Πλατφόρμες ανοιχτές που τις έσερναν τραχτέρια στα Γιαννιτσά του φθινοπώρου. Γεμάτες νέα κορίτσια που φορούσαν άσπρα φακιόλια που άφηναν μόνο μια σχισμή για να βλέπουν. Ζούσαν σε μεγάλες αποθήκες, σε αχυρένια στρώματα και όλη μέρα μάζευαν τα μπαμπάκια. Ήταν πολλές, σε ομάδες των είκοσι, των τριάντα. Στην αποθήκη του Αρβανίτη, απέναντι απο το εκκοκιστήριο του Εφαρμοστίδη, απ΄όπου με έστελναν να φέρνω το κρασί και άδειαζα τη μισή νταμιτζάνα στο δρόμο, τις έβλεπα να κάθονται στο έβγα της σιδερένιας πόρτας, βραδάκι. Η μάνα μου έλεγε πως ήταν απο τη Σιθωνία, μια παράξενη χώρα που άκουγα γιά πρώτη φορά.
Έτσι, οι γυναίκες απο τη Σιθωνία (παραμένει γιά μένα μια ξένη χώρα, παρότι την κοιμήθηκα πολλες φορές) είχαν για τα Γιαννιτσά μιαν αγαθή συνειρμική σειρά σκέψεων, φτερουγίσματος καρδιάς και πνευμάτων της νύχτας, παρά τη δουλειά που έρριχναν.
***
Αρχές δεκαετίας του 90 φάνηκαν στην Αγροσυκιά οι πρώτοι Αλβανοί. Τους βλέπαμε έως τότε σε γραμμές κατ άνδρα να ροβολάνε σε ραχουλες απο το Βόιον όρος έως το Βέρμιο και το Σινιάτσικο ή να κρύβονται στο βάλτο σε λόχμες απο θάμνους δίπλα στην λιμνοψαροταβέρνα του Ριμπά, με τα τσιμεντένια γλυπτά γριβάδια, εκεί που αγρότερα έγινε κεντρο κωπηλασίας. Είχε γέφυρα και βόλευε να πάς όπου ήθελες απο Αιγίνιο και Επισκοπή έως Κοπανό και Γαλατάδες.
Ηταν καλοκαιράκι και φάνηκαν δύο νέοι, δείχνοντας ένα παλιόχαρτο δήθεν επίσημο που μύριζε από μακριά ιδιοκατασκευή. Του ενός το χαρτί είχε και την φωτογραφία του, που την είχαν τραβήξει μάλλον όταν ζουσε ο Μάο —ήταν ίσαμε παιδιού δέκα χρονών. Στο χωριό δεν είχε δουλειές και τα τελευταία μαζέματα τα έκαμναν γύφτοι της Γουμένισσας, που πάστρευαν οικογενειακώς ολόκληρα μποστάνια η μπαμπάτσα και έπαιρναν ένα ποσοστό της παραγωγής. Οι Αλβανοί δεν είχαν δεί τέτοιες καλλιέργειες, μήτε τόσα κοτέτσια. Ήταν ζαρωμένοι και ντροπαλοί. Όλα τα σπίτια όμως είχαν ανάγκη μικροδουλειές. Οι άνδρες όταν δεν έπαιζαν βιδωτή τριανταμία με τον σαλιγκαρά, ήταν ήδη πτώματα στην κόλαση, αφου είτε είχαν μεγάλα ζώα και έδιναν το γάλα στην ΜΕΒΓΑΛ, είτε ερχόντουσαν καλυμένοι κουνούπια απο τα βραδυνά ποτίσματα γιά ένα σουβλάκι στον Στέφο με τέσσερις μπίρες. Ο ένας επισκεπτης ήταν καλός στα χτισίματα και ο άλλος στα επιχρίσματα και βαψίματα. Δεν είχαν ξαναδεί πινέλο, πλαστικό χρώμα ρεπουλίνη ή λαδομπογιά. Εκοβαν το χόρτο απο μιά παλιά σκουπα και είχαν πινέλο. Εφτιαχναν το χρώμα απο χώμα καθαρό, λιγο γύψο και σκονες, ώχρες, λουλάκια και έτσι, κατι φλωρεντινά και πομπηιανά τρομερά.
Εμείς τους δώκαμε ένα κοτέτσι, να το σκεπάσουν και ένα μονοπατάκι από την αμυγδαλιά έως τις παράγκες που ήταν τα βιβλία. Με κροκάλες από το ποτάμι και δυο σακκιά τσιμέντο, άμμο και χώμα έκαναν ένα αριστουργημα. Θυμάμαι που τους φέραμε παγωτό και όταν το δοκίμασαν, το άφησαν παραξενεμένοι στον ήλιο και έλυωσε. Ήταν τύπος και υπογραμμός. Αν βέβαια ήξεραν και τι είναι τύπος και υπογραμμός, θα ήταν καλυτερα. Τρώγαμε μαζί, και θέλησε ο χτίστης να βαφτιστεί. Εγινε κι αυτό. Μετά χάθηκε μια μπλούζα απο μιά μπουγάδα, που την εφόρειε ένας γείτονας είκοσι χρόνια όταν άρμεγε και έγινε της πουτάνας. Κάναμε δικαστήριο και ήθελαν να τους ανασκολοπίσουν. Κατάλαβα πως είχαν διαφορετική αίσθηση της ιδιοκτησίας: καθώς αν είχαν μπαχτσεδάκι στην Αλβανία έτρωγαν φυλακή, όπως και αν έβαζε κραγιόν μιά κοπέλα, πάλε φυλακη, ασκήθηκαν να αποκτούν ό,τι ήταν αφύλαχτο. Τους το εξηγήσαμε και δεν συνέβη τίποτε ποτέ απο κλεψιές.
Ηρθαν με τον καιρό πολλοί, έκαναν εργολαβίες αναλαμβάνοντας τελειώματα σπιτιών από το καραγιαπί, δέκα φορές φτηνότερα απο τους εργολαβους. Το χωριό άλλαξε όψη απο τα μερεμέτια. Μια μέρα ήρθε η αστυνομία και μάζεψε όσους βρήκε επειδή το αφεντικο που έκανε το μεγαλυτερο σπίτι και τους χρωστουσε 360 χιλιάρικα (με τα υλικά) δεν τους τα έδωσε. Εγιναν θηρία ανήμερα και ανίσχυρα. Ο βαφτισμένος ήθελε να γίνει εργολαβος. Το όνειρό του ήταν μιά μπετονιέρα. Εκανε λογαριασμους και απείχε απο τον πλούτο ίσαμε πέντε χρόνια. Τον πήρα μαζί μου Σαλονίκη με το αμάξι να δει τη θάλασσα. Νόμιζα πως θα εφρίκαρε, αλλα πρίν, στη αερογέφυρα της Μοναστηρίου σκώθκε το σασί κα είδε αναρίθμητες κίτρινες και πορτοκαλιές κυλινδρίτσες με τις δυό ρόδες τους και το χειριστήριο. Δάκρυσε. “Νουνό, μπετονιέρε!!!” ψέλλισε μέσα στους λυγμους του. Είχε δει το Ελδοράδο, το Θαβώρειο φώς της ζωής του.
Επιστρέφοντας, ήρθαν στο χωριό Βούλγαροι που έμεναν στο ρέμμα. Έφαγαν όλες τις χελώνες ψήνοντάς τες στο καβουκι τους με τα άντερα. Τους έδωσα να ρίξουν έναν τοίχο, να μεγαλώσει το δωμάτιο. Ο ένας ήταν δικαστής και οι άλλοι άπαντες επιστήμονες και της ιντελλιγκέντσιας. Φεύγοντας, απο το σπίτι έλειπε ένα σπιράλ αντικουνουπικης κοπρίας. Δεν τρωγόταν εύκολα η ρημάδα η χελώνα κάτω απο την σκόνη των πλατανιών. Αργότερα ο Αλβανός μου έφερνε να φυλάω τα λεφτά του “επειδή χάλασε νουνο η πιάτσα και έχει όλο Αλβανοί και Μπίλγκαροι”. Ήταν οι συμμορίες που πλακωσαν μετά τις Πυραμίδες. Και οι Έλληνες που στρατολογουσαν σκληρά αντράκια.
***
[απόσπασμα, “κείμενο με εκβλαστήσεις, προσωρινό” / ολόκληρο το ποστ]
Η παιδική και η εφηβική ηλικία της αδήλωτης εργασίας ήταν το υπόστρωμα δυο αφηγήσεων που έγραψα, με στόχο μια κατανόηση του πεδίου στρατηγικής υλοποίησης του σχεδίου που συνήθως το συνοψίζουμε στον παράξενο όρο «Νέα Μανωλάδα».
Θα έχετε προσέξει, τουλάχιστον οι χασομέρηδες που ακόμη διαβάζουν και δεν “ενημερώνονται”, ότι η δομή, ο κώδικας των σχέσεων εργασίας παρουσιάζει μιά σταθερότητα. Αυτή που επέτρεψε στον Ανταμ Σμιθ και στον Μαρξ να γίνουν οι απόστολοι μιάς νέας οπτικής. Στο δίζυγο που κράτησε μερικους αιώνες, αφέντης-δουλος-σύνεργα, ήρθε και κατσικώθηκε η σχέση αφέντης-δούλος-μηχανή.
Ο αφέντης μεταβληθηκε σε ένα διευθυντικής επίνοιας άτομο που ακολουθούσε κανόνες φανταστικούς ή πραγματικούς, ο δούλος έγινε εργαζόμενος που είχε ανάγκη άλλων κωδίκων. Όπου μηχανές, η δουλειά πήγαινε ρολόι. Αλλά υπήρχαν κενά στην διαδικασία. Ο εργάτης από έρμαιο των εργαλείων του, έγινε χειριστής μηχανών, αλλά ο αγρότης παρέμενε το μέγα πρόβλημα στην νέα κατάσταση. Η μετατροπή του εργάτη σε υπάλληλο γραφείου, δεν παρουσίασε μεγάλες αντιδράσεις —το αντίθετο. Η μετατροπή του αγρότη σε επιχειρηματία, είχε ένα προβληματάκι: οι αγρότες ήταν μιλλιούνια, οι επιχειρηματίες μπορουσαν να φτάσουν σε έναν κρίσιμο αριθμό, πάνω από τον οποίον κατέρρεε το σύστημα.
Εργάτης τον 19ο αιώνα ήταν ένας λιγόζωος χειριστής μηχανής, ενώ σήμερα είναι blue collar, ένας γκρινιαρης και αποδοτικός τυπάς. Μια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, μια εταιρεία δομικών κατασκευών, έχουν ανάγκη απο συσωρευμένη εμπειρία γιά να υπάρξουν. Το ίδιο ισχύει για ένα συνεργείο αυτοκινήτων που εξειδικεύεται σε μια μάρκα. Ο εργάτης είναι πλεον μέλος ενός στρατού. Χρειάζεται στολή. Χρειάζεται να ξέρει τι κάνει, αλλοιώς του συμβαίνει ατύχημα. Λειτουργεί σε συνθήκες χαρακώματος.
Με τον αιώνα των μηχανών, τα συστήματα αποχέτευσης και την κατακόρυφη άνοδο του προσδόκιμου ζωής, αλλά και λόγω δύο παγκοσμίων πολέμων, η πλέμπα έγινε γιγάντια. Στην κυψέλη των μελισσών, η πλέμπα δεν είναι οι εργάτριες ή οι κηφήνες. Είναι τα αυγά που βγαίνουν απο την κοιλιά της βασίλισσας. Είναι το μέλλον και μαζί η καταδίκη της κυψέλης.
Της πρόσφεραν παυσίλυπα. Σπορ, μεγάλες παγκόσμιες εκθέσεις, σινεμά, ελπίδες οικογένειας, μόδα, φαγητό, κατανάλωση. Η μάκινα είχε ήδη ξεκινήσει απο το 1850, αλλα το 1950 το σύστημα έδειχνε σταθερό. Με ένα προβληματάκι: σε όλους τους πολιτισμους, ειδικά τους αποδοτικούς, ο πολυς κόσμος δεν είχε τι να κάνει. Οι πολιτισμοι του χρήματος, γινόταν αποδοτικοί μόλις η ομάδα διαχείρισης έδειχνε οικονομημένη, νοικοκυρεμένη. Περίσσευαν χέρια που ήταν ανίκανα να βοηθήσουν στην βελτίωση του πολιτισμού και έλειπαν χέρια που χωρίς αυτά, ο πολιτισμός θα κατέρρεε. Αυτό που περίσσευε, οι πολιτισμοι το πελεκούσαν. Έστελναν κόσμο στους νέους κόσμους που ανακάλυπταν, στον άλλο κόσμο συχνά, σε μοναστήρια και σε μεγάλες ολιγαρκείς σέχτες. Αξίζει να σκεφτείτε πως οι Αγγλοι οδήγησαν στον θάνατο απο πείνα τους ναυτικους που νίκησαν την Ανίκητη Αρμάδα μη επιτρέποντάς τους να βγούνε στη στεριά. Οι κηφήνες της νίκησαν, η Αγγλία απογειώθηκε, οι κηφήνες δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Αυτου του τύπου ο κώδικας λειτούργησε υποδειγματικά. Στην Ελλαδα, έτσι έγινε με τους αγωνιστές του 21, με τους τραμβαγιέρηδες, με τους παλαιούς πολεμιστές, με τους πρόσφυγες.
Ξεκινά λοιπον να δουλεύει ο μηχανισμός δημιουργίας αυτής της ανάγκης. Παλιά ο καταναλωτής ήθελε σπίτι, αυτοκίνητο, οικογένεια, αργότερα διακοπές, η ομάδα του να είναι πρωταθλητρια, να έχει γκόμενες, να σπουδάζει παιδιά. Τώρα ο καταναλωτής δεν θα αποκτήσει ποτέ του όλα μαζί τα αγαθά. Το επίπεδο των ονείρων του προσεγγίζει το μηδέν. Κυρίως, ο καταναλωτής θα μείνει καταναλωτής και δεν θα γίνει ποτέ μέλος εκτελεστικής ή δημιουργικής ομάδας, παρά σε ασήμαντο ποσοστό.
του Πάνου Θεοδωρίδη
Πηγή: http://www.tumblr.com/ ή http://silezukuk.tumblr.com/ ή http://petefris.blogspot.gr
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Στέφανο Ροντοτά : Η μάχη για τα κοινά αγαθά
Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας σαν πρίγκιπες, που στα δύσκολα δραπετεύουν
Δεν είναι ο κόσμος που σε απογοητεύει, είναι οι δικές σου προσδοκίες γι’αυτόν…
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…