Ποτέ πια

pompeii_-_casa_del_bracciale_doro_-_theatre_maskΣτη νύχτα είναι το φως μου, σκοτάδι λέω το σπίτι μου. Πατάω γερά στον άνεμο και τα φτερά μου στέγη κάτω απ’ των άστρων τη βροχή. Έζησα εκεί που δε γεννήθηκα. Σε εποχές παράλογες γεμάτες βίτσια. Σε εποχές που η ηδονή ήταν γυμνή, άγρια και φοβισμένη. Πετάω πάνω από τα κεφάλια σας. Πάνω από δρόμους, οροφές, πύργους, βουνά και βράχια αδέσποτα, δέντρα μοναχικά κι όλο ακούω θρήνους. Τα σύννεφα θα μαζευτούν κι απόψε στις καρδιές σας. Τα φώτα σας μοιρολογούν νεκρά φαντάσματα σας. Πάνε κι αυτά. Ξεχαστήκατε στο όνειρο. Τώρα το μέλλον σας ποιος θα σας το φτιάξει;


Έχασα παιδιά και τα έθαψα μαζί με όση αγάπη είχα. Κομμάτι κομμάτι για το καθένα μου. Λάτρεψα τον Έρωτα τον ίδιο, πετούσαμε μαζί ως τον ήλιο και με τα βέλη του χτυπούσε κάθε σπιθαμή στον ουρανό. Όμως μια μέρα χάθηκε, χωρίς κι εγώ να φταίω, κι ο ουρανός άρχισε να μεγαλώνει. Έτσι περίσσεψε ο πόνος κι η οργή με μαύρισε ολόκληρο. Εμένα που η αυγή μου με ήθελε λευκό. Γι’ αυτό μισώ τους δρόμους σας όταν η βροχή φτιάχνει καθρέφτες. Γι’ αυτό κράζω τα φώτα σας όταν η λάμψη τους με στιγματίζει. Το ξέρουν καλά αυτό οι αιώνες μου που πάνω μου γλιστρούσαν. Ξέρουν που έχω τα σημάδια κάτω απ’ τα φτερά μου. Είστε εσείς που θανατώνατε καθετί όμορφο κι ύστερα το λιβανίζατε. Εσείς που ποτέ δεν κάνατε τη διαφορά. Εσείς που δεν σεβαστήκατε τα σύννεφα που πατάτε.

lonelinessΈρχομαι από την εποχή που οι φωτιές δεν καίγανε. Περνούσα από μέσα και με φωτίζανε ή με ζεσταίνανε. Ο κόσμος τώρα βουτηγμένος στο μπαρούτι έτοιμος με μία σπίθα να χαθεί. Πέταξα πάνω από τα πτώματα σας. Σ’ ερήμους, καυτές από τον ήλιο. Ρούφηξα οσμή οσμή όλη τους τη φρεσκάδα. Έφτυσα μέσα στα σωθικά τους και με δρόσισε το αίμα. Προσγειώθηκα σε τελευταίες ανάσες, φευγάτες. Τσίμπησα, βουτώντας σε μυαλά, κάθε ζεστό χαμόγελο σας, κάθε παγωμένη σας ανάμνηση, κάθε χαρά, την ευτυχία σας και την πίκρα σας ακόμα. Τα λόγια σας, τα βλέμματά σας σε αυτιά και πρόσωπα αγαπημένα, τα μυστήριά σας. Κάθε στιγμή που θύμιζε ότι κάποτε ζήσατε. Σας έκλεβα τα πάντα. Τα έτρωγα κι ύστερα σας τα σέρβιρα ξανά. Η μελαγχολία σας με έκανε αθάνατο.

Και τώρα ξανά, κάτω από το φως μου πετάω, πάνω από τα κλουβιά σας φτερουγίζω. Μέσα στον κρύο άνεμο κρυμμένος. Θα μπω κι απόψε μες τον θρήνο σας. Θα ασελγήσω πάνω στη μοναξιά σας. Το μαύρο μου θα βάψει την ψυχή σας. Είναι εκείνη η φωνή που με τραβάει κάπου εδώ.  Αυτή η λέξη που μου έλκει απόψε τα φτερά. Μία μόνο λέξη, ένας άντρας, μακρύ μοιρολόι. Θέλω να την ακούσω ξανά πριν χτυπήσω. Να μπει εντός μου, να με ποτίσει η θλίψη της φωνής του. Άλλη μία φορά ακόμα. Να μείνει αξέχαστη. Λενόρ..

Ύπερος

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Δείτε όλα τα άρθρα των φίλων ΕΔΩ


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -