Κικέρων: Κι εσύ, Επίκουρε, μου λες να «ξεχάσω»;


[…] προηγουμένως θα εξετάσουμε την άποψη του Επίκουρου, ο οποίος υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι κατ’ ανάγκην αισθάνονται λύπη, όταν νομίσουν ότι τους βρήκε κάποια συμφορά, είτε την είχαν προβλέψει προηγουμένως και την ανέμεναν, είτε αυτή είναι γνωστή και τους βασανίζει εδώ και χρόνια.

Κι αυτό γιατί, κατά τη γνώμη του, τα δεινά δεν γίνονται λιγότερο δυσβάστακτα με το πέρασμα του χρόνου, ούτε ελαφρώνουν όταν τα περιμένεις, κι είναι ανοησία να σκέφτεσαι ένα κακό που δεν έχει ακόμη συμβεί και το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να μη συμβεί ποτέ. Ούτως ή άλλως, αρκετή ζημιά θα σου κάνει εφόσον συμβεί.

Όποιος σκέφτεται όλη την ώρα ότι μπορεί να του τύχει κάτι ανάποδο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαιωνίζει το κακό. Κι αν αυτό δεν είναι γραφτό να συμβεί, τότε υποφέρει άδικα από το κακό που δημιούργησε ο ίδιος: το αποτέλεσμα είναι να βασανίζεται διαρκώς, είτε επειδή τον βρίσκει η συμφορά είτε επειδή απλώς τη σκέφτεται.

Σύμφωνα όμως με τον Επίκουρο, για να ανακουφιστεί από τη θλίψη ο άνθρωπος πρέπει να κάνει τα εξής δύο πράγματα: πρώτον, να πάψει να σκέφτεται διαρκώς τις δυστυχίες, και, δεύτερον, να «επαναφέρει» τη σκέψη του στις ηδονές. Γιατί αυτός πιστεύει ότι η ψυχή υπακούει στη λογική και είναι σε θέση να ακολουθεί κατά βήμα τις εντολές της.

Η λογική, κατά την άποψή του, μας απαγορεύει να σκεφτόμαστε τα δυσάρεστα, αποτρέπει την ψυχή μας από τις θλιβερές σκέψεις και θολώνει τις αντιληπτικές μας ικανότητες όταν στοχαζόμαστε τη δυστυχία” κι αφού σημάνει υποχώρηση από όλα όσα σχετίζονται με τη θλίψη, μας διατάζει να επιστρέψουμε ολοταχώς στη θέαση των διαφόρων ηδονών και να γαντζωθούμε από αυτές με όλες μας τις δυνάμεις.

Διότι εκείνος πιστεύει ότι η ζωή του φιλοσόφου είναι γεμάτη από τις αναμνήσεις των ηδονών του παρελθόντος και από την προσδοκία των ηδονών του μέλλοντος. Όλες αυτές τις απόψεις τις εξέθεσα με τον δικό μου τρόπο” οι Επικούρειοι βεβαίως τις εκθέτουν με τον δικό τους. Ας κοιτάξουμε όμως τι λένε και ας ξεχάσουμε πώς το λένε το ύφος τους δεν θα το σχολιάσω.

Κατ’ αρχάς, κακώς κατακρίνουν την προμελέτη των μελλοντικών δεινών. Τίποτε δεν αμβλύνει και δεν ανακουφίζει τόσο πολύ τη θλίψη όσο η συνεχής, διά βίου, υπόμνηση ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν· τίποτε δεν μας βοηθάει τόσο, όσο ο προβληματισμός για την ανθρώπινη κατάσταση, η μελέτη του νόμου της ζωής και η άσκηση υπακοής προς τις επιταγές του. Κι όλα αυτά δεν τα κάνουμε για να θρηνούμε μέρα νύχτα, αλλά για να μη θρηνούμε καθόλου. Όποιος σκέφτεται τη φύση των πραγμάτων, τα απρόοπτα της ζωής, την αδυναμία του ανθρώπου, δεν νιώθει θλίψη· απεναντίας, φέρεται ως αληθινός σοφός.

Το κέρδος του είναι διπλό: λαμβάνοντας υπόψη του τις εναλλαγές της ανθρώπινης μοίρας, έχει την ευκαιρία να απολαύσει τα προνόμια της φιλοσοφίας. Παράλληλα όμως, σε μια δύσκολη στιγμή, θα έχει στη διάθεσή του τρία φάρμακα για να θεραπεύσει την ψυχή του: πρώτον, το γεγονός ότι από καιρό σκεφτόταν την πιθανότητα μιας κακοτυχίας αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για να μειώσει και να εξαλείψει τη στενοχώρια του- δεύτερον, είναι σε θέση να καταλάβει ότι ο άνθρωπος πρέπει να υπομένει την ανθρώπινη μοίρα με αξιοπρέπεια-τρίτον, βλέπει ότι στην ουσία δεν υπάρχει κανένα άλλο κακό εκτός από την ενοχή, κι ότι ενοχή δεν υπάρχει σε κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητά του.

Όσο για την «επαναφορά» που μας συστήνει ο Επίκουρος όταν μας ζητάει να εγκαταλείψουμε τη σκέψη των μελλοντικών δεινών, περιττό να πω οτιδήποτε. Όταν μας πιέζουν οι καταστάσεις που θεωρούμε κακές, δεν είναι στο χέρι μας ούτε να υποκριθούμε ούτε να ξεχάσουμε. Μας κομματιάζουν την ψυχή, μας πνίγουν, μας κεντούν, μας καίνε, μας κόβουν την ανάσα.

Κι εσύ, Επίκουρε, μου λες να «ξεχάσω»; Αυτό είναι αντίθετο στη φύση. Το λες αυτό εσύ, ο οποίος θες να μας αφαιρέσεις διά της βίας τη μοναδική βοήθεια που μας έδωσε η φύση για τον παρατεταμένο πόνο; Διότι υπάρχει ένα πραγματικά σπουδαίο φάρμακο, ο χρόνος – κι ας αργεί κάπως να δράσει. Μου λες να ξεχάσω τα άσχημα, να σκέφτομαι τα καλά. Θα ήταν σωστό αυτό που λες, και δείγμα μεγάλου φιλοσόφου, αν συνειδητοποιούσες ότι καλό είναι αυτό το οποίο ανταποκρίνεται περισσότερο στην αξία του ανθρώπου.

Σκέψου πως έρχεται ο Πυθαγόρας ή ο Σωκράτης ή ο Πλάτων και μου λέει:

«Γιατί έχεις πέσει κάτω και θρηνείς; Γιατί σκύβεις το κεφάλι και υποκύπτεις στη μοίρα σου; Μπορεί να σε ρήμαξε και να σε πλήγωσε, όμως δεν μπορεί να σου τσάκισε το ηθικό. Οι αρετές έχουν μεγάλη δύναμη. Ξύπνα τες, αν τυχόν τις πήρε ο ύπνος.

Πρώτη από όλες θα τρέξει αμέσως κοντά σου η Γενναιότητα, η οποία θα σου δώσει το θάρρος να περιφρονήσεις όλα όσα μπορούν να τύχουν στον άνθρωπο και να τα θεωρήσεις τιποτένια.

Ύστερα θα έρθει η Μετριοπάθεια, δηλαδή η αυτοσυγκράτηση, την οποία προηγουμένως ονόμασα χρηστότητα, και δεν θα σε αφήσει να κάνεις τίποτε αισχρό και ατιμωτικό. Διότι υπάρχει τίποτε πιο ατιμωτικό κι αισχρό από έναν άνδρα που φέρεται άνανδρα;

Ούτε η Δικαιοσύνη θα επιτρέψει να φερθείς έτσι, η οποία ίσως να φαίνεται άσχετη με την περίσταση, όμως θα αποφανθεί ότι με τη στάση σου γίνεσαι δύο φορές άδικος: αφενός απαιτείς, εσύ, ένας θνητός, τα προνόμια των αθάνατων θεών, και αφετέρου δυσανασχετείς επειδή πρέπει να τους επιστρέφεις κάτι που σου έδωσαν δανεικό. Και στις δύο περιπτώσεις διεκδικείς κάτι που δεν σου ανήκει.

Στη Φρόνηση, πάλι, τι θα απαντήσεις όταν έρθει και σου πει ότι, κατά την άποψή της, η αρετή αρκεί για να σου εξασφαλίσει όχι απλώς μία τίμια ζωή αλλά και την ίδια την ευτυχία; Αν η αρετή επηρεαζόταν από τις εξωτερικές συνθήκες και δεν ήταν η ίδια αρχή και τέλος του εαυτού της, αν δεν είχε αυτάρκεια και έψαχνε αλλού για στήριγμα, τότε δεν θα είχαμε κανέναν λόγο να τη λατρεύουμε τόσο παράφορα με τα λόγια μας και να προσπαθούμε τόσο σκληρά να την κατακτήσουμε με τα έργα μας».

Αν αυτές, Επίκουρε, είναι οι ευχάριστες σκέψεις στις οποίες θέλεις να με «επαναφέρεις», θα κάνω ότι μου πεις, θα σε παραδεχτώ, θα γίνω πιστός οπαδός σου- μέχρι και τα δυσάρεστα θα ξεχάσω, όπως συστήνεις, και μάλιστα χωρίς κανένα πρόβλημα, διότι δεν θα μου φαίνονται πια και τόσο «δυσάρεστα».

Αλλά εσύ θέλεις να στρέψεις τη σκέψη μου στις ηδονές. Σε ποιες ηδονές; Στις ηδονές του σώματος, υποθέτω, ή στις ηδονές τις οποίες προσφέρει στο σώμα η σκέψη, αντλώντας τα υλικά της από τη μνήμη ή την προσμονή. Μήπως υπάρχει και τίποτε άλλο, κατά τη γνώμη σου; Καλά δεν σ’ έχω καταλάβει; Για να μην έρχονται μετά οι μαθητές σου και μου λένε πως δεν καταλαβαίνω τι εννοεί ο Επίκουρος.

Τα ίδια με σένα έλεγε στα γεράματά του κι εκείνος ο φαρμακόγλωσσος ο Ζήνων, το κορυφαίο μυαλό των Επικούρειων. Είχα πάει να τον ακούσω στην Αθήνα. Φώναζε με όση φωνή είχε για να αποδείξει ότι ευτυχισμένος είναι αυτός που απολαμβάνει τις ηδονές του παρόντος και πιστεύει ότι θα συνεχίσει να τις απολαμβάνει, αν όχι σε όλη του τη ζωή, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, χωρίς τον αντιπερισπασμό του πόνου. Ακόμη και στην περίπτωση, έλεγε, που τελικά εμφανιστεί ο πόνος, αν η έντασή του είναι πολύ μεγάλη, η διάρκειά του θα είναι σύντομη· αν όμως χρονίσει, θα εμπεριέχει μεγαλύτερες δόσεις ηδονής παρά ενόχλησης. Με αυτές τις σκέψεις πίστευε ότι μπορεί να ευτυχήσει ο άνθρωπος, ιδίως αν νιώθει ικανοποιημένος από τα αγαθά που ήδη απήλαυσε και δεν βασανίζεται από αδικαιολόγητους φόβους για τον θάνατο ή τους θεούς. Ιδού λοιπόν η θεωρία περί ευτυχίας του Επίκουρου διά στόματος Ζήνωνα, για να μην μπορεί κανείς να με κατηγορήσει ότι την παραποίησα.

Τι λες λοιπόν; Αυτή η στάση ζωής κι ο τρόπος σκέψης που μας προτείνει ο Επίκουρος αρκούν για να ανακουφίσουν τη θλίψη του Θυέστη ή του Αιήτη, που λέγαμε πριν, ή του Τελαμώνα, ο οποίος εξορίστηκε από την πατρίδα του και κατήντησε πένης; Άκου πόση έκπληξη προκαλούσε η εμφάνισή του:

Αυτός είναι, ο Τελαμώνας, που η δόξα τον ανέβασε στα ουράνια; Αυτός είναι που όλοι τον καμάρωναν ,που όλων των Ελλήνων τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του;

Όμως ο άνθρωπος που, όπως λέει ο ίδιος ποιητής, «εκτός από την τύχη του, έχασε και το φρόνημά του», πρέπει να αναζητήσει τη θεραπεία στις σοβαρές προτάσεις των παλαιών καλών φιλοσόφων κι όχι σε αυτούς τους υπέρμαχους της ηδονής. Για ποια πληθώρα αγαθών κάνουν λόγο όλοι αυτοί;

Ας υποθέσουμε ότι το υπέρτατο αγαθό είναι η απουσία του πόνου– αυτό βεβαίως δεν είναι συνώνυμο της ηδονής – αλλά δεν είναι ανάγκη να εξαντλήσουμε σήμερα όλα τα θέματα συζήτησης. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να φτάσουμε για να γιατρέψουμε τη θλίψη; Έστω ότι ο πόνος είναι το μεγαλύτερο κακό. Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος απαλλάσσεται από αυτόν επειδή γλίτωσε από το κακό θα κερδίσει αυτομάτως το υπέρτατο αγαθό.

Γιατί να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, Επίκουρε, και να μην ομολογήσουμε ευθέως για ποια ηδονή μιλάμε; Είναι η ίδια ηδονή στην οποία εσύ συνηθίζεις να αναφέρεσαι χωρίς ίχνος ντροπής. Δικά σου δεν είναι αυτά τα λόγια; Διότι στο βιβλίο που περιέχει το σύνολο της διδασκαλίας σου (τώρα θα κάνω και τον μεταφραστή, για να μη νομίσει κανείς πως τα βγάζω αυτά απ’ το μυαλό μου), αναφέρεις τα εξής:

«Προσωπικά αδυνατώ να συλλάβω την έννοια του αγαθού, αν τη διαχωρίσω από τις ηδονές της γεύσης, τις απολαύσεις που προσφέρει στ’ αυτιά μας η μουσική, την απόλαυση που χαρίζει στα μάτια μας η ομορφιά των χαριτωμένων κινήσεων, ή οποιεσδήποτε άλλες ηδονές γεννούν στον άνθρωπο οι αισθήσεις. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως μόνο οι πνευματικές ηδονές συγκαταλέγονται στα αγαθά. Διότι η απόλαυση του πνεύματος, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, αντλείται από την προσδοκία όλων των άλλων ηδονών στις οποίες αναφέρθηκα, δηλαδή από την ελπίδα ότι η φύση μας θα μπορέσει να τις χαρεί ελεύθερα, απαλλαγμένη από τον πόνο».

Να λοιπόν τι λέει ο ίδιος κατά λέξη, για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τι εστί ηδονή κατά την άποψη του Επίκουρου. Και λίγο παρακάτω προσθέτει:

«Πολλές φορές έτυχε να ρωτήσω ανθρώπους οι οποίοι αποκαλούνται σοφοί τι απομένει από την ιδέα του αγαθού αν τα αφαιρέσουμε όλα αυτά- παρεκτός βέβαια και ήθελαν να αρχίσουν να μου αραδιάζουν ασυναρτησίες. Δεν μπόρεσα να πάρω καμιά απάντηση από αυτούς. Ακόμη κι αν έχουν σκοπό να συνεχίσουν τις μεγαλοστομίες τους περί “αρετής” και “σοφίας”, το μόνο που θα καταφέρουν να εξηγήσουν είναι ο τρόπος με τον οποίο προκαλούνται οι ηδονές που κατονόμασα προηγουμένως».

Τα υπόλοιπα είναι στο ίδιο ύφος, κι ολόκληρο το βιβλίο, το οποίο έχει ως θέμα του το υπέρτατο αγαθό, βρίθει από παρόμοιες γνώμες, διατυπωμένες κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σε αυτή τη ζωή θέλεις να «επαναφέρεις» τον ηρωικό Τελαμώνα για να ανακουφίσεις τη θλίψη του; Δηλαδή, αν δεις κάποιον συγγενή σου συντετριμμένο από το πένθος, τι θα του προτείνεις, να φάει έναν οξύρρυγχο, ή να διαβάσει ένα βιβλίο για τον Σωκράτη; Τι θα του πεις ν’ ακούσει, τον ήχο της υδραύλεως ή τη φωνή του Πλάτωνα; Μήπως θα του φέρεις και τίποτε λουλούδια σε ωραία χρώματα να θαυμάσει; Θα του δώσεις καμιά ανθοδέσμη να μυρίσει; Μήπως του κάψεις και λιβάνια; Μήπως τον βάλεις να στεφανωθεί με γιρλάντες από τριαντάφυλλα; Κάν’ τα όλα αυτά, για να μην πω κι άλλα χειρότερα, και να ’σαι σίγουρος πως θα του φύγει τελείως η στενοχώρια.

Τις απόψεις αυτές καλά θα κάνει να τις παραδεχτεί ο Επίκουρος, αλλιώς ας σβήσει από το βιβλίο του όλα όσα παρέθεσα προηγουμένως κατά γράμμα- ή, μάλλον, ας πετάξει ολόκληρο το βιβλίο ως έχει. Διότι από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ένας αναλυτικός κατάλογος ηδονών. Πρέπει λοιπόν να βρούμε πώς θα απαλλάξουμε από τη θλίψη αυτόν που λέει:

Μα την αλήθεια, τώρα η τύχη μ’ εγκατάλειψε κι όχι η καταγωγή μου. Γιατί ο θρόνος που έχασα μπορεί να μαρτυρήσει πού ζούσα, πόση δύναμη είχα, ποια πλούτη, ποια ζωή μου στέρησε η μοίρα. Τι να κάνουμε λοιπόν; Να του πετάξουμε μια κούπα κρασί με μέλι, ή κάτι άλλο παρόμοιο, μήπως και σταματήσει να κλαίει;

Να σου και η άλλη πλευρά, από τον ίδιο ποιητή: Κάποτε, Έκτωρ, ήσουν παντοδύναμος ·τώρα πού είσαι να με βοηθήσει ;Πρέπει να τη συντρέξουμε- ζητάει βοήθεια :Πού να βρω στήριγμα, ποιος θα μου δώσει άσυλο, ποιος θα μου βρει έναν τρόπο να δραπετεύσω; Χάθηκε η πόλη μου, έπεσαν τα κάστρα της. Πού να προσπέσω; Ποιον να ικετεύσω; Γκρέμισαν κι έκαναν κομμάτια τους βωμούς μας τα ιερά τυλίχτηκαν στις φλόγες, τα τείχη κάηκαν, έχασαν το σχήμα τους, τα έλατα ζάρωσαν .

Τη συνέχεια την ξέρετε, και κυρίως το περίφημο Πατέρα μου, πατρίδα μου, παλάτι του Πριάμου ναέ που σφάλιζες με θύρες ηχηρές, σε είδα μες στα βαρβαρικά σου πλούτη με τα περίτεχνα σκαλίσματα και τα φατνώματα στις οροφές από χρυσό κι ελεφαντόδοντο, όπως ταιριάζει σ’ έναν βασιλιά.

Τι υπέροχος ποιητής! – κι ας τον υποτιμούν οι υμνητές του Ευφορίωνα. Ξέρει πολύ καλά ότι οι ξαφνικές κι αναπάντεχες συμφορές είναι οι χειρότερες. Αφού λοιπόν υμνήσει τα βασιλικά πλούτη, που έδιναν την εντύπωση ότι θα διαρκούσαν για πάντα, άκου τι προσθέτει:

Τα είδα όλα αυτά να χάνονται στις φλόγες, τον Πρίαμο να βρίσκει βίαιο θάνατο, και τον βωμό του Δία λεκιασμένο με αίμα.

Εξαίσιο άσμα. Νόημα, στίχοι, μουσική, τα πάντα αποπνέουν μελαγχολία. Ας διώξουμε λοιπόν τη θλίψη της Ανδρομάχης. Μη με ρωτήσεις πώς· είναι προφανές. Θα την αποθέσουμε σ’ ένα πουπουλένιο στρώμα, θα της βάλουμε από δίπλα μια κιθαρωδό, θα της ανάψουμε μερικά μυρωδικά πάνω σε μια πιατέλα, θα της δώσουμε ένα σιροπάκι να πιει, και θα της φέρουμε κάτι να φάει: διότι αυτά είναι τα αγαθά που καταπολεμούν τη βαριά θλίψη. Εσύ δεν έλεγες προηγουμένως ότι αυτά τα αγαθά είναι τα μόνα που ξέρεις;

Ε, λοιπόν, δεν θα είχα πρόβλημα να συμφωνήσω με τον Επίκουρο ότι πρέπει να αποσπάσουμε τη σκέψη μας από το πένθος και να την επαναφέρουμε στην ιδέα του αγαθού, αρκεί να συμφωνήσουμε πρώτα για το νόημα που δίνουμε στη λέξη «αγαθό». Θα μπορούσε όμως να πει κάποιος:

«Δηλαδή, εσύ πιστεύεις ότι αυτό εννοούσε ο Επίκουρος κι ότι με τις απόψεις του μας προέτρεπε σε ακολασίες;» Κάθε άλλο- διότι βλέπω ότι πολλά από όσα λέει αποπνέουν σοβαρότητα, και πολλά φανερώνουν ευγένεια πνεύματος. Όπως έχω πει επανειλημμένα, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι το μυαλό του και όχι το ήθος του. Όσο κι αν περιφρονήσει τις ηδονές που μέχρι τώρα υμνούσε, εγώ δεν πρόκειται να ξεχάσω ποια είναι η ιδέα του για το υπέρτατο αγαθό. Διότι δεν χρησιμοποίησε απλώς τον όρο «ηδονή», φρόντισε και να διευκρινίσει τι εννοούσε με αυτόν. «Τις γεύσεις», λέει, «και τους εναγκαλισμούς των σωμάτων, και τα θεάματα, και τις μουσικές, και τις μορφές που είναι χάρμα οφθαλμών». Μήπως έχω επινοήσει κάτι από αυτά, μήπως λέω ψέματα; Μακάρι να βγει κάποιος και να με διαψεύσει. Άλλωστε, για την αποκάλυψη της αλήθειας σε όλα τα ζητήματα δεν αγωνίζομαι πάντοτε;

Αλλά για στάσου. Ο Επίκουρος λέει επίσης ότι η ηδονή δεν αυξάνεται όταν απαλλάσσεται κάποιος από τον πόνο, και ότι η υπέρτατη ηδονή είναι η απουσία του πόνου. Τρία μεγάλα λάθη μέσα σε λίγες λέξεις.

Πρώτον: φάσκει κι αντιφάσκει. Διότι λίγο πριν έλεγε ότι δεν μπορεί καν να συλλάβει την έννοια του αγαθού αν δεν γαργαλήσει πρώτα η ηδονή τις αισθήσεις. Τώρα μας λέει ότι η μεγαλύτερη ηδονή είναι η έλλειψη πόνου. Υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση από αυτή;

Δεύτερον: Στη φύση υπάρχουν τρεις ψυχικές καταστάσεις, η χαρά, ο πόνος, και μια μέση κατάσταση, που δεν είναι ούτε χαρά ούτε πόνος· ο Επίκουρος ταυτίζει την πρώτη με την τρίτη και δεν κάνει διάκριση μεταξύ ηδονής κι έλλειψης πόνου.

Τρίτο λάθος, στο οποίο έχουν υποπέσει και ορισμένοι άλλοι φιλόσοφοι: ενώ επιδιώκουμε με ζήλο την αρετή κι ενώ η φιλοσοφία ολόκληρη επινοήθηκε για την κατάκτησή της, εκείνος διαχωρίζει το υπέρτατο αγαθό από την αρετή. «Ναι, αλλά επαινεί συχνά την αρετή». Σύμφωνοι. Το ίδιο έκανε κι ο Γ. Γράκχος, αφού πρώτα άδειασε το θησαυροφυλάκιο σκορπώντας τεράστια ποσά σε παροχές· κατά τα άλλα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, εξακολουθούσε να είναι ο θεματοφύλακας του δημόσιου χρήματος.

Τι να τα κάνω τα λόγια όταν βλέπω τα έργα; Ο περίφημος Πείσων, ο επονομαζόμενος και Χρηστός, αγόρευε ασταμάτητα κατά του νόμου περί διανομής των σιτηρών. Όταν ψηφίστηκε ο νόμος, εκείνος, παρά το υπατικό του αξίωμα, πήγε να παραλάβει τα σιτηρά. Ο Γράκχος πρόσεξε ότι ο Πείσων στεκόταν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Τον ρώτησε λοιπόν ενώπιον του ρωμαϊκού λαού πώς γινόταν να ζητάει τα σιτηρά βάσει ενός νόμου στον οποίο ήταν αντίθετος. «Θα προτιμούσα, Γράκχε», είπε ο Πείσων, «να μην είχες αποφασίσει να μοιράσεις την περιουσία μου στον λαό· όμως, αφού το έκανες, ήρθα κι εγώ να πάρω το μερίδιό μου».

Τα λόγια αυτού του σοβαρού και πανέξυπνου άνδρα δεν δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο σεμπρώνιος νόμος κατασπατάλησε τη δημόσια κληρονομιά; Πάρε να διαβάσεις τους λόγους του Γράκχου- θα μείνεις με την εντύπωση ότι ήταν ο προστάτης του δημόσιου ταμείου.

Ο Επίκουρος ισχυρίζεται ότι κανείς δεν μπορεί να απολαύσει τη ζωή χωρίς την αρετή· λέει ότι η μοίρα δεν έχει καμιά εξουσία στον σοφό άνθρωπο- προτιμά τη λιτή δίαιτα από την πολυφαγία- υποστηρίζει ότι ο σοφός είναι πάντοτε ευτυχισμένος- όλα αυτά ταιριάζουν σε έναν φιλόσοφο, πλην όμως δεν συμβιβάζονται με την έννοια της ηδονής.

«Δεν εννοεί την ηδονή που έχεις εσύ στο μυαλό σου».

Ας εννοεί όποια ηδονή θέλει. Το σίγουρο είναι ότι εννοεί κάποια ηδονή η οποία ουδεμία σχέση έχει με την αρετή. Έστω ότι αδυνατώ να καταλάβω αυτά που λέει περί ηδονής· μήπως αυτά που λέει για τον πόνο τα καταλαβαίνω; Εγώ λοιπόν λέω ότι όποιος πιστεύει πως το μεγαλύτερο κακό είναι ο πόνος δεν είναι άξιος να μιλάει περί αρετής.

Κι όμως οι Επικούρειοι, ως ανώτεροι άνθρωποι που είναι -γιατί στην πανουργία δεν τους φτάνει κανείς-, θα με κατηγορήσουν ότι τα έχω βάλει με τον Επίκουρο. Άκουσον, άκουσον! Λες κι έχουμε τίποτε τιμές κι αξιώματα να μοιράσουμε. Εγώ πιστεύω ότι το υπέρτατο αγαθό βρίσκεται στην ψυχή, εκείνος στο σώμα. Κατ’ εμέ είναι η αρετή, κατ’ αυτόν η ηδονή. Αυτοί έχουν πολεμική διάθεση, όχι εγώ, και μάλιστα ζητούν κι ενισχύσεις από τον περίγυρό τους· διότι υπάρχουν πολλοί που είναι πρόθυμοι ανά πάσα στιγμή να τους βοηθήσουν.

Εγώ είμαι εκείνος που λέει ότι δεν αξίζει ο κόπος να ασχολούμαι μαζί τους. Ας πάνε να κάνουν ό,τι θέλουν. Στο κάτω κάτω, δεν διακυβεύεται και κανένας πόλεμος με την Καρχηδόνα. Εδώ δεν μάλωσε ο Μ. Κάτων με τον Λ. Λέντουλο, όταν διαφωνούσαν για τον Καρχηδονιακό πόλεμο, και θα μαλώσουμε εμείς;

Εριστική είναι η στάση των Επικούρειων, κι αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι οι απόψεις τους δεν έχουν ενθουσιάσει ιδιαίτερα κανέναν, και δεν τολμούν να τις εκθέσουν ούτε στη Σύγκλητο ούτε στην εκκλησία του λαού, ούτε ενώπιον του στρατού ούτε ενώπιον των κηνσόρων. Με αυτούς όμως θα συνεχίσω κάποια άλλη φορά- και, πάντως, όχι έχοντας διάθεση να τους πολεμήσω αλλά πρόθυμος να τους παραδεχτώ, αν λένε την αλήθεια.

Μόνο μία συμβουλή έχω να τους δώσω. Αν αληθεύει ότι ο σοφός ενδιαφέρεται μόνο για το σώμα του, ή, για να το θέσω κοσμιότερα, αν όλες του οι πράξεις στοχεύουν στο κέρδος και κρίνει τα πάντα με ιδιοτέλεια, επειδή οι απόψεις τους αποκλείεται να τύχουν επιδοκιμασίας, ας κρατήσουν τη χαρά τους για τον εαυτό τους κι ας αφήσουν κατά μέρος τις καυχησιολογίες.

***

Κικέρων -Το φάρμακο της λύπης. 

Τρίτη Τουσκουλανή διατριβή. μετάφραση: Όλγα Παπακώστα. Ωκεανίδα

Αντικλείδι , https://antikleidi.com


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -