Θεοκρίτου Ειδύλλια – Θύρσις ή Ωδή


Θύρσις ή Ωδή

Μετάφραση-Σχόλια Ι. Πολέμη

Ασημένιο πινακίδιο στα τέλη της ελληνιστικής περιόδου (323 π.Χ.- 146 π.Χ.), Μουσείο Ερμιτάζ.

Ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς, αἰπόλε, τήνα
ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
Αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι,
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις·
δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ’ από τον Πάνα.
Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα,
5 αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρῳ δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.
μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει·
κ’ είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης.
ΑΙΠΟΛΟΣ ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Ἅδιον, ὦ ποιμήν, τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχές
τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
Αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴϊδα δῶρον ἄγωνται,
Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν’ ακόμα
κι απ’ το νερό που ηχολογά στάζοντας απ’ το βράχο.
Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες,
10 ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας· αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄϊν ὕστερον ἀξῇ.
θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση
να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.
ΘΥΡΣΙΣ ΘΥΡΣΙΣ
Λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, τῆδε καθίξας,
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; Τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.
Κάθεσ’ εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα;
όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια.
ΑΙΠΟΛΟΣ ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Οὐ θέμις, ὦ ποιμήν, τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα
16 συρίσδεν. Τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες· ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται· ἔστι δὲ πικρός,
καὶ οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.
Ἀλλὰ τὺ γὰρ δή, Θύρσι, τὰ Δάφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες
τώρα καταμεσήμερα· φοβόμαστε τον Πάνα.
Την ώρ’ αυτή κατάκοπος απ’ το πολύ κυνήγι
κοιμάται κι αναπαύεται· κ’ είνε πικρός, αλήθεια,
είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ’ τη μύτη.
Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι
20 καὶ τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο μοίσας,
δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰν πτελέαν ἑσδώμεθα τῶ τε Πριήπω
καὶ τᾶν Κραναιᾶν κατεναντίον, αἷπερ ὁ θῶκος
τῆνος ὁ ποιμενικὸς καὶ ταὶ δρύες. Αἰ δὲ κ᾽ ἀείσῃς
ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ Χρόμιν αἶσας ἐρίσδων,
και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι,
έλα από κάτω απ’ τη φτελιά κοντά μου να καθίσης,
αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες
πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν·
κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη
που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ’ τη Λιβύα,
25 αἶγά τέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι,
ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας,
καὶ βαθὺ κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ κηρῷ,
ἀμφῶες, νεοτευχές, ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον.
Τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός,
μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω
να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια
και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια
πουν’ αλειμμένο με κερί κ’ είνε καινούργιο τόσο,
τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι.
Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια,
30 κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος· ἁ δὲ κατ᾽ αὐτόν
καρπῷ ἕλιξ εἱλεῖται ἀγαλλομένα κροκόεντι.
Ἔντοσθεν δὲ γυνά, τι θεῶν δαίδαλμα, τέτυκται,
ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι· πὰρ δέ οἱ ἄνδρες
καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν ἄλλος
κισσός μαζί μ’ ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μιά κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μιά της τη μεριά κι απ’ τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
35 νεικείουσ᾽ ἐπέεσσι· τὰ δ᾽ οὐ φρενὸς ἅπτεται αὐτᾶς·
ἀλλ᾽ ὁκὰ μὲν τῆνον ποτιδέρκεται ἄνδρα γέλαισα,
ἄλλοκα δ᾽ αὖ ποτὶ τὸν ῥιπτεῖ νόον· οἵ δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος
δηθὰ κυλοιδιόωντες ἐτώσια μοχθίζοντι.
Τοῖς δὲ μέτα γριπεύς τε γέρων πέτρα τε τέτυκται
Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει·
και πότε με χαμόγελο θωρεί από ‘δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.
Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
40 λεπράς, ἐφ᾽ αἷ σπεύδων μέγα δίκτυον ἐς βόλον ἕλκει
ὁ πρέσβυς, κάμνοντι τὸ καρτερὸν ἀνδρὶ ἐοικώς·
φαίης κα γυίων νιν ὅσον σθένος ἐλλοπιεύειν·
ὧδέ οἱ ᾠδήκαντι κατ᾽ αὐχένα πάντοθεν ἶνες
καὶ πολιῷ περ ἐόντι, τὸ δὲ σθένος ἄξιον ἥβας.
σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ’ όλη του τη δύναμι στα χέρια·
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.
45 Τυτθὸν δ᾽ ὅσσον ἄπωθεν ἁλιτρύτοιο γέροντος
πυρναίαις σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά,
τὰν ὀλίγος τις κῶρος ἐφ᾽ αἱμασιαῖσι φυλάσσει
ἥμενος· ἀμφὶ δέ νιν δύ᾽ ἀλωπεκες, ἁ μὲν ἀν᾽ ὄρχως
φοιτῇ σινομένα τὰν τρώξιμον, ἁ δ᾽ ἐπὶ πήραι
Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο.
είν’ έν’ αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στό ‘να πλευρό του μιά αλεπού, στ’ άλλο πλευρό του μιά άλλη·
χώνετ’ η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
50 πάντα δόλον τεύχοισα τὸ παιδίον οὐ πρὶν ἀνησεῖν
φατὶ πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ·
αὐτὰρ ὅγ᾽ ἀνθερίκοισι καλὰν πλέκει ἀκριδοθήραν
σχοίνῳ ἐφαρμόσδων· μέλεται δέ οἱ οὔτε τι πήρας
οὔτε φυτῶν τοσσῆνον, ὅσον περὶ πλέγματι γαθεῖ.
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να ‘συχάση
αν δεν τ’ αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ’ έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει·
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι’ αμπέλι και ταγάρι
ίση χαρά έχει μέσα του γι’ αυτό το πλέξιμο του.
55 Παντᾷ δ᾽ ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος.
Αἰολικὸν θάημα· τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι.
Τῶ μὲν ἐγὼ πορθμῆϊ Καλυδνίῳ αἶγά τ᾽ ἔδωκα
ὦνον καὶ τυρόεντα μέγαν λευκοῖο γάλακτος·
οὐδέ τί πω ποτὶ χεῖλος ἐμὸν θίγεν, ἀλλ᾽ ἔτι κεῖται
Στρώνονται φύλλ’ απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι·
μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.
Από ‘να Καλυδώνιο τ’ αγόρασα βαρκάρη
κ’ έδωκα γίδα κ’ έδωκα κ’ ένα κεφαλοτύρι·
δεν τ’ άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.
60 ἄχραντον. Τῷ κά τυ μάλα πρόφρων ἀρεσαίμαν,
αἴ κά μοι τύ, φίλος, τὸν ἐφίμερον ὕμνον ἀείσῃς.
Κοὔτι τυ κερτομέω. Πόταγ᾽, ὠγαθέ· τὰν γὰρ ἀοιδάν
οὔ τί πᾳ εἰς Ἀΐδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς.
Θα σου το δώσω με χαρά και μ’ όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, ‘πες το·
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ’ όλα εκεί ξεχνιούνται.
ΘΥΡΣΙΣ
(ᾨδή)
ΘΥΡΣΙΣ
(Ωδή)
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
65 Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά.
Πῆ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πῆ ποκα, Νύμφαι;
Ἦ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα; ἦ κατὰ Πίνδον;
Οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ Ἀνάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ.
Ο Θύρσις απ’ την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι·
Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κ’ οι Νύμφες ;
Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια;
Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι.
70     Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,
τῆνον χὡκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.
Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια
εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι.
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Πολλαί οἱ πὰρ ποσσὶ βόες, πολλοὶ δέ τε ταῦροι, Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν,
75 πολλαὶ δ᾽ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὠδύραντο.
Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
πολλές ‘γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ἦνθ᾽ Ἑρμᾶς πράτιστος ἀπ᾽ ὤρεος, εἶπε δέ· “Δάφνι,
τίς τυ κατατρύχει; τίνος, ὠγαθέ, τόσσον ἔρασαι;”
Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
[Κατέβηκε πρώτος ο Ερμής απ’ το βουνό· Δάφνη,
ποιός σε κατατρέχει και ποιάν τόσο  αγαπάς ;]1
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
80 Ἦνθον τοὶ βοῦται, τοὶ ποιμένες, ᾡπόλοι ἦνθον·
πάντες ἀνηρώτευν, τί πάθοι κακὸν. Ἦνθ᾽ ὁ Πρίηπος
κἤφα· “Δάφνι τάλαν, τί νυ τάκεαι; Ἁ δέ τυ κώρα
πάσας ἀνὰ κράνας, πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται
Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
Ήρθαν βουκόλοι κ’ ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω
κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ’ εκείνος κ’ είπε:
«Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι;
Η κόρη εκείνη π’ αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια.
85 ζάτεισ᾽· ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί.
Βούτας μὰν ἐλέγευ, νῦν δ᾽ αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας.
ᾩπόλος, ὅκκ᾽ ἐσορῇ τὰς μηκάδας οἷα βατεῦνται,
τάκεται ὀφθαλμώς, ὅτι οὐ τράγος αὐτὸς ἔγεντο.
Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
«Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας
λιγώνεται απ’ τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
90 Καὶ τὺ δ᾽ ἐπεὶ κ᾽ ἐσορῇς τὰς παρθένος οἷα γελᾶντι,
τάκεαι ὀφθαλμώς, ὅτι οὐ μετὰ ταῖσι χορεύεις.”
Τὼς δ᾽ οὐδὲν ποτελέξαθ᾽ ὁ βουκόλος, ἀλλὰ τὸν αὑτῶ
ἄνυε πικρὸν ἔρωτα, καὶ ἐς τέλος ἄνυε μοίρας.
«Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε
λιγώνεσαι απ’ τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις».
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
95 Ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα,
λάθρη μὲν γελάοισα, βαρὺν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἔχοισα,
κεἶπε: “Τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο, Δάφνι, λυγιξεῖν·
ἦ ῥ᾽ οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ᾽ ἀργαλέω ἐλυγίχθης;”
Ήρθεν ακόμα κ’ η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη
κ’ ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της·
κ’ είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σ’ ελύγησεν εσένα».
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
100 Τὰν δ᾽ ἄρα χὡ Δάφνις ποταμείβετο· “Κύπρι βαρεῖα,
Κύπρι νεμεσσατά, Κύπρι θνατοῖσιν ἀπεχθής·
ἤδη γὰρ φράσδῃ πάνθ᾽ ἅλιον ἄμμι δεδυκεῖν;
Δάφνις κἠν Ἀΐδα κακὸν ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι”.
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου·
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις».
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
Ὡς λέγεται τὰν Κύπριν ὁ βουκόλος —, “ἕρπε ποτ᾽ Ἴδαν, «Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου,
ἕρπε ποτ᾽ Ἀγχίσαν· τηνεὶ δρύες ἠδὲ κύπειρος,
αἱ δὲ καλὸν βομβεῦντι ποτὶ σμάνεσσι μέλισσαι·
σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς. [. . .]
106 [ὡραῖος χὥδωνις, ἐπεὶ καὶ μῆλα νομεύει [. . .]
110 καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει.
Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.]
[. . .]
[. . .]
Αὖτις ὅπως στασῇ Διομήδεος ἆσσον ἰοῖσα,
καὶ λέγε· “Τὸν βοῦταν νικῶ Δάφνιν, ἀλλὰ μάχευ μοι.”
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
115 Ὦ λύκοι, ὦ θῶες, ὦ ἀν᾽ ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι,
χαίρεθ᾽· ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ Δάφνις οὐκέτ᾽ ἂν᾽ ὕλαν,
οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, οὐκ ἄλσεα. Χαῖρ᾽, Ἀρέθοισα,
καὶ ποταμοί, τοὶ χεῖτε καλὸν κατὰ Θυμβρίδος ὕδωρ.
«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω ‘γεια. κι αφήνω ‘γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ’ σε σπηλιές βουνήσιες·
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ’ αφήνω ‘γεια, κι αφήνω ‘γεια, ποτάμια».
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.     Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
120 Δάφνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὦδε νομεύων,
Δάφνις ὁ τὼς ταύρως και πόρτιας ὧδε ποτίσδων.
    Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
Ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Λυκαίω,
εἴτε τύγ᾽ ἀμφιπολεῖς μέγα Μαίναλον, ἔνθ᾽ ἐπὶ νᾶσον
«Ω Πάν, είτε στ’ ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
125 τὰν Σικελάν, Ἑλίκας δὲ λίπε ῥίον αἰπύ τε σᾶμα
τῆνο Λυκαονίδαο, τὸ καὶ μακάρεσσιν ἀγητόν·
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ’ ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ’ οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ’ έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
    Λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε, λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.     Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
ἔνθ᾽, ὦναξ, καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν
ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὰν περὶ χεῖλος ἑλικτάν·
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν’ ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
130 ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ᾽ ἔρωτος ἐς Ἄϊδος ἕλκομαι ἤδη. γιατί απ’ τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
    Λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε, λήγετ ἀοιδᾶς.     Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
Νῦν ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,
ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἔναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ’ αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ’ αχλάδια,
135 Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὼς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι δηρίσαιντο.”
τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ’ αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις».
    Λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε, λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.     Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
Χὣ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δ᾽ Ἀφροδίτα
ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι· τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει
Αυτά είπ’ ο Δάφνις κ’ έπεσε, κ’ έδραμ’ η Αφροδίτη .
κ’ έδραμε κ’ εδοκίμασε να τον ανασηκώση·
140 ἐκ Μοιρᾶν, χὡ Δάφνις ἔβα ῥόον· ἔκλυσε δίνα
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ.
μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες
και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι,
το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες.
     Λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε, λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.     Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
Καὶ τὺ δίδου τὰν αἶγα τό τε σκύφος, ὥς κεν ἀμέλξας
σπείσω ταῖς Μοίσαις. Ὦ χαίρετε πολλάκι, Μοῖσαι,
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι,
δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα,
να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες.
145 χαίρετ᾽· ἐγὼ δ᾽ ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον αἰσῶ. Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για ‘δική σας χάρι
άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω.
ΑΙΠΟΛΟΣ ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα, Θύρσι, γένοιτο,
πλῆρές τοι σχαδόνων, καὶ ἀπ᾽ Αἰγίλω ἰσχάδα τρώγοις
ἁδεῖαν, τέττιγος ἐπεὶ τύγα φέρτερον ᾄδεις.
Ἠνίδε τοι τὸ δέπας· θᾶσαι, φίλος, ὡς καλὸν ὄσδει·
Θύρσι, τ’ ώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι,
σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν
γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.
Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει·
150 Ὡρᾶν πεπλύσθαι νιν ἐπὶ κράναισι δοκησεῖς.
Ὧδ᾽ ἴθι, Κισσαίθα· τὺ δ᾽ ἄμελγέ νιν. Αἱ δὲ χίμαιραι,
οὐ μὴ σκιρτασεῖτε, μὴ ὁ τράγος ὔμμιν ἀναστῇ.
λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο.
Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξε την τώρα.
Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
γιατ’ είν’ ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη.

 

Ο Θεόκριτος (Συρακούσες 315 π.Χ. – 260 π.Χ.) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Για τη ζωή του Θεόκριτου δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, ενώ όσα γνωρίζουμε προέρχονται κυρίως από το ίδιο το έργο του.

Θεόκριτος αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικούς ποιητές του αρχαίου κόσμου. Από το σύνολο του έργου του, διασώθηκαν τριάντα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Ειδύλλια.

Ο όρος ειδύλλια χρησιμοποιήθηκε πιθανόν λόγω της μικρής έκτασης των ποιημάτων, αντίθετα με τα έπη. Επύλλια δηλ. ειδύλλια (αγλ.Idyls) μοιάζουν με το έπος, γιατί αφηγούνται περιπέτειες ηρώων, αλλά είναι πολύ πιο σύντομα και πραγματεύονται το θέμα τους με φυσικότερο τρόπο και πιο άνετη διάθεση. Κυρίως ασχολούνται με το δωρικό ήρωα Ηρακλή (Ηρακλίσκος, Ύλας) και σ΄αυτά ανήκει και το μεγαλύτερο ποίημα του Θεοκρίτου, ο Ύμνος εις Διοσκούρους.

Με το ποιητικό του έργο, ο Θεόκριτος αποτέλεσε τον ιδρυτή της αποκαλούμενης και βουκολικής ποίησης. Σε αρκετά ποιήματα των Ειδυλλίων η θεματολογία βασίζεται στον ποιμενικό βίο, ενώ τα υπόλοιπα στηρίζονται σε θέματα μυθικού ή ερωτικού περιεχομένου, χωρίς να απουσιάζουν και ύμνοι ή ποιήματα επικού χαρακτήρα. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Θεόκριτος ήταν η δωρική διάλεκτος, αλλά συναντάται επίσης η ιωνική – κυρίως σε ποιήματα επικού ύφους – και η αιολική. Σχεδόν το σύνολο των Ειδυλλίων είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο.


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -