Ο δικός μου κόσμος


Στην ψηλότερη κορυφή τού βουνού όπως φαίνεται από το χωριό του δεσπόζει ένα τεράστιο σύμπλεγμα βράχων που μοιάζει με τριγωνική πυραμίδα. Από μικρός που ήταν, σαν ηφαίστειο του φαίνονταν και μάλιστα, από τότε που έμαθαν για τα ηφαίστεια στο σχολείο, αυτός, βιάζονταν να μεγαλώσει να πάει κοντά για να το δει.

Να πάει ήθελε στην κορυφή του.

Εκεί να σταθεί, ήθελε.

Στην κορυφή.

Όρθιος.

Εκεί που σμίγαν οι τρεις ακμές της πυραμίδας.

Στην κορυφή να σταθεί, και όλον τον κόσμο από κει να δει.

Έτσι νόμιζε.

Όλον τον κόσμο.

~

Και τώρα όμως που μεγάλωσε έπαψε να νομίζει μόνο, γιατί τώρα βεβαιώθηκε. Από κει πάνω όοοολος ο κόσμος φαίνεται. Αρκεί να προσέξεις καλά και να δεις. Να δεις.

Αλλά όχι με τα μάτια.

~

Είχε δύσει ο ήλιος και οι τελευταίες ακτίνες του καθώς διέρχονταν ανάμεσα από τα ψηλά δέντρα στις δυτικές κορφές του βουνού, φαίνονταν σαν τεράστια ξίφη που κάρφωναν το ηφαίστειο.

~

Παράτησε στη μέση τη δουλειά του, έφτιαξε ένα παγωμένο καφέ, τον έβαλε στο θερμός, έβαλε και τρία τέσσερα παγάκια μέσα, πήρε το αυτοκίνητό του και σε σαρανταπέντε λεπτά βρίσκονταν εκεί, στη βάση της πυραμίδας από την πίσω μεριά. Άφησε το αυτοκίνητό του σε ένα μικρό πλάτωμα και ανέβηκε το κακοτράχαλο μονοπάτι.

Και νάτος.

Στην κορυφή.

Όρθιος.

~

Μπροστά μου απότομος γκρεμός.

Κάθησα σε μια ίσια λαξευμένη από τον Θεό Χρόνο πέτρα, και ήπια μια γουλιά καφέ.

Κάτω χαμηλά το χωριό. Το χωριό μου.

Το βουνό, το όμορφο Παγγαίο, κυκλώνει το χωριό από ανατολή, δύση και νότο και φαίνεται σαν το μικρό γράμμα ύψιλον, αλλά μεγάλο, τεράστιο, γεμάτο στο εσωτερικό του με ζωή. Και ο κάμπος σαν περισπωμένη είναι. Σκέπη, φύλακας και ζωοδότης.

Σαν θάλασσα μοιάζει ο κάμπος.

~

Ποτέ δεν υπάρχει απόλυτη ησυχία όταν είσαι στο βουνό ή μέσα στο δάσος κι ας είσαι μόνος.

Σαν συμφωνική ορχήστρα ακούγονταν οι ήχοι κάτω από το χωριό, με πρώτο βιολί την καμπάνα του Άη Γιώργη που χτυπούσε για τον εσπερινό και κει λίγα μέτρα κάτω από τους βράχους το θρόισμα των φύλλων, σαν φυσαρμόνικες χρωματικές ηχούσαν.

Χάδι στο αυτί.

Αύρα δροσερή, αύρα τού δάσους και τ’αεράκι φορτωμένο με αρώματα. Χάδι μυρωμένο στο σώμα.

~

Βλέπω, ακούω, μυρίζω, αισθάνομαι.

Πετώ.

Πάνω από το πάρκο, πετώ πάνω απ’ τη Δεξαμενή με το παγωμένο αρχαίο νερό απ’τις πηγές του Διονύσου, από τα σπίτια, από το σπίτι μου πάνω πετώ. Φτάνω στο κρυονέρι και σταματώ στο κάστρο. Του Μεγάλου Αλεξάνδρου το κάστρο όπως έμεινε σε μας από την παράδοση.

~

Κατεβαίνω και παίρνω το μονοπάτι και κατηφορίζω, διασχίζω το χωριό περνώ από την πλατεία, απ’ τον χορό, την γέφυρα περνώ, και φτάνω στην Αγία Βαρβάρα. Μεγάλωσαν πολύ τα δέντρα. Και οι κλωστές εκεί ακόμα κρεμασμένες στα κλαριά των δέντρων. Αναθήματα κι ευχές και παρακλήσεις. Λίγο πιο πάνω ή βρύση του Βασιλιά και πιο πέρα της γριάς ο λάκος με τον αντίλαλό της σαν από τον κάτω κόσμο.

~

Εεεεεε….. γριά…..

Γριαααααά…..ααααά

~

Κατεβαίνω κάτω στον ελαιώνα. Βακούφικο του μοναστηριού, της Παναγιάς της Εικοσιφοινίσσης.

Σουρουπώνει.

Ανάβουν τα φώτα. Πρέπει να φύγω.

Κάνω μια έτσι και πετώ πάλι.

~

Με μιας βρίσκομαι πάλι όρθιος.

Στην κορυφή.

Εκεί που σμίγουν οι τρεις ακμές της πυραμίδας.

Νυχτώνει.

Ξέχασα να πάρω τον φακό μου. Πίσω μου μόλις που διακρίνω το αυτοκίνητό μου σε μια απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων. Προσεκτικά κατεβαίνω το απότομο βραχώδες μονοπάτι.

Φεύγω…..

~

Φεύγει…. έφτασε κάτω….το βουνό ψηλά….

Σταματά για λίγο στη αυλόπορτα τού σπιτιού του. Στρέφει το βλέμμα προς τα πάνω.

Στην κορυφή.

Όμορφη που διαγράφεται με φόντο τον ουρανό, και τ’ άστρα για στολίδια.

Όλο τον κόσμο είδε από κει πάνω.

Με κείνα τα μάτια, τα περίεργα, τα διεισδυτικά τ’ απόκοσμα, σαν τις ακτίνες “Χ”.

Όλος ο κόσμος φαίνεται από εκεί.

Όλος ο κόσμος είναι εδώ.

Αυτός είναι όλος ο κόσμος.

Ο δικός του κόσμος.

Τώρα που μεγάλωσε βεβαιώθηκε.

~

Το ένοιωσα με όλες μου τις αισθήσεις.

Μήπως αυτό δεν είναι η ευτυχία;

~

Η απόλυτη ευτυχία!

***

Αύγουστος 2017

Άγγελος Τσανάκας 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -