Αντώνης Μπιλίσης – Περί δικαιοσύνης


Ομιλία του δικηγόρου Αντώνη Μπιλίση στην 4η ημερίδα Επικούρειας Φιλοσοφίας του Κήπου Θεσσαλονίκης.

ΚΥΡΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΡΡΑ

ΚΥΡΙΕ ΝΑΝΤΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ 

Η εργασία μου περιλαμβάνει τρία κεφάλαια και θα αναπτυχθεί σε 16 περίπου  λεπτά.

Το 1ο  κεφάλαιο αφορά τον σκοπό της ζωής μας,  γιατί υπάρχει ξεκάθαρος τέτοιος.

Το 2ο αφορά το κοινωνικό συμβόλαιο και την αρχή της ωφελιμότητας. Τα πράγματα δηλαδή που επιβάλλουν ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί κάθε χώρας πρέπει να κινούνται στην κατεύθυνση επίτευξης του σκοπού  αυτού, για όλα τα μέλη της κοινωνίας Κι αυτό υπό τις εγγυήσεις της  θεσμοθετημένης Δικαιοσύνης.

Το 3ο κεφάλαιο περιλαμβάνει αναφορά σε τρία  μείζονα προβλήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης με τις αντίστοιχες προτάσεις για την ποιοτικοποίηση του θεσμού στη χώρα μας. Αυτές σχετίζονται με την ενίσχυση των εγγυήσεων της ορθής απονομής της, προκειμένου οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια, όλων των ειδών και όλων των βαθμών,  να αντιμετωπίζονται σε εύλογο χρόνο και στην ουσία τους από δικαστές εγνωσμένου κύρους.

Τα προβλήματα είναι:

  1. η πολύ συχνά ελλειμματική αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων,
  2. τα μονομελή δικαστήρια σε πολύ σοβαρές υποθέσεις πολιτικές και ποινικές, καθώς και η έλλειψη κλήρωσης των συνθέσεων στα πολιτικά Εφετεία, που με τη σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να γίνεται μεταξύ όλων των υπηρετούντων δικαστών στη χώρα, δεδομένου ότι ειδικά στα δικαστήρια αυτά η διαδικασία είναι έγγραφη και όχι προφορική,
  3. η προβληματική λειτουργεία του επιβεβλημένου από το Σύνταγμα θεσμού της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών, που ισοδυναμεί περίπου με ανυπαρξία επιθεώρησης.

Το 3ο κεφάλαιο κρίθηκε  αναγκαίο γιατί  πρέπει, την ανάλυση όταν αφορά την κοινωνική οργάνωση, να την ακολουθεί και πρόταση και πράξη υποστήριξή της.

[ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ]

Ο ΑΤΟΜΙΚΟΣ  ΣΚΟΠΟΣ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗ ΖΩΗΣ ΜΑΣ    

Η επιδίωξη της ευχαρίστησης είναι πρωταρχικό και ενστικτώδες στοιχείο της φύσης μας και εκφράζεται ως διαρκής επιθυμία.    «ΑΓΑΘΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΙΚΟΝ»  το χαρακτηρίζει ο  Επίκουρος στην επιστολή προς το μαθητή του το Μενοικέα, που είναι το σημαντικότερο κείμενο ηθικής φιλοσοφίας που έχει γραφεί ποτέ.

Ωστόσο, κάθε τι που επιλέγουμε και κάθε τι που αποφεύγουμε, στην κατεύθυνση της ευχαρίστησης δεν είναι κατ’ ανάγκη και ωφέλιμο. Για να αποβεί τέτοιο πρέπει  να ανάγεται  σε δύο στοιχεία. Το ένα είναι η υγεία του σώματός μας. Το άλλο, η ηρεμία της ψυχής μας, ή καλύτερα η αταραξία της, δηλαδή το να είμαστε, αυτό που λέμε,  «καλά» μέσα μας.  Η αναγωγή αυτή αποτελεί το πραγματικό συμφέρον του όντος μας. Και επιβάλλεται από τη χρήση της λογικής μας που αποτελεί βιολογικό μας προίκισμα  και το ίδιο ισχύει και για όλα τα πρωτεύοντα.

Εδώ είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι  η λογική δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εγγενής  ικανότητα του εγκεφάλου μας να κάνει υπολογισμούς, με βάση τα εμπειρικά αισθητηριακά δεδομένα του παρόντος, σε συνδυασμό με όσα έχουν καταχωρηθεί στη μνήμη μας, που στην Επικούρεια ορολογία ονομάζονται προ – λήψεις. [Ο όρος αναφέρεται σε αυτά που έχουν προσληφθεί  και καταχωρηθεί, στο συνειδητό και το ασυνείδητο, στο παρελθόν].

Κι αυτό ακριβώς για να μπορούμε να κρίνουμε τι μας ωφελεί και τι μας βλάπτει, στις συγκεκριμένες νέες κάθε φορά συνθήκες που αντιμετωπίζουμε,  όταν αυτό  δεν είναι δυνατό  να το διακρίνουμε άμεσα από την αντανακλαστική, δια των αισθήσεων, αντίληψη της πραγματικότητας.

Και αφού πρέπει όλα να τα ανάγουμε στη σωματική υγεία και στην αταραξία μέσα μας, δεν επιλέγουμε την επιδίωξη κάθε  ευχαρίστησης, ειδικά αν υπολογίζουμε ότι θα την ακολουθήσει σωματικός ή ψυχικός πόνος που θα την υπερκαλύψει.  Και πολλές φορές προτιμούμε τον πόνο αν εκτιμάμε βάσιμα ότι θα τον ακολουθήσει μεγαλύτερη και διαρκής ευχαρίστηση.

Η δραστηριότητα αυτή αποτελεί καθαρή στάθμιση συμφέροντος και αποδίδεται με τη λέξη ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΣ στα επικούρεια κείμενα. «ΤΗ … ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΕΙ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΥΜΦΟΡΩΝ, ΒΛΕΨΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑΥΤΑ ΚΡΙΝΕΙΝ, ΚΑΘΗΚΕΙ»  «Το σωστό δηλαδή είναι να τα κρίνει κανείς όλα μετρώντας μαζί το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι», λέει ο Επίκουρος στην επιστολή προς το Μενοικέα. Και συνεχίζει « Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το καλό ως κακό και αντιστρόφως, το κακό ως καλό».

Αυτές είναι οι βασικές αρχές της διδασκαλίας του ΚΗΠΟΥ για την «ηδονή» που είναι η λέξη που επέλεξε ο Επίκουρος για  να περιγράψει την κατάσταση της σωματικής απονίας και της ψυχικής αταραξίας. Την κατάσταση αυτή την  έθεσε  εύστοχα ως τον πραγματικό σκοπό της ζωής, γιατί όλοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε εύκολα ότι είναι. Ξεκαθάρισε δε εξ’ αρχής για μα μην υπάρχουν παρεξηγήσεις ότι με τη λέξη ηδονή δεν εννοεί τις απολαύσεις των ασώτων «ΟΥ ΤΑΣ ΤΩΝ ΑΣΩΤΩΝ ΗΔΟΝΑΣ ΛΕΓΟΜΕΝ» Δεν εννοούμε δηλαδή με τη λέξη τις ευχαριστήσεις  που επιδιώκουν οι άσωτοι.

[ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο ]                             

Το κοινωνικό συμβόλαιο και  η αρχή της ωφελιμότητας.  

ΑΦΟΥ λοιπόν διαπιστώνεται ότι υπάρχει  συγκεκριμένος κοινός ατομικός σκοπός στη ζωή όλων των ανθρώπων, οι θεσμοί της συντεταγμένης πολιτείας οφείλουν να τον υπηρετούν.

Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον στη βάση μιάς πρωταρχικής συμφωνίας των μελών της κοινωνίας, την οποία συνήθως ονομάζουμε κοινωνικό συμβόλαιο, η εφαρμογή τη ς οποίας επιτηρείται από τη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη.   Είναι αυτή που στη νεωτερικότητα διατυπώθηκε σε κοινωνική και πολιτική θεωρία  από τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού και συναντάται ολοκληρωμένη στα έργα των Locke,  Roseαw και Κάντ.

Η θεωρία αυτή υιοθετείται  μέσες – άκρες από τα σύγχρονα συντάγματα, στα οποία ωστόσο δεν γίνεται ρητά λόγος για το  θεμέλιό της όπως το περιέγραψα παραπάνω. Οι συντάκτες τους, στο λεγόμενο σκληρό πυρήνα  των συνταγμάτων, αρκούνται στη διατύπωση αδιαπραγμάτευτων   ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών  και όχι του σκοπού που εξυπηρετεί η ύπαρξή τους.

Με μια εξαίρεση ίσως. Αυτής του Αμερικανικού Συντάγματος στο οποίο περιλαμβάνεται το δικαίωμα της ευτυχίας  στα προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα. Χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ευτυχία». Το αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής είναι  το αντικείμενο και το νόημά της να έχει καταληφθεί από την πραγματικότητα του ευδαιμονικού  καταναλωτισμού, (σε εισαγωγικά βέβαια η λέξη ευδαιμονικός, για να μην ευτελίζουμε το όρο του Αριστοτέλη) ,  ο οποίος ηγεμονεύει πραγματικά τη χώρα αυτή, που επικυριαρχεί περισσότερο από κάθε άλλη στον πλανήτη.

Αυτός,  δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την  επικούρεια ηδονή,  και τον προωθεί η κρατούσα οικονομική λογική, που εκφράζει τον πολιτισμό της ποσότητας και τον περιορισμό της έννοιας του «κέρδους»  μόνον στην απόκτηση χρημάτων και στην κατοχή πραγμάτων και υπηρεσιών που δεν έχουν κανένα στοιχείο πραγματικής ωφέλειας.

Αυτό αποτελεί καθαρό παραλογισμό,  που τον αναδεικνύει πολύ παραστατικά η φράση που βρίσκεται στην εισαγωγική σελίδα της greenpeace στο  FB  «Όταν το τελευταίο δέντρο θα έχει κοπεί, όταν τα ποτάμια θα έχουν μολυνθεί, όταν τα ψάρια της θάλασσας θα είναι νεκρά, τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι τα χρήματα δεν τρώγονται» .

Κεντρικό στοιχείο του πολιτισμού αυτού που  πλέον επικρατεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, τον οποίο συχνά χαρακτηρίζουμε με τη λέξη «ανάπτυξη», είναι η αδικαιολόγητη δαπάνη φυσικών πόρων, με αντίστοιχη μόλυνση του περιβάλλοντος για την παραγωγή άχρηστων στην ουσία, ή εν πάσει περιπτώσει εφήμερης χρησιμότητας προϊόντων. Που καταλήγουν στις χωματερές σε ασύλληπτες ποσότητες, πολλές φορές  λίγο καιρό μετά την παραγωγή  τους. [ Εκεί θα πάει όλη η παραγωγή π.χ. που γίνεται ειδικά ενόψει των Χριστουγέννων].

Περαιτέρω το  κοινωνικό συμβόλαιο συνέχεται με τις αρχές του κινήματος του  ωφελιμισμού, όπως αυτές διατυπώθηκαν το 19ο αιώνα  από τους φιλοσόφους Τζέρεμι Μπέμθαμ και Τζών Στιούαρτ Μίλ . Σύμφωνα με αυτές, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μόνον  τις συνέπειες των πράξεών μας  και  να πράττουμε εκείνο που προκαλεί την περισσότερη ωφέλεια και ευχαρίστηση και το λιγότερο πόνο, σε όσο το δυνατό  περισσότερους ανθρώπους.

Σε αντίθεση με την ηθική σχολή της Δεοντολογίας η οποία θέτει απαράβατες ηθικές αξίας εκ των προτέρων, η ωφελιμιστική σχολή αξιολογεί ηθικά μια πράξη μόνο σύμφωνα με τα αποτελέσματά της.

Οι απόψεις των διανοητών του ωφελιμισμού αποτελούν απόπειρα κοινωνικής εφαρμογής ορισμένων επικούρειων αρχών. Στις μέρες μας μάλιστα μετά τη σύζευξή τους με τις δεοντολογικές αρχές του ορθού και της δικαιοσύνης που επιβάλλουν περιορισμούς στο τι μπορεί να λογίζεται ως εύλογος επιδιωκόμενος επιμέρους σκοπός από τον κάθε πολίτη,  δημιουργούν μια θεωρία εγγυήσεων αρκετά επαρκή για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων στις σύγχρονες κοινωνίες. Λέει σχετικά ο πιο σημαντικός  Αμερικανός Νομικός Τζων Ρόλς  στο βιβλίο του ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ που εκδόθηκε το 1971.

« Στη  Δικαιοσύνη ως ακριβοδικία … τα πρόσωπα αποδέχονται εκ των προτέρων μια αρχή ίσης ελευθερίας και αυτό το κάνουν αγνοώντας τους ιδιαίτερους προσωπικούς τους σκοπούς. Συμφωνούν λοιπόν σιωπηρά να προσαρμόζουν τις αντιλήψεις τους περί του ιδίου αγαθού με ότι απαιτούν οι αρχές της δικαιοσύνης ή τουλάχιστον να μην προβάλλουν απαιτήσεις που να τις παραβιάζουν ευθέως. Ένα άτομο που πιστεύει ότι αντλεί ικανοποίηση βλέποντας τους άλλους να τελούν υπό καθεστώς μειωμένης ελευθερίας αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να εγείρει αξίωση για την ικανοποίηση αυτής της ηδονής. Η ηδονή που αντλεί από τις στερήσεις των άλλων  αποτελεί καθευατή ένα κακό: πρόκειται για μια ικανοποίηση που προϋποθέτει την παραβίαση με την οποία θα συμφωνούσε και ο ίδιος στην πρωταρχική θέση»    

Ο Τζών Ρώλς όμως γνωρίζει τον Αριστοτέλη στον οποίο αναφέρεται και ρητά και μάλλον όχι τον Επίκουρο.  Για το λόγο αυτόν επιχειρεί  στο  τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του (80 σελίδες περίπου) έναν αφηρημένο ορισμό του αγαθού στο οποίο  να υπάγονται όλες οι περιπτώσεις αγαθών που παρατηρούνται. Ακολουθεί έτσι την αρχή της υπαγωγής ή όχι των εκτιθέμενων περιστατικών στο νόμο, που λέγεται νομικά αρχή της νομιμότητας, πράγμα που κατά τη γνώμη μου δεν είναι εύστοχο για ηθικά ζητήματα.  Και το βιβλίο κλείνει με  το κεφάλαιο στο οποίο γίνεται λόγος στη Δικαιοσύνη την οποία χαρακτηρίζει  επίσης ως αγαθό.

Η πραγμάτευση αυτή νομίζω ότι είναι ατελέσφορη εξ’ αντικειμένου και θα μπορούσε να αποφευχθεί υπό την επικούρεια οπτική, καθώς  η έρευνα για το τί είναι το αγαθό μπορεί να ολοκληρωθεί ταυτόχρονα με τη διασάφηση των  σκοπών  της ζωής.  Η έλλειψη πόνων στο σώμα και η εσωτερική – ψυχική  ηρεμία είναι το αγαθό. Το υπέρτατο συμφέρον και το υπέρτατο δικαίωμα για να μιλήσουμε με τη νομική γλώσσα.

Και όσον αφορά  το ζήτημα της Δικαιοσύνης η οποία αποτελεί μέσο επίτευξης της κατάστασης της ηδονής με αυτή την έννοια,  ο Επίκουρος είναι πολύ πιο σαφής και εύστοχος.  Οι διατυπώσεις του δείχνουν το αντικείμενο της έννοιας του Δικαίου και  λύνουν το μεθοδολογικό πρόβλημα της προσέγγισής της στη βάση του πραγματικού συμφέροντος.

Ο παππούς παραθέτει κατά βάση τρία πράγματα, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΑ στη Δικαιοσύνη , καθώς αρκούν για το προσδιορισμό του αντικειμένου της  λόγω του ότι έχει ξεκαθαριστεί προηγουμένως το ζήτημα του σκοπού που υπηρετεί ο θεσμός:

Λέει : 1ον ] «Το φυσικό δίκαιο δεν είναι παρά σύμβαση συμφέροντος που αποβλέπει στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους οι άνθρωποι». Ανατρέπει έτσι τη άποψη ότι το δίκαιο προέρχεται από κάτι το υπεραισθητό και το υπερφυσικό. Αυτά δεν έχουν καμία πραγματική βάση βάση. Το δίκαιο που επιβάλλει ο θεσμός της δικαιοσύνης, παράγεται από τη συμφωνία και προϋπόθεση της ορθότητάς της είναι η Δημοκρατική Συνθήκη.

Επίσης λέει: 2ον] « Η δικαιοσύνη δεν είναι αυθύπαρκτη. Συνθήκη ήταν πάντα που προέκυπτε από τις κατά τόπους συναναστροφές (τις κοινωνικές σχέσεις)  των ανθρώπων προκειμένου να μην βλάπτει ο ένας τον άλλο ή να βλάπτεται ο ένας από τον άλλον».

Τέλος λέει :  3ον] Από όσα νομίσθηκαν  αρχικά δίκαια, το χαρακτήρα του δίκαιου το έχει μόνο όποιο αποδείχθηκε χρήσιμο για τις ανάγκες της κοινωνίας, είτε είναι ίδιο για όλους είτε όχι. Και αν κάποιος απλώς θεσπίσει ένα νόμο η λειτουργία του οποίου δεν αποβαίνει προς το συμφέρον της κοινωνίας αυτός δεν έχει τη φύση του δικαίου.

[ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο ]    

Για τα κύρια προβλήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης τώρα, στο πλαίσιο αυτό, για τα οποία μίλησα στην αρχή.   

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ είναι η ελλιπής αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Σύμφωνα με την κοινή λογική, η αιτιολόγηση που πρέπει να έχει κάθε δικαστική απόφαση για να είναι αξιόπιστη στη συνείδηση των πολιτών, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνον τα περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθή, αλλά και τον ειδικό λόγο, ή τους λόγους, που αυτό πείσθηκε για την αλήθειά τους. Αυτό είναι η πεμπτουσία στην οποία στηρίζεται όλο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και δεν υπάρχει περίπτωση να δικαιολογεί το δικαστήριο την  εμπιστοσύνη των διαδίκων και  να απολαμβάνει σεβασμού η απόφαση που εκδίδει, αν λείπει η κατ’ αυτόν τον τρόπο αιτιολόγηση.

Παρ’ ολ’ αυτά  όμως, και παρά  το γεγονός ότι ο νομοθέτης έχει συμπεριλάβει και ρητά το αυτονόητο στο νόμο, οι δικαστές  αρκούνται πολύ συχνά σε εκτεταμένες και αχρείαστες αναφορές για το τί λέει ο νόμος, τις οποίες ακολουθεί γενική αναφορά ότι δε παρέλειψαν να λάβουν υπ’ όψιν τους κανένα αποδεικτικό μέσο από όσα τέθηκαν ενώπιόν τους και θεωρούν ότι καλύπτεται η Συνταγματική απαίτηση της αιτιολόγησης.

Στη συνέχεια περιλαμβάνουν  απλή παράθεση των περιστατικών που δέχθηκαν ως αληθή  χωρίς να κάνουν ειδική αναφορά στα αποδεικτικά μέσα και στους λόγους που πείστηκαν για  την αλήθεια  σε καθένα από τα ζητήματα  που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Παγίως μάλιστα γίνεται δεκτό από τον Άρειο Πάγο ότι η γενική αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, «χωρίς να παραλείπεται κανένα», αρκεί για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλεται από το αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος. Αυτά όμως δεν τιμούν τη Δικαιοσύνη της Πατρίδας μας και επιπλέον απαξιώνουν και αδικούν το έργο των Δικαστών που μοχθούν κυριολεκτικά για να αιτιολογούν σωστά τις αποφάσεις τους, στοιχείο το οποίο θα πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς και να διδάσκεται στις νομικές σχολές και ειδικά στη σχολή Δικαστών . Για να σταματήσει η τακτική αυτή λοιπόν επιβάλλεται να συμπληρωθούν τα άρθρα που ρυθμίζουν το ζήτημα της αιτιολόγησης στους Κώδικες Πολιτικής και Ποινική δικονομίας ώστε να είναι αδύνατο στο δικάζοντα να πράξει διαφορετικά.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ  είναι η υπερβολική  αρμοδιότητα των μονομελών δικαστηρίων και η έλλειψη κλήρωσης των συνθέσεων στο πολιτικό Εφετείο . Τα μονομελή πολιτικά δικαστήρια μπορούν να δικάζουν υποθέσεις αξίας μέχρι 250.000 €, ενώ μονομελή ποινικά δικαστήρια μπορούν να δικάζουν αι ορισμένα κακουργήματα. Ωστόσο δεν είναι συνετό να εξαρτάται από μία επαγγελματική γνώμη η τύχη μιας ολόκληρης περιουσίας μέχρι 250.000 € ή ενός κατηγορουμένου για κακούργημα. Πρέπει να μοιράζεται το βάρος και η ευθύνη σε τριμελή σύνθεση. Αυτή έχει εξ’ αντικειμένου περισσότερα εχέγγυα αξιοπιστίας και περιορισμού των λαθών, διότι υπάρχουν δύο ακόμα δικαστές που δεν βάζουν εύκολα την υπογραφή τους. Το 2022 πρέπει να συμφωνήσουμε επιτέλους δεν είναι καθόλου ανεκτή χάριν της ταχύτητας ( η ταχύτητα είναι το επιχείρημα για τα μονομελή Δικαστήρια) η μείωση της αξιοπιστίας του συστήματος.

Περαιτέρω η κλήρωση των δικαστικών συνθέσεων αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα της αξιοπιστίας της δίκης, και γι’ αυτό προβλέπεται ρητά στον οργανισμό των δικαστηρίων όσον αφορά τις ποινικές συνθέσεις[1]. Πρέπει συνεπώς να επεκταθεί ο θεσμός ειδικά στο πολιτικό Εφετείο  που δικάζει περιουσιακές κυρίως διαφορές, όπου ακόμα τις υποθέσεις τις χρεώνει ο προϊστάμενος. Κι αυτό με παράλληλη κατάργηση της τοπικής αρμοδιότητας των Εφετείων και την επέκταση αυτής εκάστου σε ολόκληρη τη χώρα, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσματικά ο σκοπός της κλήρωσης και να εξασφαλίζεται πολύτιμη εγγύηση αμεροληψίας.

Συγκεκριμένα η Έφεση με την άσκησή της πρέπει να εισάγεται σε ειδική βάση δεδομένων της ψηφιακής πύλης του συστήματος Solon.gov.gr και ακολούθως να χρεώνεται σε μονομελή ή τριμελή σύνθεση ενός από το σύνολο των Εφετείων της χώρας, μετά από κλήρωση μέσω ειδικού λογισμικού. Κριτήριο για τον αριθμό των χρεώσεων σε έκαστη σύνθεση πρέπει να είναι ο όγκος των υποθέσεων και δηλωτικός εκάστης είναι το άθροισμα των σελίδων της αγωγής, των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοδικείου, της εκκαλούμενης και του εφετηρίου.

Έτσι η δικαστική ύλη θα διαχέεται στο σύνολο των εφετών της χώρας με δικαιοσύνη. Χωρίς μάλιστα  οι διάδικοι να χρειάζεται να απομακρυνθούν από την κατοικία τους αφού ο φάκελος της δίκης μπορεί να συγκροτείται ψηφιακά και να αποστέλλεται στο δικαστήριο και στις σπάνιες περιπτώσεις που χρειάζεται να εξεταστούν μάρτυρες στο Εφετείο αυτό μπορεί να γίνεται με τηλεδιάσκεψη, καθώς η δυνατότητα έχει ήδη θεσμοθετηθεί.    

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ αφορά την ουσιαστική ανυπαρξία επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Μολονότι επιβάλλεται από το Σύνταγμα  στο αρ. 87 παρ.3  αυτού.

Τον Απρίλιο του 2014, ο αρεοπαγίτης  Χριστόφορος Κοσμίδης, που υπηρετούσε τότε ως επιθεωρητής, σε άρθρο του που αναρτήθηκε  στο blog ΔΙΚΑΣΤΗΣ [2] διαπίστωνε το χαμηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης στη χώρα μας και χαρακτήριζε την επιθεώρηση αναποτελεσματική και άδικη σε βάρος των καλών δικαστών.

Επιπλέον αναφερόταν στην έλλειψη σοβαρής μεθοδολογίας λειτουργίας του θεσμού και αποδίδοντάς την σε συγκεκριμένα δομικά του ελαττώματα, πρότεινε πολύ σωστά τη δημιουργία υπηρεσίας επιθεώρησης με ευρύτερη και μονιμότερη στελέχωση.

Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπήρξε κάποια πραγματικά ουσιώδης αλλαγή πλην της αύξησης της θητείας των επιθεωρητών  σε 2 έτη, που είναι θετικό βήμα. Η  επιθεώρηση ωστόσο είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα για την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης και παρεπομένως και της  Δημοκρατίας και ήδη με τη συνδρομή της σύγχρονης τεχνολογίας μπορούν να τεθούν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης που θα  δώσουν στο θεσμό την υπόσταση και το ρόλο που επιβάλλεται να έχει από το αρ. 87 παρ. 3 του Συντάγματος.  Η ανασυγκρότησή του είναι ευχερής στη βάση των εξής τριών απλών αρχών:

  • Ότι επιθεωρούνται και βαθμολογούνται κυρίως οι αποφάσεις (και στην περίπτωση των εισαγγελέων οι γνωμοδοτήσεις τους, οι προτάσεις τους  και οι αγορεύσεις τους), που τίθενται υπ’ όψιν του επιθεωρητή στο σύνολό τους χωρίς κατ’ αρχήν ο επιθεωρητής να γνωρίζει ποιον επιθεωρεί και ο επιθεωρούμενος ποιος τον επιθεωρεί. Αυτό επιτυγχάνεται με την υποχρεωτική ανάρτηση όλων των αποφάσεων σε ψηφιακό λογαριασμό που θα τηρείται για έκαστο δικαστή, στο open.gov.gr, (τόσο αυτών που εκδίδει ο ίδιος όσο και αυτών που εκδίδουν οι συνθέσεις στις οποίες συμμετέχει), και τη μέσω ειδικού λογισμικού κρυπτογράφηση των ονομάτων του δικαστή των δικηγόρων και των διαδίκων. Αντίστοιχος ψηφιακός λογαριασμός θα τηρείται και για κάθε εισαγγελέα.
  • Ότι υπάρχει κανονισμός επιθεώρησης που:
    • i. την κατευθύνει στον έλεγχο πρώτα των ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ουσιαστικών κρίσεων, σε σχέση με τη διαχείριση των διατιθέμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, και ακολούθως και των νομικών και
    • ii. καθορίζει τις ελεγκτέες αποφάσεις, με κριτήριο στις αποτιμητές σε χρήμα το αντικείμενο της διαφοράς (π.χ. πάνω ή κάτω από 100.000 €) και στις μη αποτιμητές τη δυσκολία τους (π.χ. στις απλές που θα είναι εκτός επιθεώρησης,  τις δύσκολες και τις πολύ δύσκολες). Η δε προώθηση στον επιθεωρητή των προς επιθεώρηση αποφάσεων εκάστου θα γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού.
  • Ότι εκτός από τις αποφάσεις επιθεωρούνται και αξιολογούνται και οι δικαστικές δομές (ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία , εφετεία) σχετικά με την απόδοσή τους σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Έτσι εκπληρώνεται η υποχρέωση για λογοδοσία όσων υπηρετούν το θεσμό της Δικαιοσύνης για τον οποίο κάθε χρόνο εγγράφεται στον προϋπολογισμό  της χώρας ένα πολύ μεγάλο ποσό, το οποίο προέρχεται από τη φορολογία των πολιτών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την συγκρότηση ψηφιακού φακέλου στο solon.open.gov ταυτόχρονα με την υποβολή του εισαγωγικού δικογράφου (αγωγής, ανακοπής, αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων), που ενημερώνεται με κάθε νέο έγγραφο της διαδικασίας, (προτάσεις, σημειώματα, πρακτικά,  έφεση, αίτηση αναίρεσης – αναψηλάφησης), καθώς και με την καταχώρηση των εκδοθεισόμενων δικαστικών αποφάσεων και των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων.

Δεκέμβριος 2022

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΙΛΙΣΗΣ 

[1] Αρ. 17 τμήμα Β του Κ. Οργαν. Δικαστηρίων Ν. 1756/1988.

[2]  Για την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -