Ο Κροίσος και ο Σόλων (ή o πιο ευτυχισμένος άνθρωπος της γης)

solonΟ Ηρόδοτος μας διηγείται τον περίφημο διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο για τον ‘ολβιώτατο’ των ανθρώπων.


Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος ήταν ξακουστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο για τα αμύθητα πλούτη του. Από τους φόρους που του έδιναν οι ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας και από τα χρυσωρυχεία του Πακτωλού ποταμού γινόταν όλο και πιο πλούσιος και πιο περήφανος για τα πλούτη του. Πίστευε μάλιστα ότι δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από αυτόν στον κόσμο.Κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σόλων, ένας από τους σοφούς της αρχαιότητας, τον οποίο δέχτηκε πολύ φιλόξενα. Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος

«Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ’ εμάς μεγάλη φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος».!

Σόλων και Κροίσος - Gerard van Honthorst 1624

Σόλων και Κροίσος – Gerard van Honthorst 1624

Ο Σόλων αποφεύγοντας να κολακεύσει το βασιλιά αποκρίθηκε: «Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ ήταν ένας Αθηναίος βασιλιάς που λεγόταν Τέλλος.»

Ο βασιλιάς απόρησε με την απάντηση και τον ρώτησε γιατί κρίνει αυτόν ως τον πιο ευτυχισμένο.«Για δυο λόγους», είπε ο Σόλων:

«ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ’ αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονές τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε και του έκαναν μεγάλες τιμές» .

Ο Κροίσος τότε τον ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο πιο ευτυχισμένο άνθρωπο, όντας σίγουρος ότι θα έπαιρνε τουλάχιστον τη δεύτερη θέση. Ο Σόλων, όμως, ανέφερε τότε δύο νέους:

« δυο αδέρφια από το Άργος, τον Κλεόβη και τον Βίτωνα. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι’ αυτούς διηγούνται το εξής σε μια εορτή της Ήρας στο Αργος έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ’ αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει. Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι. τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν τα αγάλματά τους και τ’ αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».

Ακούγοντας την ιστορία ο Κροίσος θύμωσε με τη δεύτερη απάντηση του Σόλωνα και προτού τον διώξει ξέσπασε: «Ωραία όλα αυτά Αθηναίε φίλε μου, αλλά τι έχεις να πεις για τη δική μου ευτυχία;»Τότε ο σοφός Αθηναίος του αποκρίθηκε με μια φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Τα μεγάλα πλούτη δεν κάνουν τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχισμένο απ’ ότι μια μέτρια περιουσία. Μη θεωρήσεις κανέναν ευτυχή, πριν γνωρίσεις το τέλος του.

Αυτά τα λόγια δεν έδωσαν καθόλου χαρά στον Κροίσο και αποχαιρέτησε τον Σόλωνα περιφρονώντας τον.

Σύντομα, όμως, μετά την αναχώρηση του Σόλωνα πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του ο Άτης σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε. Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος θυμήθηκε τα λόγια του Σόλωνα και φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!». Ο Κύρος που τον άκουσε, ζήτησε να μάθει τι σήμαινε η επίκληση αυτή. Ακούγοντας την ιστορία, χάρισε στον Κροίσο τη ζωή και μάλιστα τον κράτησε κοντά του ως έμπιστο φίλο και σύμβουλό του.

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Προσθήκη σχολίουΣχολιάστε

  • ίδια ιστορία άλλη “version”

    Ο Κροίσος ο βασιλιάς της Λυδίας απόγονος του Αγελάου, γιου του Ηρακλή και της βασίλισσας Ομφάλης -ο πιο πλούσιος θνητός- που ο μόνος που θα μπορούσε να θεωρηθεί πλουσιότερος, ίσως να ήταν ο Κύρος ο βασιλιάς της Περσίας, θέλησε κάποια στιγμή να μάθει ποιος είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος επί γης. Έτσι λοιπόν, απεσταλμένος του επισκέφθηκε το μαντείο των Δελφών. Ο αλαζόνας Κροίσος πίστευε πως η απάντηση ήταν μία, δηλαδή, ο ίδιος που ήταν ζάπλουτος. Οι θεοί των Ελλήνων όπως και οι ίδιοι οι Έλληνες, δεν μετρούσαν την ευτυχία με το βάρος του χρυσού που κατείχε κάποιος.
    Το μαντείο γνωρίζοντας την ζωή του Κροίσου και την εν γένει συμπεριφορά του, έδωσε την απάντησή του, που όμως, δεν άρεσε καθόλου στον Λύδο βασιλιά. Είπε πως, ο ευτυχέστερος άνθρωπος σ’ ολόκληρη την οικουμένη ήταν ο Αγλαός (το όνομά του σημαίνει λαμπρός, φωτεινός) που κατοικούσε στην ορεινή Αζανία (σημερινό νομό Αχαΐας και ένα κομμάτι στα βόρεια του νομού Αρκαδίας). Ο Αγλαός ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο Κροίσος δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Έλεγε πως το μαντείο τρελάθηκε ή πως τον κοροϊδεύουν οι θεοί επειδή έχει τα πάντα στην γη.

    Ο Αγλαός ζούσε κι εργαζόταν στον τόπο του, απολαμβάνοντας τους καρπούς των κόπων του με την οικογένειά του. Απολάμβανε το ανέμελο παιχνίδι των παιδιών του, αγκαλιά με την γυναίκα του, ευχαριστώντας την για ό,τι του προσέφερε. Ήταν ευχαριστημένος και μόνο που αντίκριζε τον ήλιο. Είχε μερικά ζώα και καλλιεργούσε μόνο ένα μικρό ορεινό κομμάτι γης. Παρήγαγε μόνο ό,τι χρειάζονταν, αδιαφορώντας αν οι άλλοι των θεωρούσαν πάμφτωχο.

    Η ημέρα του Αγλαού κυλούσε πάντα ήρεμα και χαρούμενα. Απολάμβανε την λιτή κι απέριττη ζωή του μέσα στην φύση του ορεινού τοπίου. Ήταν ένας άνθρωπος καλοκάγαθος, ευπροσήγορος και πολύ αγαπητός στους συγχωριανούς του. Όλοι τον συμπαθούσαν.

    Ο Κροίσος πίστευε πως για να είσαι ευτυχισμένος πρέπει να έχεις χρυσό. Τι να τον κάνει όμως τον χρυσό ο Αγλαός; Όλος ο χρυσός του κόσμου γι’ αυτόν ήταν το μικρό του χωραφάκι και η οικογένειά του.

    Ο Κροίσος είναι έξαλλος με την απάντηση του μαντείου – το φυσάει και δεν κρυώνει. Είχε προσφέρει τόσους χρυσούς και αργυρούς τρίποδες (αφιερώματα των πιστών στο μαντείο) και το μαντείο έβγαλε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο έναν φτωχό και άσημο χωρικό από την Αρκαδία;

    Οι μέρες κυλάνε σαν το γάργαρο νερό. Ο Κροίσος χάνει τον πόλεμο με τον Κύρο, που τον αιχμαλωτίζει μέσα στις Σάρδεις (πρωτεύουσα του Λυδικού βασιλείου). Ο Κύρος μαζεύει ένα σωρό από ξύλα για να κάψει τον αλαζόνα Κροίσο. Εκείνη την στιγμή θυμάται τον χρησμό του μαντείου και τα λόγια του σοφού Αθηναίου Σόλωνα. Αυτός που έχει όλα τα αγαθά και τις ηδονές που έχει επιθυμήσει άνθρωπος, είναι ο δυστυχέστερος όλων. Τώρα πια μακαρίζει τον Αγλαό, τον φτωχό αγρότη που βρήκε το νόημα της ζωής. Χωρίς να έχει τα δικά του αγαθά, έχει όμως τα αναγκαία.

    Αυτή είναι μια ιστορία που δείχνει ότι η φτώχεια και ο ολιγαρκής βίος που διέκρινε τους περισσότερους Έλληνες είναι προτιμότερα απ’ τον εκφυλισμένο και τριφηλό βίο των βαρβάρων που το μόνο που επιζητούσαν ήταν υλικά αγαθά και ηδονές. Αυτή ήταν μια ακόμη διαφορά που χώριζε τους ολιγαρκείς Έλληνες από τους αλαζόνες βαρβάρους. Όπως είχε πει και ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος, «η πενία είναι αιώνια σύντροφος της Ελλάδας».