Το τέλος της εσωστρέφειας

irma-haselberger-1Περπατούσε.


Κάθε βήμα ήταν πόνος. Σε κάθε πάτημα, όλες οι αρθρώσεις κλυδωνίζονταν σα μια αρμαθιά από γκρίζους τενεκέδες. Οι μύες όλου του κορμιού υπέφεραν. Ένα βαρύ αγκομαχητό κρεμόταν στα χείλη..

Μα δεν έβγαινε. Σα θηρίο φυλακισμένο κρατιόταν στιβαρά. Όχι, δεν έμελλε να ακουσθεί ούτε καν σαν ένα υπόκωφο βογγητό από παράπονο. Ούτε κιχ. Μόνο μια ανάσα βαριά, μακρόσυρτη και, κάπου κάπου,ένα βίαιο ξεφύσημα από τη μύτη..

Να ήταν αυταπάρνηση; Ίσως μια αντοχή από παλιά σκληραγώγηση; Ή μήπως μια απέλπιδα αντίδραση, ορμέμφυτη σχεδόν από μιαν ύπαρξη ολοκληρωτικά παραδομένη στην απογοήτευση και τον κάματο.

Περπατούσε..

Το κεφάλι σκυμμένο, με τα μάτια να κοιτούν την πενταβρώμικη άσφαλτο. Μυριάδες κατασκότεινοι κόκκοι ασφυκτιούσαν ματαίως να δίνουν την εικόνα μιας ομοιογενούς και άφθαρτης μάζας. Μα, σαν εστίαζε το μάτι φαίνονταν τόσο ασύνδετοι δίχως να εφάπτονται. Ατάκτως ερριμμένοι σε μιαν ωμή επιβολή μέγιστης εντροπίας.

Στην παραζάλη ενός συνειρμού, σκέφτηκε τη Γκερνίκα. Στοιβαγμένοι άνθρωποι, ζώα, φυτά. Κραυγές και απόγνωση. «Τι ατυχής συνειρμός», μονολόγησε από ντροπή. Ρίχνοντας τα μάτια ξανά στο δρόμο, όμως, συνοφρυώθηκε. «Αλλά είναι θλιβερό θέαμα!», αναφώνησε ανταπαντώντας σε έναν αόρατο συνομιλητή, κάθως ήρθε στο μυαλό η εικόνα μιας πλακόστρωτης οδού με πολύχρωμες πέτρες και πυκνούς, λευκούς αρμούς.

Ένας νεφελοσκεπής ουρανός άφηνε ένα ισχνό, γαλακτώδες φως να σκορπίζει άτονες, χλωμές αποχρώσεις σε μιαν ατμόσφαιρα νοτισμένη από μια πνιγηρή, καταπιεσμένη υγρασία. Η μούχλα σκέπαζε τους δρόμους, τους λεκεδιασμένους τοίχους, τα σακατεμένα πεζοδρόμια.

Χειμώνας καιρός, μα, δεν έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν έβρεχε. Ξηρασία παντού αλλά όλοι ένιωθαν τις αναθυμιάσεις ενός αρρωστημένου ψιλόβροχου που αναμενόταν, μα, τελικά δεν ερχόταν ποτέ. Επί ματαίω.. Η Φύση απουσιάζε..

Περπατούσε…

Καθώς σήκωσε το βλέμμα με την ελπίδα μήπως η μακριά διαδρομή είχε κοντύνει θαυματουργικά, ένα αμάξι πέρασε ξυστά, κορνάροντας. Με τρόμο, διεπίστωσε πως, σε μιαν έξαρση αφηρημάδας, είχε φτάσει να πατά σχεδόν στη μέση μιας από τις δυο στενές λωρίδες της λεωφόρου. Δεν πτοήθηκε. «Άει στην ευχή», βροντοφώναξε και χειρονόμησε βίαια.

Είχε χάσει τον έλεγχο. Το στόμα συσπάστηκε από αποστροφή.

Έσκυψε ταπεινωμένα.. Δειλά-δειλά σαν ένα μικρό παιδί που πρωτοδιαβαίνει την πόρτα του σχολείου, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Μεγάλη απογοήτευση λύγισε κι άλλο τον αυχένα. Έμοιαζε πια με ένα μεσήλικο άτομο.

Ξεφύσηξε ξανά, μα, δεν σταμάτησε να περπατά. Σαν ένα σαράβαλο δεκαετιών, κατόρθωσε μετά από κάμποση προσπάθεια να ανακτήσει την ταχύτητα του βηματισμού που επιθυμούσε.

Βυθίστηκε σε σκέψεις..Αναρωτήθηκε πόσο αμήχανα θα ένιωθε αν κάποιος γνωστός βρισκόταν στο δρόμο που πορευόταν. Κόντευε μεσημέρι, μέρα καθημερινή και, όμως, περπατούσε εμφανώς χωρίς κάποια δουλειά. «Πλησιάζουν Χριστούγεννα», μουρμούρισε και πείστηκε ότι μια καλή δικαιολογία θα ήταν η εορταστική άδεια.

Ασυναίσθητα ερυθρίασε. Ποιος έφταιγε στ’αλήθεια που είχε ξεμείνει χωρίς μόνιμη εργασία με εισόδημα πενιχρό και συχνά επιδοτούμενο από γονεϊκές παροχές; Άραγε, αργεί κανείς να τα βάλει με τον εαυτό του;

Πήγαιναν μήνες από την τελευταία φορά που μια φλόγα ελπίδας ζέστανε την καρδιά και το μυαλό. Κι όπως πάντα, χάθηκε σαν κερί που αργοσβήνει. Ίσως τώρα, όμως, να’ταν το τελειωτικό χτύπημα. Ό,τι παλιό ή νέο, συνήθεια, πράγμα, πρόσωπο, παρείχε ζεστασιά, θαλπωρή και κέφι τώρα πια είχε χάσει τη σημασία του. Δεν γεννούσε το παραμικρό συναίσθημα.

Μια παγερή αδιαφορία είχε αδρανοποιήσει κάθε σήμερα και κάθε αύριο. Παρά μόνο είχε επιβάλλει το χτες.

Λυπόταν. Συντριβόταν καθώς πάλευε εναγωνίως να σπάσει τα δεσμά μιας βαριάς αλυσίδας που επέβαλλε την απραγία, το κενό, μιαν απροσδιόριστη νοσταλγία και την θλίψη. Μα, δε μπορούσε. Τα σίδερα είχαν μπει, ήταν κλειδωμένα και, πλέον, ένα ζευγάρι χέρια δεν ήταν ικανό να τα διαλύσει.

Έσφιξε τα βλέφαρα. Ζάρωσε το πρόσωπο ενστικτωδώς αφήνοντας μιαν αδιόρατη αίσθηση πόνου. Άνοιξε τα μάτια. Η μεγάλη λεωφόρος είχε ησυχάσει καθώς τα αφιονισμένα τροχοφόρα είχαν ακινητοποιηθεί από τα κόκκινα φανάρια. Μόνο ένα μακρινό βουητό έμεινε να θυμίζει το ατέρμονο κυνήγι του χρόνου.

Το πεζοδρόμιο είχε πλατύνει αρκετά πια. Σκόρπια παρτέρια με σμπαραλιασμένα κράσπεδα φιλοξενούσαν απομεινάρια χλωρίδας. Τριγύρω εγκαταλελειμμένα κτίρια με σπασμένα τζάμια και ξεθωριασμένους τοίχους διακορευμένους από λογής λογής σκουριασμένες σιδεριές γέμιζαν έναν καταθλιπτικό ορίζοντα.

Απέμενε αρκετή διαδρομή ως το κέντρο της πόλης. Αυτές τις στιγμές της πρόσκαιρης ερημιάς, η ανησυχία και παράλογοι φόβοι φούντωναν σαν ζιζάνια την άνοιξη.

«Παλιά;; Κοιμόμασταν με τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά», η βραχνή φωνή ενός υπερήλικα τριβέλιζε το μυαλό.

Ο φόβος θερίευε.. Και αν κάποιος ή κάτι πεταχτεί; Ένα αδέσποτο άγριο σκυλί; Μια συμμορία τσιγγάνων ίσως; Ένας ληστής πεζοδρομίου που πλησιάζει με πρόσχημα και κατόπιν κραδαίνει μαχαίρι;

shadowΜαζεύτηκε. Προσπάθησε να επιταχύνει! » Μα πως μου ήρθε αυτή η ιδέα;», καταράστηκε τη φρικτή εκείνη απόφαση να περιδιαβεί τη μακρά λεωφόρο μέσα από την ερειπωμένη βιοτεχνική ζώνη αντί να πάρει τη συγκοινωνία. Ένιωθε πια ξεκάθαρα του χτύπους της καρδιάς να πάλλονται κάτω από τα χοντρά ρούχα. Παρά τη βασανιστική κόπωση που άρχισε να δυσχεραίνει τις κινήσεις ανεπανόρθωτα, συνέχισε να επιταχύνει.

Ωσπου ένα γρύλισμα διέσταλε τις κόρες ασκαρδαμυκτί. Έστριψε το βλέμμα. Ένας γιγαντόσωμος σκύλος με βρόμικο, κατσαρό τρίχωμα πλησίαζε κουτσαίνοντας. Προσπάθησε να δει την ουρά του για να διαγνώσει την πρόθεση του. Μάταια.. Το εξαθλιωμένο ζώο δεν είχε ουρά παρα μόνο μια κοντή φουντίτσα καψαλισμένη στην άκρη.

Δεν πείστηκε…

Έκανε λοξό ελιγμό για να το αποφύγει. Επιτάχυνε. Στιγμιαία έχασε το βηματισμό. Τα βαριά ρούχα εμπόδισαν τα χέρια να πετύχουν ισορροπία.Τρέκλισε για 1-2 μέτρα και, νομοτελειακά, σωριάστηκε στις κολλώδεις πλάκες του χιλιοπατημένου πεζοδρομίου με έναν πνιχτό γδούπο.

Σπαρτάρισε σαν το ψάρι αρκετές στιγμές. Σκέφτηκε να φωνάξει βοήθεια, μα, μια ηλίθια επίφαση περηφάνιας στάθηκε πάλι εμπόδιο. Η ανάσα κομμένη. Μα, σε 1-2 στιγμές αυτό το άγριο αδέσποτο θα ορμούσε.. Έφραξε το πρόσωπο σταυρώνοντας τους αγκώνες και έκλεισε τα μάτια αναμένοντας καρτερικά μιαν επίθεση.

Δυο στιγμές κωλυσιεργίας ήταν αρκετές: Δεν προσπάθησε καν να προλάβει να σηκωθεί!

Μήπως είχε τρελαθεί; Δεν ήταν δα και ένα ηλικιωμένο άτομο. Εξοργίστηκε. Ένα πείσμα σαν βίαιη γροθιά κάτω από το σαγόνι προκάλεσε έναν απότομο σφίξιμο των δοντιών. Κύλισε το σώμα σαν βαρέλι, γλιστρώντας στην αηδιαστική γλίτσα του πεζοδρομίου. Ανοιξε τα μάτια. To ψοφοδεές ζωντανό προσπαθούσε χωλαίνοντας να τρέξει μακρυά, ακόμη πιο μακρυά τρομαγμένο..

Θα αναρωτιόταν ακόμη τι συνέβη, μα, η καμμένη απόληξη μιας ανύπαρκτης ουράς σα μια σβησμένη κάφτρα αποτσίγαρου διέλυσε κάθε αμφιβολία με δυο σκέψεις:

Για το ζωάκι, ότι ήταν ακίνδυνο…

Και για το υποκείμενο, ότι ζούσε περισσότερο στον σκοτεινό, γεμάτο παγίδες κόσμο του μυαλού παρά στην πραγματικότητα..

«Είστε καλά;», μια άγνωστη φωνή ακούστηκε απρόσμενα με σπλαχνικό τόνο.

Κάποιος είχε προστρέξει σε βοήθεια.

«Ω μα ναι! Γλίστρησα όταν..», έκοψε απότομα τη ρύμη του αυθόρμητου λόγου καθώς σκέφτηκε πόσο ντροπιαστικά θα ήταν να ονοματίσει σαν αιτία αυτής της αμήχανης στιγμής ένα φοβισμένο πλάσμα.

«Ευχαριστώ πολύ.», αποκρίθηκε κοφτά χωρίς ακόμη να έχει αντικρύσει τον καλό σαμαρείτη που είχε πλησιάσει από πίσω. Ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση.

Πρόσκαιρα..

Πώς έφτασε τόσο κοντά να εκμυστηρευτεί ένα προσωπικό βίωμα σε έναν ξένο που ούτε καν είχε πρωτοκοιτάξει; Πώς επέτρεψε μιαν ευχαριστία απέναντι σε κάποιον που απλά απηύθυνε μιαν απλή, ίσως και ανώφελη ερώτηση;

Τα βήματα του ξένου σταμάτησαν. Είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Ένιωσε την παρουσία του εντός προσωπικής ζώνης μέσα από μια ανεπαίσθητη μεταφορά αέρα. Ανατρίχιασε από τρόμο.

Προτού τείνει χείρα βοηθείας ο ύποπτος, πια, ξένος, τινάχτηκε σαν συσπασμένο ελατήριο σε μιαν απροσδόκητη μετουσίωση μιας κατάκοπης μάζας σε ένα ελαστικό, γεμάτο νεύρο σώμα. Γύρισε όλο τον κορμό, κάρφωσε σχεδόν το δεξί χέρι στη γλιστερή πλάκα και όρθωσε σε διαγώνια στάση το σώμα με άξονα το λυγισμένο δεξί πόδι.

Μεμιάς, απώθησε με ακούσια μεν, αλλά επιθυμητή βία τον πήχυ του ξένου. Με ικανοποίηση από αυτή την κτηνώδη κίνηση αντικοινωνικότητας, έστρεψε το βλέμμα που μέχρι τότε επιθεωρούσε αυτάρεσκα τις γοργές κινήσεις επανόρθωσης προς τον ξένο. Πιο πολλή από μιαν υποχρέωση γεννημένη από υπερηφάνεια και εγωισμό παρά έστω από μιαν ανθρώπινη περιέργεια, πόσω μάλλον ευγνωμοσύνη.

Δυο ανοιχτόχρωμα καστανά μάτια γεμάτα απορία κοιτούσαν όλη την αλληλουχία των κινήσεων με ευλαβική προσοχή. Ένα μικρό αποστεωμένο περίγραμμα προσώπου είχε απορροφηθεί από ένα ζευγάρι παχιών μελανιασμένων χειλιών που κρέμονταν σχεδόν, θαρρείς και θα ξεκολλούσαν από την προσήλωση.

Απέστρεψε το βλέμμα. Δεν ήθελε καν να χαραμίσει έστω μια ματιά πάνω σε αυτή τη μίζερη παρουσία. Επιτέλους, πήρε όρθια στάση και μπορούσε να προβεί σε στάσεις και χειρονομίες υπεροχής που θα έδιωχναν τον ξένο που, πλέον, είχε καταντήσει ενοχλητικός.

«Τα ρούχα σας θέλουν λίγο τίναγμα», είπε απλοϊκά ο ξένος.

Ένα ηλεκτροσόκ συντάραξε το μυαλό. Με ένα σπασμωδικό ξέσπασμα, ένιωσε όλους τους μύες να ενεργοποιούνται στη σκέψη ότι αυτός ο παρακατιανός θα άγγιζε έστω μια ίνα από τα ρούχα. Ένα αμόκ μισανθρωπισμού ξεχείλισε από τα κατακόκκινα μάτια με την σκέψη ότι στη γλίτσα του πεζοδρομίου, που ένιωθε ήδη, θα επικαθόταν η βρόμα από τα σκελετωμένα δάχτυλα αυτού του ανθρωπάριου.

«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις καν!», ξεστόμισε αθυρόστομα, καθώς τα μηνίγγια σφυροκοπούνταν από παλμούς αίματος γεμάτους μνησικακία και καχυποψία.

Τα μάτια γούρλωσαν. Τα χείλια έσφιξαν και χλώμιασαν. Μόνο δυο λεπτά, τοξωτά, μαύρα φρύδια απέμειναν να δίνουν χρώμα στο πελιδνό πρόσωπο του ξένου.

Τον κοίταξε με μια ματιά που ανάβλυζε χυδαιότητα. Που κραύγαζε άγρια πόση αθλιότητα μπορούσε να χωρέσει η ύπαρξη του.

«Είναι αμούστακος», μονολόγησε χωρίς πνοή. «Είναι αμούστακο», διόρθωσε με κατάπληξη, κι αυτή η δεύτερη φορά μάλλον ακούστηκε στον παρακατιανό.

Πάγωσε…Χρειάστηκε λίγο χρόνο. Μα ναι, λίγο χρόνο ακόμα. Ικέτεψε έναν νοητό κριτή για ένα ακόμη αναποδογύρισμα της κλεψύδρας. Ταλάντωσε απότομα το πρόσωπο αριστερά-δεξιά, σαν να ήθελε να καθαρίσει ένα σύννεφο που θόλωνε την όραση.

Βέβαια, βέβαια! Αυτός ο μαύρος ιστός από σκέψεις, αναπαραστάσεις και συνειρμούς έπρεπε να διαλυθεί, έστω να παραμεριστεί προτού και πάλι καλύψει την πραγματικότητα.

Τον παρατήρησε. Ναι, δεν είχε λαθέψει. Ένα πρόσωπο χωρίς ίχνος ενηλικίωσης. Ένα ψιλό, συνθετικό πανωφόρι, ένα σκονισμένο παντελόνι ξεχειλωμένο στα γόνατα, και ένα ζευγάρι φθαρμένα υποδήματα, σφιγμένα θαρρείς και αυτός ο παρίας ήθελε να τα κρατήσει με νύχια και με δόντια από τον αδηφάγο δρόμο που ήταν έτοιμος να τα καταπιεί.

Ξεροκατάπιε. Επέστρεψε στο πρόσωπο όπου περίμεναν δυο σφιγμένα βλέφαρα. Ήταν θυμωμένος; Ήθελε να δείξει θυμό; Δεν έπειθε. Ίσως, απλά ήταν ένα παιδί που έμπλεκε το θυμό, την οργή που επιφέρει προσβολή με το παράπονο.

Τα μάτια του ήταν υγρά…

Κοίταξε γύρω. Τα αυτοκίνητα είχαν αρχίσει πάλι την οργιώδη κυκλοφορία τους. Έψαξε μάταια να δει το αδέσποτο με το βλέμμα. Ο ουρανός είχε γίνει κατάτι σκοτεινότερος. Μια σανίδα σωτηρίας για το φουρτουνιασμένο ψυχισμό δε βρισκόταν.

Τον ξανακοίταξε. Απόρησε που δεν είχε προσπαθήσει να απομακρυνθεί από τα δυο μέτρα που τους χώριζαν περίπου.

Δάκρυα είχαν κυλίσει στο χλωμό του μάγουλο. Σαν βρόχινες στάλες που ξεπλένουν αδύναμα και καρτερικά έναν μαυρισμένο τοίχο, συσσώρευσαν κάμποσους απειροελάχιστους σβώλους μουτζούρας στην άκρη της μύτης του. Πόσες ώρες άραγε γυρνούσε στους δρόμους;;

«Να ψοφήσεις», στρίγκλισε με τρεμάμενη φωνή και εκτόξευσε μια σταλιά λευκού, πηχτού πτύελου που προσγειώθηκε στο πανωφόρι. Κατόπιν, στύλωσε τα πόδια σα φοβισμένο ζωάκι και έτρεξε να φύγει απελπισμένα από το χωρόχρονο αυτής της τραυματικής τυχαίας συνάντησης.

Έσκυψε με αηδία προς τον θώρακα. Δεν είδε τίποτα. Τρέμοντας και μόνο στην σκέψη της ψηλάφησης, κοίταξε χαμηλότερα. Στο ύψος του αφαλού, είχε κολλήσει μια λευκή κηλίδα. Φαινόταν τόσο συμπυκνωμένη που αναρωτήθηκε πόσην ώρα άραγε να ήταν χωρίς νερό.

Αυτή η σκέψη ώθησε τα μάτια να υψωθούν. Ο παρίας έτρεχε ακόμη. Τόσο έντονα. Τα ποδαράκια του λύγιζαν καθώς προσγειώνονταν ορμητικά στο γλιστερό πεζοδρόμιο σε κάθε βήμα. Φαινόταν σαν να τον κυνηγούσε κάτι. Κάτι άπιαστο. Ίσως, ένα σμήνος από απειλητικά έντομα. Κάτι άυλο, μήπως. Ένα μοχθηρό πνεύμα που θα τον αιχμαλώτιζε.

«Οι Ερινύες», ξεστόμισε καθώς εστίαζε απλανώς στον ανήλικο πλάνητα.

Μηχανικά, κατέβασε το βλέμμα στο πανωφόρι. Η μικρή λευκή κηλίδα είχε αρχίσει να χάνεται. Ήταν τόσο μικρή μα, συνάμα, τόσο συμπαθητική ανάμεσα στη γλίτσα του πεζοδρομίου που είχε αγκιστρωθεί σα μολυσματική νόσος στο σκούρο, καταθλιπτικό παλτό.

Η βρομιά και η μαυρίλα είχε πια γατζωθεί πάνω στην αμφίεση. Ένιωθε να διατρυπά τα χοντρά ρούχα και να αγγίζει τη γυμνή σάρκα. Να εισχωρεί βαθιά μέσα στο σώμα και να γίνεται ένα με τον οχετό που είχε παντελώς άδικα αδειάσει από τα βάθη της ψυχής στο δύσμοιρο παρία.

«Οι Ερινύες», επανέλαβε σα ρομπότ. Και κατάλαβε ότι είχαν μείνει συντροφιά εδώ να σιγοντάρουν τις υπόλοιπες αρρωστημένες φωνές που βασάνιζαν την ψυχή.

Δάγκωσε τα χείλη και ύψωσε τα μάτια. Η αλαφιασμένη μορφή συνέχισε να σβήνει σταδιακά στο βάθος της λεωφόρου, ώσπου ένα τεράστιο στρογγυλό σήμα απαγορευτικού την έκρυψε απότομα. Όμως, δεν προσπάθησε να σκύψει ή να μετακινηθεί για να συνεχίσει να την εποπτεύει.

Υπνωτισμένα, αφοσιώθηκε στον επιβλητική, τσίγκινη, κατακόκκινη σήμανση. Γυάλιζε καινούργια ούσα. Μάλλον, είχε και φωσφορίζουσα, προστατευτική επικάλυψη. Μια πάλλευκη παύλα φάνταζε στο μυαλό ως μια αποτρεπτική, ατσάλινη μπάρα από αυτές που απαγορεύουν την είσοδο σε φυλασσόμενους χώρους.

Η άψογη κατάσταση της, η στιβαρή κατασκευή της και η προκάτ αντοχή της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το γύρω περιβάλλον που αιωρείτο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

«Γιατί τόση φροντίδα για το απαγορευτικό;», μονολόγησε, ενώ ένα μικρό δίκυκλο με εκκωφαντικό θόρυβο διέκοψε την έξαψη αυτού του εκρηκτικού ειρμού σκέψεων.

Έκανε να σκύψει. Αντιστάθηκε. Δεν έλεγε να ενδώσει στην ενστικτώδη κάμψη του αυχένα, αυτή τη φορά.

«Γιατί το απαγορευτικό;;;», επανέλαβε επιτακτικά.

Δεν άντεχε την απαγόρευση. Όχι άλλα «πρέπει». Όχι άλλα «μη». Όχι άλλα στεγανά.

«Πρέπει να μπω. Πρέπει να δω. Πρέπει να προχωρήσω!», αντέτεινε σε έναν φαντασιακό, στυγνό φύλακα που επέβλεπε την είσοδο που έφρασσε η μπάρα.

Πήρε βαθιά ανάσα. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο ξαναμμένο κρόταφο.

Διέλυσε τον φύλακα με μια ωμή υπερέκταση του αριστερού χεριού. Με ένα σάλτο, υποσκέλισε τη μπάρα.

«Πρέπει να τον προλάβω», παροτρύνθηκε δυναμικά και άρχισε να βηματίζει γοργά.

Βάδιζε γοργά.

cage-crows-doves-flying-flying-man-favim-com-163505Η συσσωρευμένη κούραση και οι σωματικοί πόνοι είχαν πλέον γίνει αβάσταχτοι, μα συνάμα, είχαν απωθηθεί από ένα μυαλό σε αυθυποβολή και έναν ψυχισμό σε αναβρασμό. Ένας χείμαρρος σκέψεων και συναισθημάτων είχε αρχίσει να ξεπλένει το μέχρι πρότινος τελματώδη τόπο μιας ύπαρξης σε ακινησία και μετριασμό.

Η ανάσα ακουγόταν σαν το ξεφύσημα μιας ατμομηχανής. Μπορεί να χώλαινε κάπου κάπου, όμως, είχε αποφασίσει πως η εύρεση του μικρού πλάνητα ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Στη σκέψη και μόνο ότι δεν θα τον αντίκρυζε ξανά, μια μέγγενη έσφιγγε ανελέητα το στήθος και μια σουβλιά διαπερνούσε τη σπονδυλική στήλη.

Μα ναι, έπρεπε να τον φτάσει. Έπρεπε να τον βρει. Έπρεπε να του κόψει το δρόμο της άτακτης φυγής. Να τον κοιτάξει στα μάτια και να εξευμενίσει το κακό που είχε προκαλέσει. Ναι, να πάρει ο διάβολος να πάρει. Ό,τι κι αν γινόταν, έπρεπε να ξορκίσει το δαίμονα που κατάτρυχε τα σωθικά.

Βάδιζε πιο γρήγορα..

Σκεφτόταν. Το κεφάλι τρεμόπαιζε νευρικά σαν μια πάνινη κούκλα στα χέρια ενός νηπίου. Είχε βυθιστεί στην παιδική ηλικία. Στους γονείς που πάλευαν να τα φέρουν βόλτα. Τις δουλειές, το σπίτι, τα παιδιά, τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τις λογής υποχρεώσεις. Θυμόταν τα μουντά χειμωνιάτικα απόβραδα που περνούσε μέσα στο σπίτι μαζί με τον αδερφό. Τη μητέρα τους να γυρίζει σαν τη σβούρα, σιωπηλή, σκυφτή, εξαντλημένη. Σαν είλωτας πραγματικός. Και κείνα πάνω από μουτζουρωμένα, χιλιοσβησμένα τετράδια από τα λάθη.

Αυτά τα λάθη! Πόσες φορές προσπάθησε, πόσες φορές μόχθησε να μην κάνει λάθος. Αλλά, ποτέ δεν τα κατάφερε. Ακόμα, κι όταν η γιαγιά και ο παππούς έδιναν ένα γενναίο χαρτζιλίκι για ένα 18άρι ή ένα 19άρι, ακόμη και τότε, ναι, δεν ήταν γιατί πραγματικά το άξιζε. Ήταν γιατί έμπαινε μπροστά η αγάπη και η αφοσίωση τους, η αναγνώριση και ο σεβασμός που κερδίζεται από την στέρηση.

Η μόρφωση, η παιδεία. Και να που τέλειωσε, να που πέτυχε στο πανεπιστήμιο. Και χάρηκαν οι γονείς και δάκρυσαν οι παππούδες. Που πήγαν τώρα πια αυτές οι χαρούμενες στιγμές; Τόσα βράδια σκληρού διαβάσματος πέρασαν, τόσα κρύα απογεύματα με γκρίνια και μιζέρια για τα μαθήματα και το εξαντλητικό πρόγραμμα, τις ψεύτικες σχέσεις και φιλίες, τόσοι βαρετοί καφέδες μέσα στην καπνίλα και τα πρόστυχα αστεία. Ανάμεσα σε ανθρώπους περαστικούς απ’τη ζωή.

Και οι παππούδες έφυγαν.. Οι γονείς άσπρισαν..Το πτυχίο έφτασε..Ο χρόνος πέρασε, μα, η ζωή δεν ήρθε..

Είχε κάνει πάλι λάθος..Τα μεγάλα βήματα θέλουν γενναιότητα. Θέλουν τόλμη και εμπιστοσύνη. Δεν έπρεπε να σφάλλει και πάλι.

Γιατί δεν είχε βρει μια αξιοπρεπή εργασία; Γιατί δεν είχε βρει έναν άνθρωπο της προκοπής για συντροφιά; Τόσα χρόνια ανούσια; Ποια η παρακαταθήκη; Ποια η αξία; Που το νόημα; Αμείλικτα ερωτήματα ξεπετάγονταν ακόρεστα σαν αδηφάγα, αηδιαστικά έντομα κατατρώγοντας τα απομεινάρια παρατημένων ονείρων.

Και παντού, λάθη. Μουτζούρες. Απροσεξίες. Επιπλήξεις. Σκυμμένο κεφάλι. Δάκρυα ταπείνωσης, πληγωμένης υπερηφάνειας.

Λάθη, λάθη, λάθη, λάθη!

Έτρεχε πια…

Τόσο γρήγορα και τόσο απελπισμένα..

Προσπαθούσε τάχα να προλάβει τη ζωή; Όχι! Δεν ήξερε τι θα πει ζωή! Κανείς ποτέ δεν το ανέφερε! Δεν το’δε στα μάτια των συντρόφων, μήτε πότε συζήτησε γι’αυτό σε στέκια φιλικά! Δεν το βρήκε σε κανένα βιβλίο, σε κανένα περιοδικό, ούτε στο διαδίκτυο!

Ξάφνου, ένιωσε ένα αναπάντεχο γλίστρημα σε μια κεκλιμμένη επιφάνεια. Το σώμα βρέθηκε στιγμιαία στον αέρα. «Μην πέσεις πάλι», γρύλισε μέσα από τη σφιγμένη οδοντοστοιχία. Προσγειώθηκε άτσαλα στο δεξί πόδι. Το γόνατο απορρόφησε όλη την ενέργεια αυτής της άσχημης συγκυρίας. Ένας κοφτός κοκκάλινος ήχος, σαν καρότο που σπάζει τράνταξε το σκελετό. Το γόνατο λύγισε. Ένας πόνος τόσο οξύς που τέντωσε βίαια τα τύμπανα των αυτιών συγκλόνισε όλο το κορμί.

Μια σπαρακτική κραυγή τάραξε την απάνθρωπη αστική ατμόσφαιρα. Μα, σύντομα πνίγηκε τόσο εκκωφαντικά όσο ακούστηκε μέσα στο πολύβουο περιβάλλον. Το σώμα έμεινε σε στάση ικεσίας: το αριστερό γόνατο ακουμπούσε τη μούχλα του πεζοδρομίου, το λαβωμένο δεξί είχε μαγκώσει σε ορθή γωνία, τα χέρια παράλυτα από τον πόνο κρέμονταν σχεδόν πάνω από τα γόνατα, ενώ το πρόσωπο είχε παραμορφωθεί, ανελαστικά θαρρείς, από έναν αποκρουστικό μορφασμό.

Μέσα σε έναν πυρετό από κοφτές, ανεπαίσθητες ανάσες, το εκρηκτικό μείγμα του ακατάσχετου πόνου και της αγωνίας για την τύχη της αναζήτησης ρευστοποιήθηκε σε ένα καυτό δάκρυ. Έκαιγε πραγματικά, σαν μια σταγόνα λάβας που σιγόβραζε καιρό υποχθόνια πριν ξεχυθεί παχύρρευστη, μεστή και ώριμη.

Μα, ήταν μόνο η αρχή. Αμέτρητα, ζεστά δάκρυα άρχισαν να ρέουν χωρίς σταματημό με μια ζωτικότητα τόσο έντονη όση η ενθαλπία των αναμνήσεων, των βιωμάτων και των ανείπωτων καημών ετών. «Χριστέ μου», αναφώνησε καθώς η συγκίνηση συντάρασσε όλο το κορμί. Απώλεσε αμελλητί την αίσθηση της πραγματικότητας σε μια καταβύθιση στα άδυτα του ψυχισμού. Έσκυψε το κεφάλι και τα κατεβασμένα βλέφαρα έφεραν την άβυσσο.

Είδε τους παππούδες παρασυρμένους από ένα ορμητικό ποτάμι να κρατιούνται μετά βίας από ένα ξερό δέντρο που έστεκε παρ’ελπίδα στη μέση της υδάτινης ροής. Φώναζαν κάτι, όμως, ήταν αρκετά μακρυά και δεν ακούγονταν. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους. Εκείνοι συνέχιζαν να φωνάζουν και να χειρονομούν έντονα. Με έναν τρόπο αποτρεπτικό θα’λεγε κανείς. Συνέχισε να τους προσεγγίζει ταχέως μέχρις ότου οι άναρθρες καυγές έγιναν λόγια και νοήματα, από κάθε άποψη, καθαρά.

«Προχώρα μανούλα μου! Προχώρα! Ξεκίνα, μην αργείς», ακούστηκαν με μια φωνή που κάλυπτε τον παφλασμό των ορμητικών νερών.

«Έρχομαι παππούλη, τρέχω γιαγιάκα! Κρατηθείτε και πέφτω τώρα να σας σώσω! Ένα σχοινί χρειάζομαι μονάχα», βροντοφώναξε μεσα σε αγωνιώδη ταραχή.

«Όχι παιδάκι μου!! Οχι!! Φύγε, ξεκίνα το ταξίδι! Θέλαμε μόνο να σε αποχαιρετήσουμε! Τόσον καιρό κρατιόμαστε εδώ μόνο και μόνο για να σ’ακούσουμε να μας αποχαιρετάς! Είναι και η ώρα η δική μας να βουτήξουμε! Ξεκίνα παιδί μου! Ξεκίνα!»

«Μα που να πάω; Τι ει’αυτά που λέτε; Θα σας πάρει το ποτάμι! Πρέπει να σας σώσω!»

«Το ποτάμι δεν σταματά. Δε μπορείς και δεν πρέπει να βουτήξεις. Δεν πρέπει να αντιστέκεσαι στο χρόνο και τη νομοτέλεια του. Δε μπορείς να μας σώσεις γιατί δε χρειαζόμαστε σώσιμο. Ζήσαμε και πεθάναμε πλάι σου. Αυτό αρκεί. Φύλαξε μας στην ψυχή σου και πάψε να ταλαιπωρείσαι. Πρέπει να φύγουμε τώρα. Παράτα το χτες, ξεκίνα τώρα και ονειρεύσου το μέλλον. Κάπου εκεί θα ξαναανταμώσουμε και πάλι. Αντίο!»

Το στόμα τώρα παλλόταν σαν ψάρι που σπαρταρούσε. Ο νωτισμένος αέρας έφρασσε κάθε αναπνευστική οδό σαν υγρό τσιμέντο. Τα μάτια καρφωμένα στις δυο φιγούρες βίωναν κυριολεκτικά ένα σπαραξικάρδιο ψυχομαχητό.

«Μα σας αγαπώ! Δε μπορώ να σας χάσω! «, φώναξε κλαίγοντας γοερά. «Δε μπορώ να σας ξεχάσω! Που θα σας ξαναβρώ;», πρόσθεσε ασθμαίνοντας, ενώ τα μάτια κατακόκκινα και πρησμένα είχαν βαπτισθεί σε μια λίμνη από δάκρυα.

«Η αγάπη δεν τελειώνει. Ζει, αναπνέει, ανανεώνεται. Θα μας βρεις στους γονείς  και τον αδερφό σου, στον συνάνθρωπο, στη συντροφιά σου. Όταν βρίσκεις αγάπη, θα’ναι σαν να μας κοιτάς στα μάτια ξανά. Και μεις θα χαμογελάμε, οι ψυχές μας θα αναρριγούν από ευτυχία. Και τότε, τα πάντα θα γίνονται ένα, μια ουσία χωρίς τέλος ούτε αρχή και ένας κόσμος που μπορεί να χωρέσει σε μια αγκαλιά.»

Με αυτά τα λοίσθια λόγια, οι δυο φιγούρες βυθίστηκαν πειθήνια στα ορμητικά νερά και χάθηκαν σαν καρυδότσουφλα κάτω από τα αφρισμένα κύματα.

Είχε μείνει να κοιτά καθώς τα δάκρυα συνέχιζαν να ρέουν ακατάπαυστα. Το στόμα είχε στραβώσει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μετριαστεί ο θρήνος. Η δυστυχία σε απόλυτο βαθμό που ζούσε εκείνη τη στιγμή σαν ένας ασήκωτος βράχος καταπλάκωνε το στέρνο.

Ένα διαπεραστικό τσίμπημα λες και ένα φίδι σάλευε κάτω από το δέρμα παρέλυσε αστραπιαία απ’άκρη σ’άκρη τον αριστερό πήχυ έως το δείκτη που έτρεμε σα μισοπεθαμένος μεταξοσκώληκας. Ήταν το κλασικό, παλιό σύμπτωμα των έκτακτων καρδιακών συστολών που βίωνε σε καταστάσεις μεγάλου άγχους.

Άρχισε να συνέρχεται.

Πήρε μια μικρή ανάσα όση επέτρεπε το επαχθές φορτίο. Σε μια πείσμονα εναντίωση, ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης γέννησε το σθένος να εντυπώσει τα λόγια των παππούδων. Πάλεψε να οπτικοποίησει την ευτυχία, την αγάπη, την αγκαλιά. Είδε χρώματα: λευκό, μενεξεδί, πράσινο, γαλάζιο. Αναπόλησε τα παιχνίδια, οικογενειακές φωτογραφίες, τα Χριστούγεννα.

Ένας σπινθήρας έκαψε τη βάση της σπονδυλικής στήλης. «Είναι Χριστούγεννα», αναφώνησε. «Το παιδί», υπενθύμισε μεγαλοφώνως στο υπνωτισμένο είναι, καθώς θυμήθηκε το κατάχλωμο, λευκό πρόσωπο του. Άνοιξε τα μάτια.

Μια στρεβλή όψη της πραγματικότητας φάνηκε. Όλα θολά και μακρινά καθώς τα υγρά μάτια διαθλούσαν κάθε φως και κάθε μορφή. Η μεγάλη λεωφόρος ζαρωμένη, τα τροχοφόρα, λιωμένα θαρρείς, σέρνονταν σαν σαλιγκάρια, ο ουρανός μια κατασκότεινη μάζα από όπου κρέμονταν διαυγείς κρύσταλλοι, εορταστικές φωτεινές πινακίδες σαν λαμπιόνια που τρεμποπαίζουν στην καταχνιά του σούρουπου.

Σκούπισε τα μάτια με τα βρόμικα μανίκια. Στύλωσε τις τεντωμένες παλάμες στην πλάκα και με μια χαλύβδινη αποφασιστικότητα σηκώθηκε σε όρθια στάση βιώνοντας έναν πρωτόγνωρο, ανυπόφορο πόνο. Με ένα αόρατο δεκανίκι, άρχισε να περπατά και να επιταχύνει κουτσαίνοντας. Μα, τώρα κάθε σακατεμένο βήμα, κάθε λειψή σπιθαμή βρόμικου εδάφους που κάλυπτε ήταν σα να φευγε πιο γρήγορα. Ο χρόνος από ασύλληπτο θήραμα είχε μετατραπεί σε έναν εξουθενωμένο, άπραγο κυνηγό.

Τα δεσμά, η βαριά αλυσίδα είχαν ήδη αρχίσει να μαλακώνουν από την καυτή λάβα των δακρύων. Το ασήκωτα άχθη της απογοήτευσης, της κατάθλιψης και της αναβλητικότητας είχαν ήδη απορριφθεί στο δρόμο για το μεγάλο στόχο. Η αναζήτηση του παιδιού ήταν ένα ταξίδι που έμοιαζε να νοηματοδοτεί πια τα πάντα. Η εύρεση του ήταν εκ των ων ουκ άνευ.

Με βαθιά πίστη και ουχί ελπίδα, με πεισματώδη βεβαιότητα και ουχί αόριστη αισιοδοξία, κούτσαινε πιο γρηγόρα από ποτέ. Σαν ένα πουλί με τσακισμένο φτερό που, όμως, από κεκτημένη ταχύτητα δεν πέφτει, ίσα ίσα που συνεχίζει να πετά γοργά κι ας ξέρει πως σε λίγο το μειούμενο ύψος θα επιφέρει την αναπόδραστη πτώση. Συνέχιζε αγόγγυστα, με το σώμα να χει πάρει μια επικίνδυνη κλίση προς τα μπρος. Με μια ορμή ασυγκράτητη.

Παράλληλα, τα μάτια περιεργάζονταν τα πάντα γύρω. Είχε φτάσει στο τέρμα της λεωφόρου όπου μια μεγάλη πλατεία δέσποζε με πλακόστρωτα δρομάκια, μεγάλα δέντρα και δυο τρία καλοδιατηρημένα νεοκλασικά κτίρια. Διάσπαρτοι, λίγοι σε αριθμό υπαίθριοι πωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ενώ ο λίγος κόσμος, ένα μείγμα από μετανάστες, γέρους γηγενείς και αμέριμνους αυτοκινητιστές, κινούνταν σε ράθυμους ρυθμούς.

Τα δάκρυα δεν είχαν ολότελα στερέψει δυσχεραίνοντας την όραση. Το βλέμμα γινόταν έτσι πιο επίμονο και πιο διαπεραστικό, θύμιζε λες τις έντονες, διερευνητικές ματιές των γερόντων που πάσχουν από κάποια ασθένεια της όρασης. Η ένταση είχε κλιμακωθεί καθώς οι κοφτοί, μισοί βηματισμοί και το κεφάλι που περιστρεφόταν νευρικά κραύγαζαν την κορύφωση της προσπάθειας. Σε κάθε δρασκελιά, ένα ριψοκίνδυνο κρέμασμα πάνω από το γκρεμό της τελικής πτώσης και σε κάθε αγωνιώδες βλέμμα, ένα ανεπαίσθητο χτύπημα που έφερνε πιο κοντά τη ζάλη, το θόλωμα και τη λιποθυμία.

Ώσπου, μεμιάς, όλος ο κόσμος έγινε φως. Μα, όχι ένα φως ψυχρό και γαλακτώδες, ούτε εκτυφλωτικό μήτε ασθενικό. Ήταν εκείνο το ζεστό, κίτρινο φως των χειμερινών, κυριακάτικων απογευμάτων που μπαίνοντας ταπεινό μα άφθονο από τις διαφάνειες του σπιτιού γεμίζει με θέρμη και ευφροσύνη τους ανθρώπους. Που στολίζει την ησυχία και τον οικείο αέρα της εστίας σαν χρυσοποίκιλτο ύφασμα κεντημένο με κάθε θύμηση, κάθε μυρωδιά, κάθε ήχο, κάθε μορφή, κάθε φωνή που φωλιάζουν με θαλπωρή και ασφάλεια στην ψυχή. Ήταν οι αχτίδες της φευγαλέας ευτυχίας.

man-statueΚοντοστάθηκε ρίχνοντας όλο το βάρος στο υγιές πόδι.

Με ένα βλέμμα που έτρεμε σαν κέρινη φλόγα, αντίκρυσε το μικρό πένητα σε απόσταση δέκα μέτρων, μαζεμένο, με τα χέρια κόμπο πάνω στα λυγισμένα γόνατα, και το κεφάλι χωμένο βαθιά στο στήθος να κάθεται στο μαρμάρινο σκαλί ενός από τα νεοκλασικά. Φαινόταν να τρέμει. Κατάλαβε πως έκλαιγε με λυγμούς.

Ξεροκατάπιε. Δίστασε. Όμως, τίποτα πια δε μπορούσε να σταθεί εμπόδιο. Το τσίμπημα στο αριστερό χέρι δήλωσε και πάλι παρόν. Είχε έρθει η ώρα να κοιτάξει στα μάτια τη ζωή.

Έκανε το πρώτο βήμα, έκανε το δεύτερο. Η ανάσα επιτάχυνε. Οι παλμοί έσφυζαν ασυγκράτητοι. Τα υγρά μάτια εξατμίζονταν από την έξαψη της καρδιάς. Τα μηνίγγια είχαν πρηστεί.

Κούτσαινε τόσο γρήγορα. Πιο πολύ και πιο πολύ. Το πλακόστρωτο θαρρείς και γέμιζε τρύπες. Ανάσαινε τόσο βαθιά. Η ατμόσφαιρα θαρρείς και θα ξέμενε από οξυγόνο.

Πλησίαζε. Πλησίαζε! Το ψιλό πανωφόρι, ναι. Πλησίαζε κι άλλο! Το τσαλαπατημένο παντελόνι, ναι. Έφτανε! Τα σφιχτοδεμένα χιλιοπατημένα υποδήματα. Πιο κοντά! Τα λεπτά, πατημένα μαλλιά, τα βρόμικα χέρια. Δάκρυα;, Μα όχι τώρα! Πλημμύρα από δάκρυα. Μην κλαις, κάνε κουράγιο! Πρέπει να φτάσεις. Κι άλλα δάκρυα. Ήταν το παιδί. Και λυγμοί. Ήταν ο πένητας. Και αναφιλητά. Ήταν αυτός! Δάκρυα και λυγμοί, αγκαλιά. Ήταν αυτός!

Ήταν αυτός!!!!

Ένα μέτρο πριν τον αγγίξει, έχασε την ισορροπία για έσχατη φορά. Ήταν γραφτό, μάλλον, αυτή η δεύτερη ευκαιρία να πραγματωθεί με τα μάτια να ανταμώσουν με αντεστραμμένους ρόλους πια. Σωριάστηκε με έναν βαρύ γδούπο πρηνηδόν στο πλακόστρωτο με το δεξί χέρι να εμποδίζει τον τραυματισμό στο πρόσωπο και το αριστερό να δείχνει με το δείκτη τεντωμένο και τρεμάμενο το παιδί. Είχε φτάσει ακριβώς στα μαζεμένα, λεπτά ποδαράκια του.

Εκείνο αποσβολωμένο έμενε να κοιτά, καθώς ο γδούπος πρωτύτερα είχε απότομα διακόψει το σπαρακτικό του κλάμα. Το πρόσωπο του γεμάτο κοκκινωπές κηλίδες από την ένταση και τις εκδορές από τα χέρια, υγρό και ζαρωμένο θαρρείς και είχε μουλιάσει από δάκρυα πολλών ωρών.

Μετά από το σάστισμα της πρώτης στιγμής, γούρλωσε τα μάτια και έκανε να ανασηκωθεί.

«Μη φεύγεις!!!», άφησε έναν συνταρακτικό σπαραγμό όπως, ίσως, ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν είχε αντηχήσει ξανά.

«Συγγνώμη.», πρόσθεσε με γλυκειά προσμονή καθώς ένα κύμα αγαλλίασης εν είδει άερα ξεχύθηκε από το στόμα και τύλιξε αρμονικά τον μικρό πένητα.

Άπλωσε παραπάνω το χέρι τείνοντας το ικετευτικά προς το παιδί. Χαμογέλασε.

Ο πένητας μαλάκωσε το κορμί και το πρόσωπο του. Με το χεράκι, όμοιο με κλαδάκι νεαρού δέντρου, σκούπισε όσα δάκρυα είχαν απομείνει στο εξαθλιωμένο δέρμα του και, ύστερα, το έτεινε σκύβοντας προς τον απρόσμενο ικέτη.

Το υποδέχτηκε σαν πολύτιμο φυλαχτό, χρόνια κρυμμένο που με λύτρωση έρχεται ξανά στα χέρια. Το φίλησε παρατηρώντας εκείνους τους σβώλους μουτζούρας που πριν είχε κοιτάξει με αηδία να έχουν ξεθωριάσει πια ανακατεμένοι με τα δάκρυα πάνω στην παλάμη του.

Τον τράβηξε ευγενικά κοντά. Εκείνος αποκρίθηκε στο κάλεσμα. Τότε, κοίταξε βαθιά μέσα στα σκούρα του μάτια. Eίδε τους παππούδες να του γνέφουν με χαρά και τους γονείς να χαμογελούν με συγκατάβαση. Είδε τον αδερφό να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Είδε και άλλα πρόσωπα, πολλά, γνωστά και άγνωστα, φιλικά ή μυστηριώδη. Σε τόπους γνώριμους, οικείους αλλά και πρωτοιδωμένους μα, συναρπαστικούς.

Μέσα σε αναφιλητά και χαμόγελα που απέπνεαν μιαν ανακουφιστική ζεστασιά, τον αγκάλιασε και έσμιξε το κεφάλι με το κεφαλάκι του που τώρα είχε πάρει μιαν έκφραση γαλήνης και αξιοπρέπειας.

Η βαριά αλυσίδα είχε διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.

Και, ξανά, η πλάση γέμισε φως.

Ένα δάκρυ ξεχύθηκε από την άκρη του ματιού σα μια υδατινή στάλα ανεκτίμητη, από χρόνια παραμεινεμένη. Ένα απόσταγμα μιας ζώσας καλοσύνης. Και κει που ενώνονταν τα μάγουλα τους, κύλησε αργά στο αποστεωμένο προσωπάκι του.

Άιφνης, μια στάλα εξ’ουρανού έπεσε πάνω στα σμιγμένα πρόσωπα και έγινε ένα με το δάκρυ. Σαν’να χε γεννηθεί μόνο και μόνο για να βρεθούν μαζί από μοιραία αγάπη.

Είχε αρχίσει να βρέχει.

Η Φύση ήταν επιτέλους και πάλι εδώ…

Themis Xiggs

Πηγήeleutheriskepsi


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -