν έχουν νιώσει την ήττα».

Η έντονη προσωπικότητα μέσα στην οικογένεια ήταν η μητέρα σας ή ο πατέρας σας;

«Και οι δύο γονείς μου άσκησαν επάνω μου μεγάλη επιρροή. Απλώς η μητέρα μου ήταν πολύ θρησκευόμενη, ενώ ο πατέρας μου όχι».

Και πώς τα έβρισκαν μεταξύ τους;

«Γι’ αυτό μάλλον θα έπρεπε να ρωτήσετε τους ίδιους». (γέλια)

Εσείς πώς μεγαλώσατε ζώντας σε μια οικογένεια όπου συμβίωναν τα αντίθετα;

«Κοιτάξτε, εδώ υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου οικογένεια και όμως τα βγάζουν πέρα μια χαρά και μερικοί από αυτούς καταφέρνουν να φτάσουν πολύ ψηλά, να γίνουν σπουδαίοι άνθρωποι στην κοινωνία. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να σας απαντήσω σε αυτό που με ρωτάτε. Εξάλλου η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν εννέα ετών και τον πατέρα μου από τότε που πέθανε η μητέρα μου έκανα να τον δω δύο χρόνια. Δηλαδή, όταν πέθανε η μητέρα μου, οι γονείς μου είχαν ήδη πάρει διαζύγιο».

Κι εσείς στη συνέχεια με ποιον ζούσατε;

«Συνέχισα να ζω μόνος μου στο σπιτάκι όπου μέναμε μαζί με τη μητέρα προτού πεθάνει και να δουλεύω για τους ίδιους ανθρώπους για τους οποίους δούλευε κι εκείνη. Η περίπτωσή μου δεν είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση παιδιού. Δεν είμαι δηλαδή και κάτι που το συναντάς κάθε μέρα, αλλά δεν ήμουν και η μόνη περίπτωση· υπήρχαν και άλλα παιδιά που τα βγάζανε πέρα μόνα τους τότε. Εγώ είχα συγγενείς στην περιοχή αλλά δεν ήθελα να πάω να μείνω μαζί τους, και βέβαια κανένας δεν μπορούσε να με αναγκάσει».

Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχατε μέσα σας έντονο το αίσθημα της ελευθερίας;

«Νομίζω ότι για όλους τους ανθρώπους η ελευθερία είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορούν να έχουν. Η ελευθερία να επιλέγουν, η ελευθερία να κάνουν αυτό που θέλουν… Αρκεί βέβαια να μη λειτουργεί εις βάρος των άλλων».

Τι επηρεάζει περισσότερο την πορεία της ζωής μας, οι επιλογές που κάνουμε ή οιεπιρροές που δεχόμαστε;

«Νομίζω ότι η δυνατότητα να επιλέγουμε είναι πιο σημαντική. Γιατί πολλοί άνθρωποι μπορούν να μας επηρεάσουν, κανένας όμως δεν μπορεί να μπει μέσα στο μυαλό του άλλου και να του υποδείξει τι πρέπει να του αρέσει περισσότερο».

Υπήρχαν άνθρωποι στους οποίους θέλατε να μοιάσετε;

«Ναι, και είναι τόσο πολλοί. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι τους οποίους θαυμάζω και εκτιμώ ­ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι όλοι επώνυμοι ή διάσημοι. Κάποιοι από αυτούς είναι απλοί άνθρωποι, μένουν σε μια γειτονιά, λύνουν τα προβλήματά τους με απλό τρόπο, δεν χρειάζεται να δουλεύουν τόσο σκληρά όσο δουλεύουν πολλοί από εμάς, δεν αφήνουν την καθημερινότητα να τους ταράξει, δεν έχουν ανάγκη από πολλά πράγματα για να νιώθουν ευτυχισμένοι, ο αγώνας τους για τη ζωή είναι ήπιος και μακριά από κονταροχτυπήματα για υψηλές θέσεις ή χρήματα. Κάποιους από αυτούς θα τους χαρακτήριζε κανείς σοφούς, είναι σε θέση να σου μάθουν πράγματα πολύ χρήσιμα για τη ζωή και σε προβλήματα που μοιάζουν σοβαρά να σε βοηθήσουν να βρεις λύση με τον πιο απλό τρόπο. Γι’ αυτό μου αρέσουν πάρα πολύ. Με κάνει να νιώθω πολύ καλά όταν ξέρω ότι υπάρχουν δίπλα μας σοφοί άνθρωποι, έτοιμοι να μοιραστούν με τους άλλους τις γνώσεις και τη σοφία τους».

Εχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να κυνηγάει την επιτυχία; να δουλεύει πολύσκληρά για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα;

«Πιστεύω ότι η δουλειά είναι κάτι το οποίο όλοι οι άνθρωποι το έχουμε ανάγκη και ότι όλοι μας θα έπρεπε να δουλεύουμε, ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του. Ολοι οι άνθρωποι είμαστε αδέρφια και πρέπει ο ένας να βοηθάει τον άλλον. Για μένα αυτό είναι η επιτυχία… Να μπορείς να θέτεις τις όποιες ικανότητές σου στην υπηρεσία των άλλων. Σήμερα ο κόσμος έχει μικρύνει, δεν είναι όσο μεγάλος ήταν άλλοτε· σήμερα όλοι λίγο – πολύ γνωριζόμαστε μεταξύ μας, έχει ανοίξει ο κύκλος των ανθρώπων που γνωρίζει ο καθένας από εμάς, ξέρουμε περισσότερα πράγματα για τους ανθρώπους από αυτά που γνωρίζαμε παλαιότερα. Ακόμη και τώρα όμως κάπου θα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν μπροστά, να εξελιχθούν όσο οι άλλοι. Αρα εμείς που μπορούμε να δουλέψουμε, εμείς που θέλουμε να δουλέψουμε, πρέπει να παράγουμε αγαθά που να μπορούμε να τα μοιραζόμαστε με τους άλλους. Αυτό για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό».

Εσείς είχατε μουσικά είδωλα;

«Και στη μουσική είναι πολλοί αυτοί που θαυμάζω. Ενας από αυτούς είναι ο Λόνι Τζόνσον ένας άνθρωπος ο οποίος παίζει ακουστική κιθάρα, τραγουδάει και γράφει ο ίδιος τα τραγούδια. Μου αρέσει πάρα πολύ, ακόμη και σήμερα. Ενας άλλος μουσικός που επίσης θαυμάζω είναι ο Λέμον Τζέισον, από το Τέξας, ο οποίος μάλλον πρέπει να γεννήθηκε τυφλός, γιατί όλοι τον φώναζαν “ο τυφλο-Λέμον”. Τραγουδούσε μπλουζ κι έπαιζε ακουστική κιθάρα και υπήρξε για μένα είδωλο. Θαύμαζα επίσης πολύ έναν κιθαρίστα της τζαζ, τον Τσάρλι Κριστέιν, έναν άλλον Γάλλο ­ επίσης κιθαρίστα της τζαζ ­ ονόματι Τζενγκλ Ράιαν Χαρτ, και τέλος έναν Τεξανό, τον Γουόκερ, που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα και παράλληλα τραγουδούσε και μπλουζ. Ολους αυτούς τους ανθρώπους τούς έκλεισα στην καρδιά και στο μυαλό μου και τους έχω εκεί ακόμη και σήμερα. Οπου και να πάω έχω μαζί μου τις κασέτες τους και τις ακούω. Βέβαια δεν είναι οι μόνοι μουσικοί που έχω θαυμάσει, είναι όμως πέντε από τους ανθρώπους οι οποίοι μουσικά μ’ επηρέασαν περισσότερο».

Γενικά θεωρείτε χρήσιμο το να έχουν οι άνθρωποι είδωλα στη ζωή τους;

«Ναι, νομίζω ότι όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε είδωλα. Απλώς τυχαίνει κάποιες φορές να επιλέγουμε ανθρώπους οι οποίοι κάνουν πράγματα που η κοινωνία δεν τα εγκρίνει. Είναι κάτι που το συναντάς συχνά στους νέους ανθρώπους, που θαυμάζουν άτομα που η κοινωνία δεν τα θεωρεί ούτε επιτυχημένα ούτε δημοφιλή, από την άποψη ότι δεν αξιολογεί θετικά το έργο το οποίο παράγουν. Κανένας δεν μπορεί να απαγορεύσει στον άλλον να θέλει να μοιάσει σε κάποιον. Απλώς ας ελπίσουμε ότι οι άνθρωποι που επιλέγουμε να θαυμάζουμε στη ζωή μας είναι άνθρωποι αποδεκτοί κάθε φορά από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε».

Πιστεύετε ότι ήταν γραφτό να γίνετε μουσικός; Αυτή δηλαδή ήταν η μοίρα σας;

«Αν δεν είχα γίνει μουσικός, κανονικά μάλλον ή θα είχα στραφεί κι εγώ στη γεωργία ή θα γινόμουν dj στο ραδιόφωνο. Και τα δύο αυτά επαγγέλματα μου άρεσαν πάρα πολύ».

Θυμάστε την πρώτη φορά που παίξατε μπροστά σε κοινό;

«Και βέβαια τη θυμάμαι. Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω μια εμπειρία που μου είχε προκαλέσει τρόμο;».

Γιατί τρόμο;

«Επειδή δεν μου είχε ξανατύχει ποτέ να βρεθώ μπροστά σε τόσους ανθρώπους οι οποίοι με κοίταζαν περιμένοντας από μένα να παίξω. Φοβόμουν μήπως κάνω λάθη, ήθελα πολύ να τους αρέσω. Γι’ αυτό είχα τρομοκρατηθεί. Μόλις όμως άρχισα να παίζω ένιωσα ότι θα τα κατάφερνα. Το θέμα ήταν να μη με πετάξουν από τη σκηνή την πρώτη φορά. Από ‘κεί και πέρα ήμουν σίγουρος ότι στο μέλλον θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα». (γέλια)

Γιατί αρχικά σας φόβισε η ιδέα του κόσμου;

«Κοιτάξτε, εκείνη τη φορά δεν είναι ότι φοβόμουν συγκεκριμένα μήπως κάνω λάθος· ήταν αόριστος ο φόβος μου, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβόμουν. Απλώς το να βρίσκομαι στη σκηνή και να νιώθω όλα εκείνα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου, περιμένοντας από μένα να κάνω πράγματα τα οποία δεν ήμουν ακόμη σίγουρος ότι μπορούσα να κάνω, μ’ έκανε να νιώθω έναν απροσδιόριστο φόβο. Υπέθεσα ότι αυτό που περίμεναν ήταν μάλλον το να παίξω καλά. Από ‘κεί και πέρα εγώ έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Φοβόμαστε πάντα όταν υπολογίζουμε τις διαθέσεις των άλλων… Από τότε κατάλαβα ότι δεν έχει σημασία τι θέλουν οι άλλοι, σημασία έχει τι θέλουμε εμείς. Ποτέ δεν προσπάθησα να κολακέψω τον κόσμο. Το μόνο που προσπαθούσα πάντα ήταν να δώσω τον καλύτερο εαυτό του».

Μήπως αυτό που προκαλεί τον τρόμο πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιαςπαράστασης είναι το λάθος που καιροφυλακτεί πάντα;

«Ισως… αλλά κι αυτό είναι λίγο ανόητο αν το σκεφτείτε… Γιατί κανείς μας δεν είναι υπεράνω του λάθους. Ακόμη και αυτοί που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις κάνουν λάθη· οι πολιτικοί, οι μουσικοί… όλοι οι άνθρωποι σε όλους τους τομείς της ζωής κάποια στιγμή θα κάνουν λάθος. Ολοι όσοι επιλέγουν να κάνουν κάτι κινδυνεύουν να κάνουν λάθος. Μόνο αν μένεις άπρακτος δεν λαθεύεις… Μόνο τα φυτά δεν κάνουν λάθη… (γέλια) Το θέμα είναι, από τη στιγμή που θα κάνεις ένα λάθος, αφενός να προσπαθήσεις να το διορθώσεις ­ εφόσον έχεις τη δυνατότητα ­ αφετέρου να μην το επαναλάβεις. Κανείς μας δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το αύριο. Πρέπει να περιμένουμε ώσπου το αύριο να γίνει σήμερα».

Οταν ξεκινούσατε αυτή τη ζωή του μουσικού φανταζόσασταν την κατάληξη;φανταζόσασταν ότι κάποτε θα γινόσασταν ο βασιλιάς του μπλουζ;

«Οπως σας είπα και πριν, κάποια στιγμή άρχισα να παίζω μπροστά σε κόσμο. Φαίνεται ότι τους άρεσε αυτό που έκανα, γιατί μου λέγανε “μπράβο”, με χειροκροτούσαν, άλλοι μου άφηναν χρήματα στο καπέλο μου, όταν τα σαββατόβραδα έπαιζα σε κάποια γωνιά του δρόμου. Ολ’ αυτά μού έδωσαν κουράγιο να συνεχίσω, γιατί ένιωθα ότι αυτό που κάνω αρέσει στους ανθρώπους και ότι το αποδέχονται. Από την άλλη, από τότε πίστευα ότι έτσι θα μπορούσα να ζήσω μια ζωή λαμπερή, που δεν θα είχε καμία σχέση με τη ζωή που θα έκανα αν δούλευα στις φυτείες. Και τελικά, βέβαια, είχα δίκιο, ευτυχώς».

Και από τόσα όργανα, γιατί διαλέξατε την κιθάρα; Ο ένας λόγος βέβαια ήταν επειδή ­ όπως είπατε ­ θέλατε να μοιάσετε στον πάστορα της ενορίας σας. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος;

«Οχι, εκτός απ’ αυτό η κιθάρα ήταν το μόνο όργανο που ήμασταν τότε σε θέση να αγοράσουμε. Αγάπησα την κιθάρα για καθαρά οικονομικούς λόγους».

Εκτοτε όμως της μείνατε πιστός.

«Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να μάθει κανείς στη ζωή του είναι να αφιερώσει την ψυχή, το μυαλό και όλη του την προσπάθεια σε ένα πράγμα και να προσπαθήσει να το γνωρίσει σε βάθος. Εγώ τουλάχιστον αυτό έκανα. Εμένα η κιθάρα μου μού έμαθε πράγματα, γυρίσαμε μαζί όλο τον κόσμο πολλές φορές, με βοήθησε να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους, να βγάλω λεφτά, μου έδωσε τη δυνατότητα να στείλω τα παιδιά μου σε καλά σχολεία και να βοηθήσω και άλλους ανθρώπους. Σήμερα έχω στη δούλεψή μου 27 ανθρώπους και κάποιοι απ’ αυτούς μπόρεσαν να κάνουν τα ίδια μ’ εμένα χάρη στη μουσική. Αρα λοιπόν η κιθάρα μου δεν έχει βοηθήσει μόνο εμένα, έχει βοηθήσει και πολλούς άλλους».

Κάνετε ποτέ μαζί της μυστικούς διαλόγους; της μιλάτε;

«Για μένα η κιθάρα μου είναι μια σωστή κυρία, μια καλή φίλη… Είναι η ερωμένη μου, και μάλιστα πάντα διαθέσιμη. Είναι τα πάντα για μένα. Το μόνο που της λείπει για να τη λογαριάζω για κανονικό άνθρωπο είναι το αίμα, που να κυλάει στις φλέβες της».

Μιλάτε σαν να είστε πραγματικά ερωτευμένος μαζί της.

«Εσείς στη θέση μου δεν θα ήσασταν ερωτευμένος με κάτι ­ ή μάλλον με κάποια ­ που θα σας πρόσεχε επί 50 χρόνια και παραπάνω; Ναι, είμαι ερωτευμένος μαζί της».

Πιστεύετε ότι ένας τέτοιος έρωτας μπορεί να κρατήσει για πάντα;

«Ναι, το πιστεύω».

Η πίστη είναι κάτι το οποίο περιορίζει τους ανθρώπους ή είναι το κλειδί που τους ανοίγει καινούργιους ορίζοντες;

«Η πίστη είναι κάτι πολύ σημαντικό για πολλούς λόγους. Πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζουμε και όμως πιστεύουμε στην ύπαρξή τους. Για παράδειγμα, κανένας δεν έχει δει ποτέ από κοντά τον ήλιο, υπάρχουν όμως επιστήμονες οι οποίοι μέσω των μαθηματικών είναι σε θέση να μας εξηγήσουν με ποιον τρόπο κινείται ο ήλιος, από πότε χρονολογείται η ύπαρξή του, για πόσον καιρό θα συνεχίσει ακόμη να καίει. Ολα αυτά τα δεχόμαστε ως δεδομένα και τα πιστεύουμε επειδή μας τα λένε άνθρωποι τους οποίους εμπιστευόμαστε ως επιστήμονες. Και δεν είναι μόνο αυτά, πολλά πράγματα τα πιστεύουμε επειδή κάποιοι άλλοι μας μίλησαν γι’ αυτά. Αυτό σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη στις γνώσεις τους, στο γεγονός ότι αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να βρουν απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα, όλα αυτά προηγούνται της πίστης μας ­ πιστεύουμε, δηλαδή, επειδή εμπιστευόμαστε. Είναι αυτό που σας έλεγα πριν και για τους δασκάλους· με κάποιους από αυτούς μαθαίνουμε πιο εύκολα, πιο γρήγορα, η ζωή κοντά τους μοιάζει πιο κατανοητή επειδή τους εμπιστευόμαστε, τους πιστεύουμε… Αρα η πίστη είναι σημαντικό πράγμα, είναι μια γέφυρα που μας πάει σε άλλους κόσμους πιο εύκολα, που μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα ακατανόητα, να τολμήσουμε τα απίθανα…».

Αν δεν ήσασταν μαύρος πιστεύετε ότι η πορεία σας στη ζωή και στη μουσική θαήταν διαφορετική;

«Νομίζω ότι αυτό είναι προφανές. Ζω σε μια χώρα με πληθυσμό 200 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους μόνο τα 40 εκατομμύρια είναι Αφροαμερικανοί. Αυτό σημαίνει ότι τους κανόνες τούς βάζει η πλειοψηφία. Σε μια δημοκρατική χώρα η πλειοψηφία πάντα υπερισχύει. Σαφώς, λοιπόν, αν δεν είχα γεννηθεί μαύρος, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά».

Για παράδειγμα, πιστεύετε ότι μπορεί να μην είχατε συναντηθεί και με το μπλουζ;

«Αυτό δεν το νομίζω, γιατί υπάρχουν πολλοί λευκοί οι οποίοι παίζουν μπλουζ πολύ όμορφα μερικοί ίσως πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορέσω ποτέ να παίξω εγώ».

Αυτό όμως συνέβαινε και την εποχή που εσείς ξεκινούσατε την καριέρα σας;

«Ναι, βέβαια. Εκείνη την εποχή ο Τζίμι Ρότζερς ήταν πολύ πιο δημοφιλής από πολλούς μπλουζίστες της περιοχής ­ εννοώ του Μισισιπή. Και ήταν λευκός ­ δεν έχει να κάνει».

Πιστεύετε ότι γενικότερα η δυσκολία ή ο πόνος μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο πιο δημιουργικό;

«Κοιτάξτε, η κολακεία πάντα κάνει τον άνθρωπο να νιώθει καλύτερα ­ όποιο επάγγελμα και αν κάνει, με ό,τι κι αν ασχολείται στη ζωή του. Τον ανεβάζει, τον κάνει να νιώθει σπουδαίος. Μερικές φορές όμως με το να ασκήσεις κριτική σε έναν άνθρωπο του κάνεις πολύ μεγαλύτερο καλό ­ γιατί έτσι του υπενθυμίζεις πράγματα που μπορεί να ξεχνάει ή να μην τα γνωρίζει καν».

Πολλοί λένε ότι ένα από τα καλύτερα τραγούδια σας, το «The Thrill is Gone», τογράψατε σε μια εποχή που έχοντας πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα σας βιώνατε τισημαίνει πόνος.

«Ο καθένας έχει την άποψή του. Εχω γράψει πάρα πολλά τραγούδια. Τώρα για το συγκεκριμένο έχω να πω ότι κάθε φορά που δύο άνθρωποι οι οποίοι υπήρξαν ερωτευμένοι χωρίζουν, ο ένας από τους δύο πονάει πάντα περισσότερο. Καμιά φορά μπορεί να πονάνε και οι δύο, αλλά, όπως και να ‘χει, το να χωρίζεις από έναν άνθρωπο που κάποτε σου άρεσε πολύ να είσαι μαζί του το θεωρώ μια φρικτή στιγμή, ικανή να προκαλέσει πολύ πόνο, και έχω γράψει αρκετά τραγούδια γύρω απ’ αυτό, όπως έχω γράψει και για τις στιγμές που δύο άνθρωποι συναντιούνται και ενώνονται στη ζωή. Τα θεωρώ πολύ ανθρώπινα όλ’ αυτά πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να συμβούν στον καθένα. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι γράφουν βιβλία, ζωγραφίζουν ή τραγουδάνε ­ για να μπορούν να μοιράζονται τις σκέψεις τους με άλλους ανθρώπους. Κανένας δεν τραγουδάει απλώς για να τραγουδήσει· οι άνθρωποι παίζουν μουσική ή τραγουδάνε επειδή απολαμβάνουν το αίσθημα του ήχου τον οποίο παράγουν. Γι’ αυτό και το τραγούδι μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων».

Δεν υπάρχουν, δηλαδή, είδη μουσικής που να κατευθύνονται περισσότερο στομυαλό; που να είναι αποτέλεσμα μιας περισσότερο λογικής διεργασίας;

«Εγώ, ξέρετε, δεν τελείωσα ούτε γυμνάσιο ούτε κολέγιο, και δεν νιώθω ικανός να απαντήσω σε τέτοιους είδους ερωτήσεις. Μάλλον θα πρέπει να ρωτήσετε έναν καθηγητή μουσικολογίας. Ενα πράγμα που έμαθα δουλεύοντας ως ντισκ τζόκεϊ είναι ότι όταν κάποιος με ρωτάει κάτι και δεν ξέρω να του απαντήσω να μη διστάζω να πω “δεν ξέρω”. Στην ερώτησή σας λοιπόν δεν ξέρω να απαντήσω».

Υπάρχουν για σας άνθρωποι οι οποίοι προκάλεσαν επανάσταση στη μουσική;

«Ναι, και είναι πάρα πολλοί. Ενας από αυτούς είναι ο Τσάρλι Πάρκερ. Ηταν βαθιά αληθινός».

Σας απασχολεί το πώς θα παραμείνετε νέος; ­ εννοώ σε σχέση πάντα με τημουσική σας. Σας ενδιαφέρει, δηλαδή, η ανανέωσή σας;

«Οχι. Εγώ θέλω να συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω όσο καλύτερα μπορώ, ελπίζοντας ότι θ’ αρέσει στους άλλους. Είναι κάτι που γίνεται εδώ και 50 περίπου χρόνια και παραπάνω, και ξέρω ότι μπορεί να έρθει μια στιγμή που οι άνθρωποι θα πουν “αρκετά ως εδώ” και θα σταματήσουν να έρχονται στις συναυλίες μου, να αγοράζουν τα CD μου, θα σταματήσουν να με στηρίζουν. Οταν έρθει εκείνη η ώρα, θέλω να μπορέσω να σταθώ υπερήφανος και με αξιοπρέπεια να στραφώ σε κάτι άλλο».

Μου φαίνεστε τώρα λίγο μελαγχολικός… Είστε;

«Είμαι πάρα πολύ μελαγχολικός ώρες ώρες… Για να μην πω ότι είμαι διαρκώς μελαγχολικός. Ξέρετε, εγώ μοιάζω με μια παλιά διαφήμιση της εταιρείας Hertz (σ.σ.: εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων) που έλεγε: “Είμαστε το Νο. 1”. Οταν έχεις φτάσει στα 73 σου και έχεις γύρω σου μόνο ανθρώπους που σου πλέκουν το εγκώμιο, πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ για να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Ξέρετε τι σημαίνει να σου φουσκώνουν τα μυαλά; Ολη μέρα εσύ δεν πρέπει να κάνεις τίποτε άλλο παρά μόνο τρυπούλες. Να φεύγει ο αέρας απ’ το μυαλό σου, να ελαφραίνεις πάλι και έτσι να αντέχεις τη ζωή. Γιατί κανένας στη ζωή δεν είναι τίποτε πιο πολύ, τίποτε μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι γύρω, ό,τι κι αν κάνει…».

Σας ευχαριστώ πολύ.

«Κι εγώ».

bb_king

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΛΑΣ

    ΠηγήΤΟ ΒΗΜΑ 12/7/1998

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Ταξίδι στα σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας

Παναγιώτης Μάργαρης – Rock of my soul

40 Blues Rock τραγούδια

Τα 500 σημαντικότερα τραγούδια όλων των εποχών

Nina Simone

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -