Άσμα νοσταλγικό και πένθιμο για τον χαμένο Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης


Σχόλιο στο βιβλίο του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου «Ποιος Φοβάται τον Κύριο Επιθεωρητή;»

Του Κωστή Δεμερτζή

Πρώτη δημοσίευση: Νέα Προοδευτική Εύβοια, Φύλλα 811 (29-3-2019), 812 (5/4/2019), «Καθημερινή Εύβοια», φύλλο 6124 (2/4/2019)

Αναφέρομαι στο βιβλίο του Τριανταφυλλόπουλου «Ποιος φοβάται τον κύριο Επιθεωρητή;», εκδόσεις Κουκούτσι, Αθήνα 2018. Στο βιβλίο αυτό, το κύριο σώμα αποτελούν «επτά ιστορίες» (η αρίθμηση από τον συγγραφέα), όπου ο συγγραφέας αφηγείται ισάριθμες επισκέψεις Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης στην τάξη του.

Ήδη, στον πρόλογο που γράφει στο βιβλίο αυτό ο Συμεών Σταμπουλού, σημειώνει δύο παραπομπές: το «ποιος φοβάται» του Τριανταφυλλόπουλου παραπέμπει, λέει, στο «ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ», του Έντουαρντ Άλμπη. Και ο «Επιθεωρητής», στον ίδιο τίτλο, παραπέμπει στον «Επιθεωρητή», του Γκόγκολ. Ο δικός μου τίτλος στο κομμάτι μου αυτό, παραπέμπει στον Ελύτη. Έτσι, οι παραπομπές γίνονται τρεις, «τριτώνουν».

Τα κείμενα του νέου αυτού βιβλίου του Τριανταφυλλόπουλου είναι δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά, το 1ο, «Πατέρας και γιος», στην «Νέα Εστία» Δεκεμβρίου 2010, «Ο κ. Πρόεδρος στην τάξη», το 2ο, «ο κ. Πρόεδρος στην τάξη», στο «Πλανόδιον» Ιουνίου 2006, και τα υπόλοιπα στην «Νέα Εστία», «Ο Σωκράτης και ο Πρωτομάστορας πηγαίνουν στην τιμή τους και στην πεποίθησή τους» στο τεύχος Οκτωβρίου 2013, «Η Μάχη στα Κούναξα» στο τεύχος Απριλίου 2012, το «Ένας Επιθεωρητής στο Γριπονήσι» τον Σεπτέμβριο του 2011, «Το στριμμένο άντερο ξεστρίβεται» τον Απρίλιο του 2011 και οι «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» τον Δεκέμβριο του 2013.

Υπάρχουν, ακόμα, εκτός από τον πρόλογο του Συμεών Σταμπουλού («Έρχεται ο κύριος Επιθεωρητής ή πώς θα ξορκίσουμε αυτό το φάντασμα», χρονολογημένο στις 17/11/2016), σειρά άλλων κειμένων του Τριανταφυλλόπουλου, πάνω στο ήθος του δασκάλου και την μέθοδο της διδασκαλίας, όπως η «Επιλογική προσημείωση για την Έλλη Δασκαλάκη, την Κατίνα Παπά κι έναν λόγο του Κίπλινγκ» («Νέα Εστία», Μάρτιος 2014), και το – ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ – μεθοδολογικό δοκίμιο: «Επικίνδυνες συνταγές ή τα κακά της νοικοκυροσύνης» («Ευθύνη», Οκτώβριος 1973), το «Μια αξιέραστη και αξιομίμητη γκεσταπίτισσα» (επ’ αφορμή μιας Επιθεωρήτριας – ηρωΐδας της μυθιστορίας της Νατάσας Κισμέτη IVA-έσοπτρο μυστηριώδους οθόνης (εκδ. «Αρμός», 2017) (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, το «γκεσταπίτισσα» ήταν το παρατσούκλι που είχαν κολλήσει οι επιθεωρούμενοι καθηγητές σε μια επιθεωρήτρια), την οποία ακολουθεί το «Επίμετρο», με πρόσθετες πληροφορίες για τις Επιθεωρήσεις που αποτέλεσαν τα θέματα των κειμένων του βιβλίου, και το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Της Μαστορίνας», από την συλλογή «Στην γλώσσα της υφαντικής», «Μεταίχμιο», το 2013.

*  *  *

Αντιγράφω στοιχεία του ιστορικού του θεσμού του Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης εν Ελλάδι– τα οποία, νομίζω, είναι χρήσιμα ως «πραγματολογικά» συμφραζόμενα για την κατανόηση του βιβλίου του Τριανταφυλλόπουλου – από την Βικιπαίδεια.

«Με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830, οργανώνεται και το εκπαιδευτικό του σύστημα. Ταυτόχρονα καθιερώνεται και ο θεσμός των επιθεωρητών, με το διάταγμα 1372 της 5ης Οκτωβρίου 1830. Με αυτό καθορίζονταν οι αρμοδιότητές του, οι οποίες μεταξύ άλλων, ήταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του στα σχολεία και απροσδοκήτως να παρίσταται στη διεξαγωγή των μαθημάτων, με σκοπό να παρατηρεί τους μαθητές τις δυνατότητές τους και τον τρόπο παράδοσης του εκπαιδευτικού. … Σταδιακά, από το 1842 μέχρι το 1895, μέσα από διάφορα νομοθετήματα συγκροτείται ο ΄΄Επιθεωρητισμός΄΄: έτσι σκιαγραφείται ως ο μόνος εγγυητής «της ακριβούς εφαρμογής των σχολικών νόμων και της ερρύθμου των σχολείων και κανονικής κινήσεως…» … Κατά τη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας θεσπίζεται η αξιολόγηση των δασκάλων και από τον διευθυντή του σχολείου με το Ν.Δ. 651/ 28 Αυγούστου 1970, με εξαίρεση τις περιπτώσεις συγγενικών προσώπων μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας. Ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε και στην περίοδο της μεταπολίτευσης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η διαμάχη και η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα σε διδάσκοντες και επιθεωρητές που είχε εκκολάψει η περίοδος της Δικτατορίας, έθεσε ζήτημα εκκαθάρισης του κλάδου των επιθεωρητών: τελικά το Ειδικό Συμβούλιο Κρίσης που συγκροτήθηκε αποφάνθηκε πως οι σύμβουλοι οι οποίοι είχαν επιλεγεί με το Ν.Δ. 651/1970 «δεν υποστήριξαν ηθελημένα» το καθεστώς με την δράση τους. … Με το Ν. 309/1976 [Κυβέρνηση Ν.Δ.] η χώρα χωρίστηκε για μεν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε δεκαπέντε ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες με προϊστάμενο τον Επόπτη σε κάθε περιφέρεια. Ο συνολικός αριθμός των επιθεωρητών στη βαθμίδα αυτή ανερχόταν στους 240. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν 17 Επόπτες και 140 Γενικοί Επιθεωρητές. Τα συνδικαλιστικά σωματεία των εκπαιδευτικών θέτουν το αίτημα του εκσυγχρονισμού και την αντικατάσταση του Επιθεωρητή από τον Σχολικό Σύμβουλο. Το αίτημα αυτό πήγαζε από την «ανάγκη για επιστημονική καθοδήγηση και εκπαιδευτική-παιδαγωγική ανάπτυξη. … Με το Νόμο 1304/1982 [Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ] ο θεσμός του Επιθεωρητή καταργείται. Με προεδρικό διάταγμα του 1984 καθιερώνεται ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του»

*  *  *

Το βιβλίο του Τριανταφυλλόπουλου αναπτύσσεται στο περιθώριο της παραπάνω ιστορίας, στην τελευταία φάση της. Στυλώνοντας τα μάτια «σ’ ένα ρείθρο / έρημου δρόμου» (έκφραση από στίχο του Σκαρίμπα), κοιτώντας από την κατάργηση του θεσμού του Επιθεωρητή προς τα πίσω, όταν ο Επιθεωρητής επισκεπτόταν τάξεις – και «όταν ακόμα και το χειρότερο εξατάξιο Γυμνάσιο ήταν σχολείο» (στο βιβλίο, σελ. 25, από το κομμάτι «πατέρας και γιος»), ο συγγραφέας ξαναφέρνει, όχι χωρίς κάποιο καμάρι, στη μνήμη τον Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, ζωντανό, όπως επισκεπτόταν την τάξη του, όταν ο ίδιος ο Τριανταφυλλόπουλος ήταν νέος Καθηγητής – στην Κύπρο πρώτα (όπου επίσης λειτουργούσε ανάλογος θεσμός) και στην Ελλάδα έπειτα. Τον ξαναφέρνει μέσω της αφήγησης, που αποτελεί προνόμιο του αφηγητή, και ιδίως του αφηγητή που ξέρει την τέχνη του και την έχει δουλέψει, όπως ο Τριανταφυλλόπουλος. Και, να σημειώσουμε εδώ, ήδη από την εποχή της Οδύσσειας – και, προφανώς, και παλιότερα – ο νόστος ήταν αφήγηση και η αφήγηση νόστος.

«Δεν είναι αυτές όλες οι φορές που επιθεωρήθηκα», σημειώνει στο τέλος, αλλά έχει καταγράψει αυτές που έκρινε να κρατηθούν στην αφήγηση και στην μνήμη. Στις άλλες, σημειώνει, «το νερό στο αυλάκι έτρεξε ήρεμα» (σελ. 126).

*  *  *

Περιορίζομαι, παρακάτω, να σημειώσω δύο εντυπώσεις, γιατί κατά τα άλλα το βιβλίο του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου λέει αυτά που λέει με σαφήνεια, και ο σχολιαστής δεν έχει παρά να παραπέμψει στο κείμενό του.

Καταρχάς, τον Επιθεωρητή που περιγράφει στα κείμενά του ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τον θυμάμαι κι εγώ. Στο Γυμνάσιο – ποια τάξη να ήτανε; 4η; 5η; 6η; – είχε έρθει ένας Επιθεωρητής, στην τάξη κάποιου φιλολόγου μας (ποιος να ήτανε; Αγοραστόπουλος; Τροβά; Μητάκος; Ανδρεοπούλου; – πάντως, όχι ο Τριανταφυλλόπουλος, αυτός έκανε μάθημα στο «κλασικό», παρ’ όλο που εμείς, του «πρακτικού» ήμασταν πολύ πιο καλοί και στα φιλολογικά – πιστεύω ότι χάσαμε έτσι και οι δύο, και το πρακτικό και αυτός, αλλά μην κλαίμε τώρα πάνω από το χυμένο γάλα – κι οι φιλόλογοι που είχαμε, όμως, μας πρόσφεραν what they had to leave us, όπως το γράφει ο ποιητής – αλλά αν είχαμε και μια ώρα Τριανταφυλλόπουλο, δεν θα’ βλαπτε). Αν μας είπε κάτι ο καθηγητής εκείνης της ώρας, αν μας είπε κάτι άλλο ο Επιθεωρητής δεν μου έμεινε κάτι, παρά μόνο ότι ο Επιθεωρητής κάθισε στην έδρα, με τα πόδια απλωμένα μπροστά και διπλωμένα στο ύψος των σφυρών και μας έκανε μία ώρα μάθημα αυτός. Είχε ένα θερμό πάθος με την παρήχηση, και μας επαναλάμβανε, να το καταλάβουμε καλά, τον στίχο:

Ανάρρρια τα κλωνάρρρια του ο γέρρρρρο πεύκος τρρρρίζει

Το θεώρησα – ακόμα και τότε, μαθητής – και τώρα το θεωρώ, «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο», ο άνθρωπος είχε προαχθεί σε Επιθεωρητή, αλλά νοσταλγούσε το μάθημα, νοσταλγούσε τις τάξεις του, ένιωθε ότι είχε κάτι σπουδαίο να διδάξει, προφανώς του άρεσε, ήταν αυτό φανερό και στον τρόπο που δίδασκε, και επωφελήθηκε της επιθεώρησης για να ξεκλέψει λιγάκι διδασκαλία για τον εαυτό του – και για εμάς. Ο καθηγητής μας – εντάξει … για μιαν ώρα, ούτε εμείς θα του λείπαμε, ούτε αυτός θα μας έλειπε.

*  *  *

Ωστόσο, αυτό το ελεγείο και μνημόσυνο που συντάσσει ο Τριανταφυλλόπουλος στον καταργημένο Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, δεν είναι απλή νοσταλγία, ούτε απλή παράθεση αναμνήσεων, ούτε, βέβαια, και απλή εγκαύχηση για το πώς ο συγγραφέας, όταν ήταν καθηγητής, διέπλευσε τις συμπληγάδες ανάμεσα στην ισχυρή, ελαφρώς αντιδογματική διδακτική του προσωπικότητα, και την επίσκεψη του διδακτικού δόγματος στην τάξη του, με εκπρόσωπο τον Επιθεωρητή.

Μπορούσε κάποιος να πει ότι ο Τριανταφυλλόπουλος θλίβεται για την συνδικαλιστική «αυτάρκεια», η οποία κατάργησε την επιθεώρηση των καθηγητών. Ποιος έχει να φοβάται τον Επιθεωρητή, όταν κάνει σωστά την δουλειά του; Αυτό το ερώτημα τίθεται και επανατίθεται, και ρητά, και έμμεσα, με τις αφηγήσεις – και ήδη από τον τίτλο του βιβλίου. Θα φαινόταν, έτσι, σαν να ανασκαλεύει ο συγγραφέας παλιά ζητήματα, «ξεπερασμένα» σήμερα, εκτός τόπου και χρόνου.

Και τα ζητήματα που τίθενται επ’ ευκαιρία της αφήγησης, η διδακτική μέθοδος, το διδασκόμενο κείμενο, η ηθική στάση του επιθεωρουμένου – και του επιθεωρητή – θα αρκούσαν, από μόνα τους, για να δικαιώσουν την έκδοση του βιβλίου και των κειμένων. Η διάσταση της «μαρτυρίας», απ’ αυτή την άποψη, δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο βιβλίο.

Θα ήθελα να αναφερθώ, όμως, σε κάτι σαν οντολογία του Επιθεωρητή, που θα μπορούσε να διαβάσει κάποιος στο βιβλίο αυτό, άσχετα αν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα αυτών των κειμένων ή όχι. Όντως, ο θεσμός της Επιθεώρησης λειτουργεί, στην περίοδο που διατηρήθηκε εν ισχύι (από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Εκπαίδευση ως Ενιαίο Οργανισμό και συγκροτημένο σύστημα, και ως υποσύστημα του Νεοελληνικού Κράτους, και στην τάξη, ως ένα ξεχωριστό – και βασικό, γι’ αυτό και ουσιωδέστατο – επίπεδο της εκπαίδευσης. Την διάλυση αυτής της σχέσης «κεντρικό-προς-βασικό» είναι που σηματοδοτεί, ως σύμπτωμα μάλλον παρά ως γεγονός καθεαυτό, η κατάργηση του Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, και αυτή την «μετάβαση» ψηλαφεί ο Τριανταφυλλόπουλος, με βλέμμα αυστηρό και δίκαιο. Δεν πρόκειται για πολιτική ακριβώς θέση, η πολιτειολογική της διάσταση, όμως, διαγράφεται σαφώς.

*  *  *

Μερικές σκέψεις, εδώ. Μια κεντρική οργάνωση – και έλεγχος – μέσω της Επιθεώρησης – της διδασκαλίας, σημαίνει ότι υπάρχει ένα κεντρικό πολιτειακό σύστημα που «ξέρει τι θέλει». Και αυτό το δηλώνει, το οργανώνει, και το διαχέει προς «την βάση», που είναι ο διδάσκων – και, μέσω αυτού, ο μαθητής. Η κατάργηση του θεσμού, επί ΠΑΣΟΚ, σήμαινε αφενός την εντελή γραφειοκρατικοποίηση του συστήματος, δηλαδή την κατάργηση αυτού που το σύστημα «θέλει», ή «επιδιώκει», και αφετέρου την εξατομίκευση της διδασκαλίας, δηλαδή την άφεσή της στην απόλυτη διάκριση του διδάσκοντος. Αυτά είναι αντανάκλαση μιας γενικότερης «θεσμικής» (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση καταφθαρμένη, σήμερα, από την κατάχρηση) αλλαγής πολιτειακού Παραδείγματος. Της αντικατάστασης Παραδείγματος (Paradigm shift, σύμφωνα με την σχετική ορολογία του Τόμας Κουν) από την Πολιτεία ως οργανισμό στην απλή οργανωμένη – αλλά κατά τα λοιπά «ελεύθερη», ήτοι τυχαία – συνύπαρξη ατόμων. Στο πρώτο Παράδειγμα, η εκπαίδευση έχει έναν ρόλο: ομογενοποιεί το έμψυχο δυναμικό της Πολιτείας, και του δίνει την δυναμική και την συνεκτική δύναμη για να στελεχωθεί η ίδια η Πολιτεία, εν συνεχεία, για τις οργανικές της ανάγκες. Στην δεύτερη περίπτωση, η εκπαίδευση ιδιωτικοποιείται, ακόμα κι όταν ασκείται από δημόσιο φορέα. Παραδίδεται στα άτομα, αφού χάριν αυτών ασκείται και μόνον. Η Πολιτεία, στο πλαίσιο αυτό, ούτε «είναι», ούτε «θέλει», και ο Καθηγητής, με τη σειρά του, δεν είναι παρά ένα άτομο που πήρε πτυχίο και διορίστηκε για να κάνει αυτή τη δουλειά. Τίποτα παραπάνω δεν εγγυάται η ιδιότητά του. Αν ο (κάθε) συγκεκριμένος καθηγητής είναι κάτι περισσότερο, είναι καθ’ υπέρβαση των απαιτήσεων της ιδιότητάς του.

Η Εκπαίδευση δεν είναι ο μόνος τομέας όπου το άτομο ανήλθε απαιτητικό να διεκδικήσει τα «δικαιώματά» του, κατ’ αυτόν τον τρόπο: η οικογένεια (με την μεταρρύθμιση του 1983) είναι ένας άλλος τομέας.

Σκέφτομαι ότι ένα πολιτειακό σύστημα θα μπορούσε να αναλυθεί με βάση τρία μοντέλα: (α) ένα «πολιτειακό», που θα εστίαζε στην συνολική προοπτική της πολιτείας ως οργανισμού με κάποιον σκοπό (η «πολιτεία» νοείται με ειδική έννοια, συνεπώς, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό) – ακόμα κι αν ο σκοπός είναι ο εαυτός της, (β) ένα «συντεχνιακό», όπου η «συντεχνία» είναι οποιαδήποτε ομάδα συμφερόντων, η οποία ανταγωνίζεται να κατοχυρώσει τα «συμφέροντα» των μελών της, εις βάρος άλλων ομάδων ή συντεχνιών (η «συντεχνία» νοείται με ευρεία έννοια, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, το χαρακτηριστικό της είναι ότι το μέλος της συντεχνίας αντλεί αξία και προνόμια από την συμμετοχή του σ’ αυτήν, και γι’ αυτό συμμετέχει στην συλλογικότητά της), και (γ) ένα «φιλελεύθερο» ή «ατομοκεντρικό», όπου η κοινωνική οργάνωση προκύπτει από τον ελεύθερο ανταγωνισμό των ατόμων (και την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς»). Σε κάθε πολίτευμα, τα τρία αυτά μοντέλα υπάρχουν σε διαφορετικούς συνδυασμούς, ωστόσο κάποιο από αυτά «δίνει τον τόνο» στο σύνολο. Αυτό που παρακολουθεί κανείς μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία είναι μια αλλαγή Παραδείγματος από το «πολιτειακό» στο ατομοκεντρικό, με την μεσολάβηση του συντεχνιακού. Η αλλαγή Παραδείγματος αυτή έδινε εξαρχής – και δίνει και σήμερα – την εντύπωση μιας μετάβασης χωρίς επιστροφή, αφού το «πολιτειακό» μοντέλο σκοτώνεται, και εκτίθεται βορά των ατόμων – και, σε ένα μεγάλο βαθμό, των συντεχνιών. Το συντεχνιακό κερδοσκοπεί, κόβοντας το πολιτειακό κομμάτια, όπως ο χασάπης το κρέας στο μπάγκο του, και πουλώντας το στα άτομα. Ανέκαθεν, η εικόνα που μου δίνει το όλο σύμπλεγμα είναι μια που είχα δει σ’ ένα ντοκυμανταίρ, μια νεκρή φάλαινα που την τρώνε κοπάδια από καρχαρίες. Μεγάλοι και μικροί. Κάποια πλάνα του ντοκυμανταίρ ήταν τραβηγμένα από δύτες, που κολυμπούσαν κάτω από το πτώμα, κάποια από ανθρώπους που ανέβαιναν πάνω. ΟΙ καρχαρίες, στα λίγα μέτρα, κόβουν δαγκωνιές, και το πτώμα επιπλέει, χωρίς δική του κίνηση, πέρα απ’ αυτήν που του δίνουν τα ρεύματα, και τα «δήγματα των καρχαριών» (ή/και μικρότερων ψαριών), μέχρι που, στον βυθό ή σε κάποια ακτή ξεβρασμένο θα μείνει το whale backbone.

Η κατάργηση των Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης, στην εξέλιξη αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα έλασσον επεισόδιο μιας πολύ ευρύτερης ιστορικής κίνησης – ο ανταποκριτής της Νεοελληνικής Ιστορίας θα μπορούσε να γράψει, ένα ανάλογο «ουδέν νεώτερον», όπως εκείνο του Έριχ Μαρία Ρέμαρκ από το Δυτικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου. Εδώ ο κόσμος χάνεται … Ωστόσο, είναι ένα σύμπτωμα, όπως η τιμή μιας μεταβλητής σε μιαν ανάλυση αίματος, ή άλλου σωματικού υγρού, η οποία, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες, μπορεί να δώσει πληροφορίες για ολόκληρο τον οργανισμό. Αν είναι υγιής, ή αν πάσχει από κάτι – μια ιωσούλα ή έναν καρκίνο.

*  *  *

Ο Τριανταφυλλόπουλος δεν μας δίνει ακριβώς μια τέτοια εικόνα, όπως η παραπάνω, την οποία θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος σαν «θεωρητική» (και τις οποίας, βεβαίως, αναλαμβάνει την ευθύνη ο συντάκτης του παρόντος). Ακριβολόγος και σχεδόν σχολαστικός καταγραφέας της αλήθειας του επεισοδίου που καταγράφει, ο συγγραφέας του «Ποιος φοβάται τον κύριο Επιθεωρητή» είναι συγκρατημένος στα συμπεράσματά του, εστιάζοντας στο γεγονός, επιτρέποντας στην ατμόσφαιρα – και, συνεπώς την αλήθειά του – να κυριεύσει το κείμενο και αφήνοντας την επαγωγή των συμπερασμάτων στον αναγνώστη. Ο κάθε αναγνώστης, από κει και πέρα, μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, τα συμπεράσματα του συγγραφέα είναι σαφή, αλλά όχι υποχρεωτικά. Και πάλι, ο Τριανταφυλλόπουλος δεν είναι ιστορικός, δεν είναι δημοσιογράφος, είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός συμφυρμός φιλολόγου και λογοτέχνη, του οποίου τα κείμενα αποπνέουν μια καθαρότητα της εικόνας και γνησιότητα της συγκίνησης, σπάνια δώρα γι’ αυτόν που διαβάζει τα κείμενά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εικόνα των κειμένων του Τριανταφυλλόπουλου είναι «εύκολη». Και, σε κάθε περίπτωση, ο Τριανταφυλλόπουλος, δεν λέει κάτι κοινότυπο.

Ένα μοτίβο που διατρέχει τα κείμενα, και που έλκει την προσοχή του αναγνώστη που διαβάζει τα πορτρέτα των Επιθεωρητών του βιβλίου: «σκύβει κάποιος να αντικρύσει έναν Επιθεωρητή, και βρίσκει έναν άνθρωπο». Οι Επιθεωρητές του Τριανταφυλλόπουλου είναι, πρώτα-πρώτα, ανθρώπινοι, όχι μόνο στην γενική τους ανθρωπιά, αλλά και στην φιλολογική τους κατάρτιση (μεγάλη ή μικρή), στην κρίση τους, στις πράξεις τους. Στους ανθρώπινους αυτούς τύπους – να πω: «υποστάσεις» – που παρελαύνουν από τις διάφορες τάξεις όπου διδάσκει ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται ένα παράδοξο, ανάλογο με αυτό του ιερωμένου – ή του πνευματικού. Ο Επιθεωρητής, αν και άνθρωπος, με τις αδυναμίες του – πολλές φορές κατώτερος σε κατάρτιση από τον επιθεωρούμενο καθηγητή – εκφράζει κάτι που υπερβαίνει τους συγκεκριμένους συντελεστές του συστήματος, στο οποίο θα εκδηλωθεί η Επιθεώρηση.

Αυτό το σύστημα δεν είναι το πολιτικό, ή το πολιτειολογικό, που αναλύσαμε (με δική μας ευθύνη, επαναλαμβάνουμε) παραπάνω. Είναι αυτό που μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι υπηρετείται από το πολιτειολογικό. Πίσω από το πολιτειολογικό, αν μείνει κάποιος στα όρια της εκπαίδευσης, της εκπαιδευτικής πράξης και της εκπαιδευτικής τάξης, είναι η διδακτική και η διδασκαλία. Πίσω από την διδακτική και την διδασκαλία είναι η λογοτεχνία και τα γράμματα. Πίσω από τα τελευταία είναι αυτό που βρίσκεται πίσω και που τα κινεί – και αυτό το τελευταίο, τελικά, είναι οντολογικής τάξης. Αν, ως ανθρώπινα, η λογοτεχνία και τα γράμματα, η διδακτική και η διδασκαλία, το πολιτικό, το πολιτειολογικό και το εκπαιδευτικό σύστημα – και οι άνθρωποι που τα υπηρετούν – είναι ατελή, αυτό που τα κινεί όλα αυτά, είναι επέκεινα της κριτικής μας, και δεν κρίνεται ως τέλειο ή ατελές. Είναι υπερβατικό. Αυτό το υπερβατικό διαχέεται στα υποσυστήματα της εκπαίδευσης, και τέτοιο είναι και το εκπαιδευτικό σύστημα, στην διάρθρωσή του σε «οργάνωση βάσης» (αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι την διδακτική τάξη) και στην «κεντρική διοίκηση» (αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι ένα σύστημα που τροφοδοτεί την τάξη με ύλη, περιεχόμενο, σύστημα και σκοπό της διδασκαλίας). Ο Επιθεωρητής του Τριανταφυλλόπουλου, κάθε φορά που εισέρχεται σε μια τάξη, εκπροσωπεί αυτό το επέκεινα της τάξης, είναι ένας αγγελιοφόρος (θα μπορούσα να γράψω: άγγελος) αυτού του επέκεινα του όλου διπλά διαρθρωμένου συστήματος. Στο κάτω-κάτω, πριν γίνει Επιθεωρητής, έχει διατελέσει καθηγητής. Είναι δυνάμει αυτής της οντολογίας που, μ’ όλες τις ατέλειές του – και σ’ όλες τις εμφανίσεις του στις τάξεις και στα γυμνάσια των αφηγήσεων του βιβλίου – ο Επιθεωρητής του Τριανταφυλλόπουλου δεδικαίωται.

Κωστής Δεμερτζής

Υ.Γ. Για τις ποιητικές και λοιπές παραπομπές στο κείμενο. Ο Ελύτης, βέβαια, είναι αυτός του «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Ο Σκαρίμπας είναι από μια ιδιοφυή παραλλαγή του ποιήματος «το Κοράκι», του Πόε, με τίτλο, αν θυμάμαι καλά, «Αυτό ναι». Ολόκληρη η στροφή (από μνήμης) έχει ως εξής: «Ώστε, χωρίς στον ώμο του το ερυθρο-/πράσινο πτώμα μου κανείν να τον βαραίνει / νεκρόν θα μ’ εύρει η Χαλκίδα σ’ ένα ρείθρο / έρημου δρόμου». Η «Σολωμική» ομοιοκαταληξία του Σκαρίμπα «ερυθρο-/ρείθρο» είναι, εδώ, «όλα τα λεφτά». Η έκφραση «σκύβει κάποιος να αντικρίσει έναν επιθεωρητή και βρίσκει έναν άνθρωπο» είναι παραλλαγή της φράσης με την οποία περιγράφηκε ο Σκαρίμπας όταν τον βράβευσε το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα»: «σκύβει κάποιος να βρει έναν συγγραφέα και βρίσκει έναν άνθρωπο». Η ιδέα ότι η αφήγηση είναι νόστος και ο νόστος αφήγηση προέρχεται από τις παραδόσεις για τον «Έλληνα Ήρωα», ένα «διαρκές» εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Χάρβαρντ (που αριθμεί κάπου τέσσερις δεκαετίες), που διευθύνει ο Ούγγρος φιλόλογος Gregory Nagy. Τα δύο αγγλικά αποσπάσματα είναι του Τ.Σ. Έλιοτ. Το whale backbone, η ραχοκοκαλιά της φάλαινας, ξεβράζεται από την θάλασσα στην ακρογιαλιά, στο τρίτο από τα «Τέσσερα κουαρτέτα», το Dry Salvages. Από το Little Gidding, των «Τεσσάρων Κουαρτέτων» είναι και το what they had to leave us – ό,τι είχανε να μας αφήσουν. Το αντιπολεμικό (και αντι-ηρωικό) μυθιστόρημα «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον», του Έριχ Μαρία Ρέμαρκ (1929) διαβαζόταν κάποτε πολύ – και είχε κυκλοφορήσει και σε «Κλασικό εικονογραφημένο», είχε γίνει και ταινία (δύο φορές: το 1930 και το 1979). Η έννοια του τίτλου είναι ότι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, Γερμανός στρατιώτης στο Δυτικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σκοτώνεται σε μια μέρα τόσο στερούμενη γεγονότων, κατά τα λοιπά, ώστε ο εκεί πολεμικός ανταποκριτής τηλεγράφησε στην εφημερίδα του im Westen nichts neues, στα Δυτικά ουδέν νεώτερον. Το ποίημα που μας είχε διδάξει ο Επιθεωρητής που μας είχε επισκεφθεί στο ΑΓΑΧ (Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Χαλκίδας) είναι του Κρυστάλλη, το ηλιοβασίλεμα. Είναι δύο στίχοι:

Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος,

και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει.


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -