Μαρκήσιος Ντε Σαντ – Ο σύζυγος ιερέας


Ιστορία της Προβηγκίας. Ανάμεσα στην πόλη Μενέρμπ της κομητείας της Αβινιόν και το Απτ της Προβηγκίας, υπάρχει ένα μικρό μοναστήρι καρμηλιτών που ονομάζεται Σαιντ-Ιλαίρ, απομονωμένο και χτισμένο στη ράχη ενός βουνού όπου ακόμη και οι κατσίκες δύσκολα σκαρφαλώνουν για να βοσκήσουν.

Ο μικρός εκείνος χώρος είναι κατά κάποιον τρόπο ο υπόνομος όλων των γειτονικών κοινοβίων των καρμηλιτών εκεί ξαποστέλνουν όλους όσοι τα ατιμάζουν, οπότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αγνή μπορεί να είναι η κοινωνία ενός τέτοιου οίκου: μεθύστακες, γυναικάδες, σοδομίτες, χαρτοπαίκτες, να ποια είναι πάνω-κάτω η ευγενής σύνθεση, έγκλειστοι οι οποίοι, μέσα σκι σκανδαλώδες αυτό ίδρυμα, προσφέρουν όπως, μπορούν στον Θεό καρδιές που ο κόσμος δεν τις θέλει πια. Ένας δυο πύργοι εκεί κοντά και η κωμόπολη Μενέρμπ που απέχει μόνο μια λεύγα από το Σαιντ-Ιλαίρ, αυτή είναι όλη κι όλη η κοινωνία των καλών εκείνων μοναχών, οι οποίοι, παρά το ράσο και το σχήμα τους, πολύ απέχουν από το να βρίσκουν ανοιχτές τις πόρτες στα πέριξ.

Ο πατέρας Γαβριήλ, ένας από τους αγίους εκείνου του ερημητηρίου, ορεγόταν μια γυναίκα της Μενέρμπ, ο σύζυγος της οποίας έφερε το όνομα Ροντέν και ήταν ο μεγαλύτερος κερατάς που υπήρξε ποτέ. Η κυρία Ροντέν ήταν μια κοντούλα καστανή είκοσι οκτώ χρονών, με μάτι τσαχπίνικο, πεταχτά καπούλια, πραγματική λιχουδιά για τα δόντια ενός καλόγερου.

Όσο για τον κύριο Ροντέν, ήταν ένας καλός άνθρωπος που αυγάταινε το βιός του χωρίς πολλά πολλά λόγια: είχε διατελέσει υφασματέμπορος, δικαστικός τοποτηρητής* επίσης, επομένως ήταν αυτό που λέμε ένας τίμιος αστός· όχι απολύτως βέβαιος για την αρετή του ετέρου ημίσεως του, ήταν εν τούτοις αρκετά φιλόσοφος ώστε να γνωρίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς μια υπερβολική ανάπτυξη κάποιων προεξοχών στην κεφαλή ενός συζύγου, ήταν να μη δείχνει πως υποψιαζόταν την ύπαρξή τους. Είχε σπουδάσει για να γίνει ιερέας, μιλούσε τα λατινικά σαν τον Κικέρωνα και έπαιζε πολύ συχνά ντάμα με τον πατέρα Γαβριήλ ο οποίος, ως καπάτσος και προνοητικός γυναικοκατακτητής, ήξερε ότι πρέπει πάντα να κορτάρεις τρόπον τινά τον σύζυγο της γυναίκας που θέλεις να αποκτήσεις.

Αυτός ο πατήρ Γαβριήλ ήταν ένα σπάνιο δείγμα επιβήτορος: αρκούσε να τον δει κανείς, για να πει ότι ολόκληρο το ανθρώπινο είδος μπορούσε άφοβα να βασιστεί επάνω του για τη διαιώνισή του· μέγας τεκνοποιός, με γερές πλάτες, λαγόνες έναν πήχη φαρδείς, πρόσωπο μελαψό και ηλιοκαμένο, φρύδια σαν του Δία, έξι πόδια μπόι, και με αυτό που χαρακτηρίζει ειδικά τους καρμηλίτες, απ’ ότι λένε, δηλαδή μια φτιαξιά πάνω στο πρότυπο των πιο ωραίων μουλαριών της επαρχίας. Σε ποια γυναίκα δεν θα άρεσε ένας τέτοιος ελευθεριάζων;

Πάντως, ήταν ότι έπρεπε για την κυρία Ροντέν, η οποία πολύ απείχε από το να βρίσκει τέτοιες εξαίσιες ικανότητες στον καλό αρχοντάνθρωπο που της είχαν δώσει για άντρα οι γονείς της. Ο κύριος Ροντέν έδειχνε να κάνει τα στραβά μάτια σε όλα, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν ζήλευε· δεν έλεγε τίποτα, ήταν όμως συνέχεια παρών, ακόμη και σε στιγμές που συχνά οι άλλοι θα τον προτιμούσαν μακριά· παρ’ όλα αυτά, το φρούτο είχε ωριμάσει. Η απλοϊκή Ροντέν είχε δηλώσει απερίφραστα στον εραστή της ότι περίμενε πώς και πώς την ευκαιρία για να ανταποκριθεί σε επιθυμίες που της φαίνονταν λίαν φλογερές ώστε να συνεχίσει να τους αντιστέκεται, και ο πατήρ Γαβριήλ από τη μεριά του είχε δώσει στην κυρία Ροντέν να καταλάβει ότι ήταν έτοιμος να την ικανοποιήσει… Και μάλιστα, κάποια στιγμή που ο Ροντέν είχε αναγκαστεί να βγει έξω, ο Γαβριήλ είχε δείξει στη γοητευτική ερωμένη του κάποια από αυτά τα πράγματα που, αν μια γυναίκα ταλαντεύεται ακόμη, την κάνουν να πάρει την απόφασή της… επομένως, δεν έλειπε πια παρά η ευκαιρία.


Μια μέρα που ο Ροντέν είχε πάει να γευματίσει με τον φίλο του από το Σαιντ-Ιλαίρ με σκοπό να του προτείνει μια κυνηγετική εξόρμηση, αφού άδειασαν κάμποσα μπουκάλια κρασί Λανέρτ, ο Γαβριήλ θεώρησε ότι η περίσταση ήταν ευνοϊκή για τα σχέδιά του.

«Μα την πίστη μου, κύριε επιτηρητά μου» είπε ο καλόγερος στον φίλο του, «πόσο χαίρομαι που σας είδα σήμερα, διαλέξατε την καλύτερη στιγμή να ’ρθείτε, έχω να διεκπεραιώσω μια πολύ σπουδαία υπόθεση κι εσείς μπορείτε να μου φανείτε πάρα πολύ χρήσιμος».

«Περί τίνος πρόκειται, πάτερ;»

«Ξέρετε έναν Ρενού στην πόλη μας;»

«Τον Ρενού τον καπελά;»

«Ακριβώς».

«Ναι, και λοιπόν;»

«Λοιπόν, αυτός ο κατεργάρης μου χρωστάει εκατό σκούδα, και πριν από λίγο έμαθα πως είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, μπορεί, μάλιστα,

τώρα δα που μιλάμε να έχει φύγει κιόλας από την κομητεία… πρέπει να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ».

«Ποιος σας εμποδίζει;»

«Η λειτουργία μου, μα την πίστη μου, η λειτουργία που πρέπει να κάνω! Πολύ θα ήθελα να στείλω τη λειτουργία στον διάβολο και να τσεπώσω τα εκατό σκούδα μου».

«Καλά, δεν μπορούν να σας απαλλάξουν;»

«Τώρα, μάλιστα! Είμαστε τρεις όλοι κι όλοι, κι αν δεν λέμε κάθε μέρα από τρεις λειτουργίες, ο φύλακας που δεν λειτουργεί ποτέ, θα μας καταδώσει στην Αυλή της Ρώμης. Υπάρχει, όμως ένας τρόπος να με εξυπηρετήσετε, φίλτατε, ακούστε και αποφασίστε, από εσάς εξαρτάται».

«Μετά χαράς! Περί τίνος πρόκειται;»

«Είμαι μόνος μου εδώ, με τον νεωκόρο. Οι δυο πρώτες λειτουργίες μας έγιναν και οι μοναχοί έφυγαν κιόλας, κανείς δεν θα υποψιαστεί τίποτα, το εκκλησίασμα θα είναι μικρό, κάποιοι χωρικοί μονάχα, το πολύ πολύ κι αυτή η θεοσεβούμενη κυρία που μένει στον πύργο του…, μισή λεύγα από δω, αγγελική ψυχή που φαντάζεται ότι με τις δικές της μετάνοιες θα εξιλεώσει όλες τις ακολασίες του συζύγου της Έχετε σπουδάσει για να γίνετε ιερέας, έτσι μου έχετε πει, νομίζω».

«Ναι, βεβαίως».

«Άρα, θα μάθατε και να λειτουργείτε».

«Μπορώ να το κάνω σαν αρχιεπίσκοπος».

«Π, καλέ και αγαπητέ μου φίλε» συνεχίζει ο Γαβριήλ, σφίγγοντας στην αγκαλιά του τον Ροντέν, «στο όνομα του Θεού, φορέστε τα άμφιά μου, περιμένετε να σημάνουν έντεκα, τώρα είναι δέκα ακόμη, κι εκείνη την ώρα πείτε τη λειτουργία μου, σας ικετεύω. Ο αδελφός νεωκόρος είναι ένας καλός διαβολάκος, δεν θα μας μαρτυρήσει ποτέ· σε όσους νομίσουν πως δεν θα με αναγνωρίσουν, θα πούμε πως είναι ένας νέος μοναχός, τους άλλους θα τους αφήσουμε στην πλάνη τους. Εγώ θα τρέξω σ’ αυτόν τον μασκαρά τον Ρενού, θα τον σκοτώσω ή θα πάρω πίσω τα λεφτά μου, και κατά τις δύο θα είμαι πίσω. Θα με περιμένετε, θα βάλετε τις γλώσσες να ψήνονται, θα φτιάξετε και τα αυγά, θα βγάλετε κρασί απ’ το βαρέλι. Μόλις επιστρέφω, θα κάτσουμε να φάμε κι όσο για το κυνήγι… ναι, φίλε μου, κάτι μου λέει πως θα είναι πολύ καλό αυτή τη φορά. Άκουσα πως κάποιοι είδανε πρόσφατα στα μέρη μας ένα ζώο με κέρατα, μα την πίστη μου θέλω να το πιάσουμε, ακόμη κι αν ο φεουδάρχης μάς σύρει είκοσι φορές στα δικαστήρια!»

«Το σχέδιό σας είναι καλό» είπε ο Ροντέν, «και προκειμένου να σας εξυπηρετήσω, δεν θα σας πω όχι σε τίποτα, μήπως όμως είναι αμαρτία αυτό που θα κάνω;»

«Αμαρτία,  φίλτατε, ούτε να το σκέφτεστε. Αμαρτία μπορεί να ήταν να κάνει κανείς τέτοιο πράγμα και να μην το κάνει καλά, καθώς όμως εσείς δεν έχετε τέτοια δικαιοδοσία, ότι κι αν πείτε θα είναι σαν να μην είπατε τίποτα. Πιστέψτε με, είμαι καζουιστής, δεν υπάρχει στο εγχείρημά μας τίποτα που να συνιστά αμάρτημα».

«Θα πρέπει να πω και λόγια;»

«Και γιατί να μην τα πείτε; Τα λόγια αυτά μόνο στο δικό μας στόμα αποκτούν δύναμη, η οποία είναι τόσο μεγάλη μέσα μας, που… να, φίλτατε, αν πρόφερα, ας πούμε, αυτά τα λόγια πάνω από το υπογάστριο της γυναίκας σας, θα το μεταμόρφωνα σε ναό όπου εσείς προσφέρετε τις θυσίες σας… Όχι, όχι, αγαπητέ μου, μόνον εμείς έχουμε τη δύναμη της μετουσίωσης· εσείς, και είκοσι χιλιάδες φορές να πείτε τα ίδια λόγια, δεν θα δείτε τίποτα να κατεβαίνει από τους ουρανούς· ακόμη κι εμείς, είναι φορές που δεν καταφέρνουμε τίποτα· μόνο η πίστη κάνει τα πάντα, με μια σταγόνα πίστης μπορεί κανείς και βουνά να μετακινήσει, το ξέρετε, το είπε και ο Ιησούς, όποιος όμως δεν έχει πίστη, δεν κάνει τίποτα… Εγώ, επί παραδείγματι, που μερικές φορές την ώρα που λειτουργώ σκέφτομαι περισσότερο τα κορίτσια ή τις γυναίκες του εκκλησιάσματος παρά αυτό το αναθεματισμένο κομμάτι ψωμί που μαλάζω με τα δάχτυλά μου, νομίζετε ότι κάνω κάτι να έρθει εκείνη την ώρα; Και στο Κοράνι να πίστευα, τα ίδια αποτελέσματα θα είχα. Γι’ αυτό σας λέω, η λειτουργία σας θα είναι τόσο αποτελεσματική, όσο και η δική μου. Επομένως, φίλτατε, ενεργήστε άφοβα, και κυρίως καλή δύναμη».

«Πού να πάρει» είπε ο Ροντέν, «είναι που πεθαίνω της πείνας. Πώς θα μείνω άλλες δυο ώρες νηστικός;»

«Και ποιος σας εμποδίζει να φάτε κάτι, ορίστε, πάρτε από αυτό».

«Κι η λειτουργία που πρέπει να κάνω;»

«Ε, μα την πίστη μου, και τι έγινε; Θαρρείτε πως ο Θεός μιαίνεται περισσότερο όταν πέφτει μέσα σ’ ένα γεμάτο στομάχι, παρά σε μια άδεια κοιλιά; Είτε από πάνω είναι η τροφή είτε από κάτω, ο διάβολος να με πάρει αν υπάρχει καμία διαφορά. Ελάτε, φίλε μου, αν έλεγα στη Ρώμη πόσες φορές τρώω πριν λειτουργήσω, θα περνούσα τη ζωή μου στους πέντε δρόμους. Κι έπειτα, εσείς δεν είστε ιερέας, οι δικοί μας κανονισμοί δεν ισχύουν για σας, θα δώσετε απλώς μια παράσταση λειτουργίας, δεν θα την τελέσετε στ’ αλήθεια* επομένως, μπορείτε να κάνετε ό,τι σας αρέσει είτε πριν είτε μετά, ακόμη και να γαμήσετε τη γυναίκα σας, αν ήταν εδώ, το μόνο που θα κάνετε είναι να με μιμηθείτε, ούτε θα ιερουργήσετε ούτε θα τελέσετε τη θεία κοινωνία».

«Αφού είναι έτσι, θα το κάνω» είπε ο Ροντέν. «Μείνετε ήσυχος».

«Ωραιότατα» έκανε ο Γαβριήλ βάζοντας φτερά στα πόδια και αφήνοντας τον φίλο του στα χέρια του νεωκόρου, «μείνετε ήσυχος, φίλτατε, σε δυο ωρίτσες θα είμαι πίσω». Και ο καλόγερος γίνεται άφαντος.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστείτε πως φτάνει μάνι-μάνι στο σπίτι της κυρίας τοποτηρητού· εκείνη, νομίζοντας ότι ήταν με τον άντρα της, τα χάνει μόλις τον βλέπει και τον ρωτάει ποια η αιτία μια τόσο απρόσμενης επίσκεψης.

«Ας βιαστούμε, αγαπητή μου» λέει λαχανιασμένος ο καλόγερος, «ας βιαστούμε, έχουμε πολύ λίγη ώρα στη διάθεσή μας… ένα ποτηράκι κρασί και επί το έργον».

«Και ο άντρας μου;»

«Κάνει τη λειτουργία».

«Κάνει τη λειτουργία;»

«Ε, ναι, διάβολε, ε, ναι, μικρούλα μου» αποκρίνεται ο καρμηλίτης ρίχνοντας την κυρία Ροντέν στο κρεβάτι, «ναι, λατρευτή ψυχή, έκανα τον

άντρα σας ιερέα κι όσο αυτός ο κερατάς τελεί ένα ιερό μυστήριο, ας βιαστούμε εμείς να ολοκληρώσουμε ένα ανίερο…»

Ο καλόγερος ήταν γεροδεμένος, δύσκολο να του αντισταθεί μια γυναίκα έτσι και την άδραχνε· εξάλλου τα επιχειρήματά του ήταν πολύ παραστατικά, εύκολα τουμπάρει την κυρία Ροντέν, και επειδή καθόλου δεν βαριέται να πείθει μια νεαρή τσαχπίνα είκοσι οκτώ χρονών και με το ταμπεραμέντο της Προβηγκιανής επιπλέον, επαναλαμβάνει πάνω από μία φορά τις αποδείξεις του.

«Μα, αγαπημένε μου άγγελε» λέει στο τέλος η μορφονιά, η οποία έχει πειστεί εντελώς, «το ξέρεις ότι ο χρόνος μάς πιέζει… Πρέπει να χωρίσουμε: αν οι ηδονές μας δεν μπορούν να διαρκέσουν περισσότερο από μια λειτουργία, πάει ώρα που θα έχει φτάσει στο ite missa est».

«Όχι, όχι, κοκόνα μου» λέει ο καρμηλίτης, ο οποίος έχει ακόμη ένα επιχείρημα να προσφέρει στην κυρία Ροντέν, «όχι, καρδιά μου, έχουμε μπόλικη ώρα, έλα, άλλη μια φορά, αυτοί οι νεοφώτιστοι δεν τα λένε γρήγορα σαν εμάς… άλλη μια φορά, σου λέω, πάω στοίχημα πως ο κερατάς μας ούτε στη μέση δεν είναι ακόμα».

Ωστόσο, ήρθε η ώρα που έπρεπε να χωρίσουν, όχι πριν δώσουν υπόσχεση να ξαναβρεθούν, συνεννοήθηκαν και για κάποια καινούργια τεχνάσματα, και ο Γαβριήλ πήγε να βρει τον Ροντέν, ο οποίος είχε ιερουργήσει το ίδια καλά μ’ έναν επίσκοπο.

«Μόνο το quod aures με δυσκόλεψε λίγο» είπε, «ήθελα να φάω αντί να πιω, αλλά με βοήθησε ο νεωκόρος. Και τα εκατό σκούδα, πάτερ μου;»

«Τα πήρα, τέκνον μου. Ο μασκαράς προσπάθησε να μου ξεφύγει, άρπαξα όμως ένα δίκρανο και, μα την πίστη μου, του ’δωσα και κατάλαβε».

Στο μεταξύ τελειώνουν και το γεύμα τους, οι δυο μας φίλοι πάνε για κυνήγι και στον γυρισμό ο Ροντέν αφηγείται στη γυναίκα του την εξυπηρέτηση που πρόσφερε στον Γαβριήλ.

«Έκανα τη λειτουργία» έλεγε ο αρχιβλάκας γελώντας με την καρδιά του, «ναι, μα την πίστη μου, έκανα τη λειτουργία σαν αληθινός πάστορας, όση ώρα ο φίλος μας κανόνιζε τον Ρενού μ’ ένα δίκρανο… του στόλιζε το κούτελο*, α, καλό μου γυναικάκι, τι αστεία ιστορία, και πόσο με κάνουν να γελάω κάτι τέτοιοι κερατάδες! Κι εσύ, κουτσούνα μου, τι έκανες όσο εγώ λειτουργούσα;»

«Α! Φίλε μου» απαντά η τοποτηρητού, «φαίνεται πως είχαμε κι οι δυο θεία έμπνευση, γιατί κοίτα πώς καταπιαστήκαμε με τα θεία χωρίς να ξέρουμε ο ένας για τον άλλον: όσο εσύ έλεγες τη λειτουργία, εγώ έλεγα αυτή την ωραία προσευχή με την οποία απαντά η παρθένος στον Γαβριήλ όταν αυτός έρχεται να της ευαγγελιστεί πως θα μείνει έγκυος με τη μεσολάβηση του Αγίου Πνεύματος. Να δεις, φίλε μου, πως θα έχουμε σίγουρη τη σωτηρία μας, όσο θα καταπιανόμαστε κι οι δυο με τέτοιες θεάρεστες ασχολίες».

***

*Λογοπαίγνιο του ντε Σαντ που δεν μεταφέρεται στα ελληνικά: fourche είναι το δίκρανο, η διχάλα, αλλά η έκφραση dormer un coup de fourche σημαίνει και κερατώνω. (Σ.τ.Μ.)

*Δικαστικό λειτούργημα της εποχής εκείνης σε ορισμένες νότιες επαρχίες της Γαλλίας.

***

Τα «Τεχνάσματα του έρωτα και άλλες ιστορίες» του Μαρκήσιου Ντε Σαντ 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

2 CommentsΣχολιάστε

  • Από την δεκαετία του 70 είναι που είχε φύγει γι’ αλλη γη γι’ άλλα μέρη ο θείος Μαρκήσιος. Πού τον είχατε κρυμμένο;

  • Α, και κάτι άλλο. Το όνομα του επιβήτορα καλογήρου, Γαβριήλ, είναι το όνομα του αγγέλου που, κατά την παράδοση, παρέδωσε το κρίνο στην έφηβη Μαριάμ κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού. Αναφορά στον Ευαγγελισμό γίνεται ρητά και στο τέλος του διηγήματος. Ήταν από παλιά εντύπωσή μου, διαβάζοντας τον Ντε Σαντ, ότι η συγγραφή του ήταν ένας αντεστραμμένος Καθολικισμός, οι διδασκαλίες του καθολικισμού γυρισμένες τα μέσα έξω, σαν γάντι γυρισμένο απ’ την ανάποδη. Αν δεν έχεις κάποια οικειότητα με τα δόγματα του Καθολικισμού (λ.χ. την Θεία Πρόνοια, όταν διαβάζεις την Ζυστίν), τα μισά νοήματα του ντε Σαντ τα χάνεις.