Το προσφυγικό απασχολεί συνεχώς τη Βουλή, που το 1924 και 1925 δεν προλαβαίνει να ψηφίζει τα σχετικά νομοσχέδια. Με τις κλοπές, τις καταχρήσεις, τις παραβιάσεις νόμων, τις αυθαιρεσίες απ’ τη μεριά των ιθαγενών (ντόπιων) Ελλήνων που, βέβαια, δε χάνουν την ευκαιρία να φάνε και να πλαντάξουν, στην Ελλάδα αυτόν τον καιρό επικρατεί πλήρες ηθικόν και οικονομικόν χάος.
Πολλά απ’ τα μεγάλα τζάκια φτιάχνονται αυτόν τον καιρό. Κι ακόμα καπνίζουν και δεν «τραβούν», τα σκασμένα.
Και το σημαντικότερο: Παντού οι ιθαγενείς αντιμετωπίζουν τους μετοίκους σαν εισβολείς, σαν εχθρούς, περίπου σαν Τούρκους. Ξυλοδαρμοί, προπηλακισμοί, δολοφονίες εν ψυχρώ και εν θερμώ υποχρεώνουν τη Βουλή να συζητήσει την 10η Νοεμβρίου 1924 το θέμα «περί των συρράξεων μεταξύ προσφύγων και εντοπίων». Ένας βουλευτής αρχίζει το λόγο του με τα παρακάτω λόγια: «Θα αναφερθώ εις τας ατυχείς και θλιβερωτάτας σκηνάς, αίτινες έλαβον χώραν εις διαφόρους προσφυγικούς συνοικισμούς… ».
Το 1925 εμφανίζεται στη Βουλή μια «ανεξάρτητος προσφυγική ομάς βουλευτών» υπό τον περίφημο Λ. Ιασωνίδη, γύρω απ’ το πρόσωπο του οποίου η ιθαγενής κακοήθεια θα πλάσει καμιά δεκαριά βλακώδη ανέκδοτα: Θα σας φτιάξουμε γεφύρια. Μα, δεν έχουμε ποτάμια. Θα σας φτιάξουμε και ποτάμια. Θα σας χτίσουμε σχολεία. Μα, δεν έχουμε παιδιά. Θα σας φτιάξουμε και παιδιά. Είναι τότε που δημιουργούνται, σ’ αυτό το στιλ, τα γνωστά και πάντα κυκλοφορούντα «ποντιακά ανέκδοτα», που δόλια συνεχίζουν να λοιδορούν και να υποτιμούν τους πρόσφυγες, χωρίς τους οποίους Ελλάδα σήμερα μάλλον δεν θα υπήρχε.
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Οι λαοί των Βαλκανίων»